Δευτέρα 13 Δεκεμβρίου 2010

ΣΤΡΑΤΗΣ ΜΥΡΙΒΗΛΗΣ:ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΒΙΒΛΙΟ


H προέλαση της V Μεραρχίας. 


ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ "ΕΣΤΙΑΣ" 


Είτανε μια νύχτα μαύρη από σκοτάδι πηχτό και γλι­στερό, να το αλειφτείς σαν κατράμι με τη σπάτουλα. Κολνούσε στο πρόσωπο, μέσα στις φούχτες, έσταζε από το όπλο. Ο στρατός κοιμήθηκε μέσα σ' έναν κάμπο βαθιά λασπωμένον. Μια ολάκαιρη Μεραρχία να πέσει έτσιδα μεμιάς μέσα στη λάσπη και να κοιμηθεί του θανατά, ύστερα από δυο μερόνυ­χτα πορεία και μάχη ! Ο ύπνος την κουκούλωσε, μαλακός και παχύς σαν τη λάσπη, ακατανίκητος οχτρός, γλυκός και θανάσιμος. Όποιος δε δοκίμασε το μαρτύριο του απαγορεμένου ύπνου και της απαγορεμένης ξεκούρασης δεν ξαίρει την καταλυτική δύναμη τους. Θυμάμαι καλά πως περπάτησα κείνη τη νύχτα κοιμισμένος μέσα στην τετράδα μου, ολό­τελα, βαριά κοιμισμένος, τρία τέταρτα της ώρας. Είναι ένα πράμα απάνθρωπα αφύσικο να κοιμάσαι βαθιά και όμως να περπατάς φορτωμένος με το ντουφέκι, το σκαπανικό, τις γεμάτες μπαλάσκες γύρω στη μέση και ένα ασήκωτο γομάρι βρεγμένες κουβέρτες στη ράχη, πού σε τραβούνε με πείσμα πίσω, και καλά να σε γονατίσουν. Όταν οι διμοιρίτες διάτα­ξαν « αλτ », χτύπησα το πρόσωπο στην καραβάνα του μπροστινού μου και ξύπνησα από τον πόνο. Το τοπίο γύρω είταν άγνωστο. Έσταζε η μύτη μου αίμα, και νόμιζα πώς είταν συνάχι. Μα στον πόλεμο όλες οι αρρώστιες υπάρχουν εχτός από το συνάχι. Κατόπι μας είπανε : « Κοιμηθήτε τώρα! » Είταν μια ξαφνική και αναπάντεχη, είταν μια χτηνώδικη ευτυχία πού πλημμύρισε και μούδιασε μεμιάς όλα τα μέλη, το μυαλό και την ψυχή. Δηλαδή αυτό το απομεινάρι της ψυχής πού είχε βουλιάξει στο βυθό της ύπαρξης, ελά­χιστο, όσο μια καταχωνιασμένη σπίθα κάτω από σωρό στά­χτη. Μα δεν πρόφτασε τούτη η αίσθηση της χαράς να φτά­σει ως τη συνείδηση. Μεμιάς ήρθε και τη σκέπασε ένα μαλ­λιαρό και παχύ στρώμα από ύπνο. Πέσαμε ξαφνικά, σωρια­στήκαμε σαν αστραποκαμένοι στον τόπο πού βρεθήκαμε, εκεί πού ακούστηκε ή διαταγή. Γκρεμιστήκαμε μεσοστρατίς μέσα στη λάσπη, με τα λουριά σφιγμένα στη μασκάλη και στη φλογισμένη μέση. Και κοιμηθήκαμε. Σαν πεθαμένοι. Και πανουθέ μας ο χαμηλός, ο αόρατος ουρανός έβρεχε άναντρα και αλύπητα. Έβρεχε μια ψιλή, ασταμάτητη, αθόρυβη βροχή, πότιζε τα ρούχα κατάσαρκα. Έβρεχε πάνω στον αναίσθητο στρατό που είχε νικηθεί από τον ύπνο, του είταν παραδομένος δίχως αντίσταση.Λένε πως κείνη τη νύχτα κοιμήθηκαν κ' οι προφυλα­κές μας, κ' οι διπλοσκοποί. .. Όταν ξαφνικά, μέσα στον ύπνο μας, χίμηξαν οι νικημένοι μας οι οχτροί και μας σφάζανε. Οι πιο πολλοί βρέθηκαν μεμιάς από τον ύπνο στο θά­νατο, δίχως να προφτάσουν να ξυπνήσουν. Από παντού φω­νάζανε "στα όπλα! " Στην αρχή τ' ακούγαμε σαν μέσα σε όνειρο, υστέρα ανοίγαμε με κόπο και με προσπάθεια τα μάτια, που είταν γεμάτα ύπνο και σκοτάδι. Κατόπι αρχί­σαμε σαν τρελοί να γεμίζουμε και να ρίχνουμε, να ρίχνουμε και να σκοτωνόμαστε μεταξύ μας, κι όλοι τρέχαμε αλα­φιασμένοι.Τότες έγινε κάτι φοβερό. Είταν ο πανικός. Κείνος ο αρ­χαίος πανικός με το ανατριχιαστικό του σκούξιμο, που χούγιαξε πάνω από το στρατό μας με τη βραχνή φωνή του.Είναι μια στριγγιά, ένα μακρόσυρτο ουρλιαχτό ξερασμένο από τα τεντωμένα λαρύγγια χιλιάδων τρελών, πού ξεχύθη­καν από τα κελλιά τους, παραλοϊσμένοι από την ιδία τους την τρομάρα. Αυτό το σκούξιμο ξεχύνεται, απλώνεται, κυ­ματίζει, συνεπαίρνει στο σίφουνα της μανίας του κορμιά και ψυχές. Ο πανικός φρουμάζει από μέσα σου κι απ' έξω, από ψηλά, από χάμου, δεξά, ζερβά. Τότες το μυαλό παγώνει μέσα στ αυλάκια των κοκάλων, οι αίστησες ξεκόβουν από το χαλινάρι του αφέντη εγκέφαλου, και όλα τα μέλη επανα­στατημένα, απειθάρχητα, ενεργούν παρζαβλά, δίχως σκοπό. Ο πανικός φυσάει την κραυγή του μέσα στις ψυχές, θεόσταλτη αρρώστια, κυνηγάει τούς ανθρώπους με τη βου­κέντρα του σαν ένα κοπάδι άγρια ζα. Τον είδα και τον άκουσα εγώ κείνη τη νύχτα να μας προγκάει μέσα στους πλατειούς, λασπωμένους κάμπους, που κρεμιούνται με όλο το μουσκε­μένο χώμα τους στα άρβυλα να σε κρατήσουν. Άκουσα τη φωνή του να ξεχειλίζει, ναντιλαλεί από ρεματιά σε ρεματιά, νάντιχτυπιέται στους βράχους, μέσα στις βουερές λαγκαδιές πού αφήναμε πίσω στάλαφιασμένο μας φευγιό. Μας πρό­φταινε ολούθε. Φώναζε μέσ' από τα νερά, μέσ' από τα δέν­τρα, μέσ' από τη λάσπη, από τις κουφάλες και τις σπηλιές. Η μούρη του είναι πλατειά, χλωμή σαν το θειάφι, με τρίχες όρθιες , ·με μάτια αλλοίθωρα, διάπλατα τεντωμένα. Μέσ' από κει σε κοιτάζει επίμονα η τρέλα. Κι αυτό το φριχτό πράμα, που έχει χίλιες φωνές, χίλια χέρια από μαλακόν ίσκιο, τρέχει καταπόδι σου, πίσω από το τρέκλισμά σου, να σε πιάσει. Οι βράχοι μορφάζουν, παραμορφώνουν τα σχήματα τους σπα­σμωδικά, κουνούν τερατώδικα μέλη καταπάνω σου. Τα χαμόδεντρα ψιθυρίζουν συνωμοτικά ενάντια σου, στριμώχνουνται στις περασιές σου, λουφάζουν και παραμονεύουν κατα­λαγιασμένα μπρούμυτα, με τα μαλλιαρά τους κεφάλια σμι­χτά. Έχουν ευκίνητα χέρια λυγερά, μακριά, με νύχια γαμ­ψά και παραφυλάνε να περάσεις. Τότες τινάζουν ξαφνικά τα νευρωμένα τους πλοκάμια και σε αγκιστρώνουν από το πόδι, από την άκρη της μαντύας. Πέφτεις χάμου και χτυπάς και ματώνεσαι δίχως να μιλήσεις. Ξανασηκώνεσαι πάλι και τρέχεις ολοένα με την ψυχή στο στόμα, και όλο βρίσκεσαι στο ίδιο μέρος, στο χώρο του πανικού. Σκοντάφτεις σε μια σειρά μισακαμένα βαγόνια και αλλάζεις δρόμο να τους ξεφύ­γεις, γιατί σου φτύνουνε σκοτάδι γεμάτο υπονοούμενα φο­βερά. Βουίζουν μέσα στη νύχτα με τανοιχτά τους στόματα, βρυκολακιάζουν και σέρνουν τους στρεβλωμένους, τους σκου­ριασμένους σκελετούς των πίσω σου, σαν τερατώδικα προκατακλυσμικά λείψανα. Δώδεκα χιλιάδες ξετρελαμένοι φυ­γάδες χιμήξαμε έτσι μέσα στη φαρδειά στράτα του λυτρω­μού που δεν είχε σύνορα, να γλυτώσουμε. Περνούσαμε ανά­μεσα από τα Σταροχώρια. Και οι χωριάτες, μόλο πού δεν τους είχαμε αγγίξει τρίχα σαν πήραμε τα χωριά τους, παραφύλαγαν το πέρασμα μας. Βγήκανε μέσ' από το σκοτάδι, κι από τις δυο μεριές, και μας ντουφεκάγανε, κόβανε με. τσεκούρια τα πόδια των φαντάρων, ξερριζώνανε με τανάλιες τις γλώσσες τους. Σιδερένια φκυάρια και αξίνες σκίζανε τα παιδιάτικα πρόσωπα των φαντάρων δυο στη μέση. Και ο πανικός ούρλιαζε απ' όλες τις μεριές, έκανε τις τρίχες να σαλεύουν σαν τα κεντίδια τ' αχινού και σε κοίταζε από πολύ κοντά με ταλλοίθωρα μάτια της τρέλας.Κάποτε έφεξε η μέρα, σταμάτησε η βροχή, κάποτε στα­θήκαμε. Και έγινε ή ανασύνταξη. Βιαστικά, με πείσμα, με μανία κινήθηκαν όλα. Ζωντανά, κάρρα, ανθρώποι. Ξεκουρα­στήκαμε, φάγαμε ψωμί, συνήρθαμε. Πήραμε ενισχύσεις και κάναμε τη μάχη του Κ * βουτηγμένοι ως το λαιμό μέσα στη νερουλή λάσπη. Έτσι μεμιάς ξαναπήραμε τα μπρος. Τα Σταροχώρια είτανε πάλι στα χέρια μας. Όμως ετούτη τη φορά είμασταν αλλιώτικοι. Μια μανία μας είχε συνεπάρει για το γδικιωμό. Ο αρχιστράτηγος που είταν το βασιλό-παιδο, διάταξε : « Όλα τα Σταροχώρια να καγούν συθέ­μελα. Να μην πειραχτεί καμιά γυναίκα, κανένα παιδί. Όμως όσους χωριάτες βρήτε μέσα, από δεκάξη χρονώ κι απάνω, να ντουφεκιστούν ». Αυτό στον πόλεμο το λένε με μια λέξη που μοσχοβολά από δικαιοσύνη :«αντίποινα ».Απομείναμε οπισθοφυλακή, να κάνουμε αυτό το ξεκαθάρισμα στανταρτοχώρια.Χυθήκαμε σαν ένα μεγάλο κοπάδι λυσσασμένα ζα, που ταδύνατα, τα λερά τους μέλη τρέμαν από το σουβλερό κρύο, τα γόνατα λυγούσαν από την κούραση και τα δόντια σφίγ­γονταν από την πείνα του γδικιωμού. Είταν αναριοχτισμένα χωριά, όλο ξωχόσπιτα τριγυρισμένα με ψηλόν αυλότοιχο, που είχε μόνο μια μεγάλη πόρτα να μπαίνουν τα κάρρα, τα ζωντανά κ' οι άνθρωποι. Εσωτερικά, ένα γύρω στον αυλότοιχο είταν οι αποθήκες για τα γεννήματα, οι στάβλοι για τα ζα. Και στη μέση το σπίτι. Στέριο, τετράγωνο, με λίγα μι­κρά παράθυρα. Οι πιότεροι χωριάτες, ξαίροντας τί τούς πε­ρίμενε ύστερ' από το κάμωμα τους, είχαν αδειάσει τα χωριά "και φύγανε όπως - όπως, ακλουθώντας τον νικημένο στρα­τό που κυνηγούσαμε. Φόρτωσαν στους βαριούς αραμπάδες τα γυναικόπαιδα και φύγανε. Μα απόμειναν και καμπόσοι. Αυτοί πού δεν πρόφτασαν, και οι λίγοι, οι φανατικοί. Πα­τούσαμε τα σπίτια και τούς πιάναμε. Τις γυναίκες και τα παιδιά τις χωρίζαμε και τις κλείναμε στο τζαμί του χωριού, βάζοντας τους δυνατή φρουρά, να τις γλυτώσουμε από τα ξαναμμένα ένστιχτα των φαντάρων. Τους άντρες, που είτανε φόβος να μας ξαναχτυπήσουν πισώπλατα, τους ντουφεκάγαμε. Κατόπιν ανοίγαμε το τζαμί, ξαπολνούσαμε τα μαντρισμένα γυναικόπαιδα, βάζαμε φωτιά στο χωριό και φεύγαμε σε άλλο για να κάνουμε τα ίδια. Σε τούτη την περιπλάνηση μας μέσα στα Σταροχώρια, κάθε τόσο βρίσκαμε τα κουφάρια των δικώνε μας σκοτωμέ­νων. Οι φαρδειές πληγές τους με τα ανοιχτά μελανιασμένα χείλια, φώναζαν φοβερές εντολές. Παρακαλούσαν και πρό­σταζαν. Τούτη τη βουβή παρακάλεση που έβγαινε από τα μακελλεμένα κουφάρια, τη νιώθαμε να μπαίνει σαν μαχαιριά μέσα στην καρδιά μας. Είταν η λυπητερή φωνή των πεθαμένων και μας ξεφρένιαζε. Είχα στη διμοιρία μου έναν έφεδρο μανιάτη. Αυτός βρήκε κάτω από τα βρεγμένα άχερα το κουφάρι του μικρού αδερφού του — ένα αμούστακο εθελοντάκι είταν, σχολειόπαιδο — σε αφάνταστη κατάσταση. Το παιδί τόχανε γδύσει τσίτσιδο και το γλέντησαν πολλοί σαν γυναίκα. Κατόπι βάρεσαν μπηχτές στα ψαχνά του και ασέλ­γησαν ακόμα και μέσα σαυτές τις αιματηρές τρύπες. Στο τέλος κόψανε τη φύση του και τη μπήξανε στο στόμα του. Κρεμόταν εκεί ανάμεσα στα άσπρα δόντια του σαν μια μαύρη γλώσσα. Ο μανιάτης έπιασε κ' έσφαξε έξι γερούς και με­στωμένους αντάρτες στα πόδια του μαρτυρεμένου παιδιού. Είχε ακουμπήσει το κουφάρι του αδερφού του σ ένα κοτρώνι, έβαλε μπροστά στον νεκρό ένα χοντρό κούτσουρο και πάνω σ' αυτό έσφαξε με ένα σατίρι του κρέατος έναν - έναν τούς αντάρτες. Τους έπιανε από τα μαλλιά, πατούσε το λαιμό πάνω στο κούτσουρο και τους έκαβε το κεφάλι με φοβερή ηρε­μία, αμίλητος. Το αίμα τους τιναζότανε, τον πιτσιλούσε ως το πρόσωπο, γιόμιζε γλιστερό και αχνιστό τον τόπο. Μαύριζε χάμου η λάσπη και η δυνατή ζεστή μυρουδιά μας έφερνε αναγούλα. Αυτοί μούγκριζαν χάμου και σπάραζαν, κλώτσαγαν με κομμένο κεφάλι τη γης, σαν τα δαμάλια στο σφαγείο. Και το κουφάρι του παιδιού ήταν ακουμπισμένο καθιστά εκεί μπροστά, με τα σκέλια ανοιχτά, σαν το είδωλο ενός αιματοπότη Θεού που δεχόταν τη θυσία. Το ξανθό κε­φάλι του είταν γερμένο δεξιά, και ανάμεσα στάσπρα δόντια κρατούσε πάντα κείνη την αφύσικη γλώσσα κρεμασμένη. Βρήκαμε καψαλισμένα κορμιά φαντάρων μας, δεματιασμένα με τηλεγραφικό σύρμα ράχη με ράχη. Τους είχανε ψήσει ζωντανούς στο φούρνο. Είτανε μαύροι σαν αραπάδες, οι κοι­λιές τους φούσκωναν τουμπανιασμένες σαν ασκιά και σ' όλο το κορμί είχανε σηκωθεί μεγάλες νεροσταλιασμένες φούσκες. Σ' ένα πλατάνι είταν σταυρωμένο ένα γυμνό κορμί. Κρε­μόταν μόνο από τα καρφιά των χεριών. Τα ματόφυλλα τα 'χανε κόψει ένα γύρω με ξουράφι. Έτσι οι βολβοί, άσπροι, τρομαχτικά μεγάλοι, κοίταζαν με παράξενη έκπληξη κάτω. Στο στήθος του είταν δουλεμένο υπομονετικά με μαχαίρι ένα σατανικό καλλιτέχνημα, το μισοφέγγαρο με το άστρο. Στο κεφάλι φορούσε πηλίκιο ανθυπολοχαγού. Πήγαμε να το βγάλουμε και είδαμε πως είταν καρφωμένο στο κρανίο με πελώριο καρφί, περασμένο από το εθνόσημο πέρα για πέρα. Πολλά τέτοια.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου