Δω και τριάντα χρόνια
και για την ακρίβεια τον Ιούλιο του 1906, ο Ίωνας Δραγούμης, που είτανε
κείνην τη χρονιά πρόξενος στο Δεδεαγάτς, "είχε πάγει να επισκευθεί το
απέναντι νησί"-Τη Σαμοθράκη. Είταν τότες σχεδόν παιδί , μόλις 27 χρονών
απάνου στη βράση της ηλικίας του και των
ιδεών του. Ακόμα απ' αυτήν την ηλικία άρχιζε να ξεχωρίζει η εξωτερική του φυσιογνωμία στα γράμματα και στην
πολιτική. Σ' αυτό το τελευταίο πεδίο είνε ο πνευματικώτερος τύπος , που έβγαλε ίσα με σήμερα η αστική μας
ταξη. Αριστοκράτης και πατριώτης από σόι κ΄επάγγελμα και μόρφωση. Ωραίος
λυγερός στητός και υπερόπτης. Προικισμένος με πλούσια ποιητική φαντασία και
σπάνιο λογοτεχνικό ταλέντο και στοχασμό. Η εσωτερική του ζωή παλλότανε απ'
όλες τις υψηλές λαχτάρες (φιλοδοξίες) κι' από όλους τους Έρωτες (για την πατρίδα- για τη γυναίκα, για τη
γλώσσα). Γεμάτος πίστη στον εαυτό του, στην αποστολή του και στο άστρο του. Όλος
ο κόσμος είτανε δικός του και δημιούργημά του. Κι' ο εαυτός του είτανε όλος ο
κόσμος.
Πανευτυχής
κι' ωπλισμένος με τη διπλωματική του ασυλία πάτησε σα θεός τα χώματα
του σκλαβωμένου τότες νησιού. Ουρανός και γη και θάλασσα τράνταξε και γέμισε
από την προσωπικότητα του. «Τίποτα δε σκιάζομαι, είμαι λεύτερος και τίποτα
δεν μoυ είνε βάρος» (Σαμοθράκη σελ. 54). Μαγεμένος απ' τη
φυσική ομορφιά κι' από τον εαυτό του
κοίταξε «αφ' υψηλού» με το μονύελό του τη
θάλασσα, τα βουνά, το χορτάρι , τις πέτρες , τα σπίτια και τους ανθρώπους- και την Ιστορία τους και την ψυχήν τους. Mε την υποκειμενική του συνείδηση, «το μόνο απόλυτο
κριτήριο» («Σταμάτημα», σελ, 135) μέτρησε όλην τη γύρα του πραγματικότητα. Και
μέθυσε από ιδέες, ελπίδες και θυμούς.
ΕΙταν
τότες η εποχή του πιο έξαλλου πατριωτικού παροξυσμού. Είτανε η εποχή, που η
αστική μας τάξη συνειδητοποιήθηκε και γινότανε ιμπεριαλιστική με τους μακεδονικούς αγώνες,
Είτανε η εποχή, που η Μεγάλη Ιδέα άφηνε
τα σύννεφα και έμπαινε στην πράξη.
Ο Δραγούμης πίστευε τον εαυτό
του για εθνικόν απόστολο, για Μεσσία των φυλετικών πεπρωμένων. Μαθητής του
Μπαρρές και του Νίτσε, παράσταινε το δυνατό και το σκληρό.. Αυτός είτανε ο
νικητής. Όμως στο βάθος του δεν πίστευε ούτε στο πατριωτικό, ούτε στο Θρησκευτικό ιδανικό, — όπως τ' ομολογεί και ο ίδιος σ' ένα βιβλίο του. Όμως είχε
πιαστεί γερά από τις δύο αυτές άγκυρες της σωτηρίας γιατί του δικαιολογούσανε τη πολιτική και τη πνευματική του δράση ,τόνε
βοηθούσανε να ολοκληρώσει την ηθική του ατομικότητα. Ο πατριωτισμός και η
θρησκευτικότητα του είταν ένα είδος ατομικού οπόρ. Μια χαρούμενη και λεύτερη
«άσκηση» των εσωτερικών του δυνάμεων. ΄Ηθελε τη λύτρωση των σκλάβων «αδελφών »
όχι γι' αυτούς μα για τον εαυτό του.
Στο βάθος
του περιφρονούσε το λαό - το «προφάνουμ βούλγκους». «Εγώ δεν αγωνίζομαι για
κανένα σκοπό. Χωρίς σκοπό αγωνίζομαι για τη Νίκη». («Σαμοθράκη», σελ. 54) Μ'
αυτήν την στείρα του εγωλατρεία και την απουσία αληθινής πίστης ο Δραγούμης
φανέρωνε ένα αντικειμενικό της εποχής του φαινόμενο; πως η αποσύνθεση των «αιώνιων» συνθημάτων της πατρίδας και του
θεού είχε αρχίσει να γίνεται έξω από τη συνείδηση toυ.
Ωστόσο
για την τάξη του είτανε ένα «εμπνευσμένο» πρωτοπαλλήκαρο. Για τις μάζες, που όπως
είπαμε, τις περιφρονούσε, είτανε ένας κρυμμένος οχτρός. Ήθελε
να τους λυτρώσει από την τυραννία των
Τούρκων και των Βουλγάρων για να τους παραδώσει στηv τυραννία των Ελλήνων.
Γι'
αυτό χτύπησε με όλη του τη νεανική ορμή
τα πρώτα κινήματα του ουτοπικού σοσιαλισμού, που αρχίσανε τότες να φανερώνονται
και στη χώρα μας (Κ· Χατζόπουλος. Γ. Σκληρός κλπ.). Φοβότανε το σοσιαλισμό, γιατί τόνε φανταζότανε, όπως
και τόσοι πνευματικοί δούλοι της αστικής ολιγαρχίας, για κοινωνικόν οδοστρωτήρα, που κατατσακίζει
τίς εξαιρετικές ατομικότητες. Κι' εξαιρετικές ατομικότητες είνε κείνες που
μπορούνε να στέκονται πάνω από κάθε νόμο
,να πατάνε πάνου στη ράχη των σκυμμένων σκλάβων
για να ανεβαίνουμε αυτές
ψηλότερα και να κάνουν τη
χαρά τους και τη νίκη τους παγκόσμιο αγαθό.
Ομπρός του δεν κυττάει κανείς να σηκώσει
κεφάλι ουδέ να βρει, ούτε να πει αντιλογίες». (Αυτού, οελ. 55). Έτσι ειν' από θεού ωρισμένο : «στη γη απάνου πάντα θα υπάρχουν
σκλάβοι και ελεύθεροι». (Αυτού σελ. 52).
Έτσι
ο εθνικός απόστολος Δραγούμης, ο Μεσσίας και Λυτρωτής του σκλαβωμένου Έθνους
είτανε ένας απολογητής κ' ένας εργάτης της σκλαβιάς του, Το συνειδητό όργανο στα χέρια της ταξικής βίας των παρασίτων.
Είδε λοιπόν στη Σαμοθράκη τους "σκλάβους" στην πιό καθυστερημένη τους μορφή. Στο μεγαλύτερο τους ξεπεσμό. Στην Πόλη , στη Μακεδονία οι Ρωμηοί έμποροι και τσελιγκάδες και τοκογλύφοι κατορθώσανε να είναι ελεύτεροι και να μπερδεύονται εξωτερικά (φορώντας φέσι) με τους αφέντες τους Αγαρηνούς. κ' είτανε οι σύμμαχοι αυτωνών. Όπως κ' οι τσορμπατζήδες της Σαμοθράκης είτανε σύμμαχοι και κατάσκοποι των αγάδων.
Εδώ στη Σαμοθράκη ο λαός είτανε περισσότερο άπό κάθε αλλού. - έναν πόνο αισθητικό και πλούσιο! Ενώ από πάνω του, στον καταγάλανο ουρανό φτεροκοπούσε ολόφωτη με τα διάφανα της φορέματα κολλημένα κατάσαρκα στο σπαρταριστό της κορμί η ... μαρμαρένια Νίκη της Σαμοθράκης.
Είδε πως oι νησιώτες πληρώνανε βαρειούς φόρους στον καταχτητή' και τους εξήγησε «πως θα έρθει και ο καιρός για να φύγουν oι τύραννοι" (Αυτού, σελ. 27). Είδε 5 Τούρκους ζαπτιέδες να τρομοκρατούν τρεις χιλιάδες ψυχές. Είδε τους "τρεις-τέσερρες τσορμπατζήδες" να έχουνε όλα τα οφφίκια και να κλέβουνε το λαό στο ζύγι των καρβούνων και με την τοκογλυφία. Κι' ακόμα να του κλέβουνε την οικογενειακή του τιμή, Και να τον προδίνουνε στην τούρκικη εξουσία. Να κάνουνε δηλαδή το χαφιέ στους τυράννους.
Είδε ακόμα το δεσπότη «άλλον κύριο των νησιωτών" να έρχεται στο νησί μια φορά το χρόνο από την Γκιουμουλτζίνα για να μαζεύει τα κανονικά του. Κι' έφερνε μαζύ του «διαταγή από τη Ρούμελη να μεταχειρίζεται στην ανάγκη και βία στρατιωτική» (Αυτού, σελ. 84), αν τυχόν οι υποταχτικοί του δείχνανε απροθυμία στην πληρωμή του εκκλησιαστικού χαρατσιού τους.
Είδε ακόμα τον ηγούμενο του Μετοχιού να φέρνει «θεριστάδες Βουλγάρους για να θερίσουνε τα χωράφια της Μονής» (Αυτού. σελ. 83) γιατί — κι' αυτό δεν μας στο λέει., αλλά καταλαβαίνεται μόνο του — oι Βούλγαροι παίρνανε μικρότερο μεροκάματο από τους ντόπιους εργάτες και μ' αυτό το μέσο θ' αναγκαζότανε και τούτοι να φτηνήνουνε τη δουλειά τουςΙ Είδε τέλος και το λαό άμαθο, φοβισμένο, γεμάτον ελαττώματα, ακίνητο και μοιρολάτρη ν' αφήνεται αμίλητος στην πείνα του και στην κακομοιριά του, που «αυγατίζει το τσορμπατζηλίκι» (Αυτού, σελ. 81).
Κι' ύστερα, άμα τα είδε αυτά, θύμωσε και είπε διάφορες ωραιολογίες —αερολογίεςΙ Δεν είδε τίποτα βαθύτερα. Του έφταιγε ο μονύελος του Ιδεαλισμού του. Θύμωσε σαν ωραιόπαθος προσκυνητής σαν αφέντης και κύριος. Βρήκε πως φταίγανε αυτοί για τη σκλαβιά τους και για την κατάντια τους, Φταίγανε αυτοί, γιατί δεν αποφασίζανε να κουνηθούνε για να διώξουνε τον ξένο καταχτητή. Δηλ, να αλλάξουνε κατακτητή. Να βάλουνε στη θέση του Τούρκου αγά, που είχε στα παληά τα χρόνια το "δικαίωμα της πρώτης νύχτας ", το Ρωμηόν αστό για να έχει το δικαίωμα όλων των νυχτών κι' όλων των ημερών απάνου στη μάζα των εργαζομένων!
Τιμή τους θα ήτανε κι' ευτυχία να τους τυραννεί και να τους γδύνει ο Ρωμηός αφέντης. Γιατί αυτός θα είτανε από το ίδιο αίμα !
Μετά τριάντα χρόνια και για την ακρίβεια τον Οχτώβρη του 1935 , η σκηνοθεσία αλλάζει. Δυο άλλοι Ρωμηοί διανοούμενοι , ο Γληνός και ο Βάρναλης, πήγαιναν κι αυτοί να επισκεφτούνε το «απέναντι νησί. » Με τη διαφορά, πως το νησί αυτό λεγότανε Άη Στράτης κι' είτανε πάρα πολύ «απέναντι»!
Δέκα μερών ταξίδι και αστυνομικά μπουντρούμια. Και δεν «πήγανε» μονάχοι τους. Τους πήγανε οι ΡωμηοΙ χωροφύλακες σιδηροδεμένους. Oύτε αριστοκράτες ούτε αφέντες ούτε ωραιόπαθοι προσκυνητές με διπλωματική ασυλία. Είτανε παιδιά του λαού και σκλάβοι επαναστατημένοι, «Επικίνδυνοι» στη δημόσια τάξη και «προδότες» της αστικής πατρίδας.
Είδανε κι' αυτοί το νησί τους: τη θάλασσα, τα βουνά, τις πέτρες, τα σπίτια και τους ανθρώπους—και την Ιστορία τους και την ψυχή τους. Το δίκηο τους. Τα είδανε όλα αυτά με μάτια γυρισμένα προς τα έξω κι' όχι προς τα μέσα' κι ώπλισμένα όχι με το μονύελο του ιδεαλισμού, μα με τα διπλά γυαλιά του διαλεχτικού υλισμού. Δε χωρίζανε και τούτοι τη θεωρία από την πράξη, μα δε χωρίζανε και την αντικειμενικήν πραγματικότητα από τη συνείδησή τους.
Είδανε κι' αυτοί την πείνα και την κακομοιριά του λαού, την αμορφωσιά του, την ακινησία του, τη σιωπή του, το φόβο του και τη μοιρολατρία του. Είδανε τιως η εθνική λευτεριά δεν έδωσε τίποτα καλύτερο στους σκλάβους, απ΄όσα κακά είχανε επί Τουρκίας. Οι φόροι γενήκανε βαρύτατοι (όπως ξαίρουμε όλοι μας. ο ελληνικός λαός φορολογείται περισσότερο απ' όλους τους λαούς του κόσμου. Ρεκόρ !) Τους είδανε ν' αφήνουνε το «λεύθερο» τόπο τους και να τρέχουνε στην άκρη της γης να φάνε μιά μπουκιά ψωμί; στο Σουδάν, στο Κόγκο, στο Τράνσβαλ, στην Αμέρικα. Και τα σπίτια τους να ρέβουνε πένθιμα σαν τάφοι λησμονημένοι!
Το ελληνικό κράτος αφού τους πιεί το αίμα με τις φορολογίες του και με τους «πατριωτικούς» πολέμους του, ύστερα τους παρατά στα χάλια τους. Χωρίς δρόμους , χωρίς φωτισμό ,χωρίς εκπαίδευση "λαϊκή" , χωρίς καμμιά κοινωνική πρόνοια. Και τους βάζει και στο κεφάλι τους έναν ενωματαρχη να κανονίζει κάθε φορά τή «λεύτερη γνώμη" τους στις εκλογές ανάλογα με το κομματικό καθεστώς , που κυβερνά.
Είδανε ακόμα το μισό νησί να είνε κτήμα του μετοχιού (των καλογήρων του Αγίου Όρους). Κι είδανε ακόμα κάτι χειρότερο: το λαό να είναι έτσι αφιονισμένους από το καθεστωτικό ψέμα, που να φοβάται τους αληθινούς φίλους της λευτεριάς του και ν' ακουμπά με τυφλή εμπιστοσύνη απάνου στους οχτρούς του. Κι' είδανε ακόμη παραπέρα : πως το παράμερο αυτό νησάκι, το ξεχασμένο στη μέση της Ασπροθάλασσας, είτανε όλη η Ελλάδα. Η μικρογραφία της «λυτρωμένης» κεφαλαιοκρατικής Ελλάδας.
Αν τώρα ζούσε ο Δραγούμη και βρισκότανε στο λιμανάκι του Άη Στράτη την ώρα, που μας ξεφορτώνανε ελεεινούς καί βασανισμένους σαν αρνιά και μας έβλεπε εμάς τους παληούς_ του φίλους, και συναγωνιστές στο γλωσσικό αγώνα, τί στάση θα τηρούσε; Πώς θα μας έβλεπε και τί θα μας έλεγε; θα μας αναγνώριζε άραγες το δικαίωμα να πολεμάμε για το δικαίωμα να πολεμάμε για τη λευτεριά του λαού; Και θ' αναγνώριζε , πως η περίφημη αστική λευτεριά έδεσε τους πριν σκλάβους νησιώτες με βαρύτερες αλυσίδες; Όχι. Ο Δραγούμης θα είχε γίνει φασίστας. Όπως γίνανε οι επισημότεροι μαθητές του. Είπαμε πως ο Δραγούμης δεν ενδιαφερότανε για τη λευτεριά του λαού ,— για τη λευτεριά της τάξης του για τη λευτεριά την ατομική του .Εμάς θα μας θεωρούσε εχθρούς της Νίκης. Της Νίκης του. Ο λάτρης της υλικής δύναμης, ο θεωρητικός, που παραδεχότανε, πως οι άνθρωποι χωρίζονται σε λεύτερους και σε σκλάβους, σε δυνατούς κι' αδυνάτους, δεν θα παραδεχότανε, πως μπορεί να υπάρχουνε μονάχα λεύτεροι άνθρωποι στον κόσμο και πως μπορεί να προσφέρει ο καθένας τη δύναμή του στη δύναμη του συνόλου.
Θα μας έβλεπε για εθνικούς αποστάτες .Για διαλυτικά στοιχεία . Αναγνώριζε στον εαυτό του (στη τάξη του) το δικαίωμα "ν' αρπάζει ό,τι βρει μπροστά του και του αρέσει"(αυτού σελ 55), "να γκρεμίζει πύργους, κάστρα και παλάτια και να ρημάζει των νικημένων τους ναούς και τα σπίτια"(αυτού σελ 54) μα θ'αρνιότανε σε μας το δικαίωμα όχι να γκρεμίζουμε , ν΄αρπάζουμε και να ρημάζουμε , μα να τα πάρουμε όλα τα καλά του πολιτισμού από τους κλέφτες και να τα δώσουμε στο λαό , να δημιουργήσουμε έναν καινούριο κόσμο καλύτερο χωρίς μίση και χωρίς προνομιούχα ολιγαρχία. Και θα μας έλεγε: Μη σταματάτε στις λεπτομέρειες .Είστε μικρόψυχοι.Η αθλιότητα του λαού είναι αναγκαία για να υψωθεί το ηθικό του.Για να τον κάνει να ζητήσει την ευτυχία του στο σκλάβωμα άλλων λαών .Κι' έτσι να μεγαλώσει σε δύναμη και σε πλούτο. Τότε μονάχα θα χαρεί το μεγάλο αγαθό της Νίκης που είναι ανώτερο κι' από τη ζωή κι' από το θάνατο. Κι' ύστερα θα διάταζε τους χωροφύλακες να μας ρίξουν δεμένους στη θάλασσα. Είτανε ο δυνατός! Ο προορισμένος από τη Μοίρα να βάζει πάνου από κάθε αλήθεια την ατομική του συνείδηση και την ατομική του θέληση του "υπερανθρώπου"! Έτσι μέσα σε τριάντα χρόνια δύο κόσμοι αντίθετοι έχουνε δημιουργηθεί. Ο ένας που πεθαίνει , κι' ο άλλος που ζητάει να ζήσει.Και για να σωθεί ο κόσμος ο παληός είναι ανάγκη να αφαιρεθούνε από το λαό κι' οι λίγες του προσχηματικές ελευθερίες .Είναι ανάγκη να γυρίσουμε στο μεσαίωνα.Να καίμε τα βιβλία. Να σπάζουμε τ΄αγάλματα των ηρώων του πνεύματος. Να δεσμέψουμε τη σκέψη των ανθρώπων .Να ρίξουμε τους λαούς τον ενα απάνου στον άλλο για ν' αλληλοσκοτωθούνε. Αυτή είναι η φασιστική "ιδεολογία" , το "φασιστικό" δίκηο". Η σωτηρία του πολιτισμού! Κι' αυτό αν γίνει, θα είνε ο τελευταίος σπασμός της αστικής βίας. Ο νέος κόσμος θα νικήσει. Ο λαός. Στο πείσμα κάθε αντίδρασης. Και θα τιμωρήσει τους ενόχους: τη διεφθαρμένη, την εγωιστική, την απάνθρωπη ολιγαρχία των εκμεταλλευτών του.
Είδε λοιπόν στη Σαμοθράκη τους "σκλάβους" στην πιό καθυστερημένη τους μορφή. Στο μεγαλύτερο τους ξεπεσμό. Στην Πόλη , στη Μακεδονία οι Ρωμηοί έμποροι και τσελιγκάδες και τοκογλύφοι κατορθώσανε να είναι ελεύτεροι και να μπερδεύονται εξωτερικά (φορώντας φέσι) με τους αφέντες τους Αγαρηνούς. κ' είτανε οι σύμμαχοι αυτωνών. Όπως κ' οι τσορμπατζήδες της Σαμοθράκης είτανε σύμμαχοι και κατάσκοποι των αγάδων.
Εδώ στη Σαμοθράκη ο λαός είτανε περισσότερο άπό κάθε αλλού. - έναν πόνο αισθητικό και πλούσιο! Ενώ από πάνω του, στον καταγάλανο ουρανό φτεροκοπούσε ολόφωτη με τα διάφανα της φορέματα κολλημένα κατάσαρκα στο σπαρταριστό της κορμί η ... μαρμαρένια Νίκη της Σαμοθράκης.
Είδε πως oι νησιώτες πληρώνανε βαρειούς φόρους στον καταχτητή' και τους εξήγησε «πως θα έρθει και ο καιρός για να φύγουν oι τύραννοι" (Αυτού, σελ. 27). Είδε 5 Τούρκους ζαπτιέδες να τρομοκρατούν τρεις χιλιάδες ψυχές. Είδε τους "τρεις-τέσερρες τσορμπατζήδες" να έχουνε όλα τα οφφίκια και να κλέβουνε το λαό στο ζύγι των καρβούνων και με την τοκογλυφία. Κι' ακόμα να του κλέβουνε την οικογενειακή του τιμή, Και να τον προδίνουνε στην τούρκικη εξουσία. Να κάνουνε δηλαδή το χαφιέ στους τυράννους.
Είδε ακόμα το δεσπότη «άλλον κύριο των νησιωτών" να έρχεται στο νησί μια φορά το χρόνο από την Γκιουμουλτζίνα για να μαζεύει τα κανονικά του. Κι' έφερνε μαζύ του «διαταγή από τη Ρούμελη να μεταχειρίζεται στην ανάγκη και βία στρατιωτική» (Αυτού, σελ. 84), αν τυχόν οι υποταχτικοί του δείχνανε απροθυμία στην πληρωμή του εκκλησιαστικού χαρατσιού τους.
Είδε ακόμα τον ηγούμενο του Μετοχιού να φέρνει «θεριστάδες Βουλγάρους για να θερίσουνε τα χωράφια της Μονής» (Αυτού. σελ. 83) γιατί — κι' αυτό δεν μας στο λέει., αλλά καταλαβαίνεται μόνο του — oι Βούλγαροι παίρνανε μικρότερο μεροκάματο από τους ντόπιους εργάτες και μ' αυτό το μέσο θ' αναγκαζότανε και τούτοι να φτηνήνουνε τη δουλειά τουςΙ Είδε τέλος και το λαό άμαθο, φοβισμένο, γεμάτον ελαττώματα, ακίνητο και μοιρολάτρη ν' αφήνεται αμίλητος στην πείνα του και στην κακομοιριά του, που «αυγατίζει το τσορμπατζηλίκι» (Αυτού, σελ. 81).
Κι' ύστερα, άμα τα είδε αυτά, θύμωσε και είπε διάφορες ωραιολογίες —αερολογίεςΙ Δεν είδε τίποτα βαθύτερα. Του έφταιγε ο μονύελος του Ιδεαλισμού του. Θύμωσε σαν ωραιόπαθος προσκυνητής σαν αφέντης και κύριος. Βρήκε πως φταίγανε αυτοί για τη σκλαβιά τους και για την κατάντια τους, Φταίγανε αυτοί, γιατί δεν αποφασίζανε να κουνηθούνε για να διώξουνε τον ξένο καταχτητή. Δηλ, να αλλάξουνε κατακτητή. Να βάλουνε στη θέση του Τούρκου αγά, που είχε στα παληά τα χρόνια το "δικαίωμα της πρώτης νύχτας ", το Ρωμηόν αστό για να έχει το δικαίωμα όλων των νυχτών κι' όλων των ημερών απάνου στη μάζα των εργαζομένων!
Τιμή τους θα ήτανε κι' ευτυχία να τους τυραννεί και να τους γδύνει ο Ρωμηός αφέντης. Γιατί αυτός θα είτανε από το ίδιο αίμα !
Μετά τριάντα χρόνια και για την ακρίβεια τον Οχτώβρη του 1935 , η σκηνοθεσία αλλάζει. Δυο άλλοι Ρωμηοί διανοούμενοι , ο Γληνός και ο Βάρναλης, πήγαιναν κι αυτοί να επισκεφτούνε το «απέναντι νησί. » Με τη διαφορά, πως το νησί αυτό λεγότανε Άη Στράτης κι' είτανε πάρα πολύ «απέναντι»!
Δέκα μερών ταξίδι και αστυνομικά μπουντρούμια. Και δεν «πήγανε» μονάχοι τους. Τους πήγανε οι ΡωμηοΙ χωροφύλακες σιδηροδεμένους. Oύτε αριστοκράτες ούτε αφέντες ούτε ωραιόπαθοι προσκυνητές με διπλωματική ασυλία. Είτανε παιδιά του λαού και σκλάβοι επαναστατημένοι, «Επικίνδυνοι» στη δημόσια τάξη και «προδότες» της αστικής πατρίδας.
Είδανε κι' αυτοί το νησί τους: τη θάλασσα, τα βουνά, τις πέτρες, τα σπίτια και τους ανθρώπους—και την Ιστορία τους και την ψυχή τους. Το δίκηο τους. Τα είδανε όλα αυτά με μάτια γυρισμένα προς τα έξω κι' όχι προς τα μέσα' κι ώπλισμένα όχι με το μονύελο του ιδεαλισμού, μα με τα διπλά γυαλιά του διαλεχτικού υλισμού. Δε χωρίζανε και τούτοι τη θεωρία από την πράξη, μα δε χωρίζανε και την αντικειμενικήν πραγματικότητα από τη συνείδησή τους.
Είδανε κι' αυτοί την πείνα και την κακομοιριά του λαού, την αμορφωσιά του, την ακινησία του, τη σιωπή του, το φόβο του και τη μοιρολατρία του. Είδανε τιως η εθνική λευτεριά δεν έδωσε τίποτα καλύτερο στους σκλάβους, απ΄όσα κακά είχανε επί Τουρκίας. Οι φόροι γενήκανε βαρύτατοι (όπως ξαίρουμε όλοι μας. ο ελληνικός λαός φορολογείται περισσότερο απ' όλους τους λαούς του κόσμου. Ρεκόρ !) Τους είδανε ν' αφήνουνε το «λεύθερο» τόπο τους και να τρέχουνε στην άκρη της γης να φάνε μιά μπουκιά ψωμί; στο Σουδάν, στο Κόγκο, στο Τράνσβαλ, στην Αμέρικα. Και τα σπίτια τους να ρέβουνε πένθιμα σαν τάφοι λησμονημένοι!
Το ελληνικό κράτος αφού τους πιεί το αίμα με τις φορολογίες του και με τους «πατριωτικούς» πολέμους του, ύστερα τους παρατά στα χάλια τους. Χωρίς δρόμους , χωρίς φωτισμό ,χωρίς εκπαίδευση "λαϊκή" , χωρίς καμμιά κοινωνική πρόνοια. Και τους βάζει και στο κεφάλι τους έναν ενωματαρχη να κανονίζει κάθε φορά τή «λεύτερη γνώμη" τους στις εκλογές ανάλογα με το κομματικό καθεστώς , που κυβερνά.
Είδανε ακόμα το μισό νησί να είνε κτήμα του μετοχιού (των καλογήρων του Αγίου Όρους). Κι είδανε ακόμα κάτι χειρότερο: το λαό να είναι έτσι αφιονισμένους από το καθεστωτικό ψέμα, που να φοβάται τους αληθινούς φίλους της λευτεριάς του και ν' ακουμπά με τυφλή εμπιστοσύνη απάνου στους οχτρούς του. Κι' είδανε ακόμη παραπέρα : πως το παράμερο αυτό νησάκι, το ξεχασμένο στη μέση της Ασπροθάλασσας, είτανε όλη η Ελλάδα. Η μικρογραφία της «λυτρωμένης» κεφαλαιοκρατικής Ελλάδας.
Αν τώρα ζούσε ο Δραγούμη και βρισκότανε στο λιμανάκι του Άη Στράτη την ώρα, που μας ξεφορτώνανε ελεεινούς καί βασανισμένους σαν αρνιά και μας έβλεπε εμάς τους παληούς_ του φίλους, και συναγωνιστές στο γλωσσικό αγώνα, τί στάση θα τηρούσε; Πώς θα μας έβλεπε και τί θα μας έλεγε; θα μας αναγνώριζε άραγες το δικαίωμα να πολεμάμε για το δικαίωμα να πολεμάμε για τη λευτεριά του λαού; Και θ' αναγνώριζε , πως η περίφημη αστική λευτεριά έδεσε τους πριν σκλάβους νησιώτες με βαρύτερες αλυσίδες; Όχι. Ο Δραγούμης θα είχε γίνει φασίστας. Όπως γίνανε οι επισημότεροι μαθητές του. Είπαμε πως ο Δραγούμης δεν ενδιαφερότανε για τη λευτεριά του λαού ,— για τη λευτεριά της τάξης του για τη λευτεριά την ατομική του .Εμάς θα μας θεωρούσε εχθρούς της Νίκης. Της Νίκης του. Ο λάτρης της υλικής δύναμης, ο θεωρητικός, που παραδεχότανε, πως οι άνθρωποι χωρίζονται σε λεύτερους και σε σκλάβους, σε δυνατούς κι' αδυνάτους, δεν θα παραδεχότανε, πως μπορεί να υπάρχουνε μονάχα λεύτεροι άνθρωποι στον κόσμο και πως μπορεί να προσφέρει ο καθένας τη δύναμή του στη δύναμη του συνόλου.
Θα μας έβλεπε για εθνικούς αποστάτες .Για διαλυτικά στοιχεία . Αναγνώριζε στον εαυτό του (στη τάξη του) το δικαίωμα "ν' αρπάζει ό,τι βρει μπροστά του και του αρέσει"(αυτού σελ 55), "να γκρεμίζει πύργους, κάστρα και παλάτια και να ρημάζει των νικημένων τους ναούς και τα σπίτια"(αυτού σελ 54) μα θ'αρνιότανε σε μας το δικαίωμα όχι να γκρεμίζουμε , ν΄αρπάζουμε και να ρημάζουμε , μα να τα πάρουμε όλα τα καλά του πολιτισμού από τους κλέφτες και να τα δώσουμε στο λαό , να δημιουργήσουμε έναν καινούριο κόσμο καλύτερο χωρίς μίση και χωρίς προνομιούχα ολιγαρχία. Και θα μας έλεγε: Μη σταματάτε στις λεπτομέρειες .Είστε μικρόψυχοι.Η αθλιότητα του λαού είναι αναγκαία για να υψωθεί το ηθικό του.Για να τον κάνει να ζητήσει την ευτυχία του στο σκλάβωμα άλλων λαών .Κι' έτσι να μεγαλώσει σε δύναμη και σε πλούτο. Τότε μονάχα θα χαρεί το μεγάλο αγαθό της Νίκης που είναι ανώτερο κι' από τη ζωή κι' από το θάνατο. Κι' ύστερα θα διάταζε τους χωροφύλακες να μας ρίξουν δεμένους στη θάλασσα. Είτανε ο δυνατός! Ο προορισμένος από τη Μοίρα να βάζει πάνου από κάθε αλήθεια την ατομική του συνείδηση και την ατομική του θέληση του "υπερανθρώπου"! Έτσι μέσα σε τριάντα χρόνια δύο κόσμοι αντίθετοι έχουνε δημιουργηθεί. Ο ένας που πεθαίνει , κι' ο άλλος που ζητάει να ζήσει.Και για να σωθεί ο κόσμος ο παληός είναι ανάγκη να αφαιρεθούνε από το λαό κι' οι λίγες του προσχηματικές ελευθερίες .Είναι ανάγκη να γυρίσουμε στο μεσαίωνα.Να καίμε τα βιβλία. Να σπάζουμε τ΄αγάλματα των ηρώων του πνεύματος. Να δεσμέψουμε τη σκέψη των ανθρώπων .Να ρίξουμε τους λαούς τον ενα απάνου στον άλλο για ν' αλληλοσκοτωθούνε. Αυτή είναι η φασιστική "ιδεολογία" , το "φασιστικό" δίκηο". Η σωτηρία του πολιτισμού! Κι' αυτό αν γίνει, θα είνε ο τελευταίος σπασμός της αστικής βίας. Ο νέος κόσμος θα νικήσει. Ο λαός. Στο πείσμα κάθε αντίδρασης. Και θα τιμωρήσει τους ενόχους: τη διεφθαρμένη, την εγωιστική, την απάνθρωπη ολιγαρχία των εκμεταλλευτών του.
(Εφημερίδα Ριζοσπάστης 8/2/36)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου