Συνοδούς δε κατά την παρούσαν περιήγησιν [1] (ο Κυβερνήτης Καποδίστριας ) είχε τον Γεν. Γραμματέα, τον Κολοκοτρώνην, τον Νικήταν, τον χαράξαντα το σχέδιον της πόλεως Πατρών μηχανικόν Βούλγαρην, τους δύο ιδιαιτέρους αυτού γραμματείς και τους δύο νεωτέρους συντάκτας. Προηγείτο δε οδηγός ο κύριος των ταχυδρομικών ίππων, φορών ένδυμα ελληνικόν χρυσοπόρφυρον και αναβαίνων ίππου υψαύχενα. Και δια τούτο οι συρρέοντες εις προϋπάντησιν του Κυβερνήτου, συνηθισμένοι εις τας πολυτελείς και πομπικάς· παρατάξεις των πασάδων και τας χρυσοϋφάντους στολάς των τετυφωμένων καπιταναίων και κοτζαμπασίδων, εκλαμβάνοντες τον κοκκινοφόρον και κυδρούμενον ταχυδρόμον αντ' εκείνου, προσεκύνουν αυτόν πίπτοντες εις έδαφος' δεν ενόουν πως ήτο δυνατόν αρχηγός έθνους να αναβαίνη ίππον κυφαγωγόν, ουχί ζωηρότερον του πώλου του Ιησού, και να φορή ένδυμα οίον οι πολλοί. Αλλ' ουδ' αψίδες ή θριαμβικά τόξα ανηγείροντο ως σήμερον, ουδέ μουσικαί επαιάνιζον, ουδέ πυροτεχνήματα εξηκοντίζοντο εις ουρανούς, καθ' όσον αι επιδείξεις αύται, γινόμεναι επιμελεία και αξιώσει των αρχών, διαθρύπτουσι μεν την ματαιότητα, βλάπτουσιν όμως τους ηγέτας των εθνών, αποκρύπτουσαι το αληθές φρόνημα. Οι δέ λαοί, ακούοντες απροσδοκήτως ότι ήρχετο ο Κυβερνήτης, έτρεχον αυθόρμητοι εις προϋπάντησιν αυτού, ουχί κράζοντες γεγωνυία τη φωνή Ζήτω! αλλά κλαίοντες και σφραγιζόμενοι δια του σημείου του σταυρού, και βάλλοντες μετανοίας και καίοντες λιβανωτόν και ευλογούντες τον θεόν, τον σώσαντα αυτούς από της δουλείας και της ολεθριωτέρας αναρχίας.
Ιδών δε ο Κολοκοτρώνης ότι ο λαός προσεκύνει τον ταχυδρόμον Καρδαράν, πλησιάσας είπε'
— Το πράγμα, υπερεξοχώτατε, δέν 'πάγει καλά' πρέπει ο κόσμος να γνωρίση τον Κυβερνήτην του.
— Και τι θέλεις να κάμω;
— Να βάλ' η υπερεξοχότης σου την στολήν σου.
Και πεζεύσας εις μικράν τινα και σκιεράν κοιλάδα, ανέλαβε την στολήν αυτού, πενιχροτέραν και της των δασονόμων της αντιβασιλείας.
Ότε δ' επλησιάσαμεν εις τον 'Αγιον Γεώργιον.
— Πού θα καταλύσωμεν απόψε; ηρώτησε τον πάριππον, στρατάρχην της Πελοποννήσου.
— Εις του Δεσπότου.
— Πρέπει λοιπόν νά φροντίσω, επανέλαβε μετά βραχείαν σιωπήν, να πληρωθώσιν όλα τα έξοδα.
— Ποία έξοδα; ηρώτησεν ο γέρων.
— Της τροφής μας, της τροφής των αλόγων και καθεξής.
— Και ποίος, υπερεξοχώτατε, πληρώνει τοιαύτα έξοδα; Ο Δεσπότης μάλιστα είναι άνθρωπος αγαπών την καλήν βούκαν και θα έχη πολλά και καλά φαγητά να μας δώση.
Και αληθώς ο μακαρίτης αρχιεπίσκοπος Κορίνθου Κύριλλος, προγάστωρ και πολύσαρκος υπέρ το μέτρον, ήτο τρυφηλός, ως άλλος καρδινάλιος, άμα δε και αδηφάγος ως ο Ραζής εκείνος, περί ου έγραψε ποτέ το χαριέστατον τούτο επιτύμβιον ο Ρίζος.
Ιδών δε ο Κολοκοτρώνης ότι ο λαός προσεκύνει τον ταχυδρόμον Καρδαράν, πλησιάσας είπε'
— Το πράγμα, υπερεξοχώτατε, δέν 'πάγει καλά' πρέπει ο κόσμος να γνωρίση τον Κυβερνήτην του.
— Και τι θέλεις να κάμω;
— Να βάλ' η υπερεξοχότης σου την στολήν σου.
Και πεζεύσας εις μικράν τινα και σκιεράν κοιλάδα, ανέλαβε την στολήν αυτού, πενιχροτέραν και της των δασονόμων της αντιβασιλείας.
Ότε δ' επλησιάσαμεν εις τον 'Αγιον Γεώργιον.
— Πού θα καταλύσωμεν απόψε; ηρώτησε τον πάριππον, στρατάρχην της Πελοποννήσου.
— Εις του Δεσπότου.
— Πρέπει λοιπόν νά φροντίσω, επανέλαβε μετά βραχείαν σιωπήν, να πληρωθώσιν όλα τα έξοδα.
— Ποία έξοδα; ηρώτησεν ο γέρων.
— Της τροφής μας, της τροφής των αλόγων και καθεξής.
— Και ποίος, υπερεξοχώτατε, πληρώνει τοιαύτα έξοδα; Ο Δεσπότης μάλιστα είναι άνθρωπος αγαπών την καλήν βούκαν και θα έχη πολλά και καλά φαγητά να μας δώση.
Και αληθώς ο μακαρίτης αρχιεπίσκοπος Κορίνθου Κύριλλος, προγάστωρ και πολύσαρκος υπέρ το μέτρον, ήτο τρυφηλός, ως άλλος καρδινάλιος, άμα δε και αδηφάγος ως ο Ραζής εκείνος, περί ου έγραψε ποτέ το χαριέστατον τούτο επιτύμβιον ο Ρίζος.
Ραζής ο πηγαδόστομος των τραπεζών ο γλάρος
αφού τον κόσμον έφαγε, τον έφαγεν ο Χάρος.
— Δεν τα πληρώνετε σεις, ανεφώνησεν οργίλως ο Κυβερνήτης, και δια τούτο παραπονείται εξ αιτίας σας ο λαός.
— Και τί έχει να κάμη, υπερεξοχώτατε, ο λαός με το φαγητόν του Δεσπότου;
— Τί έχει να κάμη! ανέκραξεν εντόνως ο Κυβερνήτης, προσβλέψας βλοσυρώς τον ερωτήσαντα. Μόλις αύριον θ' αναχωρήσωμεν και θα ρίψουν έρανον εις τους χωρικούς δια τα έξοδα του Κυβερνήτου, και το χειρότερον θα τα συνάξουν διπλά. Ούτω πως είσθε συνηθισμένοι σεις.
—Ηξεύρεις πως το πάγει η υπερεξοχότης σου; είπε γελών ο Κολοκοτρώνης. Μίαν φοράν έπεσ' ένας ποντικός εις ένα πιθάρι λάδι κ' επνίγηκεν. Ο οικοκύρης τον ηύρε μετά δύο ημέρας και, ενώ τον ανέσυρεν, εφώναζεν η οικοκυρά. «Πρόσεξε μη στάξ' η ουρά του και βρωμίση το λάδι».
— Δεν εννοώ ποίαν σχέσιν έχει ο μύθος σου με τα έξοδα του Δεσπότου, είπεν αδημονών ο Κυβερνήτης.
— Μεγάλην, υπερεξοχώτατε' διότι, είτε πληρώσωμεν είτε μη, ο Δεσπότης θα συνάξη τα γρόσια. Τα εδικά μας τα έξοδα είναι το λάδι της ουράς του ποντικού.
Και εσιώπησε μεν ο Κυβερνήτης, την δ' επιούσαν απέτισε μέχρι λεπτού τα δαπανηθέντα.
Υποσημείωση:
[1]Σημειωτέον ότι σκοπός των συνεχών του Κυβερνήτου περιοδειών ην η εκ του πλησίον σποδή των αναγκών της χώρας , η ακρόασις των ευχών του λαού και η μελέτη των ηθών όπως διοργανώση αναλόγως την διοίκησιν [Δραγούμης].
[1]Σημειωτέον ότι σκοπός των συνεχών του Κυβερνήτου περιοδειών ην η εκ του πλησίον σποδή των αναγκών της χώρας , η ακρόασις των ευχών του λαού και η μελέτη των ηθών όπως διοργανώση αναλόγως την διοίκησιν [Δραγούμης].