Δευτέρα 15 Ιανουαρίου 2018

Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ: ΚΥΡΙΑΚΗ 22 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1945-2

Προηγούμενο

Η κλειστή πόρτα της αίθουσας συσκέψεων δεν είναι δυνατό να συγκρατήσει  το ξέσπασμα  του Φύρερ όση ώρα κατηγορεί τους στρατηγούς του για προδοσία, ομολογώντας ουσιαστικά, ότι το τέλος είναι  πολύ κοντά. Όλοι όσοι βρίσκονται στο προθάλαμο έχουν τη δυνατότητα να διαμορφώσουν πλήρη σχεδόν εικόνα των όσων συζητούνται στη διπλανή αίθουσα. Κάποια στιγμή η πόρτα ανοίγει, ο κόσμος αρχίζει να βγαίνει από μέσα και η συσσωρευμένη ένταση της αίθουσας διαχέεται ανεξέλεγκτα παντού γεμίζοντας με απόγνωση τους έγκλειστους του καταφυγίου  στρατιωτικούς και πολίτες. Οι αποσπασματικές περιγραφές συναισθηματικά φορτισμένες με αποκορύφωμα την  απόφαση του Φύρερ να υπερασπιστεί τη Πρωτεύουσα μέχρι τέλους γίνονται το μοναδικό θέμα συζήτησης και οι πρώτες αναφορές  αρχίζουν να ταξιδεύουν μέσα από τα τηλεφωνικά καλώδια.[1] Από τους πρώτους ο  Fegelein καλεί τηλεφωνικά το Himmler για να αναφέρει.
Περισσότερο έκπληκτος για τις κατηγορίες που ο Φύρερ αποδίδει στα S.S. παρά για την απόφαση  του  να παραμείνει και να πεθάνει  στο Βερολίνο ο 
Himmler ξεσπά:
-Έχουν τρελαθεί όλοι στο Βερολίνο...  Ο Φύρερ ισχυρίζεται ότι τον εγκατέλειψαν και αυτά ακόμη τα S.S. Εγώ έχω  στη διάθεσή μου τη προσωπική μου φρουρά που απαρτίζεται από 600 άνδρες στο μεγαλύτερο μέρος τους τραυματίες ή στο στάδιο της ανάρρωσης. Τί πρέπει να κάνω;
Ο Gottlob Berger, έχει ήδη έτοιμη την απάντηση:
-Η θέση σας είναι στο Βερολίνο. Δεν έχετε κανένα δικαίωμα να κρατάτε για τον εαυτό σας τους άνδρες σας την στιγμή που ο Φύρερ προτίθεται να παραμείνει στο Βερολίνο. Εγώ θα πάω στο Βερολίνο. Είναι υποχρέωσή σας να έλθετε και σεις.

Όμως ο Himmler δεν είχε καμία διάθεση να πεθάνει με το Χίτλερ στη Πρωτεύουσα . Είχε λάβει επιτέλους την απόφαση να πάρει στα χέρια του την εξουσία και να ξεκινήσει σοβαρές διαπραγματεύσεις με τον Κόμη Bernadotte . Εκείνο το ίδιο απόγευμα ο Schellenberg είχε σταλεί στο Bernadotte για να του ανακοινώσει την απόφαση του Himmler .[2] 

180-1Με τη σειρά του, ο αναστατωμένος για τα όσα πληροφορείται Ράιχσφφύρερ τηλεφωνεί αμέσως στο Χίτλερ και τον ικετεύει  να μην χάσει τις ελπίδες του. Ο ίδιος υπόσχεται να του στείλει αμέσως επίλεκτα στρατεύματα  SS. 
Ο Κάιτελ παραμένει στην αίθουσα . Ακολουθώντας όλους τους τύπους ζητά  την άδεια να αναφερθεί στο Φύρερ στα πλαίσια μιας άτυπης αλλά σύντομης ακρόασης παρουσία του Γιοντλ. Ο Χίτλερ συγκατατίθεται και η πόρτα ξανακλείνει. 
Παίρνοντας το λόγο και χρησιμοποιώντας τη γλώσσα και τη λογική του στρατιώτη, ο Κάιτελ επιχειρεί , αφήνοντας  στην άκρη το παρελθόν να αναδείξει τα βασικά προβλήματα που προκύπτουν από την απόφαση του Φύρερ να παραμείνει και να δώσει τη μάχη του υπερασπιζόμενος τη πρωτεύουσα του Ράιχ. Παραδέχεται ότι το Βερολίνο από μία άποψη καθαρά στρατιωτική, είναι καταδικασμένο, μια που οι όποιες δυνάμεις γύρω από αυτό δεν έχουν ούτε το χρόνο ούτε τα μέσα να αποτρέψουν τη κύκλωση που μεθοδεύει ο εχθρός.Το Βερολίνο δεν μπορεί να θεωρηθεί οχυρό ούτε διαθέτει την υποδομή να αντέξει σε μια πολιορκία. Πριν λοιπόν το Βερολίνο μεταβληθεί σε ένα πραγματικό πεδίο μάχης συσσωρεύοντας περισσότερα ερείπια, περισσότερη δυστυχία και περισσότερους νεκρούς πρέπει να επιταχυνθούν οι διαδικασίες για το τερματισμό του πολέμου. Αυτές οι διαδικασίες δεν μπορούν να ξεκινήσουν όσο ο Φύρερ παραμένει στη Πρωτεύουσα διατρανώνοντας τη θέλησή του να δώσει εκεί τη τελευταία μάχη.  Το πρώτο δίλημμα που αναφύεται μέσα σε στενά χρονικά πλαίσια είναι αδυσώπητο . Πρέπει ή όχι να αρχίσουν οι διαπραγματεύσεις με τον εχθρό; Και αν ναι από που θα πρέπει να ξεκινήσουν; Από το  Βερολίνο ή από το Berchtesgaden
Ο Φύρερ τον διακόπτει:
 Όπως είχε συμβεί πολύ συχνά στο παρελθόν, ο Χίτλερ με διέκοψε λίγο μετά τα πρώτα μου λόγια και είπε: «Γνωρίζω ήδη τι θα μου πείτε:« Η απόφαση πρέπει να ληφθεί τώρα! »Έχω ήδη αποφασίσει: Ποτέ δεν θα εγκαταλείψω το Βερολίνο. Θα υπερασπιστώ την πόλη μέχρι τη τελευταία μου  πνοή . Είτε θα διευθύνω  τη μάχη για την πρωτεύουσα του Ράιχ - στη περίπτωση που ο Wenck θα  συγκρατήσει  τους Αμερικανούς πίσω από τις πλάτες  μου πετώντας τους  πίσω στον Έλβα - ή θα χαθώ  με τα στρατεύματά μου στο Βερολίνο, υπερασπιζόμενος το σύμβολο του Ράιχ! [3]
Του είπα  ξεκάθαρα -συνεχίζει ο Κάιτελ ότι κάτι τέτοιο  ήταν τρέλα και ότι στην παρούσα κατάσταση ήμουν υποχρεωμένος να του ζητήσω να πετάξει μαζί μου,εκείνη την ίδια νύχτα στο Berchtesgaden γιατί μόνο με το τρόπο αυτό μπορούσε να διασφαλιστεί η συνέχεια της διοίκησης του Ράιχ και των ενόπλων δυνάμεων - κάτι που δεν μπορούσε να εξασφαλιστεί αν έμενε στο Βερολίνο, όπου οι επικοινωνίες μπορούσαν να αποκοπούν ανά πάσα στιγμή. Ο Führer εξήγησε: "Δεν υπάρχει καμία δέσμευση που  σας εμποδίζει να πετάξετε αμέσως στο Berchtesgaden. Αντίθετα σας διατάζω να τι κάνετε.[4]
Ο Κάιτελ αρνείται . 
-Δεν πρόκειται να φύγω για το Berchtesgaden δίχως εσάς. 
Ο Χίτλερ επιμένει στην αρχική του απόφαση. Αναγνωρίζει ωστόσο ότι η παραμονή του στο Βερολίνο μπορεί να προκαλέσει προβλήματα στη διοίκηση των στρατευμάτων που ακόμα πολεμούσαν γι αυτό καλεί το Κάιτελ μαζί με το Γιοντλ και το Μπόρμαν να φύγουν αμέσως για το Berchtesgaden όπου ο Κάιτελ θα αναλάβει αμέσως την ηγεσία των ενόπλων Δυνάμεων και ο Γκαίριγκ  που ήδη βρισκόταν εκεί , με όλο το κύρος που το έδινε ο τίτλος του εκπροσώπου του Φύρερ θα διευθετήσει τα πολιτικά θέματα. «Επτά χρόνια, διαμαρτυρήθηκε ο Κάιτελ δεν έχω αρνηθεί ούτε μια φορά να υπακούσω μία σας διαταγή' όμως αυτή τη διαταγή  δεν θα την εκτελέσω. Δεν μπορείτε να εγκαταλείψετε την Βέρμαχτ αυτή τη στιγμή. [5]
Όμως ο Χίτλερ, αυτός ο κουρασμένος ψυχικά και σωματικά ηγέτης είναι αμετάπειστος. 
-Έχω ήδη πάρει την απόφασή μου . Δεν πρόκειται να εγκαταλείψω το Βερολίνο. H θα νικήσω αυτή την μάχη για τη πρωτεύουσα του Ράιχ ή θα πέσω σαν σύμβολο του Ράιχ. .....
Φαίνεται ότι κατά τη διάρκεια εκείνης της συζήτησης  ο Φύρερ εΙπε: 
«-Όταν θα φθάσουμε σε διαπραγματεύσεις ο Γκαίριγκ είναι σε θέση να τα καταφέρει καλύτερα από μένα.»[6]
Η φράσις του αυτή αποτελεΙ τον ακρογωνιαίο λίθο της «προδοσίας» του αρχηγού της Λουφτβάφφε. 
«Ο Χίτλερ δήλωσε ότι θα παρέμενε στο Βερολίνο, ότι θα αναλάμβανε την άμυνα, και ότι την τελευταία στιγμή θα αυτοκτο­νούσε.  Εξ αιτίας της φυσικής του ακαταλληλότητας δεν ήταν σε θέση να λάβει  μέρος στις μάχες ούτε είχε πρόθεση να κάνει  κάτι τέτοιο, μια που δεν μπορούσε να διατρέξει το κίνδυνο  να πέσει  στα χέρια του εχθρού. Όλοι εμείς προσπαθήσαμε να τον μεταπείσουμε προτείνοντας ακόμη να αποσυρθούν στρατεύματα από το Δυτικό μέτωπο ώστε να αυξηθούν οι πιθανότητες άμυνας στην  Ανατολή. Όμως η απάντησή του ήταν η ίδια πάντα: ότι τα πάντα κατέρρεαν, ότι και να γινόταν, και ότι δεν  μπορούσε πλέον να κάνει τίποτα. Σε απάντηση της παρατήρησης που έκανε ένας από μας  ότι κανένας στρατιώτης  δεν ήθελε να πολεμήσει για τον Στρατάρχη, ο Φύρερ επανέλαβε. - Τι σημαίνει δεν θα πολεμήσει; Οι πιθανότητες για μάχες είναι ελάχιστες πλέον και αν πρόκειται για διαπραγματεύσεις ο στρατάρχης μπορεί να τα καταφέρει καλύτερα από μένα.»[7]
Ο Στρατάρχης Κάιτελ δεν παραιτείται από τις προσπάθειές του. Ο άνθρωπος που δεν τόλμησε ποτέ να πει ένα όχι στο Φύρερ τώρα επιμένει.[8] Η κύρια επιδίωξή του είναι να βγάλει έξω από το Βερολίνο το Φύρερ και αυτό γίνεται φανερό. Μπροστά στην αντίδραση που συναντά , καταφεύγει σε μια συμβιβαστική πρόταση. Μέχρι να ξεκαθαρίσει η κατάσταση το ταξίδι του στο Berchtesgaden αναβάλλεται. Ο ίδιος θα επιχειρήσει μέσα στις επόμενες ώρες να επισκεφτεί το στρατηγείο του Wenck , με σκοπό να τον απαλλάξει από κάθε προηγούμενη διαταγή και να τον στρέψει προς το Βερολίνο, ενισχυόμενος στη πορεία του και με τα υπολείμματα της 9ης Στρατιάς που πολεμούν ακόμα νότια της πόλης. Ο ίδιος αναλαμβάνει επιπλέον  την υποχρέωση να επιστρέψει στο Βερολίνο την επομένη και να του αναφέρει προσωπικά την εξέλιξη της επιχείρησης.
Ο Κάιτελ , όπως και οι περισσότεροι Στρατηγοί αγνοούν ότι η Πρωτεύουσα έχει ήδη κυκλωθεί από τον εχθρό που ήδη ελέγχει τις  κεντρικές αρτηρίες  Βερολίνο -Δρέσδη,Βερολίνο- Στεττίνο και Βερολίνο -Stralsund ....  [ 8]


 Μετά από την θυελλώδη εκείνη στρατιωτική σύσκεψη ο Χίτλερ αναζητά λίγη ηρεμία. Καλεί τηλεφωνικά το Γκαίμπελς στο Υπουργείο εκφράζοντας την επιθυμία να τον επισκεφτούν η γυναίκα και τα παιδιά του και στη συνέχεια ζητά να συναντήσει   τις  γραμματείς του, που παρέμεναν ακόμη στο μπούνκερ. τη Gerda Christian και τη Traudl Junge καθώς και την διαιτολόγο του Constanze Manzialy. Παρουσία της Εύας Μπράουν τις διατάσσει:
-Κυρίες ετοιμασθείτε γρήγορα. Σε μια ώρα ένα αεροπλάνο θα σας παραλάβει για να σας μεταφέρει στο Νότο. Το παν έχει χαθεί, οριστικά έχει χαθεί.Μεγάλη σιωπή. Έπειτα η Εύα Μπράουν τον πλησιάζει και του λέει:
-Το ξέρεις πολύ καλά ότι εγώ παραμένω μαζί σου. Γιατί ζητάς λοιπόν να με διώξεις; Οι Γραμματείς και η μαγείρισσα συμφώνησαν δίχως πρώτα να συνεννοηθούν. 
-Θα παραμείνουμε εδώ . Ο Χίτλερ επιμένει : «Σας διατάζω να φύγετε». Αυτές κούνησαν αρνητικά το κεφάλι. Ο Χίτλερ πήρε μέσα στα χέρια του τα δικά τους χέρια και παρατήρησε:
-Αν οι στρατηγοί μου ήσαν γενναίοι όπως και σεις...[9]
Από εκείνη την στιγμή και μετά κανείς δεν άκουσε τον Χίτλερ να κάνει σαρκαστικά σχόλια για τις «αμαζόνες» του οι οποίες ανέβαιναν κάθε μέρα στον κήπο της Καγκελαρίας για τις καθιερωμένες ασκήσεις σκοποβολής που είχαν σαν εύκολο στόχο τα λαμπιόνια του Σπέερ. Ούτε δυσανασχετούσε με την σκέψη, ότι την στιγμή που οι στρατηγοί του το έβαζαν στα πόδια μερικές γυναίκες θα έμεναν να πεθάνουν στο πλευρό του...... 

Λίγο μετά τις 5 η κυρία Γκαίμπελς φθάνει στο καταφύγιο με τα παιδιά. Κάθε φορά που τα παιδιά επισκέπτονταν το θείο Άντι δεν έκρυβαν τον ενθουσιασμό τους κυρίως  για τη σοκολάτα , το κέικ και τα άλλα γλυκίσματα που υπήρχαν πάντα σε αφθονία εκεί. Φυσικά δεν έλλειπαν και τα δώρα. Γι αυτό  κάθε φορά που επισκέπτονταν τον Φύρερ η μητέρα τους προνοητικά τα συμβούλευε(ακόμη και τώρα που γνωρίζει πόσο κοντά ήταν το τέλος) 
-Όλοι θα δεχθείτε ένα μόνο δώρο'  τίποτα άλλο πέρα από αυτό......[10 ]
Αργά το απόγευμα , ο Φύρερ ασχολεiται προσωπικά με τα έγγραφα του αρχείου του. Διαλέγει εκείνα που πρέπει να καταστραφούν και  δίδει εντολή σε ένα αξιωματικό των S.S. να τα κάψει. [11] 
Στη συνέχεια αποζητά τη παρέα της κυρίας Γκαίμπελς και των παιδιών.  
0 Χίτλερ ήπιε σοκολάτα με τα παιδιά του Γκαίμπελς, που είχαν τώρα μετακομίσει στα δωμάτια του Morell. Ο Χέλμουτ διάβασε δυνατά τη σχολική του έκθεση για τα γενέθλια του Φύρερ. Και η Χέλγκα τσίριξε: «Τα έκλεψες αυτά από τον μπαμπά!» «Θες να πεις ότι ο μπαμπάς τα έκλεψε από μένα!», απάντησε ο Χέλμουτ προς απόλαυση των μεγάλων.  που άκουγαν.[12]
Έξω τα σοβιετικά στρατεύματα κολυμπούν σε μια θάλασσα από ερείπια , όπου από κάθε σημείο παραμονεύει ο θάνατος. Το πυροβολικό ξεκαθαρίσει τους δρόμους από τα οδοφράγματα, και συγκεντρώνουν την φωτιά τους πάνω στα ετοιμόρροπα κτίρια από τα οποία  Γερμανοί εξακολουθούν να αντιστέκονται. Τα μέρη της Καγκελαρίας που εξείχαν από το έδαφος μετατρέπονται σε ένα σωρό θλιβερών ερειπίων
Την ίδια ώρα  πάνω στους τοίχους του ελεύθερου ακόμη τμήματος του Βερολίνου τοιχοκολλείται η ακόλουθη προκήρυξη του Γκαίμπελς

« Η πόλις του Βερολίνου θα υπερασπισθεί μέχρι και του τελευταίου. Πολεμήσατε για τις γυναίκες σας, για τα παιδιά σας, τις μητέρες σας με φανατική επιμονή. Θα αντισταθούμε. Η μεγάλη επίθεση των Μπολσεβίκων ενάντια στη πρωτεύουσα του Ράιχ είναι σε πλήρη εξέλιξη. Παρ’ όλες τις βαριές απώλειες που υπέστησαν στον Oder εξαιτίας των ηρωικών μας μεραρχιών και των ταγμάτων VoIksturm, παρ’ όλη την θυσία των πολεμιστών μας δεν στάθηκε δυνατό, να εμποδισθεί ο εχθρός να προχωρήσει περισσότερο, φθάνοντας έτσι σε μερικά σημεία της αμυντικής ζώνης της πρωτεύουσας του Ράιχ. Το Βερολίνο, η πόλη μας, τώρα είναι πόλη του μετώπου. Όλοι οι στρατιώτες και οι άνδρες της Voiksturm που έχουν ταχθεί στην άμυνα της πρωτεύουσας πρέπει νά παραμείνουν στις θέσεις που τους έχουν ορισθεί και μόλις αντιληφθούν στρατεύματα ή σοβιετικά τεθωρακισμένα ν' ανοίξουν πυρ (...). Οι ομάδες προστασίας των εργοστασίων θα εγγυηθούν την εξωτερική και εσωτερική ασφάλεια των εγκαταστάσεων. Προβοκάτορες και απειθάρχητοι αλλοδαποί εργάτες συλλαμβάνονται και αποδυναμώνονται. Προβοκάτορες και ηττοπαθείς, οι οποίοι θα ύψωναν λευκές σημαίες ή που θα τηρούσαν οποιαδήποτε άλλη δειλή συμπεριφορά, που θα πραγματοποιούσαν τρομοκρατική πράξη ανάμεσα στους πληθυσμούς αποδυναμώνοντας το πνεύμα της άμυνας και της αντίστασης των πολιτών, εξουδετερώνονται και αυτοί με κάθε μέσον. Κάθε πολίτης του Βερολίνου ευθύνεται προσωπικά για το σπίτι του. Εκείνα τα σπίτια που θα υψώσουν λευκή σημαία θα παύσουν να προστατεύονται από τον νόμο και θα αντιμετωπιστούν ανάλογα(...). Είναι αναγκαία η τήρηση μιας σιδερένιας πειθαρχίας. να έχετε πλήρη εμπιστοσύνη στους εαυτούς σας, να υπακούσετε δίχως αντίρρηση στους εντεταλμένους για την άμυνα της πόλεως. ΟΙ προδότες θα τουφεκιστούν και θα κρεμάσουν χωρίς αναβολή. Το σύνθημά μας ας είναι: σκληρή και φανατική αντίσταση σε κάθε σημείο. Γρηγορείτε. Μην δίδετε σημασία στις διαδόσεις και στις απειλές του εχθρού. Υπερασπίσετε μέχρις εσχάτων την ζωή των γυναικών σας, των μητέρων σας και των παιδιών σας, και μ' αυτό τη ζωή του Ράιχ (...). Κάθε αδυναμία καταστέλλεται. Οι Μπολσεβίκοι διεξάγουν ένα πόλεμο δίχως έλεος. Ποιος από σας θέλει να βιασθεί η γυναίκα του ή η κόρη του; Ποιος από σας θέλει να εκτελεστεί με μία σφαίρα στον αυχένα; Ποιος από σας θέλει να οδηγηθεί στην Σιβηρία; ­Αυτήν την ώρα καθένας γνωρίζει το χρέος του. Υπερασπιστές του Βερολίνου. Οι μητέρες σας, σας κοιτούν, σας κοιτούν τα παιδιά σας και οι γυναίκες σας. Έχουν εμπιστευθεί τη ζωή τους στα χέρια σας. Σήμανε η ώρα της άμυνας. ΟΙ υπερασπιστές του Μπρέσλαου σας είναι παράδειγμα. Αυτοί δεν έπαψαν να διατυμπανίζουν το κουράγιο τους, την πίστη τους την αξία τους για το Ράιχ και τον Φύρερ. Σχηματίσατε μια ορκισμένη κοινότητα. Μείνετε άξιοι της φήμης σας. Υπερασπιστές του Βερολίνου ολόκληρο τo Έθνος σας κοιτά και σας εμπιστεύεται. Πράξετε δίχως δισταγμούς το χρέος σας. Μαζικά και με μέσα άφθονα οι μπολσεβίκοι επιτίθενται στα προάστια της πόλεως. Αντέξατε τις αμερικανικές βόμβες, δεν θα υποχωρήσετε μπροστά στις ρώσικες χειροβομβίδες. Πολεμήστε για την πόλη σας. Πολεμήστε με έντονο φανατισμό για τις γυναίκες σας, τα παιδιά σας, τούς πατέρες σας και τις μητέρες σας. Χρησιμοποιήσατε τη ζωή στην ωραία μάχη. Τα όπλα σας υπερασπίζονται το μέλλον και την ζωή των παρόντων και των μελλοντικών γενεών (...). Ο Γκαουλάιτέρ σας βρίσκεται ανάμεσά σας. Με τούς συνεργάτες του θα παραμείνει μαζί σας. Με 200 άνδρες κατέλαβε αυτή την πόλη και τώρα θα υπερασπισθεί με κάθε μέσον την πρωτεύουσα του Ράιχ. . Ο αγώνας για το Βερολίνο θα είναι για την Γερμανία ο φάρος της Εθνικής απελευθέρω­σης. . Η πρωτεύουσα δεν μπορεί να πέσει στα χέρια των μπολσεβίκων. Εθνική ανεξαρτησία και κοινωνική δικαιοσύνη θα ανταμείψουν τον αγώνα σας». [13]




Υποσημειώσεις:
[  1] Έτσι, έληξε η συνεδρίαση, και οι σαστισμένοι συμμετέχοντες όρμησαν προς το εξωτερικό του Καταφυγίου όπου περίμεναν οι υπασπιστές και οι γραμματείς. Δεν έκρυβαν τα συναισθήματα αγανάκτησης και θλίψης τους. Ήταν σαν να τα είχαν όλοι χαμένα. «Όταν βγήκαν έξω από την αίθουσα της συνεδρίασης», λέει μία γραμματέας , «ήταν όλοι ταραγμένοι, λέγοντας πως το τέλος εί­χε φτάσει». «Ήμουν τόσο καταρρακωμένος», λέει ο στρατηγός Κρίστιαν, «που ακόμα και τώρα δε μπορώ να το κατανοήσω. II ατμόσφαιρα στο Καταφύγιο μου έχει κάνει τρομερή εντύπωση μια εντύπωση που δεν μπορώ να περιγράψω»[25]183. Ακόμα και ο Κρεμπς εκμυστηρεύτηκε με προσοχή στον υπασπιστή του πως ο Χίτλερ είχε γίνει βίαιος προσάπτοντας άδικες κατηγορίες στην Ανώτατη Διοίκηση ...............
Με ημερομηνία 23 Απριλίου 1945 ο Γουίλιαμ Σίρερ γράφει: "Τι ακριβώς συνέβη στο Βερολίνο τη μοιραία αυτή εβδομάδα που έκανε τους υπουργούς της γερμανικής κυβερνήσεως να επιζητήσουν  την ασφάλεια στο Βορρά ενώ ο Χίτλερ και ο Γκαίμπελς έμειναν στην πρωτεύουσα;Γνωρίζουμε από την έκθεση της Βρετανικής Ιντέλιτζενς Σέρβις  για το τέλος του Χίτλερ , ότι στις 22 Απριλίου ο Φύρερ υπέστη νευρική κρίση αφού είχε καλέσει σε συνεδρίαση τους συμβούλους του για να τους πει  ότι θεωρούσε χαμένο τον πόλεμο.Οι υποστηρικτές του προσπάθησαν  να τον πείσουν  να εγκαταλείψει το Βερολίνο, αλλά εις μάτην .Τί θα έπρεπε λοιπόν να κάμουν ;Να εγκαταλείψουν τον ηγέτη; Οι γνώμες συγκρούονταν. Ο Σβέριν-Κρόσιγκ λέγει -αν και όχι πολύ καλά- τι συνέβη." (Το τέλος του Ημερολογίου Πάπυρος 1997 σελ 210-11)
[  2]Andrew Tully:Le ultime ore di Berlino σελ 180-1
[  3]Στρατάρχης Keitel: In the service of the Reich (Εκδότης  Walter Görlitz) σελ. 236 
[  4]Στρατάρχης Keitel: In the service of the Reich (Εκδότης  Walter Görlitz) σελ. 237 
[  5]
]  6]
[  7] Karl Koller: Der Letzte Μonat – Μannheim  1949 σελ, 31
[ 8] Αντί να επιταχύνει το τέλος, εκμεταλλευομένη την ομολογία του Χίτλερ ότι τα πάντα είχαν χαθεί, η ακολουθία του έκανε ό,τι μπορούσε για να τον εμψυχώσει· Ιδιαίτερα, οι Στρατηγοί άφησαν τον Χίτλερ να πιστεύει ότι ο Στρατηγός Βενκ δεν είχε παίξει το τελευταίο του χαρτί. Ο Αρχηγός του Επιτελείου, ο καλύτερα ενημερωμένος Γεpμαvός αξιωματικός, παρηγορούσε τώρα τον Χίτλερ μ' ένα αφελές σχέδιο, που προέβλεπε τις συνδυασμένες επιχειρήσεις της 9ης Στρατιάς (πού ήταν περικυκλωμένη στο Δά­σος Σπρέε) και της 12ης Στρατιάς του Βενκ η οποία, κατά το μεγαλύτερο μέρος της, αποτελείτο από ανοργάνωτες και φτωχά εξοπλισμένες Μεραρχίες.1 Ξαναζωντάνεψαν ακόμη και το φάν­τασμα του Στάϊνερ.(Ερικ Κιούμπι Οι Ρώσοι  και το Βερολίνο σελ 136
[ 9] Κατά συνέπεια στις 22 Απριλίου η 1η Στρατιά Αρμάτων της Φρουράς (1ο Μέτωπο Λευκορωσίας) αφήνοντας στα βορειοδυτικά τον όγκο του Βερολίνου , συναντούσε στο Konigswusterhausen τα πρώτα στοιχεία της 3ης Στρατιάς Αρμάτων της Φρουράς (1ο Μέτωπο Ουκρανίας) η οποία , σε εκτέλεση της καινούριας διαταγής του Στάλιν  είχε συγκλίνει  από τα δυτικά στα βόρεια ξεκινώντας από το FinsterwaldeO κλοιός είχε λοιπόν κλείσει γύρω από την  9η Στρατιά.  Το ίδιο βράδυ τα τεθωρακισμένα  του Leliusenko είχαν φθάσει μέχρι το Juterbog, κόβοντας  το δρόμο Βερολίνο Δρέσδη  ενώ ο Ζούκωφ από το Bernau, Wandlitz, Oranienburg και Birkenwerder , που έπεσαν στα χέρια των Στρατηγών  F.I Perhorovic και N.E Bersarin (47η Στρατιά, 5η Στρατιά Επίθεσης ) είχε κόψει τους δρόμους Βερολίνο- Στεττίνο και Βερολίνο -Stralsund.;Με το τρόπο αυτό συνέβη η κύκλωση 
[ 10]Α.Beevor: Βερολίνο 1945 σελ 385
[ 11]J.Toland:Adolf Hitler sel 869
[12]D. Irving: Ο πόλεμος  του Χίτλερ σελ 1016-17
[13]






Πέμπτη 11 Ιανουαρίου 2018

ΓΕΩΡΓΙΟΣ Α ΒΛΑΧΟΣ: ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ


Ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος στα 1917
Όταν εγεννάτο, ολόκληρος η Ελλάς, η ελευθέρα και δούλη, έκυψε εις το λίκνον του δια να ελπίση. Αι μακρυναί Θάλασσαι και η απέραντος γη, όπου είχε σπαρή, κατακτήσεων και επαναστάσεων και δι­ωγμών θύμα, το Γένος, συνεστάλησαν εις έκτασιν μιας σπιθαμής, εις μίαν γωνίαν του ελληνικού Ανακτόρου και εστάθησαν εκεί, και εκράτησαν σιωπηλαί την αναπνοήν των, δια να μη ταράξουν τον πρώτον ύπνον του βρέφους, το οποίον εξεπροσώπει την Ευτυχίαν, το Μέλλον. Γρήγορα, από της πρώτης στιγμής, έ­σπευσαν ανάδοχοι μυριάδες παλμών, χι­λιάδες ελπίδων και προσεκόμισαν, σμύρναν και λίβανον, την πορφύραν των αιμά­των της από τον νότον η Κρήτη, από τον βορράν την τελευταίαν λειτουργίαν της η Αγία Σοφία, εξ ανατολών και δυσμών αναμνήσεις και πόθους και όνειρα ο Ελληνισμός. Και ωνομάσθη το Βρέ­φος, πριν καν ανοίξη προς την ημέραν τους οφθαλμούς, Κωνσταντίνος. Ο πα­λαιός ποιητής εστάθη κοντά του και έ­δωσε το ελληνικόν αίσθημα εις στίχους ωραίους. 


Δεν είσαι Βασιλιά παιδί. 
Δεν είσαι μάννας γέννα. 
Οι πόθοι και οι ελπίδες μας εσμίξανε μαζί 
Κ' εγέννησαν εσένα. 


Και, αλήθεια, οι πόθοι και αι ελπίδες του Έθνους είχον γεννήσει τον Βασιλέα. Επί τέσσαρας αιώνας, μάρτυς, υπόδου­λος η Ελλάς, κάτω εις τα υπόγεια όπου ετέλει τας μυστικάς λειτουργίας της, ε­πάνω, εις κρυφά σχολειά, όπου εδίδασκε την παράδοσιν, αυτό το όνειρον ύφαινε, αυτόν ητοίμαζε τον στρατάρχην, αυτού εσφυρηλάτει τα όπλα, αυτού έτρεφε τον πολεμικόν ίππον, αυτού εχρύσωνε με α­κτίνας ελευθέρων ηλίων το Στέμμα. 

Και παρήρχετο ο καιρός. Και από της πρώτης οδοντοφυΐας του μέχρι των πρώτων του λαλημάτων, από των πρώ­των βημάτων του μέχρι των πρώτων ω­ρών της μαθητικής του ζωής, ο κόσμος εκείνος των κατάκοπων ηρώων και των γερόντων αγωνιστών, ο κόσμος των α­πομάχων της μεγάλης Επαναστάσεως, οι οποίοι δια του αίματος και του χρή­ματος και του νου των εθεμελίωσαν την ελευθέραν Ελλάδα, ύψωσε γύρω του πανύψηλον τείχος στοργής και λατρείας: διότι θα ήτο Αυτός, ο αναμενόμενος εκ Θεού. Διότι θα ήτο αυτός ο οποίος θα επραγματοποίει της Ειμαρμένης την παλαιάν προσταγήν. Διότι θα ήτο αυτός ο οποίος με το γύρισμα του χρόνου, δια μέσου αγώνων, προσπαθειών και ατυ­χημάτων, θα ωδήγει κάποτε επί κεφαλής χιλιάδων στρατού την Ελλάδα εις την χαράν και την δόξαν. Διότι θα ηλευθέρωνεν αυτός την Μακεδονίαν, θα έδιδε αυτός την Κρήτην εις την Ελλάδα, θα έπαιρνεν αυτός τα Γιάννενα. Διατί;... Παιδί δεν ήτο; Άνθρωπος δεν ήτο καί αυτός;... Αλλά το Έθνος δεν εδέχετο με τους μεμψίμοιρους συζήτησιν. Δεν ήτο παιδί, ούτε άνθρωπος, ούτε διάδοχος, ού­τε θα ήτο βασιλεύς όπως όλοι ο Κωνσταντίνος. Ο Κωνσταντίνος ήτο θρύλος, ήτο ψυχή, ήτο ο εντεταλμένος της Μοί­ρας.

* * *

Και ήλθε στιγμή κατά την οποίαν αι ευχαί και οι ψαλμοί έγιναν θούρια και οι ε­θνικοί θρήνοι παιάνες πολεμικοί και αν­τήχησε απ' άκρου εις άκρον από ιαχάς χαράς η Ελλάς, και ωπλίσθησαν οι στρατοί, και έσπευσαν υψηλά προς τας υποδούλους θαλάσσας οι στόλοι και το όνειρον επραγματοποιείτο: Τα φρούρια των πόλεων εκρημνίζοντο ως εις άκου­σμα υπερκοσμίων σαλπίγγων, και έφευ­γαν οι κατακτηταί, και ηλευθερούντο η Κρήτη, η Θεσσαλονίκη, η Σάμος, η Χίος, η Μυτιλήνη, τα Ιωάννινα. Και εις το μέσον του στρατού του, επροχώρει και εκάλπαζε προς την δόξαν και ήτο πάντοτε πρώτος. Αυτός. Ήτο υψηλός τώρα, και είχε γαλανούς οφθαλμούς και την ηλιοκαή του μορφήν εφώτιζε απεράντου καλωσύνης μειδίαμα και είχε ευγένειαν, θάρρος, ευθύτητα, νουν, και υπέρ αυτόν είχαν η στολή και το έθνος προσκομίσει πτερά, πτερά ά­σπρα και καταγάλανα, τα οποία ανέμιζε ευτυχής η πνοή της ελευθερίας. Αλλ' έ­ξαφνα, πώς έγινε η πνοή καταιγίς; Και πώς διερράγησαν της στοργής και της λατρείας τα τείχη; Και πώς αι ευχαί έγι­ναν πάθη και η ευλάβεια ύβρις, και κακία ο ενθουσιασμός και διαδήλωσις διωκτών των υπηκόων η λιτανεία;... Ας μείνη το ερώτημα αναπάντητον και ας πληρώση τώρα την αμαρτωλήν παρένθεσιν η σιω­πή. Μόνος, εξόριστος, ζων χωρίς θρόνον, χωρίς βασίλεια, χωρίς πατρίδα, νεκρός χωρίς τάφον, υποστάς και τον κόλαφον του παράφρονος εις την ξένην, δακρύσας με την ιδίαν συμφοράν και την συμφοράν της Ελλάδος, επιστρέψας εν μέσω φρενίτιδος, και απελθών εν μέσω φλογών πυρκαϊάς, έζησε, εκουράσθη, εμαρτύρησε, έπαθε, εδοξάσθη, υψώθη και έπεσε, και ανέμεινεν, ως άνθρωπος και ως σο­ρός, επί έτη μακρά εις τον ήλιον και το σκότος, Δικαιοσύνην.

* * *
Τώρα, τον φέρομεν πάλιν. Επάνω εις ένα κιλλίβαντα παλαιού πυροβόλου —τις οίδε τίνος πυροβόλου του Δεκατρία, του Δώδεκα— του οποίου τα ξύλα θα φρικιούν εις την σκέψιν ότι τώρα ορίζουν αυτά την πορείαν του, οδηγείται εις τον τάφον ο Κωνσταντίνος, ο Διάδοχος των εθνικών μας ονείρων, η Μεγάλη Ιδέα της χρυσής εποχής, ο Βασιλεύς των ενδό­ξων ωρών μας, ο ευτυχής και ατυχής, ο ιδίω έργω υψωθείς εις τα σύννεφα και έργω άλλων κρημνισθείς εις ερέβη, ι­στορικός στρατηλάτης. Ας τον οδηγήσωμεν λοιπόν όλοι μαζί εις τον Τάφον Του. Ας δώσωμεν περί την σορόν Του τας χείρας, και εις των κοινών δακρύων το πλήθος ας ποτίσωμεν τον σπόγγον της λήθης, η οποία θα μας οδηγήση αύριον προς δρόμους καλούς. Ο Βασιλεύς ήλθε εις την πατρίδα του και θα κοιμηθή τώρα δια πρώτην φοράν. Ας ετοιμάσωμεν με άνθη την κλίνην του, ας ποτίσω­μεν με καλωσύνην το χώμα, ας κλίνουν αι καρδίαι μας εμπρός του γονυπετείς και ας ταφούν μαζί του αι έριδες και αι κακίαι των οποίων υπήρξεν Αυτός, το πρώτον, το μέγιστον, το αδικώτατον θύ­μα...

Δευτέρα 8 Ιανουαρίου 2018

ΑΝΤΡΕ ΜΑΡΛΩ:ΑΝΤΙΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ

Κατοικούσα στη Βουλώνη, στο μεγάλο σπίτι ολλανδικού ρυθμού,όπου αργότερα η μικρή Δελφίνη Ρενάρ λίγο έλειψε να τυφλωθή από τις εκρηκτικές βόμβες του O.A.S [1]. Θα ήταν ασφαλώς περασμένες εννηά γιατί η καλοκαιρινή βραδιά σκοτείνιαζε αρκετά πάνω από τη σκοπιά-καταφύγιο που είχαν χτίσει οι Γερμανοί σε μια γωνιά του κήπου. Το τηλέφωνο χτύπησε.
-Έχω ένα σπουδαίο μήνυμα για σας, μου είπε ένας από τους συνηθισμένους συνομιλητές μου, Μπορείτε να με δεχθήτε σε μια - δυο ώρες;

-Βεβαίως.
-Θα περάσω κατά τις ένδεκα.
Στις ένδεκα ένα στρατιωτικό αυτοκίνητο σταμάτησε μπροστά στο σπίτι. Πήγα ν' ανοίξω. Ήμασταν μόνοι. Δεν είχε διαβή το κατώφλι του μεγάλου σπουδαστηρίου που ήταν ακόμη αμυδρά φωτισμένο. 
-Ο στρατηγός ντε Γκωλ σας ρωτά, εν ονόματι της Γαλλίας, αν θέλετε, να τον βοηθήσετε.
Η φράση ήταν περίεργη. Ωστόσο στο Λονδίνο, ένας από τους πρώτους λόγους του στρατηγού στους αξιωματικούς ήταν κάτι τέτοιο: "Κύριοι, ξέρετε ποιο είναι το καθήκον σας" Και σήμερα τέτοιος ήταν ο τόνος.
-Δεν τίθεται , βεβαίως, ζήτημα, αποκρίθηκα.
-Θα σας πω αύριο την ώρα. 
Μούσφιξε το χέρι. 
Το αυτοκίνητο που είχε κάνει στροφή , έφερε βόλτα το μικρό οχυρό και χάθηκε προς τον Σηκουάνα.

Ήμουν έκπληκτος. Όχι υπερβολικά: έχω την τάση να θωρώ τον εαυτό μου χρήσιμο... Αλλά μετά την πρώτη μου απόδραση, τον Νοέμβριο του 1940, είχα γράψει στον στρατηγό ντε Γκωλ' οι Ελεύθερες Γαλλικές Δυνάμεις δεν διέθε­ταν ασφαλώς αεροπόρους με τη σέσουλα. Καμιά απάντηση. Επειδή είχα μάθει πως είχε απομακρύνει τον Πιέρ Κοτ, υπόθεσα πως εξαιτίας του πολέμου στην Ισπανία η συνδρο­μή μου δε θα του ήταν ευπρόσδεκτη. Χωρίς, ωστόσο, να πι­κραθώ, γιατί αργότερα οι μακί μας, πριν από τη δημιουργία της μεραρχίας Αλσατίας-Λωρραίνης, είχαν πάντα τη βοήθεια του στρατηγού Καινίγκ — συνεπώς, τη δική του. Με κάλεσαν στο υπουργείο Στρατιωτικών. Στον προθάλαμο συν­άντησα έναν εγκάρδιον επισκέπτη με έξυπνους και λεπτούς τρόπους, που μου κίνησε την περιέργεια, γιατί μ' όλο που φορούσε πολιτικά, μάντευα τον στρατιώτη. Σε λίγο τον ζή­τησαν: ήταν ο στρατάρχης Ζουέν.
Το γραφείο, που ανήκε άλλοτε στον κόμιτα Νταρύ[2] , επιπλωμένο μεγαλοπρεπέστατα σε στυλ Αυτοκρατορίας, είχε δοθή στον Παλεφσκί. Από την άλλη πλευρά της επιβλητι­κής σκάλας, ένα γραφείο αναμονής όπου κάθονταν οι υπασπιστές του ντε Γκωλ, βρισκόταν πριν από το γραφείο του στρατηγού. «Ακόμη δεν τακτοποιηθήκαμε...» μου είπε ένας από τους αξιωματικούς που ήταν φίλος μου. Υπήρχε μέσα εκεί κάτι το επίσημο και σιωπηλό που μ' έκανε να συλλογι­στώ τις αίθουσες αναμονής των ρωμαίων υπάτων. Το τηλέ­φωνο κλήσεως σήμανε ταυτόχρονα με την ώρα. Με μπάσανε σ' ένα δωμάτιο όπου μεγάλοι επιτελικοί χάρτες κρεμασμένοι στους τοίχους του έδιναν μια ατμόσφαιρα εργασίας. Ο στρατηγός μου έγνεψε να καθήσω δεξιά στο γραφείο του.
Είχα διατηρήσει ακριβή ανάμνηση της μορφής του: στα 1943, ο Ραβανέλ, αρχηγός τότε των groupes francs[3] μου είχε δείξει τη φωτογραφία του που έρριξαν με αλεξίπτωτα. Από το μπούστο του δεν μπορούσαμε να μαντέψουμε πως ο στρατηγός ήταν τόσο ψηλός. Σκέφθηκα τους αντιπροσώπους του Tiers Etat[4] όταν είδαν για πρώτη φορά τον Λουδοβίκο ΙΣΤ'. Ως τα 1943 δεν είχαμε γνωρίσει το πρόσωπο του ανθρώπου, στ' όνομα του οποίου αγωνιζόμασταν.
Δεν τον ανακάλυπτα τώρα' ανακάλυπτα σε τι δεν έμοιαζε με τις φωτογραφίες του. Το αληθινό στόμα ήταν λίγο πιο μικρό, το μουστάκι λίγο πιο μαύρο. Κι ο κινηματογράφος, μ' όλο πού μεταδίνει τόσες εκφράσεις, μονάχα μια φορά είχε συλλάβει το πυκνό και βαρύ του βλέμμα: πολύ αργότερα, όταν σε μια συνέντευξη του με τον Μισέλ Ντρουά[5]  κυττάζει τον φακό της μηχανής και φαίνεται τότε σάμπως να κυττάζη τον καθένα από τους θεατές.
- Εν πρώτοις, το παρελθόν, μου είπε. Περίεργη εισαγωγή.
-Είναι αρκετά απλό, αποκρίθηκα. Στρατεύθηκα σ' έναν αγώνα για..., ας που με, την κοινωνική δικαιοσύνη. Θα ήταν ίσως ακριβέστερο αν έλεγα: για να δώσουμε στους ανθρώπους μια ευκαιρία... Ήμουν πρόεδρος της Παγκόσμιας Αν­τιφασιστικής Επιτροπής με τον Ρομαίν Ρολλάν και πήγα μαζί με τον Ζιντ να επιδώσουμε στον Χίτλερ — που δε μας δέχτηκε — τη διαμαρτυρία μας κατά της δίκης του Δημητρώφ και των άλλων δήθεν εμπρηστών του Ράιχσταγ. Ύστερα ήρθε ο πόλεμος της Ισπανίας και πήγα να πολεμήσω στην Ισπανία. Όχι στις Διεθνείς Ταξιαρχίες, που δεν υπήρχαν ακόμη, και στις οποίες δώσαμε τον καιρό να συγκροτηθούν: το κομμουνιστικό κόμμα αμφιταλαντεύονταν... Ύστερα ήρθε ο πόλεμος, ο πραγματικός. Έπειτα η ήττα, κι όπως πολ­λοί άλλοι, παντρεύθηκα τη Γαλλία. Όταν ξαναγύρισα στο Παρίσι, ο Αλμπέρ Καμύ με ρώτησε: Πρέπει, λοιπόν, μια μέρα να διαλέξουμε ανάμεσα στη Ρωσία και στην Αμερική; Για μένα η εκλογή δεν ήταν ανάμεσα στη Ρωσία και στην Αμερική, αλλά ανάμεσα στη Ρωσία και στη Γαλλία. Όταν μια αδύνατη Γαλλία βρίσκεται μπροστά σε μια παντοδύναμη Ρωσία, δεν πιστεύω πια ούτε λέξη από κείνα που πίστευα όταν μια ισχυρή Γαλλία βρίσκονταν μπροστά σε μιαν αδύνα­τη Σοβιετική Ένωση. Μια αδύνατη Ρωσία θέλει λαϊκά μέ­τωπα, μια ισχυρή Ρωσία θέλει λαϊκές δημοκρατίες.
»Ο Στάλιν είπε μπροστά μου: Στην αρχή της Επανά­στασης, περιμέναμε να σωθούμε από την ευρωπαϊκή επανά­σταση και τώρα η ευρωπαϊκή επανάσταση περιμένει τον ε­ρυθρό στρατό... Δεν πιστεύω σε μια γαλλική επανάσταση που θα την έκανε ο ερυθρός στρατός και θα τη διατηρούσε η Γκεπεού — και πολύ λιγότερο πιστεύω σε μια επιστροφή στο 1938.
»Στο χώρο της ιστορίας, το πρώτο κεφαλαιώδες γεγονός των είκοσι τελευταίων χρόνων, για μένα, είναι το πρωτείο του έθνους. Κάτι διαφορετικό απ' ό,τι υπήρξε ο εθνικισμός: η ατομικότητα και όχι η υπεροχή. Ο Μαρξ, Ο Βικτόρ Ουγκώ, ο Μισλέ (ο Μισλέ που έγραψε: η Γαλλία είναι ένα πρόσωπο !) πίστευαν στις Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης. Στο κεφάλαιο τούτο προφήτης δεν είναι ο Μαρξ, προφήτης είναι ο Νίτσε που είχε γράψει: «Ο 20ός αιώνας θα είναι ο αιώνας των εθνικών πολέμων». Στη Μόσχα, έτυχε ν' ακούσετε τη Διεθνή, στρατηγέ μου;
-  Δεν μιλούσανε πια γι' αυτήν: τα πήγε άσκημα.
- Ήμουν εκεί όταν ο ρωσικός ύμνος είχε γίνει ο ύμνος των επισήμων τελετών. Λίγες βδομάδες πριν η Πράβδα χρησιμοποιούσε για πρώτη φορά τις λέξεις: η σοβιετική μας πατρίδα. Ο καθένας κατάλαβε. Κ' εγώ επίσης είχα καταλά­βει πως η Ρωσία είχε ανακαλύψει επιτέλους στον κομμουνι­σμό το μέσο που θα της εξασφάλιζε τη θέση της και το γόη­τρο της στον κόσμο: μια ορθοδοξία ή έναν πανσλαβισμό που θα είχε επιτύχει...
Με κύτταζε προσεκτικά, χωρίς να φαίνεται αν συμφω­νούσε ή διαφωνούσε.
-  Γιατί — κι αν δε λογάριαζε κανείς τον Λένιν, τον Τρότσκι, τον Στάλιν, πράγμα δύσκολο — ο κομμουνισμός θα ήταν σήμερα εκείνος πού εκφράζει καλύτερα το επαναστατι­κό γεγονός, πού σ' άλλους καιρούς είχε εκφράσει η Γαλλική Επανάσταση...
- Τί εννοείτε «επαναστατικό γεγονός»;
- Την προσωρινή μορφή που παίρνει η διεκδίκηση της δικαιοσύνης: από τις αγροτικές εξεγέρσεις ως τις επαναστάσεις. Στον αιώνα μας πρόκειται για κοινωνική δικαιοσύνη και τούτο ασφαλώς οφείλεται στην παρακμή των μεγάλων θρησκειών οι Αμερικανοί είναι θρησκευόμενοι άνθρωποι, αλλ' ο αμερικανικός πολιτισμός δεν είναι θρησκευτικός πολιτισμός. 
»Το Εθνικό Μέτωπο είναι παρακομμουνιστικό ωσότου γίνη απροσχημάτιστα κομμουνιστικό' οι φίλοι μου είναι φιλοεργατικοί περιμένοντας έναν εργατισμό που δεν υπάρχει, και που δεν ξέρουν αν τον περιμένουν από τους εαυτούς των, από το σοσιαλιστικό κόμμα ή από σας.
- Τί θέλουν να κάμουν;
- Όπως στα 1848, όπως στα 1871, να παίξουν ένα ηρωικό έργο που ονομάζεται Επανάσταση. Αξιοτίμητα, προ­κειμένου για τους γνήσιους αγωνιστές, που δε ξεφύτρωσαν στα πλακόστρωτα όταν έφτασε ο στρατός. Παρωδώντας τον ...Κλάουζεβιτς, νομίζω, θα ειπώ ότι γι' αυτούς η πολιτική είναι η συνέχιση του πολέμου με άλλα μέσα. Δυστυχώς δεν είναι αλήθεια. Για μένα (όπως μου φαίνεται και για σας, ακόμη και για τους κομμουνιστές) η πολιτική προϋποθέτει τη δημιουργία και κατόπιν τη δράση ενός Κράτους. Χωρίς Κράτος, κάθε πολιτική είναι υπόθεση του μέλλοντος και γίνεται, λίγο πολύ ένα είδος ηθικής. Κάτι, δηλαδή, που δεν φαίνονται να υποπτεύονται οι αντιστασιακές οργανώσεις. Αν δεν πρόκειται πια για Επανάσταση, γιατί άλλο πρόκειται; Για τους χτεσινούς ή τους αυριανούς πολιτευόμενους είναι θέμα προσ­χωρήσεως στα κόμματα, ή δημιουργίας ενός νέου κόμματος. Η κομμουνίζουσα αντίσταση καταλήγει στο κομμουνιστικό κόμμα ή σε κάποια μεταμφίεση του. Η άλλη καταλήγει όπου θελήσουμε, γιατί τα κόμματα, το είπα στον κ. Παλεφσκί, χρειάζονται απολύμανση. Αλλ' αν υπήρξαν ριζοσπάστες  «μακί», δεν υπάρχουν τώρα μακί ριζοσπάστες. Ένα κόμμα πρέπει να έχη αντικειμενικούς σκοπούς. Και η  Αντίσταση είχε ένα τέτοιο σκοπό: να συμβάλη στην απελευθέρωση της Γαλλίας. Οι άνθρωποι της Αντίστασης, στη μεγάλη τους πλειοψηφία, ήτανε φιλελεύθεροι πατριώτες. Ο φιλελευθερι­σμός δεν είναι πολιτική πραγματικότητα, είναι αίσθημα, ένα αίσθημα που μπορεί να υπάρξη σε πολλά κόμματα, αλλά που δε μπορεί και να δημιουργήση κόμμα. Στο Συνέδριο του Κινή­ματος Εθνικής Απελευθερώσεως ανακάλυψα πως το σημε­ρινό δράμα της Αντίστασης έγκειται σ' αυτό.
«Τα μέλη της δεν είναι εναντίον του κομμουνισμού. Το 50% ανάμεσα τους τον προτιμούν ως οικονομικό σύστημα. Είναι, όμως εναντίον των κομμουνιστών, ακριβέστερα ίσως, εναντίον αυτού που θεωρούν ρωσικό στον γαλλικό κομμουνισμό. Δεν πιστεύουν · πως· η δραστηριότητα που θαυμάζουν στο ρωσικό κομμουνιστικό κόμμα, είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένη με τις καταδύσεις, τα ψιλολογήματα τις διαγραφές και τις δίκες ακόμη, που του κατηγορούν. Το κρυφό όνειρο μιας μεγάλης μερίδας του γαλλικού λαού και των περισσότερων Γάλλων διανοουμένων, είναι μια γκιλλοτίνα χωρίς απο­κεφαλισμένους. Ότι τους γοητεύει στον κομμουνισμό είναι η ενεργητικότητα στην υπηρεσία της κοινωνικής δικαιοσύνης· ό,τι τους απομακρύνει από τους κομμουνιστές είναι τα μέσα της ενεργητικότητας αυτής. Ο φιλελευθερισμός δεν πέθανε. Πριν από τον πόλεμο, τα μέλη των κομμάτων στη Γαλλία ήταν μάλλον ολιγάριθμα και αυτό που έχω γνωρίσει από την Απελευθέρωση, στην επαρχία και στις Επικαιρότητες, είναι η ατμόσφαιρα ενός θριαμβεύοντος Λαϊκού Μετώπου. Όμως το Λαϊκό Μέτωπο δεν έκανέ ούτε την επανάσταση του ούτε το ενιαίο κόμμα του (ούτε άλλωστε και οι αντίπαλοί του). Αυτό που χαρακτήρισα κάποτε, αναφορικά με την Ισπανία, «λυρική αυταπάτη», δεν οδηγεί σ' ένα γνήσιο πολιτικό σχηματισμό. Το ίδιο ισχύει για τούς Ριζοσπάστες όσο και για τους κομμουνιστές, άλλα για λόγους διαφορετικούς: μετέ­χουν σ' ένα Λαϊκό Μέτωπο με την ελπίδα να το συντρίψουν.
- Το πιστεύετε;
Ο τόνος ήταν ίσως ειρωνικός.
- Πιστεύω πΩς όχι μόνο ο φιλελευθερισμός, αλλ' ακόμη και το κοινοβουλευτικό παιχνίδι είναι καταδικασμένα, σ' οποιαδήποτε χώρα τα κόμματα συμμαχούν μ' ένα ισχυρό κομ­μουνιστικό κόμμα. Το κοινοβουλευτικό σύστημα προϋποθέ­τει έναν κανόνα παιχνιδιού όπως δείχνει το πιο αποτελεσμα­τικό απ' όλα: το βρεταννικό. Οι κομμουνιστές χρησιμοποι­ούν το παιχνίδι για δικούς των σκοπούς, αλλά δεν το παί­ζουν ποτέ. Και αρκεί ένα κόμμα να μη ακολουθήση τους κα­νόνες για ν' αλλάξη το παιχνίδι χαρακτήρα. Αν το σοσιαλι­στικό κόμμα, το ριζοσπαστικό κλπ. είναι κόμματα, τότε οι κομμουνιστές είναι κάτι άλλο..
»Εξ άλλου, η πατροπαράδοτη Δεξιά έχει συνδεθή με το Βισσύ κ' έτσι πάμε να ιδούμε μια αριστερά επηρεαζόμενη από την κομμουνιστική πλειοδοσία, χωρίς αναγνωρισμένη Δεξιά. Κι' όμως δεν είναι μονάχα η Αντίσταση, είναι ολόκλη­ρη η Γαλλία που δεν επιθυμεί την επάνοδο του παλιού κοινο­βουλευτισμού. Γιατί διαισθάνεται πως βαδίζουμε προς την πιο βίαιη μεταμόρφωση που εγνώρισε η Δύση από την επο­χή της πτώσης της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Και δεν έχει διάθεση να την αντιμετωπίση υπό την ηγεσία του κ. Ερριό.
 Κ' ύστερα, το τέλος της Τρίτης Δημοκρατίας είναι συνδεδεμένο με την ήττα. Ωστόσο, δεν "πολέμησε και τόσο άσχημα στον πόλεμο του '14...
Ύψωσε το δείχτη του χεριού σε μια χειρονομία που ήθε­λε να πη: Προσέξτε!
- Δεν είναι η Δημοκρατία που κέρδισε τον πόλεμο του '14, είναι η Γαλλία. Με την κήρυξη του πολέμου, έπειτα στον Μάρνη, αφ' όταν ανέλαβε ο Κλεμανσώ, οι ανταγωνισμοί, τα κόμματα, είχαν μπη στο ψυγείο...
- Ο Κλεμανσώ, δεν είναι η δημοκρατική Γαλλία;
- Έχω αναστηλώσει τη Δημοκρατία. Μα πρέπει να εί­ναι ικανή να ξαναφτιάξη τη Γαλλία. Η έννοια του έθνους είναι πολύ διαφορετική από τους εθνικισμούς, συμφωνώ. Οι κομμουνιστές το καταλαβαίνουν κατά τον τρόπο τους. Αυτός είναι ο λόγος για τον όποιον επιμένουν τόσο στην ιδέα των πολιτοφυλακών. Γνωρίζουν πως όταν ένα κράτος δε μπορεί πια να εξασφάλιση την άμυνα του έθνους, είναι καταδικασμένο. Ούτε οι δυο Γαλλικές Αυτοκρατορίες, ούτε η Γερμανική Αυτοκρατορία, ούτε η Ρωσική επέζησαν της ήττας των. Εδώ έγκειται η βασική δικαιολόγηση του Κράτους. Έχετε δίκιο να λέτε ότι ο κομμουνισμός βοήθησε τη Ρωσία να ξαναφτιά­ξη το στρατό της...
- Και να ξαναβρή τη ψυχή της.
Είδα πως τον είχα διακόψει, γιατί κάποτε άφηνε ανάμεσα στις φράσεις του αρκετά μακρές σιωπές, αλλά  συνέχιζε τη σκέψη του. .
- ...και η Ασία μπορεί να ξανάβρη την ψυχή της, κα­θώς λέτε, αν ξανάβρη τις εθνότητες της. Ίσως η γαλλική μοναρχία πέθανε στο Ρόσμπαχ[6] ... Παρακαλώ συνεχίστε.
- Ο Τσώρτσιλ έγραψε πως ο Κλεμανσώ του φάνηκε σαν ένας από τους ανθρώπους της Επανάστασης...
Μισόκλεισε τα μάτια με μιαν έκφραση ειρωνικής εμπιστοσύνης που συχνά παρατήρησα στο πρόσωπο του, όταν ο λόγος είναι περί  Ιστορίας:
- Είπαν πάρα πολλά και πολύ καλά. Κάτι είναι κι αυτό. Δημιούργησαν την έννοια του επιστρατευμένου έθνους, εναντίον μισθοφορικών στρατών. Όλα γκρεμίστηκαν όταν και τ' άλλα έθνη άρχισαν να κάνουν, το ίδιο... Όμως αυτά γίνονταν εναντίον του Ναπολέοντα.
- Πιστεύετε πώς ο Μιραμπώ[7] θα μπορούσε να σώση τη μοναρχία;
- Πέθανε εγκαίρως. Νομίζω πως πολύ θ' απογοήτευε — και πολύ θ' απογοητεύονταν κι ο ίδιος...
Μπροστά στη ρωμαϊκή πινακοθήκη των θυμάτων της γκιλλοτίνας, ο ατομικιστής αυτός που ήταν έτοιμος να προδώση την Επανάσταση για τα ωραία μάτια της Βασίλισσας και τα αργύρια του Βασιλιά, που πέθανε αργά και με αξιο­πρέπεια, όταν οι δυο κοπέλλες που βρίσκονταν στο κρεβάτι του είχαν φύγει, έδινε την εντύπωση μεγάλου τυχοδιώκτη. Του έλειπε το σκοτεινό χρίσμα που η πατρίδα ή ο λαός, παρεί­χε σ' όλους τους άλλους ως την 9η Θερμιδώρ. Είχα διαβάσει τι είχε γράψει ο στρατηγός ντε Γκωλ για τον Ως[8], κ' εκεί­νον ίσως θα σκέφθηκε, γιατί κι ο Ως είχε πεθάνει δηλητηρια­σμένος.
«Ο Ως είναι ωραία μορφή. Όπου τον βάζουν δείχνεται άξιος της θέσεως του... Κ' υστέρα η Βανδέα... να πείση τους ανθρώπους να καθήσουν γύρω από ένα τραπέζι να μιλήσουν αντί ν' αλληλοσφάζουνται... Μα όταν τον δηλητηρίασαν, μα­γείρευε μιαν άσκημη δουλειά......
Τον κύτταξα ερωτηματικά. Χαμογέλασε με ειρωνεία: «...τη διχτατορία...»
- Κατά την απόλυσή του από την Conciergerie[9], είπα, αναγκάσθηκε να παραμερίση στο διάδρομο, για να περάση ένας νέος δεσμώτης: ο Σαιν - Ζούστ.
- Ω! είναι πάντα οι ίδιοι που συναντιόνται.
Ο Σαιν - Ζουστ στο διάδρομο, η Ιωσηφίνα στην κρεβατοκάμαρη, σκέφθηκα. Ύψωσε το δείχτη, όπως είχε κάνει και πριν λίγο:— Μη γελιέστε: η Γαλλία δε θέλει πια Επανάσταση. Ο καιρός πέρασε. Μου έκανε εντύπωση η ουδετερότητα του τόνου — ήταν σάμπως να μιλούσε για τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Οι δια­νοούμενοι μας ζούσαν με πάθος μια πολιτική μυθολογία και οι στρατιές του κομμουνισμού και του φασισμού αντιμετώ­πιζαν η μια την άλλη. Για πρώτη φορά ένοιωθα πόσο μηδα­μινές γινόντουσαν γι' αυτόν οι ανώτατες άξιες τόσων άλλων, που πολλοί από δαύτους δεν ήτανε καν αντίπαλοι του. Πριν οπό λίγο, απαντώντας στην έκθεση του Υπουργού Ανεφοδια­σμού για τη μαύρη αγορά που ταλαιπωρούσε το Παρίσι, είχε παρατηρήσει σχεδόν αφηρημένα: «Πρέπει επιτέλους, οι Γάλ­λοι ν' αποφασίσουν να ενδιαφερθούν και για κάτι άλλο εκτός από τις καπνιστές ρέγγες...» Δεν ήταν η Μαρία Αντουανέττα που μιλούσε για τσουρέκια. «Πέρασε ο καιρός», είχε πει στον τόνο που ένας μυστικιστής θα μπορούσε να μιλήση για τα σαρκικά πάθη. Όμως οι μυστικιστές δεν πιστεύουν διό­λου στην Ιστορία...
- Ο υπέρτιτλος της Κομπά. είπα εγώ, είναι ακόμη: «Από την Αντίσταση στην Επανάσταση».
- Τι κυκλοφορία έχει ή Κομπά;»Έχω αναγγείλει πως μέσα στο χρόνο θα εθνικοποιη­θούν όλες οι πηγές της ενέργειας και της πίστεως. Όχι για χάρη της Αριστεράς, αλλά για χάρη της Γαλλίας. Η Δεξιά δε βιάζεται να βοηθήση το Κράτος, και η Αριστερά βιάζε­ται υπερβολικά.»Αυτά που μου ανέφερε ο Παλεφσκί για τη συζήτηση σας σχετικά με το θέμα της προπαγάνδας, μ' ένδιαφέρανε πολύ. Ποιά είναι η στάση των διανοουμένων; Δεν εννοώ ως προς την προπαγάνδα, αλλά... γενικά.
- ΕΙν' εκείνοι που η Αντίσταση οδήγησε προς τον ι­στορικό ρομαντισμό, και η εποχή τούτη πρέπει να τους ικανοποιή απόλυτα. Είν' επίσης εκείνοι που η Αντίσταση οδή­γησε, ή που οδηγήθηκαν μονάχοι τους, στον επαναστατικόρομαντισμό, ο οποίος συνίσταται στη σύγχυση της πολιτικής δράσης με το θέατρο. Δε μιλώ για κείνους που είν' έτοιμοι ν' αγωνιστούν για να εγκαθιδρύσουν σοβιέτ: δε μιλώ για τους ηθοποιούς, αλλά για τούς θεατές. Από τον 18ο αιώνα υπάρχει στη Γαλλία μια σχολή «ευαίσθητων ψυχών». Και στη σχολή αυτή οι διανοούμενες κυρίες παίζουνε πάντοτε σπουδαίο ρόλο.
- Όχι, βέβαια, σαν νοσοκόμες.
- Η λογοτεχνία είναι γεμάτη οπό ευαίσθητες ψυχές για τις οποίες οι προλετάριοι είναι οι καλοί άγριοι. Αλλά δεν είναι εύκολο να καταλάβη κανείς πως ο Ντιντρό μπόρεσε να πιστέψη πως η Αικατερίνη Β' ήταν η προσωποποίηση της Ελευθερίας...
- Ο Βολταίρος έφτειαχνε επιγράμματα για τη μάχη του Ρόσμπαχ... Αλλ΄ είναι κρίμα.
- Η θέση των σοβαρών διανοουμένων είναι δύσκολη. Η γαλλική πολιτική έχει προσελκύσει πάντα τους συγγρα­φείς Από τον Βολταίρο ως τον Βικτόρ Ουγκώ. Έπαιξαν με­γάλο ρόλο στην υπόθεση Ντρέυφους. Πίστεψαν πως ξαναβρήκαν αυτό το ρόλο την εποχή του Λαϊκού Μετώπου. Αλλ΄ αντί να το επηρεάζουν κατάντησαν μάλλον οργανά του. Η χρησιμοποίηση τούτη, από κομμουνιστική πλευρά, καθορίστηκε με πολλή επιδεξιότητα από τον Βίλλυ Μύντσενμπεργκ - που έχει τώρα πεθάνει. Όμως, τι έκαναν όλοι αυτοί οι διανοούμενοι, οπό το 1936, που δεν έπαψαν να μιλάνε για δράση, ενώ ο Μοντεσκιέ ούτε καν την ανέφερε; Αιτήματα κι αναφορές.»Ειν' έπειτα οι επαγγελματίες φιλόσοφοι. Γι' αυτούς ο Λένιν ή ό Στάλιν είναι απλώς μαθητές του Μαρξ. Μου θυμίζουν ένα ραββίνο του Ισπαχάν που με ρωτούσε κάποτε: «Σεις πού πήγατε στη Ρωσία μπορείτε να μου πήτε αν οι κομμουνιστές έχουν κι αυτοί βιβλίο;» Τούτοι δω γυρεύουν τη θεωρία πίσω από την πράξη, αλλά μια θεωρία ιδιόρρυθμη: Μαρξ, αλλ' όχι Ρισελιέ. Γι αυτούς ο Ρισελιέ δεν είχε πολι­τική. Είπα στον κ. Παλεφσκί πως αυτή τη στιγμή δεν σας καταλαβαίνουν. Δεν έχουν συνείδηση της αντίφασης που μέσα σ΄ αυτήν ζουν, γιατί η δράση δεν τη θέτει ποτέ σε δοκιμα­σία. Αλλά τη διαισθάνονται συγκεχυμένα, όπως έγινε φανε­ρό στο Συνέδριο του Κινήματος Εθνικής Απελευθερώσεως. Κ΄ έπειτα, η αληθινή Αντίσταση έχασε τα δύο τρίτα από τους δικούς της.
- Ξέρω, είπε θλιμμένα, και...Είχα το αίσθημα πως ήταν έτοιμος να πρόσθεση: και ξέ­ρω επίσης πως κ' εσείς χάσατε εκεί τους δικούς σας, όμως η φράση του έμεινε μετέωρη και σηκώθηκε.
- Τί σας έκανε περισσότερη εντύπωση ξαναγυρίζοντας στο Παρίσι; 
- Το ψέμα. 
Ο υπασπιστής μισάνοιξε την πόρτα και ο στρατηγός με συνόδευσε ως την πόρτα:
- Σας ευχαριστώ, είπε.


Υποσημειώσεις.
[1]Organisation Algerienne Secrete, Μυστική Αλγερινή Όργάνωση. 
[2]Comte Pierre Bruno Daru, Γάλλος Ιστορικός (J767 - 1829}. Είχε επιφορτισθή με τον ανεφοδιασμό του στρατού του Naπoλέοντα κατά την εκστρατεία της Ρωσίας. 
[3]Κομμάντος Της Αντιστάσεως, 
[4]Υπό το παλαιό καθεστώς το τμήμα του γαλλικού έθνους που δεν άνηκε ούτε στην τάξη των ευγενών ούτε στον κλήρο, θα λέγαμε σή­μερα η αστική τάξη.
[5] Michel Droit, Γάλλος δημοσιογράφος, αρχισυντάκτης του Fi­garo Litteraire.
[6]Rossbach, χωριό της Γερμανίας (Σαξωνία). Στο χωριό τούτο ο Φρειδερίκος Β', στα 1757, είχε νικήσει τους Γάλλους.
[7]Gabriel Riqueti, comte de Mirabeau, (1749-1791), — (γιος του Μαρκησίου ντε Μιραμπώ, μεγάλου οικονομολόγου, οπαδού της Φυ­σιοκρατικής Σχολής, συγγραφέα του έργου «Φιλίες των ανθρώπων ή Πραγματεία περί πληθυσμού»), —σπουδαίος ρήτορας, εκπρόσωπος του Tiers β tat στην Εθνοσυνέλευση του 1789. 'Οπαδός της συνταγματικής μοναρχίας, έπαιξε διπλό παιχνίδι ανάμεσα στην Εθνοσυνέλευση και τον Βασιλιά και κατηγορήθηκε για προδοσία,
[8]Lazare Hoche, Γάλλος στρατηγός (1768 - 1797). Αντιστρά­τηγος επί Επαναστάσεως διορίστηκε διοικητής της στρατιάς του Μοζέλλα κι ανακατέλαβε το Βίσσενμπουργκ, αλλά κατόπιν επιφορτίσθηκε με την ειρήνευση της Βανδέας και τέλος είχε τεθή επικεφαλής της εκ­στρατείας κατά της Ιρλανδίας.-     ν
[9]Μεσαιωνικό τμήμα του Μεγάρου των Δικαστηρίων στο Παρίσι κι από το 1392 φυλακή. Στα 1793 - 1794 ο ρόλος της υπήρξε φρικαλέος.




Πέμπτη 4 Ιανουαρίου 2018

ΚΩΣΤΑΣ ΟΥΡΑΝΗΣ:Η ΠΑΡΑΜΥΘΕΝΙΑ ΑΤΜΟΣΦΑΙΡΑ ΤΟΥ ΜΙΣΤΡΑ


Μ' όλο που πέρασαν τόσα χρόνια, ποτέ δεν ξεχνάω τις 
λαμπρές ώρες που πέρασα σεργιανώντας  το Μιστρά. 
Τέτοιες ώρες είναι σαν κρουνοί που χύνουν στην 
ψυχή μου ευχαρίστηση  κι ομορφιά. 
 H οικουμένη δε θα γίνει ποτέ μοναξιά για μένα, ακόμα  κι αν μου λείψουν η αγάπη κι η καλοσύνη, γιατί διατηρώ την ανάμνηση του εξαίσιου αυτού οράματος. 
Το φέρνω στο νου μου χωρίς να με κουράζει ποτέ,  
όπως ένας  βοσκός του Ταύγετου περνάει τις ώρες του σφυρίζοντας με τη φλογέρα  του τρεις  νότες — πάντα τις ίδιες.
. .. Ξέρω κι άλλες νεκρές πολιτείες του μεσαίωνα. Το 
Μπω στην  Προβηγγία,και το Σαν Τζιμινιάνο κοντά στη Σιέννα
Η γραφικότητα τους μ' αρέσει. 
Ό Μιστράς, όμως, γεμίζει την ψυχή μου ποίηση . . .

                                          Μaurice Βarres
ΕΤΣΙ ΚΙ' ΕΜΕΝΑ. ΞΕΡΩ ΤΟ ΣΑΝ ΤΖΙΜΙΝΙΑΝΟ ΠΟΥ αναπολεί ο Μπαρρές. Ένα θερινό βράδυ, είδα να υψώνει στον ουρανό, πάνω σ' έναν έρημο λόφο, τους αγέρωχους τετράγωνους πύργους του, όπως άλλες πολιτείες υψώνουν τα καμπαναριά τους, κι' έχω περιπλανηθεί μέσα στους στενούς του δρομάκους, όπου σε κάθε βήμα διαγκωνίζεται κανείς με το παρελθόν. Ξέρω, ακόμα, το Τολέδο, το σκυθρωπό και μοναχικό, που κάτω από τα τείχη του κυλάει αργά ο Τάγης τα κιτρινωπά νερά του. Ξέρω την Καρκασόνη, που φαίνεται από μακριά σα μια μεσαιωνική λιθογραφία οχυρωμένης πολιτείας. Ξέρω την Άβιλα , που οι άλλες ισπανικές πόλεις τη λένε « μητέρα », και που ο αέρας της δονείται, θαρρείς, ακόμα από τα κονταροχτυπήματα των Αράβων καβαλάρηδων και των ευγενών της Καστίλλιας. Ξέρω, σε μιαν ακτή του Ατλαντικού, μια παλιά πορτογαλική πολιτεία που έχει αποσυρθεί στις επάλξεις της όπως μια δέσποινα άλλης εποχής στο μεγαλόπρεπο και γυμνό μέγαρο της. Καμιά, όμως, δεν έχει την ποιητική, την παραμυθένια ατμόσφαιρα του Μιστρά ...
Όλες αυτές οι πολιτείες τού παρελθόντος είναι, λίγο πολύ, μελαγχολικές, και δεν τις αφήνει κανείς χωρίς κρυφή ανακούφιση. Και τούτο γιατί δρν είναι νεκρές, αλλά πεθαίνουν, γέρικες και ξεπεσμένες, απελπιστικά αργά. Μερικές μάλιστα, στολισμένες με μοντέρνα κτίρια, έχουν κάτι το θλιβερά κωμικό, — σαν τις γριές δεσποινίδες που φοράν κορδέλες και καπέλα νέων κοριτσιών. 
Αντίθετα, ο Μιστράς έχει πεθάνει άξαφνα, « εν πλήρει ζωή », — όπως η Πομπηία, με την οποία μοιάζει. Δεν έζησε για να ξεπεραστεί και να χάσει μέσα στο απορροφητικό παρόν το χαρακτήρα του και την παλιά του ατμόσφαιρα. Είναι και σήμερα όπως ήταν την ημέρα εκείνη του 1779, που οι Αρβανίτες τον παράδωσαν στις φλόγες.
Οι αιφνίδιοι θάνατοι, των πολιτειών όπως και των ανθρώπων, δεν αλλοιώνουν. Ακινητούν μιαν έκφραση, μια στάση της ζωής, — και τη μεταμορφώνουν σε αιωνιότητα. Ο Μιστράς, χωρίς ζωή, ζει μια ζωή αυταπάτης και θρύλου. Έχει τη μυστηριώδη εκείνη ατμόσφαιρα που διατηρεί η σκηνή του θεάτρου μετά την παράσταση: θαρρεί κανείς, σε κάθε στιγμή, πως θα δει να παρελαύνουν, σιωπηλά κι' αργά, πρόσωπα της Ιστορίας και του ονείρου... Η σιγή του δεν έχει την οριστικότητα και το βάρος των τάφων, αλλά δονείται από αόρατες παρουσίες. Ο Μιστράς είναι σα να ζει έξω του καιρού και της ζωής.
Ο Γκαίτε θα το είχε διαισθανθεί αυτό όταν έβαζε να συναντηθούν, στις μεγάλες έρημες ταράτσες του ανακτόρου του Μιστρά, τα δυο του πρόσωπα, που, κι' αυτά επίσης, ζούσαν έξω του καιρού και της ζωής: τον Φάουστ και την Ελένη του Μενελάου. Πουθενά αλλού δεν ήταν δυνατόν να βρεθεί καταλληλότερο πλαίσιο γιο την παθητική αυτή συνάντηση. Ο Μιστράς, σαν τα δυο αυτά πρόσωπα, εξακολουθεί να ζει, μέσα στην αέναη ροή, μια ζωή πάντα την ίδια...

ΗΤΑΝ μια εξαίσια ανοιξιάτικη μέρα όταν επισκέφθηκα το Μιστρά. Η πεδιάδα της Σπάρτης ήταν τόσο γελαστή, που η αυστηρή ανάμνηση των αρχαίων Σπαρτιατών σε παραξένευε σαν κάτι το απίθανο και το παράταιρο. Ο αέρας ήταν αρωματισμένος, η πρασινάδα είχε μιαν ασύγκριτη δροσιά κι' ο Ευρώτας, μέσα στ' άσπρα χαλίκια τής κοίτης του, δεν ήταν παρά ένα μικρό και φλύαρο ειδυλλιακό ποτάμι. Τα πλατάνια ριγούσαν στο χάδι τής αύρας, οι μεγάλες ροδοδάφνες των οχθών του Ευρώτα γέμιζαν ρόδινα σαλπίσματα την ησυχία, και, πάνω στη χλόη, τ' αναρίθμητα αγριολούλουδα κεντούσαν συνθέσεις μαγευτικές. Η φύση ήταν στη γλυκιά της εκείνη ώρα πού τραγουδάει ο ποιητής.
Το ανοιξιάτικο αυτό ξανάνιωμα δημιουργούσε μια τέτοια ατμόσφαιρα, που ο ψηλός λόφος του Μιστρά, με τα πολεμικά του τείχη, με τα σπίτια του που ανηφόριζαν προς το Δεσποτικό, με τις εκκλησίες του και τους περήφανους πύργους του, λουσμένος φως διάφανο κι' ευτυχισμένο, εμφανιζόταν σα μια ζωηρή εικόνα εικονογραφημένου βιβλίου παιδικών παραμυθιών. Νόμιζες πως η νεκρή πολιτεία ξαναζούσε σ' ένα υπερπραγματικό επίπεδο τη σταματημένη από τόσον καιρό ζωή της, — όπως η κοιμισμένη πριγκιποπούλα του δάσους, που την ξύπνησε το μαγικό νερό. Και θ' απορούσε κανείς με όποιον, εκείνη τη στιγμή, θάδειχνε έκπληξη, βλέποντας σκοπούς στις βίγλες των πύργων κι' άκούοντας πολεμικά κέρατα ν' αναγγέλλουν την έξοδο, οπό τη φρουριακή πύλη του ανακτόρου, βυζαντινών Δεσποτών...
Η θέα της με γέμιζε με την έκσταση εκείνη του μικρού παιδιού τη στιγμή που του διηγούνται ένα παραμύθι. Όλα μου ήταν πηγή χαράς και μοτίβα για την έξαρση της φαντασίας μου. Ακόμα κι' οι φτωχές ξύλινες παράγγες στη ρίζα του λόφου του Μιστρά, όπου προγευματίζουν οι επισκέπτες, ήταν ανθισμένες με ρόδα, κρίνα και κληματίδες, που κρέμονταν διακοσμητικά από τους στύλους τους σα σε γιαπωνέζικη εστάμπα. Το νερό που τραγουδούσε κοντά τους έπεφτε μέσα σε μιαν αρχαία μαρμάρινη σαρκοφάγο με ανάγλυφες παραστάσεις Βακχίδων, κι' ο μικρός χωρικός, που μας πρότεινε με κωμική σοβαρότητα να μας κάνει τον οδηγό, είχε, με τα μεγάλα κίτρινα παπούτσια του, το πρόσωπο του, του γερασμένου κι' υδρωπικού μωρού, και την παράξενη έρρινη φωνούλα του, την όψη ενός μικρού δαιμόνιου των παραμυθιών, κι' όχι πραγματικού ανθρώπου ...

Η ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΗ ΜΑΣ, μέσα στους πετρώδεις κι' ανηφορικούς δρομάκους του Μιστρά, συνέχισε το παραμύθι αντί να διαλύσει τη μαγεία του. Γιατί όλα ήταν σιγή, φως, και λουλούδια που έπνιγαν τα πάντα. Γέμιζαν τις μεγάλες τρύπες των χαλασμάτων, στόλιζαν τις αυλές, σκαρφάλωναν στις επάλξεις των τειχών, και συνωστίζονταν στο πέρασμα μας σαν ένας χαρωπός μικροσκοπικός λαός. Τα μάτια μας άφηναν τα λουλούδια για να προσέξουν άλλα λουλούδια,, μαρμάρινα αυτά, σκαλισμένα σε μια πόρτα, σ' ένα μπαλκόνι, σ' ένα παράθυρο βυζαντινού σπιτιού.
Πηγαίναμε όπου μας πήγαιναν τα μονοπάτια, σταματώντας στις εκκλησίες που αποτελούν τ' αξιοθέατα του Μιστρά. Eîvαι πολλές, και τόσο τρυφερά ωραίες, που θάθελε κανείς να τις χαϊδέψει. Όλες έχουν το εξωτερικό τους άθικτο. Σκορπισμένες εδώ κι' εκεί, βάζουν, στην ομοιοχρωμία των ερειπίων, μερικές νότες πρόσχαρες και γλυκές, με τα κόκκινα κεραμίδια των τρούλων τους που έχουν πάρει με τον καιρό το χρώμα από μαραμένα τριαντάφυλλα. Καμιά δε μοιάζει με την άλλη, όλες τους όμως έχουν τόσο λεπτές και αρμονικές διαστάσεις, που απορεί κανείς πως οι βυζαντινοί, που απεικονίζουν στις τοιχογραφίες τους τούς θεούς και τους άγιους τόσο στεγνούς και βλοσυρούς, τους έχτισαν ναούς έτσι γλυκούς και χαριτωμένους. Μικρές όλες τους, με τρούλους αλαφρούς, με λεπτούς μαρμάρινους κίονες στις αψίδες των παραθύρων, με προσόψεις εξαίσια διακοσμημένες, φέρνουν στο νου τις μεσαιωνικές εκείνες ανάγλυφες κασετίνες, τις επίχρυσες και σμαλτωμένες, όπου οι αρχόντισσες φύλαγαν τα κοσμήματα τους. Το εσωτερικό των περισσότερων είναι κατεστραμμένο, οι θαυμάσιες τοιχογραφίες έχουν μισοσβηστεί, χόρτα έχουν φυτρώσει εκεί όπου άλλοτε ήταν μαρμάρινο δάπεδο με ψηφιδωτά, κι' ο τρούλος είναι συχνά τρύπιος στην κορφή του: το γαλάζιο όμως του ουρανού, που φαίνεται από το άνοιγμα, είναι τόσο φωτεινό, κι' έχει τόση ευαγγελικότητα, που οι έρημες εκκλησίες διατηρούν, κι' έτσι χαλασμένες, κι' έτσι αλειτούργητες, όλη τους την παλιά θρησκευτική ατμόσφαιρα.

Από τις εκκλησίες του Μιστρά, δυο εξακολουθούν μέχρι σήμερα να χρησιμοποιούνται για τη λατρεία: η Μητρόπολη κι' η Παντάνασσα, που τις φρουρούν ψηλά κι' ακίνητα κυπαρίσσια. Αλλά κι' αυτές έχουν κάτι το σταματημένο στην παλιά εποχή. Στη δεύτερη μάλιστα, βρήκαμε δυο μοναχές, δυο αδελφές, που ήταν σα νάρχονταν προς εμάς από τα βάθη των αιώνων. Μας βεβαίωσαν ότι άνηκαν — ούτε λίγο, ούτε πολύ — στην περίφημη φλωρεντινή οικογένεια των Μεδίκων, και μας το ... απόδειξαν εξηγώντας μας ότι το ελληνικό τους όνομα — λέγονταν Γιατράκου — ήταν πιστή μετά­φραση του λατινικού Medicis! Αποτραβηγμένες από τον κόσμο μέσα στη μεσαιωνική Παντάνασσα, μaς μίλησαν για τον ιδρυτή της σα νάχε μόλις πεθάνει, και μας έδωσαν πλήθος πληροφορίες — μπερδεμένες και κατά το μεγαλύτερο μέρος φανταστικές — για το παρελθόν του Μιστρά. Η μία μάλιστα, η πιο φλύαρη, είχε συγγράψει και σχετική μονογραφία, γεμάτη, κυρίως, από φριχτές ασυνταξίες.. . 

Η ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΗ ΜΑΣ στο λόφο μας έφερε στο Δε­σποτικό : το ανάκτορο απ' όπου οι Δεσπότες του Μι­στρά, παιδιά ή αδελφοί Αυτοκρατόρων του Βυζαντίου, εξορ­μούσαν για την ανακατάκτηση της Πελοποννήσου από τους Φράγκους κύρηδες. 
Απ' όλα τα ερείπια του Μιστρά, το παλάτι αυτό είναι το πιο ερειπωμένο. Δεν έχουν απομείνει παρά οι ογκόλιθοι των τειχών του και η κεντρική του αυλή, που οι καμάρες της υποστηρίζονταν από λεπτοσκαλισμένες κολόνες κι' ήταν διακοσμημένες με τοιχογραφίες. 
Άλλοτε, το παλάτι αυτό θάταν λαμπρότατο, — αν κρί­νει κανείς από τον όγκο των ερειπίων του κι' από τα συντρίμματα των μαρμάρων που το στόλιζαν. Σήμερα όμως είναι ένα τέτοιο ρημάδι, που δε μπορούμε ούτε καν να φανταστούμε πως ήταν όταν το κατοικούσαν οι περήφανοι Κατακουζηνοί και Παλαιολόγοι που είχαν μεταφέρει στο Μιστρά τις πολυτέλειες και την εθιμοτυπία της βυζαντινής αυλής, τις δέσποινες τους με τις βαρύτιμες μεταξωτές εσθήτες και τα πλούσια φανταχτερά κοσμήματα, τους αυλικούς τους και τους σωματοφύλακές τους. Κι' έτσι, η παραμυθένια μας περιπλάνηση μέσα στα τείχη του Μιστρά θα τελείωνε με μιαν απογοήτευση, αν, από το ύψος τού ερειπωμένου Δεσποτικού, σαν από αέτεια σκοπιά, το μάτι δεν αγκάλιαζε μιαν ονειρώδη θέα. Κάτω απλωνόταν, κατηφορικά, όλος ο μεσαιωνικός Μιστράς, με τα τείχη του, τις επάλξεις του, τους ψηλούς πολεμικούς πύργους του. Η απόσταση έδινε στην ακινησία και τη σιγή του θανάτου του μιαν απατηλή έκφραση ζωής γεμάτης συγκέντρωση κι' αναμονή: έλεγες πως κατόπτευε την απέραντη κάτω πεδιάδα, που σπινθηροβολούσε με τα νερά της και τη λάμψη της νέας της πρασινάδας σα να περίμενε να ιδεί να παρουσιαστεί από τα βάθη της κάποια λαμπρή θεωρία σιδερόφραχτων καβαλάρηδων, με παντιέρες κι' αστραφτερά κοντάρια, για να χτυ­πήσει γιορταστικά τις καμπάνες του αν ήταν φίλοι, ή για να καλέσει σε συναγερμό τη φρουρά του αν οι καβαλάρηδες ήταν Ιππότες της Φραγκιάς ή μισθοφόροι της Βενετίας... Αλλά τίποτα. Για το Μιστρά, όλα είχαν περάσει από πολλούς αιώνες πριν, — κι από την κατάφωτη πεδιάδα δεν ανέβαιναν ως την επίσημη σιγή του παρά ειρηνικά βελά­σματα προβάτων...