Σάββατο 29 Οκτωβρίου 2011

ΤΑ ΜΕΓΑΛΑ ΑΓΡΟΚΤΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΑΠΑΛΛΟΤΡΙΩΣΕΩΣ ΤΩΝ


Από της επομένης της προσαρτήσεως της Θεσσαλίας εις την Ελλάδα, ανέκυψε το πρόβλημα της απαλλοτριώ­σεως των μεγάλων «τσιφλικιών» της θεσσαλικής πεδιάδος.[1]
Οι πρώτοι Θεσσαλοί βουλευταί δεν παρέλειψαν να με­ταφέρουν την φωνήν των εκλογέων των εις την Βουλήν των Ελλήνων και να τονίσουν χαρακτηριστικώς ότι αναμένουν από την ελευθέραν πατρίδα την oλοκλήρωσιν της απελευθε­ρώσεως των.
Το ζήτημα όμως ήτο εντελώς πολύπλοκον διότι εκτός των άλλων εμποδίων υπήρχε και διεθνές συμβατικόν τοιού­τον. Κατά την παραχώρησιν της Θεσσαλίας εις την Ελλά­δα, η Υψηλή Πύλη εφρόντισε να κατοχύρωση τα δικαιώμα­τα των  Οθωμανών «μπέηδων» επί των «τσιφλικιών» των· Πλείστοι όσοι εξ αυτών είχον ήδη μεταπωλήσει ταύτα εις Έλληνας μεγαλοκτηματίας, οι όποιοι και δια παντοίων μέσων, απέτρεπον πάσαν προσπάθειαν επιλύσεως του προβλήματος τούτου.
Ο Δεληγιάννης είχε παρουσιάσει προ ετών εις την Βου­λήν 3 νομοσχέδια αφορώντα την αποκατάστασιν των Θεσσαλών αγροτών:
— Περί παραχωρήσεως γαιών εις γεωργικάς οικο­γενείας.
— Περί συστάσεως Γεωργικών Ταμείων.
— Περί κανονισμού των μεταξύ ιδιοκτητών και καλλι­εργητών σχέσεων.
Αλλά τελικώς προ της αντιδράσεως των πληττομένων μεγαλοκτηματιών και των δυσχερειών του εγχειρήματος η Κυβέρνησις εκείνη δεν επέμενε εις την επιψήφισιν των νομο­θετημάτων, αποσύρασα τελικώς ταύτα.
Μία πρώτη αρχή αποκαταστάσεως των Θεσσαλλών κολλήγων έγινεν επί Κυβερνήσεως Θεοτόκη δια της διανομής των «Στεφανοβικείων κτημάτων», αγορασθέντων υπό του Κράτους εις χαμηλήν τιμήν— 26 κτήματα εν όλω—εις τα οποία εγκατεστάθησαν πρόσφυγες εξ Ανατολικής Ρωμυλίας και «εγκάτοικοι» αυτών.
Η επανάστασις όμως του 1909 και αι επαγγελίαι αυ­τής συνετέλεσαν, ώστε οξύτερον να ανακύψη και πάλιν, το χρονίζον εκείνο ζήτημα·

Συνεδρίασις 5ης Φεβρουαρίου
Κατά την συνεδρίασιν της 5ης Φεβρουαρίου και ευθύς αμέ­σως μετά τας πρωθυπουργικάς δηλώσεις ο βουλευτής Τερτίπης [2] ανεκίνησε δια μίαν εισέτι φοράν το διαρκώς επίκαιρον τούτο θέμα.
Δ.ΤΕΡΤΙΠΗΣ: Εάν η Βουλή δεν έχη να προχωρήση εις νομοθετικήν τινα εργασίαν, να μοι επιτρέψη να κάμω σοβα­ρών ανακοίνωσιν επί τη ευκαιρία ταύτη.
ΣΤ.Ν.ΔΡΑΓΟΥΜΗΣ:(Πρωθυπουργός): Αλλά προ τούτου θα ζητήσω την άδειαν της Βουλής ν' αναθεωρήσω την Ημερησίαν Διάταξιν, όπως δυνηθώμεν να εμφανίσωμεν τα νομοσχέδια κατά τάξιν επιτρέπουσαν να συζητήσωμεν ταύτα.
Δ.ΤΕΡΤΙΠΗΣ: Είναι γνωστή, κύριοι Βουλευται, εις υμάς ως και εις την Κυβέρνησιν η ελεεινή και απελπιστική κατάστασις των επιμόρφων καλλιεργητών εν Θεσσαλία και ιδίως εν τη επαρχία Καρδίτσης. Το πράγμα ευθύς εξ αρχής σας φαί­νεται ότι είναι απλούν δι' αυτό εγώ ετόνισα και τονίζω ακό­μη ότι είναι πολύ σοβαρόν. Πάσαι αι κατά καιρούς Κυβερ­νήσεις, είτε ολίγον είτε πολύ, εμερίμνησαν υπέρ της υποθέσεως ταύτης, αλλά δεν εφθάσαμεν μέχρι τούδε εις κανέν πρακτικόν αποτέλεσμα.
Είναι γνωστά εις την Κυβέρνησιν και ίδια εις τον  Υπουργόν των Εσωτερικών τα συλλαλητήρια τα γενόμενα εν Θεσσαλία ανά πάσας τας επαρχίας αυτής. Την προσεχή Κυριακήν δέ μέλλει να γίνη πανθεσσαλική συγκέντρωσις, της οποίας τ' αποτελέσματα δεν γνωρίζω που δύνανται να φθάσωσιν.
Οι κάτοικοι, δηλαδή οι επίμορτοι [3] καλλιεργηταί, ζητούσι παρά της Κυβερνήσεως και της Βουλής να εξευρεθή μέ­σον διά του οποίου ν' απαλλοτριωθώσι τα κτήματα λόγω δη­μοσίας ανάγκης και να τ' αγοράσωσι συμφώνως προς τους ισχύοντας μέχρι τούδε νόμους τη εγγυήσει της Κυβερνήσεως, και αφού μάλιστα καταβάλωσιν, αν ή και τούτο δυνατόν, και το τρίτον του τιμήματος.
Η κατάστασις των επιμόρτων καλλιεργητών, κύριοι Βου­λευταί, εχειροτέρευσεν όχι τόσον από τους πραγματικούς ιδιό­κτητας, διότι τινές εξ αυτών —οφείλομεν να ομολογήσωμεν— φέρονται οπωσδήποτε ανθρωπίνως, αλλ' ιδίως διότι τα χωρία κα­τά το πλείστον ενωκιάσθησαν εις ενοικιαστάς τοιούτους οι οποίοι  φέρονται όχι αυστηρότερον, αλλά δεν δύναμαι να πε­ριγράψω τον τρόπον μεθ' ου φέρονται προς τούς κολλήγας· εί­ναι απηλπισμένοι οι άνθρωποι και δεν γνωρίζω εις ποίον σημείον θα φθάσωσι.
Σπεύδω λοιπόν να τα καταστήσω γνωστά και εις την Βουλήν και ιδία εις την Κυβέρνησιν, διότι θα ευρεθή προ ζητή­ματος το οποίον δεν γνωρίζω αν θα λύση αυστηρώς, θα παρακαλέσω δε την Κυβέρνησιν να δηλώση τι σκέπτεται — διότι εκτός τούτων έχομεν και τους δημαγωγούς [4]— σκέπτεται να προβή εις  κανέν μέτρον τοιούτον, ήτοι πραγματοποιούσα δάνειον να επαρκέση προς εξαγοράν των κτημάτων. Έχομεν το δικαίωμα ν'  απαλλοτριώσωμεν τα κτηματα   λόγω δημοσίας ανάγκης ή ου; Πρέπει να γίνη δήλωσίς τις, διά να μάθη ο λαός διότι είναι πολύ εξηρεθισμένος. Διαμαρτύρομαι και παρακαλώ  την Κυβέρνησιν και ιδία τον κ . Πρόεδρον αυτής να κάμη επίσημον  περί τούτου δήλωσιν.  
Γ. ΡΑΛΛΗΣ: Θα μελετήση. . .
ΣΤ.Ν. ΔΡΑΓΟΥΜΗΣ:   (Πρωθυπουργός):   Είναι  ευνόητον ότι η Κυβέρνησις  δεν είχε μέχρι ταύτης της στιγμής καιρόν ν σκεφθή περί ζητήματος όπερ ταύτην την εβδομάδα ανεφύη εν Θεσσαλία  μετά χαρακτήρος διαδηλώσεων παρεσκευασμένων .Του Θεσσαλικού λαού το νομοταγές εγγυάται, ως ελπίζω ότι θα υπακούσωσιν οι επίμορτοι εις τας συμβουλάς και τας οδηγίας  των κατά τόπους Αρχών, όπως μη προβώσιν εις παρεκτροπάς εις ας τυχόν υπάρχουσιν    οι ωθούντες αυτούς· αλλ'  είναι  αδύνατος οιοσδήποτε λόγος περί λύσεως του ζητήματος ,όπερ κατά τοιούτον  τρόπον σήμερον εν Θεσσαλία εγείρεται , εν ώρα  καθ' ην ουδέ σκέψις καν είναι δυνατή περί ευρέσεως χρημάτων, επαρκών εις εξαγοράν πάντων των κτημάτων της Θεσσαλίας ' ουδέ είναι δυνατόν να ελπίση τις ότι θέλει ευρεθή η Τράπεζα πρόθυμος επί τη εγγυήσει της Κυβερνήσεως, με τας άλλας παραχωρήσεις αίτινες εγένοντο, να συναινέση να καταβάλη  εκατομμύρια επί εκατομμυρίοις, όπως ενεργηθή η εξαγορά των κτημάτων υπό των επιμόρτων και καλλιεργητών , των μη εχόντων   δύναμιν   όπως   καταβάλωσι μηδέ λεπτόν.
Το ζήτημα είναι σπουδαίον, η δε τύχη    των επιμόρτων καλλιεργητών αξία πάσης συμπαθείας· αλλά πρέπει να έννοήσωμεν ότι απαιτείται υπομονή και ότι ού μόνον εις τους νόμους του Κράτους, τους επιβάλλοντας σεβασμόν    προς τα δίκαια των κυρίων των  κτημάτων, αλλά και εις σύμβασιν μετά της ομόρου Επικρατείας[5]  αντίκεινται αι αξιώσεις, όπως διατυπούνται υπό των υποκινούντων, εάν αληθώς υποκινώνται  οι  χωρικοί.
Έχουσα τοιούτον καθήκον η Κυβέρνησις είναι αδύνατον  να επιτρέψη οιανδήποτε παρεκτροπήν σκοπούσαν εις την κατάληψιν  ξένης ιδιοκτησίας. Και βεβαίως θέλει έχει την δύναμιν να επιβληθή.
Αλλ' υπόσχεται η  Κυβέρνησις ότι εξακολουθούσα τας μελέτας των προκατόχων αυτής θέλει προσπαθήσει να εύρη τρόπον βαθμιαίας λύσεως, ήτις θέλει επιτρέψει την εις τους επιμόρτους  καλιεργητάς, τους αληθώς πενέστας, συν τω χρόνω μεταβίβασιν αναλόγου μέρους των κτημάτων.
Η πολιτεία της Ελληνικής Κυβερνήσεως μετά την προσάρτησιν  της Θεσσαλίας εις την Ελλάδα [6]υπήρξε    τοιαύτη, ώστε σήμερον τα εν Θεσσαλία μετεβλήθησαν κατά τοσούτον, ώστε  σχεδόν τα δύο τρίτα των τσιφλικιών εγένοντο ήδη κεφαλοχώρια.  Ούτω του πράγματος κατορθωθέντος εις διάστημα βραχύτερον μιας γενεάς υπάρχει πιθανότης, εάν έχωμεν υπομονήν  να ίδωμεν την υπόλοιπον γην της Θεσσαλίας ανήκουσαν το προσήκον μέρος εις τους επιμόρτους καλλιεργητάς
ΑΠ. ΑΛΕΞΑΝΔΡΗΣ: Δεν πιστεύω να ευρεθή εις την ανάγκην η  Κυβέρνησις να επιβάλη την ισχύν του νόμου εν Θεσσαλία   διότι οι Θεσσαλοί, οίτινες πάντοτε υπήρξαν νομοταγείς, την περίστασιν ταύτην δεν θα παρίδωσι τας υποχρεώσεις, τας οποίας έχουσιν απέναντι του Κράτους.
Ο αξιότιμος συνάδελφος εκ Καρδίτσης θα μοι επιτρέψη να είπω προς αυτόν ότι κακώς παρέστησε την κατάστασιν την εφισταμένην σήμερον εν Θεσσαλία[7].
Είναι αληθές ότι πρόκειται κατ' αυτάς έν Θεσσαλία να συνέλθη η  γεωργική τάξις, αλλά θα συνέλθη απλώς, όχι δια να εξεγερθή, αλλά δια να υποβάλη εις την Κυβέρνησιν ευχήν τινά,ευχή η οποία κατά την εμήν γνώμην και κατά την γνώμην  των Θεσσαλών είναι δυνατόν να εκπληρωθή. Πρόκειται να συνέλθη ο  Θεσσαλικός λαός, δια να εκφράση προς την Κυβέρνησιν την ευχήν περί  ταχείας συστάσεως Γεωργικής Τραπέζης εν Θεσσαλία.
Πρέπει, κύριοι Βουλευταί , να βεβαιωθήτε ότι η επαρχία ημών είναι η  μόνη καθ' όλον το Κράτος η οποία πάσχει εκ της στερήσεως κεφαλαίων από της προσαρτήσεως μέχρι σήμερον. Ευρέθησαν  κατά την προσάρτησιν τσιφλικούχοι υπό τους Οθωμανούς δεν έσχε δε την ευτυχίαν να ίδη κεφάλαια η Θεσσαλία  δια την ανάπτυξίν της διότι οι Οθωμανοί  απέβλεπον εις τον κολλήγαν ως προς εχθρόν αυτών. Ο κολλήγας αφ' ετέρου ουδέποτε  ηδύνατο να θεωρήση ως συνεταίρον, ως φίλον, τον ιδιοκτήτην , τον  οποίον εξ ιστορικών λόγων εθεώρει «ως άρπαγα της γης, η οποία ανήκεν εις αυτόν». Εκτός τούτου εκείνοι, οι οποίοι μετά την προσάρτησιν της Θεσσαλίας  εγένοντο  μικροϊδιοκτήται ηαγκάσθησαν  κατά την αγοραν των κτημάτων  να καταφύγωσιν εις δάνεια τοκογλυφικά, των οποίων ο τόκος ανήρχετο εις 24%.
Υπό την κατάστασιν αυτήν ήτο αδύνατον να βελτιωθή η Θεσσαλία και να προαχθή εν αύτη η καλλιέργεια, διότι ούτε οι ιδιόκτηται ηδύναντο να διαθέσωσι κεφάλαια διά την καλλιέργειαν ούτε ο κολλήγας να προαγάγη την γην και ν' αγαπήση αυτήν ούτε ο μικροϊδιοκτήτης να κάμη άλλο τι παρά να εργάζηται, διά να επαρκέση εις τον τόκον των 24 και πολλά­κις των 30 επί  τοις εκατόν. Δια να ευρεθή δε το χρήμα δια την -αγοράν των κτημάτων πολλάκις επώλουν και αυτό το ποίμνιόν των [8].
Ερωτώ, Κύριοι· δύναται η κατάστασις αύτη να εξακο­λούθηση επί  πολύ εν Θεσσαλία; Εάν έχωμεν την αντίληψιν ότι η Ελλάς — η μικρή αυτή και ορεινή χώρα — το μόνον μέρος το οποίον έχει προς γεωργίαν είναι η Θεσσαλία, έχουσα έκτασιν 7.000.000 στρεμμάτων διαρρεομένην υπό αφθόνων υδάτων, χωρίς ουδείς λόφος να υπάρχη εν τω μεταξύ ερωτώ υμάς· είναι εις θέσιν η Ελλάς να ευημερήση, όταν δεν θέτωμεν εις εκμετάλλευσιν το μέρος τούτο από το οποίον πρέπει να περιμένωμεν την γην πλουτοπαραγωγικήν, και είναι δυνατόν να θεωρήσωμεν ότι εν Θεσσαλία δύναται να υπάρξη εργασία είτε από κολλήγαν είτε από μέγαν ή μικρόν ιδιοκτήτην, όταν ο ιδιοκτή­της βλέπη ότι, εάν δώση τα χρήματα του δια την καλλιέργειαν της Θεσσαλίας, θα τα ρίψη εις την θάλασσαν, και όταν ο  μικροϊδιοκτήτης τα χρηματικά του κεφάλαια καταβάλλη μό­νον και μόνον διά να πληρώνη τον επαχθή τόκον 24%; 
Προ της καταστάσεως ταύτης εις πάντας επιβάλλεται σύντονος μέ­ριμνα. Η μέριμνα αύτη είναι να ευρεθή τρόπος ώστε ο τσιφλικιούχος ν' απαλλάξη τον κολλήγαν, ο κολλήγας ν' αγοράση μικρόν μέρος γης, διά να το καλλιεργήση καλώς, και ο μικρο­ϊδιοκτήτης να εύρη τα κεφάλαια, ίν' απαλλάξη την γην από τα χρέη και έχη τα μέσα να ποοαγάγη την εργασίαν αυτού την καλλιεργητικήν. Αλλά πώς θα γίνη τούτο; Είναι αναμφισβήτητον ότι πρέπει να ευρεθή μικρά λωρίς εν τη οποία να  εγκατασταθώσι σήμερον οι κολλήγαι της Θεσσαλίας. Πάσαι αι οίκογένειαι σήμερον ανέρχονται εις δικακισχιλίας, εάν δ' εγκατασταθώσι, θ' απαιτηθώσι, δίδομένων 50 στρεμμάτων εις εκάστην οικογένειαν, περί τας 500.000 στρεμμάτων, θ' απομείνη δε εις την αυτοκαλλιέργειαν μεγάλων καλλιεργητών έκτασις 3.000.000 στρεμμάτων. Διότι εκ των 7.000.000 πεδινών στρεμμάτων καλλιεργούνται μόνον 1 .500.000, έχομεν δ' έκτασιν 4.500.000 στρεμμάτων την οποίαν αφίνομεν ακαλλιέργητον. Δυνάμεθα σήμερον να καλλιεργήσωμεν τον καπνόν. Μας ζητούσι προς αγοράν διπλάσιον ποσόν του σημερινού και δεν έχο­μεν. Δύναται να καλλιεργηθή ο βάμβαξ, ως λίαν επιτυχώς καλλιεργείται εν τοις κτήμασι του κ. Γ. Χρ. Ζωγράφου.
Ο βάμβαξ δε και αι καπνοφυτείαι είναι τοιαύτα προϊόντα εις τον τόπον τα όποια δε θ'  απαιτήσωσί τι καινοφανές δια να καλλιεργηθώσιν εις μεγάλην κλίμακα. Πεντακοσίων χιλιάδων στρεμμάτων έχομεν σήμερον ανάγκην. Έχομεν τα Ζάππεια κτή­ματα. Θα εξακολουθήσωμεν λοιπόν και σήμερον με την στενήν αντίληψιν την οικονομολογικήν να μη δώσωμεν τα κτήματα ταύ­τα εις καλλιέργειαν; Δεν σκεπτόμεθα ότι ο άνθρωπος αυτός, ο οποίος έζησε μεταξύ των γεωργών, ουδέποτε ηθέλησε να θέση ρήτραν τινά και δι' αυτό βλέπομεν τα κτήματα αυτώ εις χείρας του Δημοσίου, το οποίον Δημόσιον τα δίδει εις τους ενοικιαστάς, τον δε λαόν των Θεσσαλών ταλαιπωρούμενον; Δεν είναι ανάγκη να τα θέσωμεν εις απαλλοτρίωσιν, ως είπεν ο αξιότιμος εκ Καρδίτσης συνάδελφος. Δεν πρόκειται σήμερον να θέσωμεν εις εφαρμογήν μέτρα- έχομεν σήμερον κτήματα εν Θεσσαλία τα οποία προσφέρονται διά να πωληθώσι. Τί λείπει λοιπόν αφ' ημών; Λείπει το χρήμα. Ο αξιότιμος κ. πρωθυπουργός είπε προ ολίγου ότι ως έχει σήμερον η κατάστασις είναι δύσκολον αι Τράπεζαι να μας χορηγήσωσι χρήματα.
Εάν, ως αντελήφθην καλώς των συζητήσεων των γενομένων προ ολίγου χρόνου εν τη αιθούση ταύτη, το κράτος πρόκειται να προβή εις την σύναψιν μεγάλου δανείου εξ 150.000.000 δραχμών  δεν φρονεί ο κ. πρωθυπουργός ότι δυνάμεθα εκ του δανείου  αυτού  να διαθέσωμεν 15.000.000 τουλάχιστον διά την σύστασιν Γεωργικής Τραπέζης εν Θεσσαλία;  

Υπάρχει άλλος με­γαλύτερος σκοπός εκείνου τον οποίον θα εξυπηρετήση η Γεωρ­γική Τράπεζα εν Θεσσαλία,· Δεν γνωρίζω τίνες είναι αι σκέψεις της κυβερνήσεως και αν εις το συναφθησόμενον δάνειον θα συμπεριληφθή και η σύστασις της Γεωργικής Τραπέζης. Νομίζω ότι τούτο δεν θ' αρνηθή η κυβέρνησις και μάλιστα όταν δώσωμεν  εγγυήσεις ασφαλείς. Νομίζω ότι θα είναι εύκολον εις την κυ­βέρνησιν να εξεύρη το χρήμα τούτο, διότι αι Τράπεζαι ουδέν άλλον  ζητούσιν  ή εγγυήσεις ασφαλείς, διά να εναποθέσωσι το χρήμα των.
Δ. ΤΕΡΤΙΠΗΣ: Διά του συναφθησομένου δανείου πρόκει­ται να συμπεριληφθή και η κατασκευή των σιδηροδρόμων των οποίων τας συμβάσεις εψηφίσαμεν προ ολίγου χρόνου.
ΑΠ. ΑΛΕΞΑΝΔΡΗΣ: Νομίζω ότι μεταξύ των έργων τούτων δύναται να συμπεριληφθή και η σύστασις Γεωργικής Τρα­πέζης εν Θεσσαλία. Δεν γνωρίζω αν η κυβέρνησις έχη εναντίαν γνώμην εκείνης την οποίαν υποδεικνύω.
Ο αξιότιμος πρώην υπουργός επί των Οικονομικών κ. Αθ. Ευταξίας εχάρισεν εις την Θεσσαλίαν τον φόρον των αροτριώντων κτηνών. Από της ημέρας εκείνης πρέπει να ομολογήση τις ότι η δωρεά αύτη είναι δικαίωμα, αποφασίζοντες δε να επαναδώσωμεν την δωρεάν ταύτην εις το κράτος πράττομέν τι το οποίον δεν πρέπει να πράξωμεν διά το ίδιον ημών συμφέρον.Η Θεσσαλία ουδέποτε ηθέλησε διά τας θεσσαλικάς εργα­σίας αι οποίαι έχουσι γενικώτερον εθνικόν σκοπόν, να μη συμ­βάλη διά του οικονομικού αυτής μέρους. Είναι γνωστόν ότι δια τα υδραυλικά έργα της Θεσσαλίας σήμερον καταβάλλονται κατ' έτος 65.000 δραχμών, τοιαύτα δ' έργα δεν είδον μέχρι σήμερον οι Θεσσαλοί, καίτοι πληρώνουσι τας 65.000 δραχμών κατ' έτος. Σήμερον ερχόμεθα και λέγομεν προς την κυβέρνησιν ότι δεχόμεθα και αύθις ν' αυξηθή ο φόρος αυτός, ο οποίος πληρώνεται από την Θεσσαλίαν, εις 950.000 μέχρι 1.000.000 δραχμών, αλλ' ο φόρος αυτός ν' αποτελέση βάσιν δανείου Θεσσαλι­κού, επί τη βάσει του οποίου θα συναφθή το δάνειον, να ιδρυθή ταμείον και να εκδοθώσιν ομολογίαι ή κατά το σύστημα το Βαυαρικόν ή κατά το σύστημα το Ρωμανικόν.
΄Οταν έχητε τοιαύτην ασφάλειαν φόρου, ο οποίος πρόκει­ται βεβαίως ν' αυξηθή κατά το μέλλον, έχετε ασφάλειαν ηγγυημένην, την οποίαν θα δώσητε εις την Τράπεζαν, η οποία θα σας παράσχη δάνειον.
Και όταν έχητε μίαν ασφάλειαν 1.000.000 δύνασθε επί τη βάσει αυτού να εύρητε δάνειον 15.000.000. Όταν εύρητε το δάνειον τούτο, θα είναι εξησψαλισμένον, πρώτον, διά των ήδη υφισταμένων κτημάτων του Θεσσαλικού Ταμείου, δεύτερον, διά των αγορασθησομένων κτημάτων, τρίτον, διά των Ζαππείων κτημάτων και τέταρτον, διά της εγγυήσεως του κράτους. Επί  τη βάσει δε των τοιούτων εγγυήσεων δύνασθε να εκδώσητε κτη­ματικάς ομολογίας προς πληρωμήν ποσού 300.000.000, το οποίον θά διαθέσητε διά τους μικροϊδιοκτήτας, όπως απαλλαγώσιν ούτοι των μικρών δανείων και προαγάγωσι την καλλιέργειαν της Θεσσαλικής γης. Το σύστημα τούτο δεν είναι έμπνευσις ιδική μου, δεν είναι σύστημα το οποίον εφευρίσκω εγώ, αλλ' είναι σύστημα το οποίον εφευρέθη εν Ευρώπη και ετέθη εις εφαρμογήν εν Βαυαρία και Ρωμανία. Υποθέτω ότι είναι εγγύησις αρκετή προς έκδοσιν τοιούτων κτηματικών ομολογιών και, όταν έχωμεν τοιούτο μέσον, δυνάμεθα να θέσωμεν εις ενέργειαν σύστημα οικονομολογικόν εξυπηρετούν τον τόπον. Διότι, αν νομίζητε ότι υπάρχει έστω κα! μία οικονομολογική οδός εις  την Ελλάδα, αύτη είναι η οδός προς τόνωσιν της παραγωγής. Και αυτήν ακριβώς ζητούμεν. Εάν έχητε άλλο οικονομολογικόν σύστημα, να μας το  είπητε.
Επαναλαμβάνω να  σας είπω ότι το ζήτημα είναι υψίστης σπουδαιότητος · αμφιβάλλω αν συμβαίνη αλλαχού το συμβαίνον εν Ελλάδι, ν' αφίνωμεν ακαλλιέργητα 4.000.000 στρεμμάτων, τα οποία δύνονται να μας δώσωσι, με την ελαχίστην απόδοσιν την οποίαν δύνανται να δώσωσι, τα θεσσαλικά στρέμματα των 10 δρ. κατά στρέμμα, 40.000 000 κατ' έτος, εκ των οποίων χά­νει το Δημόσιον  4.000.000, τα οποία θα ελάμβανεν ως πρόσοδον[9]. Δεν λαμβάνω υπ' όψιν ότι η πρόσοδος αύτη δύναται να φθάση όσον έφθασεν  εν Ευρώπη ούτε λαμβάνω υπ' όψιν τα προ­ϊόντα του σίτου, του βάμβακος, του καπνού, εξ  ών ανέρχεται η κατά στρέμμα πρόσοδός προς δρχ. 5. οπότε χάνει η παραγωγή 200.000 000 αλλά λαμβάνω το ευτελέστερον ποσόν. Ερωτώ' εί­ναι οικονομολογική πολιτική του τόπου αυτού ν' αφίνωμεν 50. 000.000 κατ' έτος; Και επιτρέπεται να μη σπεύσωμεν πάραυτα να εξεύρωμεν το δάνειον, ίνα συστήσωμεν Τράπεζας εξυπηρετού­σας τοιούτους σκοπούς. Σας δίδομεν ημείς το 1.000 000 εκ του φόρου των αροτρώντων. Υποθέτω ότι η εγγύησις αύτη είναι αρκετή, ίνα καταρτίσητε το δάνειον, διότι θα είναι ασφαλείς αι Τρά­πεζαι. Εγώ βεβαίως δεν είμαι υπέρ του φόρου αροτριώντων κτη­νών, αλλά νομίζω ότι διαρρυθμιζόμενος ούτος θά γίνη φόρος ανεκτός και θα επιτρέψη εις το Κράτος να δανεισθή προς τον σκοπόν περί του οποίου είπον· Όταν  έχωμεν τοιούτον ποσόν, έχομεν έρεισμα επί του οποίου θα δυνάμεθα να προαγάγωμεν τα συμφέροντα του τόπου προάγοντες το θεσσαλικόν ζήτημα, διότι το θεσσαλικόν ζήτημα ουδέποτε εθεώρησα ως τοπικόν ζήτημα ούτε ως φιλανθρωπικόν, αλλ' ως ζήτημα εθνικόν, υψηλόν όσον εί­ναι η ευημερία του τόπου και ευρύ όσον η έρευνα του οικονομι­κού συστήματος της Ελλάδος. Όταν έχωμεν τοιούτον ζήτημα προ ημών, ούδ' επί στιγμήν επιτρέπεται σήμερον προ παντός, οπότε έχομεν νέαν οικονομολογικήν πορείαν, να διστάζωμεν και να μη προβαίνωμεν εις ενέργειαν εις την οποίαν προ πολλού  έπρεπε να είχομεν προβή.
Βεβαίως, εάν εξακολουθώμεν να μη λαμβάνωμεν μέριμνα τινα περί του θεσσαλικού ζητήματος, αν αφίνωμεν τους πληθυ­σμούς εκείνους να σήπωνται, ως σήπονται, επόμενον είναι να έχωμεν το αποτέλεσμα το οποίον από τούδε έκρουσεν ο κ. συνά­δελφος εκ Καρδίτσης, την θύελλαν. Αλλά μη φοβείσθε· οι Θεσσαλοί δεν είναι εκείνοι οι οποίοι θα κάμωσι να εκσπάση η θύελλα εν Ελλάδι, διότι αναμένουσιν από την Κυβέρνησιν της χώρας να λάβη τα κατάλληλα μέτρα τα οποία οφείλει να λάβη. Δεν αρ­νούμαι ότι η μη σύστασις της Γεωργικής Τραπέζης και η έλλειψις των κεφαλαίων είναι τα φέροντα την δυσπραγίαν της Θεσ­σαλίας- Είναι και η έλλειψις δημοσίας ασφαλείας και η έλλειψις υδραυλικών έργων. Αλλ' όταν υπάρχωσι τα χρήματα, ο ιδιοκτή­της θα καταναλώση μέρος δι' υδραυλικά έργα' όταν υπάρχωσι τα χρήματα, δεν θα υπάρξη ζωοκλοπή, διότι η βάσις αυτής είναι  ένδεια. Όταν υπάρχωσι λοιπόν τα τοιαύτα ζητήματα, υμείς οι οποίοι εδείξατε διά τα θεσσαλικά ζητήματα τοιαύτην στοργήν πρέπει να μη φανήτε κατώτεροι κατά την στοργήν και διά τα ζητήματα ταύτα.
  
Το θέμα δεν «έκλεισε» βεβαίως με τας ανωτέρω ομιλίας και εξηγήσεις. Εις την Βουλήν απεστέλλοντο συνεχώς τηλε­γραφικαί διαμαρτυρίαι και ψηφίσματα όχι μόνον εκ μέρους αγροτών, αλλά και εξ όλων των τάξεων της Θεσσαλίας (επαγ­γελματιών, εργατών, επιστημόνων, Δήμων και Κοινοτήτων). Η συζήτησις επανελήφθη και κατά την συνεδρίασιν της 9ης Φεβρουαρίου, εις ταύτην δε έλαβον μέρος όλοι σχεδόν οι βου­λευταί Θεσσαλίας.

                                                                

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

[1]……από την πρώτη μέρα που μπήκε ο ελληνικός στρατός στη Θεσσαλία, σε μερικά χωριά-τσιφλίκια οι κολλιγάδες παρουσιάστηκαν στις ελληνικές αρχές και ζήτησαν να γίνει απαλλοτρίωση(=μοίρασμα) των τσιφλικιών. Μα όχι μόνο δεν τους έδωσαν σημασία αλλά τους έδειραν.(Γ.Κορδάτου:Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας. ΧΙΙΙ Εκδόσεις 20ος αιώνας.)
[2] Πολιτευτής Καρδίτσης εκλεγείς επί σειράν εκλογών, χρηματίσας και υπουργός κατά το 1921.
[3]. Επίμορτος: ο επί  μορτή καλλιεργητής, νομικός όρος του «κολλήγου».
[4].Πλείστοι επιστήμονες και διανοούμενοι ελάμβανον το μέ­ρος των κολλήγων, διεκτραγωδούντες την φοβεράν κατάστασιν αυ­τών. Εις έξ αυτών υπήρξε και ο λογοτέχνης Καρκαβίτσας.
Άλλοι πάλιν, πέραν των λόγων και εκκλήσεων προς την κοινήν γνώμην κατηύθυνον τας συλλογικάς ενεργείας των αγροτών και πολ­λάκις εξώθουν αυτούς εις επαναστατικάς ενεργείας. Τοιούτος υπήρξεν ο εκ Κεφαλληνίας Μαρίνος Αντύπας όστις υπηρετών κατ' αρχάς ως επιστάτης εις το τσιφλίκι ενός συγγενούς του, μετεβλήθη εις δραστήριον οργανωτήν των κολλήγων. Ούτος εφονεύθη δολοφονηθείς καθ' ο λέγεται υπό  οργάνων των μεγαλοικτηματιών.
[5] Οι Οθωμανοί "μπέηδες" διετήρησαν πάντα τα δικαιώματα των κατά την προσάρτησιν της Θεσσαλίας  το 1821.
[6] Μετά από πίεση των Μεγάλων Δυνάμεων  οι Τούρκοι συμφώνησαν , σε μια διάσκεψη πρεσβευτών στην Κωνσταντινούπολη το 1881 ,να παραχωρήσουν την εύφορη επαρχία της Θεσσαλίας και την περιοχή της Άρτας στην Ελλάδα.(R.Clogg Σύντομη ιστορία της Νεώτερης Ελλάδας. Αθήνα 1999.
[7] Τα γεγονότα διέψευσαν τον Αλεξανδρήν και εδικαίωσαν τον Τερτίπην. Την 6ην Μαρτίου 1910 εις το Κιλελέρ της Θεσσαλίας συνέβησαν τα γνωστά αιματηρά και πολύνεκρα επεισόδια τα οποία συνετάραξαν την χώραν.
[8] Πλειστάκις οι ίδιοι οι μεγαλογαιακτήμονες ήσαν και οι τοκισταί των κολλήγων των, ενίοτε δε είχον και ιδιωτικάς Τραπέζας ως π.χ η «Τράπεζα Γκίκα» εν Καρδίτση.
[9]"δεκάτη" φορολογία εις είδος  επί του αγροτικού προϊόντος.

Τετάρτη 26 Οκτωβρίου 2011

ΜΟΥΑΜΑΡ ΑΛ ΚΑΝΤΑΦΙ:ΤΟ ΠΡΑΣΙΝΟ ΒΙΒΛΙΟ

ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΑ : Τα κοινοβούλια είναι η σπονδυλική στήλη της παραδοσιακής δημοκρατίας ό­πως αυτή υπάρχει σήμερα.  Ένα κοινοβού­λιο είναι μια παραπλανητική περιγραφή του λαού και οι κοινοβουλευτικές κυβερνήσεις είναι μια παραπλανητική λύση στο πρόβλη­μα της δημοκρατίας. Ένα κοινοβούλιο ιδρύεται αρχικά για να αντιπροσωπεύει το λαό, αλλά αυτό από μόνο του δεν είναι δη­μοκρατικό αφού δημοκρατία σημαίνει η εξουσία του λαού και όχι μια εξουσία που ενεργεί για λογαριασμό του. Η απλή ύπαρ­ξη ενός κοινοβουλίου σημαίνει την απου­σία του λαού, αλλά αληθινή δημοκρατία υπάρχει μόνο μέσα από τη συμμετοχή του λαού, όχι μέσα από τη δραστηριότητα των αντιπροσώπων του. Τα κοινοβούλια είναι ένας νομικός φραγμός ανάμεσα στους λαούς και την άσκηση της εξουσίας, αποκλείον­τας τις μάζες από την εξουσία ενώ σφετερί­ζονται την κυριαρχία τους. Στους λαούς αφήνεται μόνο η ψεύτικη εξωτερική εμφά­νιση της δημοκρατίας που εκφράζεται στις μεγάλες ουρές για να ρίξουν τις ψήφους τους στις κάλπες.

Για να αποκαλύψουμε το χαρακτήρα του κοινοβουλίου, πρέπει να δούμε την προέ­λευση ενός τέτοιου κοινοβουλίου. Το κοι­νοβούλιο είτε εκλέγεται από εκλογικές πε­ριφέρειες ή από κόμμα ή από συνασπισμό κομμάτων, ή σχηματίζεται με κάποια μέθοδο διορισμού. Αλλά όλες αυτές οι δια­δικασίες δεν είναι δημοκρατικές, γιατί χω­ρίζοντας τον πληθυσμό σε εκλογικές περι­φέρειες σημαίνει ότι ένα μέλος του κοινοβουλίου αντιπροσωπεύει χιλιάδες, εκατον­τάδες χιλιάδες ή εκατομμύρια λαού, α­νάλογα με το μέγεθος του πληθυσμού. Ση­μαίνει επίσης ότι το μέλος δεν διατη­ρεί λαϊκό οργανωτικό δεσμό με τους εκλο­γείς αφού αυτός, όπως και τα άλλα μέλη, θεωρείται σαν αντιπρόσωπος ολόκληρου του λαού. Αυτό απαιτεί η κυρίαρχη παρα­δοσιακή δημοκρατία. Οι μάζες, συνεπώς, είναι τελείως απομονωμένες από τον αντι­πρόσωπο και αυτός, με τη σειρά του, είναι τελείως χωρισμένος από αυτές.   Γιατί αμέ­σως αφού κερδίσει τις ψήφους τους αυτός ο ίδιος αρπάζει την κυριαρχία τους και ενερ­γεί αντί γι' αυτές. Η κυρίαρχη παραδοσια­κή δημοκρατία προικίζει το μέλος ενός κοι­νοβουλίου με μια ιερότητα και ασυλία που την αρνείται σε άλλα ξεχωριστά μέλη του λαού. Αυτό σημαίνει ότι τα κοινοβούλια έχουν γίνει ένα μέσο λεηλασίας και σφετε­ρισμού της εξουσίας του λαού. Από εδώ πηγάζει και το δικαίωμα του λαού να αγω­νιστεί, μέσα από τη λαϊκή επανάσταση για να καταστρέψει τα όργανα που σφετερίζονται τη δημοκρατία και την κυριαρχία και στερούν τις μάζες από αυτά. Έχει επί­σης το δικαίωμα να διατυπώσει τη νέα αρ­χή, ΟΧΙ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΣΗ ΣΤΗ ΘΕ­ΣΗ ΤΟΥ ΛΑΟΥ. Αν, ωστόσο, το κοινο­βούλιο προέρχεται από ένα κόμμα σαν απο­τέλεσμα νίκης στις εκλογές, τότε είναι κοι­νοβούλιο του κόμματος και όχι του λαού. Αντιπροσωπεύει το κόμμα και όχι το λαό, και η εκτελεστική εξουσία που εκχωρείται στο κοινοβούλιο είναι η εξουσία του κόμ­ματος που κέρδισε και όχι του λαού. Το ίδιο ισχύει και για το κοινοβούλιο στο οποίο κάθε κόμμα διαθέτει ένα αριθμό εδρών. Γιατί τα μέλη του κοινοβουλίου αντιπροσωπεύουν το κόμμα τους και όχι το λαό, και η εξουσία που εγκαθιδρύεται από ένα τέτοιο συνασπισμό είναι η εξουσία των συ­νασπισμένων κομμάτων και όχι του λαού. Με τέτοια συστήματα ο λαός είναι θύμα που τον εξαπατούν και τον εκμεταλλεύον­ται τα πολιτικά σώματα. Ο λαός στέκεται σιωπηλός σε μακριές ουρές για να ρίξει τις ψήφους του στις κάλπες με τον ίδιο τρό­πο που ρίχνει άλλα χαρτιά στο σκουπιδο­τενεκέ. Αυτή είναι η παραδοσιακή δημο­κρατία που επικρατεί σ' ολόκληρο τον κό­σμο, είτε το σύστημα είναι μονοκομματικό, δικομματικό, πολυκομματικό ή ακομματικό. Έτσι γίνεται φανερό ότι η ΑΝΤΙΠΡΟ­ΣΩΠΕΥΣΗ ΕΙΝΑΙ ΑΠΑΤΗ. Οι συνελεύσεις που διαμορφώνονται με μια μέθοδο διορι­σμού ή κληρονομικής διαδοχής δεν υπά­γονται σε καμιά μορφή δημοκρατίας. Επι­πλέον, αφού το σύστημα των εκλεγμένων κοινοβουλίων βασίζεται στην προπαγάνδα για να κερδηθούν ψήφοι, είναι ένα δημαγω­γικό σύστημα με την πραγματική σημασία της λέξης, και οι ψήφοι μπορούν να αγο­ραστούν και να παραποιηθούν. Οι φτωχοί δεν καταφέρνουν να συναγωνιστούν στην εκλογική εκστρατεία και είναι πάντα οι πλούσιοι — και μόνο οι πλούσιοι — που βγαίνουν νικητές.
Φιλόσοφοι, στοχαστές και συγγραφείς υποστήριξαν τη θεωρία της αντιπροσωπευ­τικής διακυβέρνησης σε μια εποχή όπου οι λαοί, χωρίς να το καταλαβαίνουν, οδηγούνταν σαν πρόβατα από βασιλιάδες, σουλτά­νους και κατακτητές. Η μεγαλύτερη φιλο­δοξία των ανθρώπων εκείνου του καιρού ήταν να έχουν κάποιον να τους αντιπροσω­πεύει μπροστά σ' αυτούς τους κυβερνήτες. Ακόμη κι αυτή η φιλοδοξία απορριπτόταν. Οι λαοί πέρασαν από μακρείς και σκληρούς αγώνες για να πετύχουν αυτό που προσδο­κούσαν. Μετά την επιτυχημένη εγκαθίδρυ­ση της εποχής των δημοκρατιών και την απαρχή της εποχής των μαζών, είναι πα­ράλογο ότι η δημοκρατία πρέπει να σημαί­νει την εκλογή λίγων μόνο αντιπροσώπων για να ενεργούν για λογαριασμό των μεγά­λων μαζών. Αυτή είναι μια απαρχαιωμένη θεωρία και μια ξεπερασμένη εμπειρία. Ο­λόκληρη η εξουσία πρέπει να είναι του λαού.
Οι πιο τυραννικές δικτατορίες που γνώ­ρισε ο κόσμος υπήρξαν κάτω από τη σκιά των κοινοβουλίων.
ΤΟ ΚΟΜΜΑ:Το κόμμα είναι η σύγχρονη δικτατορία. Είναι το σύγχρονο δικτατορικό όργανο διακυβέρνησης. Το κόμμα είναι η εξουσία ενός τμήματος πάνω στο σύνολο. Είναι το πιο πρόσφατο δικτατορικό όργανο. Καθώς το κόμμα δεν είναι ατομικό, ασκεί μια πλαστή δημοκρατία μέσω της εγκατάστασης κοινοβουλίων και επιτροπών και μέσω της προπαγάνδας των μελών του. Το κόμμα δεν είναι καθόλου δημοκρατικό, όργανο γιατί αποτελείται από ανθρώπους που έχουν κοινά συμφέροντα, μια κοινή άποψη ή ένα κοινό πολιτισμό- ή που ανήκουν στην ίδια περιοχή ή έχουν την ίδια πίστη. Σχηματίζουν ένα κόμμα για να πετύχουν τους σκοπούς τους, να επιβάλλουν την άποψή τους ή να επεκτείνουν την επιρροή της πίστης τους στην κοινωνία συνολικά. Ο σκοπός ενός κόμματος είναι να κατακτήσει την εξουσία με την πρόφαση της εφαρμογής του προγράμματος του. Και επιπλέον, από δημοκρατική άποψη, κανένα από τα κόμματα αυτά δεν πρέπει να κυβερνά όλο το λαό εξαιτίας της ποικιλίας των συμφερόντων, των ιδεών, της ιδιοσυγκρασίας, των περιοχών και των πίστεων, πού αποτελούν την ταυτότητα του λαού. Το κόμμα είναι ένα δικτατορικό όργανο διακυβέρνησης που επιτρέπει σ' αυτούς που έχουν μία άποψη και ένα κοινό συμφέρον να κυβερνούν το λαό σα σύνολο. Σε σύγκριση με το λαό, το κόμμα είναι μια μειοψηφία.Ο σκοπός του σχηματισμού ενός κόμματος είναι η δημιουργία ενός οργάνου για να κυβερνά το λαό' ουσιαστικά για να κυβερνά τα μη μέλη του κόμματος. Γιατί το κόμμα βασίζεται, θεμελιακά, σε μια αυθαίρετη αυταρχική θεωρία ... δηλ. την κυριαρχία των μελών του κόμματος πάνω στα υπόλοιπα μέλη του λαού. Το κόμμα προϋποθέτει ότι η άνοδος του στην εξουσία είναι ο τρόπος για να πετύχει τους σκοπούς του, θεωρώντας ότι οι σκοποί του είναι οι σκοποί του λαού. Αυτή είναι η θεωρία της δικαιολόγησης της δικτατορίας του κόμματος, που είναι η βάση κάθε δικτατορίας.
Ανεξάρτητα από το πόσα κόμματα υπάρχουν, η θεωρία παραμένει η ίδια. Αλλά η ύπαρξη πολλών κομμάτων κλιμακώνει τον αγώνα για την εξουσία και αυτό καταλήγει στην καταστροφή κάθε επιτεύγματος του λαού και κάθε κοινωνικά ωφέλιμου σχεδίου. Μια τέτοια καταστροφή αρπάζεται από το αντίθετο κόμμα σαν δικαιολογία για να υπονομεύσει τη θέση του κόμματος που κυβερνά έτσι ώστε να μπορεί να το διαδεχθεί. Τα κόμματα καταφεύγουν στον αγώνα τους, αν όχι στα όπλα, πράγμα που συμβαίνει σπάνια, αλλά στην καταγγελία και τη γελοιοποίηση των πράξεων τους. Αυτή είναι μια μάχη που διεξάγεται αναπόφευκτα σε βάρος των πιο υψηλών και ζωτικών συμφερόντων της κοινωνίας. Μερικά, αν όχι όλα,από αυτά τα υψηλά συμφέροντα θα θυσιαστούν στον αγώνα για την εξουσία των οργάνων διακυβέρνησης. Γιατί η καταστροφή αυτών των συμφερόντων υποστηρίζει το κόμμα ή τα κόμματα της αντιπολίτευσης στην επιχειρηματολογία τους ενάντια στο κόμμα πού κυβερνά. Το κόμμα της αντιπολίτευσης, σαν όργανο διακυβέρνησης, πρέπει να διώξει το σώμα που κυβερνά για να αποκτήσει πρόσβαση στην εξουσία. Για να αποδείξει την ακαταλληλότητα του οργάνου διακυβέρνησης, το κόμμα της αντιπολίτευσης πρέπει να καταστρέψει τα επιτεύγματα του και να ρίξει αμφιβολίες για τα σχέδια του, ακόμη κι αν αυτά τα σχέδια είναι ωφέλιμα για την κοινωνία. Κατά συνέπεια τα συμφέροντα και τα προγράμματα της κοινωνίας θυσιάζονται στον αγώνα των κομμάτων για την εξουσία. Ο αγώνας αυτός είναι, λοιπόν, πολιτικά, κοινωνικά και οικονομικά καταστροφικός για την κοινωνία, παρά το γεγονός ότι δημιουργεί πολιτική δραστηριότητα. Εκτός από αυτά, ο αγώνας καταλήγει στη νίκη ενός άλλου οργάνου διακυβέρνησης, δηλ. στην πτώση του ενός κόμματος και την άνοδο ενός άλλου. Αλλά είναι μια ήττα για το λαό, μια ήττα για τη δημοκρατία. Επιπλέον, τα κόμματα μπορούν να εξαγοραστούν ή να δωροδοκηθούν είτε από το εσωτερικό ή το εξωτερικό.
Αρχικά, το κόμμα σχηματίζεται για να αντιπροσωπεύει το λαό. Μετά η ηγετική ομάδα του κόμματος αντιπροσωπεύει τα μέλη του και ο ανώτατος ηγέτης του κόμματος αντιπροσωπεύει την ηγετική ομάδα. Γίνεται φανερό ότι το κομματικό παιχνίδι είναι μια απατηλή φάρσα που βασίζεται σε μια πλαστή μορφή δημοκρατίας που έχει ένα εγωιστικό περιεχόμενο στηριγμένο σε ελιγμούς, τεχνάσματα και πολιτικά παιχνίδια. Όλα αυτά δίνουν έμφαση στο γεγονός ότι το κομματικό σύστημα είναι ένα δικτατορικό, και μάλιστα σύγχρονο, όργανο. Το κομματικό σύστημα είναι μια ανοιχτή, όχι καλυμμένη δικτατορία. Ο κόσμος δέν την έχει ξεπεράσει ακόμη και σωστά ονομάζεται «η δικτατορία της σύγχρονης εποχής».
Το κοινοβούλιο του κόμματος που έχει νικήσει είναι πράγματι ένα κοινοβούλιο του κόμματος, καθώς η εκτελεστική εξουσία που έχει εκχωρηθεί απ' αυτό το κοινοβούλιο είναι η εξουσία του κόμματος πάνω στο λαό. Η εξουσία του κόμματος, η οποία υποτίθεται ότι είναι για το καλό ολόκληρου τοϋ λαού, είναι στην πραγματικότητα δριμύτατος εχθρός ενός τμήματος του λαού, δηλ. του κόμματος ή των κομμάτων της αντιπολίτευσης και των υποστηρικτών τους. Έτσι η αντιπολίτευση δεν είναι ένας λαϊκός έλεγχος στο κόμμα που κυβερνά, αλλά αναζητεί η ίδια μια ευκαιρία για να αντικαταστήσει το κόμμα που κυβερνά. Σύμφωνα με τη σύγχρονη δημοκρατία, ο νόμιμος έλεγχος στο κόμμα που κυβερνά είναι το κοινοβούλιο, η πλειοψηφία του οποίου προέρχεται από αυτό το κόμμα που κυβερνά. Πράγμα που σημαίνει, ότι ο έλεγχος βρίσκεται στα χέρια του κόμματος που κυβερνά και η κυβέρνηση είναι στα χέρια του κόμματος που ελέγχει. Έτσι γίνεται φανερή η απατηλότητα, η αβασιμότητα και η ακυρότητα των πολιτικών θεωριών που κυριαρχούν σήμερα στον κόσμο, οπό τις οποίες πηγάζει η σύγχρονη παραδοσιακή δημοκρατία.
Το κόμμα είναι μόνο ένα τμήμα του λαού, αλλά η κυριαρχία του λαού είναι αδιαίρετη.
Το κόμμα κυβερνά στο όνομα του λαού, αλλά η αρχή είναι ΟΧΙ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΣΗ ΣΤΗ ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΛΑΟΥ.
Το κομματικό σύστημα είναι το σύγχρονο σύστημα φυλών και αιρέσεων. Η κοινωνία που κυβερνιέται από ένα κόμμα είναι ακριβώς σαν την κοινωνία που κυβερνιέται από μια φυλή ή μια αίρεση. Το κόμμα, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, αντιπροσωπεύει την άποψη μιας ορισμένης ομάδας του λαού, ή τα συμφέροντα μιας ομάδας τής κοινωνίας, ή μια πίστη ή μια περιοχή. Ένα τέτοιο κόμμα πρέπει να είναι μια μειοψηφία σε σύγκριση με το σύνολο του λαού όπως ακριβώς είναι η φυλή και η αίρεση. Η μειοψηφία έχει κοινά συμφέροντα ή μια αιρετική πίστη. Από αυτά τα συμφέροντα ή την πίστη, σχηματίζεται η κοινή άποψη. Μόνο η σχέση αίματος διακρίνει μια φυλή από ένα κόμμα αλλά ακόμη και στην ίδρυση ενός κόμματος μπορεί να υπάρχει σχέση αίματος. Δεν υπάρχει διαφορά ανάμεσα στους κομματικούς αγώνες και τούς φυλετικούς ή αιρετικούς αγώνες για την εξουσία. Και αν η εξουσία της φυλής και της αίρεσης απορρίπτεται πολιτικά και αποκηρύσσεται, τότε το κομματικό σύστημα πρέπει εξίσου να απορρίπτεται και να αποκηρύσσεται. Και τα δύο ακολουθούν το ίδιο μονοπάτι και οδηγούν στον ίδιο σκοπό. Η αρνητική και καταστροφική επίδραση πάνω στην κοινωνία των φυλετικών και αιρετικών αγώνων είναι ταυτόσημη με την αρνητική και καταστροφική επίδραση του κομματικού αγώνα.
ΤΑΞΗ: Το ταξικό πολιτικό σύστημα είναι το ίδιο με το κομματικό, το φυλετικό ή το αιρετικό σύστημα, δηλ. μια τάξη κυριαρχεί στην κοινωνία με τον ίδιο τρόπο που κυριαρ­χεί ένα κόμμα, μια φυλή ή μια αίρεση. Η τάξη, όπως το κόμμα, η αίρεση και η φυλή, είναι μια ομάδα ανθρώπων από την κοινω­νία, που έχουν κοινά συμφέροντα Τα κοινά συμφέροντα πηγάζουν από την ύπαρξη μιας ομάδας ανθρώπων που συνδέονται μεταξύ τους από σχέση αίματος, πίστη, πολιτισμό, περιοχή ή επίπεδο ζωής. Επίσης η τάξη, το κόμμα, η αίρεση και η φυλή προκύπτουν από παρόμοιους παράγοντες που οδηγούν σε παρόμοια αποτελέσματα, δηλ. προκύ­πτουν γιατί η σχέση αίματος, η πίστη, το επίπεδο ζωής, ο πολιτισμός και η περιοχή δημιουργούν μια κοινή άποψη για την επί­τευξη ενός κοινού σκοπού. Έτσι εμφανί­ζεται η κοινωνική δομή με τις μορφές της τάξης, του κόμματος, της φυλής ή της αίρεσης που τελικά γίνεται μια πολιτική σύλ­ληψη που κατευθύνεται προς την πραγμα­τοποίηση της άποψης και των σκοπών αυ­τής της ομάδας. Σε όλες τις περιπτώσεις ο λαός δεν είναι ούτε η τάξη, το κόμμα, η φυλή ούτε η αίρεση· αυτά δεν είναι τίποτε παραπάνω από ένα τμήμα του λαού και απο­τελούν μια μειοψηφία. Αν μια τάξη, ένα κόμμα, μια φυλή ή αίρεση κυριαρχεί σε μια κοινωνία, ολόκληρο το σύστημα γίνε­ται μια δικτατορία. Ωστόσο, ένας ταξικός ή φυλετικός συνασπισμός είναι καλύτερος από ένα κομματικό συνασπισμό γιατί ο λαός αποτελείται αρχικά από μια ομάδα φυλών. Σπάνια βρίσκει κανείς ανθρώπους που δεν ανήκουν σε μια φυλή, και όλοι οι άνθρωποι ανήκουν σε μια ορισμένη τάξη. Αλλά κα­νένα κόμμα ή κόμματα δεν αγκαλιάζει ό­λους τους ανθρώπους και κατά συνέπεια το κόμμα ή ο συνασπισμός κομμάτων αντι­προσωπεύει μια μειονότητα σε σύγκριση με τις μάζες που είναι έξω από αυτό. Με τη γνήσια δημοκρατία δεν δικαιολογείται μια τάξη να συντρίβει άλλες τάξεις για δικό της όφελος, δεν δικαιολογείται ένα κόμμα να συντρίβει άλλα κόμματα για δικό του συμφέρον, δεν δικαιολογείται μια φυλή να συντρίβει άλλες φυλές για δικό της όφελος και δεν δικαιολογείται μια αίρεση να συν­τρίβει άλλες αιρέσεις για δικό της συμφέ­ρον. Το να επιτρέπονται τέτοιες πράξεις σημαίνει να εγκαταλείπεται η λογική της δημοκρατίας και να γίνεται προσφυγή στη λογική της βίας. Μια τέτοια πράξη είναι δι­κτατορική, γιατί δεν είναι προς όφελος ολό­κληρης της κοινωνίας, η οποία δεν αποτε­λείται από μια μόνο τάξη ή φυλή ή αίρεση ή από τα μέλη ενός κόμματος. Δεν υπάρχει δικαιολογία για μια τέτοια πράξη. Η δι­κτατορική δικαιολόγηση είναι ότι η κοινωνία αποτελείται στην πραγματικότητα από διά­φορα μέρη, και ένα από τα μέρη αναλαμ­βάνει να διαλύσει τα άλλα μέρη για να μεί­νει μόνο του στην εξουσία. Αυτή η πράξη δεν είναι όμως προς το συμφέρον ολόκλη­ρης της κοινωνίας, αλλά προς το συμφέρον μιας ορισμένης τάξης, φυλής, αίρεσης ή κόμματος, δηλ. είναι προς το συμφέρον αυτών που αντικαθιστούν την κοινωνία. Η πράξη της διάλυσης κατευθύνεται αρχικά ενάντια στα μέλη της κοινωνίας που δεν ανήκουν στο κόμμα, την τάξη, τη φυλή ή την αίρεση που αναλαμβάνει τη διάλυση.
Η διασπασμένη κοινωνία από τους κομ­ματικούς αγώνες είναι παρόμοια με μια κοι­νωνία διασπασμένη από φυλετικούς και αιρετικούς αγώνες.
Το κόμμα που σχηματίζεται στο όνομα μιας τάξης γίνεται αυτόματα ένα υποκατά­στατο για την τάξη αυτή και συνεχίζει μέ­χρις ότου αντικαταστήσει την εχθρική προς αυτό τάξη.
Κάθε τάξη που γίνεται κληρονόμος μιας κοινωνίας, κληρονομεί, ταυτόχρονα, τα χαρακτηριστικά της. Πράγμα που σημαίνει ότι αν η εργατική τάξη, για παράδειγμα, συντρίψει όλες τις άλλες τάξεις, γίνεται κληρονόμος της κοινωνίας, που σημαίνει, ότι γίνεται η υλική και κοινωνική βάση της κοινωνίας. Ο κληρονόμος φέρει τα χαρα­κτηριστικά αυτού που κληρονομεί, αν και μπορεί να μην είναι φανερά αμέσως. Κα­θώς ο καιρός περνά, τα γνωρίσματα των άλ­λων τάξεων που έχουν εξαλειφθεί εμφανίζον­ται στους ίδιους τους κόλπους της εργατικής τάξης. Και οι κάτοχοι αυτών των χαρακτηριστικών υιοθετούν τις στάσεις και τις από­ψεις που αντιστοιχούν στα χαρακτηριστικά τους. Έτσι η εργατική τάξη γίνεται μια ξεχωριστή κοινωνία, δείχνοντας τις ίδιες αν­τιφάσεις όπως η παλιά κοινωνία. Τα υλικά και ηθικά κριτήρια των μελών της κοινωνίας είναι διαφορετικά στην αρχή αλλά μετά δημιουργούνται οι φατρίες που αυτόματα εξελίσσονται σε τάξεις, όπως είχαν διαλυ­θεί. Έτσι ο αγώνας για κυριαρχία της κοι­νωνίας αρχίζει πάλι. Κάθε ομάδα ανθρώ­πων, ύστερα κάθε φατρία και τέλος κάθε νέα τάξη, προσπαθεί να γίνει το όργανο διακυβέρνησης.

Η υλική βάση της κοινωνίας δεν είναι σταθερή γιατί έχει μια κοινωνική άποψη. Το Όργανο διακυβέρνησης μόνο της υλικής βάσης της κοινωνίας θα είναι, ίσως, σταθερό για ορισμένο διάστημα, αλλά ξε­περνιέται καθώς νέα υλικά και κοινωνικά κριτήρια δημιουργούνται από την ίδια υλική βάση. Κάθε κοινωνία με ταξική σύγ­κρουση ήταν στο παρελθόν μονοταξική κοινωνία αλλά, χάρη στην αναπόφευκτη εξέλιξη, η συγκρουόμενη τάξη αναδύθηκε απ' αυτή την ίδια τάξη.
Η τάξη που ιδιοποιείται τις περιουσίες των άλλων για να διατηρήσει το όργανο διακυβέρνησης για δικό της συμφέρον, θα διαπιστώσει ότι οι υλικές περιουσίες έφε­ραν μέσα σ' αυτή την τάξη ότι φέρνουν συνήθως οι υλικές περιουσίες μέσα στην κοινωνία συνολικά.
Με λίγα λόγια, οι προσπάθειες να ενω­θεί η υλική βάση της κοινωνίας για να λυ­θεί το πρόβλημα της διακυβέρνησης ή για να τεθεί ένα τέλος στον αγώνα προς όφελος του κόμματος, της τάξης, της αίρεσης ή της φυλής, απέτυχαν όπως και οι προσπάθειες να ικανοποιηθούν οι μάζες μέσω της εκλο­γής αντιπροσώπων ή με την οργάνωση δημοψηφισμάτων για να ανακαλυφθούν οι απόψεις τους. Το να συνεχίσουμε με αυτές τις προσπάθειες έγινε χάσιμο χρόνου και εμπαιγμός του λαού.

Παρασκευή 14 Οκτωβρίου 2011

LEON DEGRELLE: MILITIA

Κεφάλαιο XXVI
Δαμάζοντας τα άλογα.

Οι ψύλλοι, σε πυκνές τάξεις έχουν εισβάλει μέσα στις στολές μας βρώμικες πια από τα χώματα.  Μερικοί αρουραίοι τρέχουν εδώ και εκεί. Ένα ποντίκι προσπαθεί να ζεσταθεί  μπροστά στη  μύτη μου στη διάρκεια των ωρών του ύπνου.

Οι συντροφιές   αυτές είναι αρκετά εποικοδομητικές  σε ότι αφορά  τη ματαιοδοξία της υπερηφάνειας μας, μια  που δεν καταφέρνουμε να  ξεφύγουμε ούτε  και από τα  μικρότερα ζωύφια, ούτε από τα πιο άθλια  και πιο βρώμικα από αυτά.
*

Όμως η ποίηση βρίσκεται παντού .Μπροστά από τα τουφέκια μας χιλιάδες σπουργίτια  χοροπηδούν ανάμεσα στους φράχτες κουνώντας ανάλαφρα τις στρογγυλεμένες κοιλίτσες τους. Ακούν από την ένα μέτρο απόσταση τα διακριτικά μας κελεύσματα σε μια προσπάθεια να καταδεχτούν να τιτιβήσουνε μαζί μας.   Έπειτα φωλιάζουν με αστείες κινήσεις μέσα στις καλαμιές : θορυβούν,τιτιβίζουν, σφυρίζουν λες και ο ασημένιος ουρανός σκορπούσε κύματα φωτεινής ιλαρότητας  πάνω από το παγωμένο τοπίο.

Υπάρχουν και κοράκια που περνούν σαν μαύρες αστραπές ολιγάριθμα και σιωπηλά: και κάθε τόσο βγάζουν τη δυνατή βραχνή κραυγή τους για να υπενθυμίσουν ότι ο Θάνατος παραμονεύει  στο πέρασμα, αυστηρός όπως και αυτά, αδηφάγος όπως αυτά με φτερό σκοτεινό και κοφτερό.
Προσπαθούμε πάντα να χαμογελούμε: στα σπουργίτια που τιτιβίζουν στα περήφανα κοράκια που περνούν.
Αλλά η καρδιά είναι καρδιά , και πίσω από το χαμόγελο των χειλιών και των ματιών διαθέτει τα φτωχά ανόητα μυστικά  του ζώου που υποφέρει.
*
Από κάθε σημείο νοιώθουμε να μας κατασκοπεύει ο θάνατος. Κάθε βήμα έχει και το τίμημά του ,βήμα βαρύ που πρέπει να γίνει ανάλαφρο, παρά το βάρος του οπλοπολυβόλου που βαραίνει ,τα πόδια που παραπατούν,τις ελώδεις  περιοχές μέσα στις οποίες  τσαλαβουτούμε, τις  μεγάλες τρύπες μέσα στις οποίες βουλιάζεις δίχως να το καταλάβεις.
Αυτή εδώ είναι η αχάριστη ζωή των όπλων, αυτή που δεν γνωρίζει ενθουσιασμούς, δεν έχει   θεατές  και που-δεν έχει σημασία πότε- μπορεί στη πορεία της  να μας μαχαιρώσουν, να μας σύρουν ζωντανούς μέχρι τις θέσεις των εχθρών του μετώπου .Χρειάζεται να βαδίζεις ήρεμα , μέτρο -μέτρο την ώρα που κάποιο βλήμα μπορεί να εκραγεί στα δέκα βήματα. Κάποιο χτύπημα στο σκοτάδι ανάμεσα στις γραμμές ,μια βραχνή κραυγή  και η νύχτα και πάλι θα περάσει, σκοτεινή παγωμένη ,αμείλικτη.............
*
Κάνει τόσο κρύο που σκάζουνε τα φάρμακα. Ακόμα και το αλκοόλ στα παγούρια του ασθενοφόρου έχει παγώσει.Δύστυχα πόδια ,δύστυχα αυτιά,δύστυχες άσπρες και μουμιοποιημένες μύτες ,μέσα στις τρομερές ,γεμάτες ουρλιαχτά και σφυρίγματα νύχτες.
Σήμερα, ήλθε η διαταγή να αναχωρήσουμε για ένα άλλο τομέα του μετώπου.Θα πάμε όπου μας διατάξουν να πάμε χαμογελαστοί μέσα στο χιόνι  που, αφού ξυπνήσαμε και μετά , πέφτει αργά σε χοντρές νιφάδες. 
Τα πόδια μας θα παγώσουν, τα χείλη θα σκάσουν, τα κορμιά, κουβαριασμένα για να νοιώθουν λιγότερο το κρύο θα είναι βαριά και δυσκίνητα, αλλά η εσωτερική φλόγα ολοένα και θα δυναμώνει για να δώσει στο βλέμμα μας τη λάμψη του ήλιου. 
*
Αυτό το άθλιο μισοσκότεινο τοπίο θα σταθεί το κέντρο μιας έντονης πνευματικής ζωής. Θα μας ακολουθήσει , θα αναγεννηθεί τυχαία σε παγωμένους δρόμους , σε πρόχειρα καταλύματα  ,σε πλαγιές , σε χαρακώματα  αναζητώντας  κάποιο πέρασμα ,πότε κυνηγώντας  τον εχθρό ,πότε ζητώντας   να αποφύγει τα πυρά του.
Κάποια ημέρα θα μπορέσουμε να επιστρέψουμε εδώ αλλά η πρωταρχική αιτία θα έχει πλέον εξαφανιστεί.
Γι αυτό θα ξεκινήσουμε το χάραμα δίχως να κοιτάξουμε πίσω.Η ζωή βρίσκεται μπροστά, και η ζωή είναι και θάνατος μαζί. 
*
Αγαπάμε με πάθος αχαλίνωτο τη σαρκική μας ύπαρξη,το ρυθμό των σκέψεών μας ,τον οίστρο των αισθήσεών ,όλα αυτά που μπορεί να εξαφανίσει μια λάμψη μέσα στο σκοτάδι. Τα χέρια , τα πόδια , τα μάτια .Όλα αυτά που χρειάζονται για να αγκαλιάζεις , να περπατάς , να κοιτάς με πάθος και με αυτοπεποίθηση . Όλα αυτά ζητούν τα δικαιώματά τους στη ζωή ,τα δικαιώματα του ζώου ,που θέλει να τρέξει και να αρπάξει,το δικαίωμα του πνεύματος που θέλει να μαγέψει τον εαυτό του και να δημιουργήσει.
Η ζωή ! Πόσο είναι όμορφη, απερίγραπτα όμορφη, ενθουσιώδης, γλυκύτητα των κορμιών, φως του μεσημεριού, φλόγα της φωτιάς.
Αυτή ακριβώς τη ζωή  κρατάμε σφιχτά στα χέρια μας, στρατιώτες,σιωπηλοί,προσεκτικοί ,υπομονετικοί, φρουροί του ερέβους.
Έχουμε μάθει να κρατούμε πειθαρχημένους τους εαυτούς μας ,να δαμάζουμε τα άγρια άλογα ,που χλιμίντριζαν στις απέραντες πεδιάδες των  φανταστικών μας ονείρων ' Κρατώντας τα σταθερά με χέρι αποφασισμένο γεμίζουμε τα πνευμόνια μας, με τη πανίσχυρη μυρουδιά της ζωής,που αχνίζει από τις πλάτες των κουρασμένων δρομέων, μια απόλαυση που μας κάνει να κλείνουμε τα μάτια.   Ζωή.Ζωή.
(Ένα είδος γραφής πολύ διαφορετικό από αυτό που έχουμε συνηθίσει.Ένας ύμνος στην ίδια τη ζωή από ένα Ευρωπαίο που ενώ ήταν Ποιητής, έγινε διάσημος σαν Στρατιώτης.)

GASTON BOUTHOUL:ΑΙ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΗΡΩΙΣΜΟΥ ΑΝΤΙΛΗΨΕΙΣ ΜΕΣΑ ΕΙΣ ΤΗΝ ΜΟΝΤΕΡΝΑΝ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑΝ

GASTON BOUTHOUL
ΠΡΑΓΜΑΤΕΙΑ ΠΕΡΙ
ΠΟΛΕΜΟΛΟΓΙΑΣ
ΚΟΙΝΟΝΙΟΛΟΓΙΑ
ΤΩΝ ΠΟΛΕΜΩΝ
ΑΘΗΝΑΙ 1980
Σελ. 510
H φιλολογία θέτει εις την διάθεσιν της κοινωνιολογίας τα καλύτερα τεκμήρια (δοκουμέντα) κατάλληλα να την διαφωτίσουν, προπαντός επί των νοοτροπιών. Εκφράζει υφ' όλας τας όψεις των τας προτιμήσεις τα ιδανικά και τας δοξασίας των κοινωνιών. Τοποθετεί τους ήρωας και περι­γράφει τας υποδειγματικάς πράξεις. Ούτω, ανέκαθεν, τα δύο ουσιώδη θέματα της φιλολογίας είναι αι δύο κατ' εξοχήν κοινωνικαί εκδηλώσεις, ο έρως και ο πόλεμος.
Η φιλολογία είναι η πλέον αμέσως αντιληπτή εκδήλωσις, διότι είναι σαφής (δεν έχει ανάγκην, όπως η στατιστική, να ερμηνευθή), παρέχουσα την εικόνα του πίνακός μας των αξιών. Είναι, όθεν, ιδιαιτέρως ενδιαφέρον να αναλύσωμεν τας φιλολογικάς αντιλήψεις του ηρωισμού μέσα εις μίαν εποχήν τόσον πολεμικήν όσον είναι η ιδική μας.
Ο Νίτσε είναι ο πρόδρομος των μοντέρνων θεωριών του ηρωισμού. Γνωρίζομεν την σημασίαν που έχει ο Νίτσε μέσα εις την μοντέρναν σκέψιν. Ημπορεί κανείς να είπη ότι το έργον του υπήρξε να προπαρασκευάση τα πνεύματα δια τας μεγάλας συρράξεις μιας εποχής, την οποίαν εξήγγειλε λέγων ότι «ο εικοστός αιών θα ήτο η κλασσική εποχή του πολέμου». Το διάστημα μιάς γενεάς έπειτα από την διδασκαλίαν του, διαδοθείσαν προ­παντός μέσα εις τας  ιθυνούσας τάξεις, αρκεί δια να αναλάβουν αυταί αδιστάκτως την ευθύνην των μεγαλυτέρων σκοτωμών της Ιστορίας.
Ο  Νίτσε ηθέλησε να δημιουργήση εκ νέου μίαν αριστοκρατικήν ηθικήν. Απηχθάνετο όχι μόνον την δημοκρατίαν και τας περί ισότητος ιδέας, αλλά και τον Χριστιανισμόν ακόμη, μέσα εις τον οποίον έβλεπε την πηγήν αυτών των ιδεών. Ήθελε να απαλλάξη την νέαν αριστοκρατίαν από τα Χριστιανικά κωλύματα, δηλαδή από την ταπεινότητα, το έλεος και τον οίκτον, που την κάμνουν να αμφιβάλλη και, δια τον εαυτόν της ακόμη, και την εμποδίζει να ασκή τελείως το κύρος της επί του λαού. Η νέα αριστοκρατία των υπεράνθρωπων του θα πρέπει να πρεσβεύη μίαν ηθικήν της περιφρονήσεως και να θεωρή τον λαόν, όχι ως το αντικείμενον της φροντίδος της, αλλά μοναδικώς ως το όργανον του μεγαλείου της.
Υπεράνω όλων των αρετών τοποθετεί, ο Νίτσε, την «θέλησιν δυνά­μεως» και την «στρατιωτικήν στάσιν της ψυχής», η οποία πρέπει να είναι δύστροπος και ανελέητος. Εκεί έγκειται ο μηδενισμός του, απελπιστικός δια τας μάζας και μεθυστικός δια τους άρχοντας.
Η προσωπικότης του Τ.Ε. Lawrence είναι μυστηριώδης και διφορού­μενη. Δίδει λαβήν εις πολλαπλάς ερμηνείας : ο κόσμος συμφωνεί, εν πάση περιπτώσει, να τον τοποθέτηση εις το στερέωμα του μοντέρνου μυθώδους. Γνωρίζει ότι, αφού εβασίλευσε πραγματικώς εις την Αραβίαν και υπήρξεν ο ακρογωνιαίος λίθος της εγγύς Ανατολής, απεσύρθη και κατετάγη ως απλούς στρατιώτης εις τον αγγλικόν στρατόν με άλλο όνομα, αποφεύγων κάθε διακριτικήν μεταχείρησιν και εφονεύθη ως στρατιώτης κατόπιν ενός κοινού ατυχήματος. Το ουσιώδες του έργου του και του παραδεί­γματος του είναι εν βιβλίον με τίτλον «Οι  Έπτά Στυλοβάται τής Φρονήσεως».
Η επιρροή του επί του Malraux, επί παραδείγματι, είναι αναμφισβή­τητος, ίσως δε και επί μη εισέτι γενομένων γνωστών άλλων συγγραφέων, χωρίς να γίνη λόγος και δια ροπάς τας οποίας να ενέπνευσε με το καλώς ή κακώς εννοηθέν παράδειγμα του. Πρόκειται πράγματι δι' αυτόν να κατα­νικήση τον άνθρωπον, και μάλιστα διττώς. Κατ' αρχάς να κατανικήση την ανθρωπίνην φύσιν, την ιδίαν αυτού φύσιν, λογικώς υποτιθεμένην : φό­βος της οδύνης, φόβος του θανάτου, φόβος των ευθυνών, ματαιότης, επίσης δε, τουθ' όπερ δυνατόν να είναι η μεγαλυτέρα προσπάθεια, η μία μεταφυσική φυγή, να κατανικήση τον λανθάνοντα ατομικισμόν, την αλαζονείαν (τοσούτω μάλλον απαιτητικήν καθ' όσον η προσωπικότης είναι εξαιρετική), τελικώς δε να συγχωνευθή μέσα εις μίαν ανώνυμον μάζαν, την οποίαν ένας οίκτος σχεδόν θρησκευτικός τον παρασύρει να υπηρέ­τηση. Ιδού ποίαν απόφασιν έλαβεν ο Λώρενς και δεν θα λάβη ο Μαλρώ. Η ηρωϊκή εκδοχή του Λώρενς είναι όπως η μυστικιστική έκστασις- η εκδο­χή αυτή παραδέχεται το απόλυτον και ουδέν δι' εαυτήν επιφυλάσσει· τα ακραία όρια της υπάρξεως προσφέρουν, μόνον αυτά, την επιζητουμένην κατανίκησιν με απελπισίαν άμα και γαλήνην. Ένεκα τούτου η επίθεσις θα είναι κατά βάθος αδιάφορος, αρκεί να είναι επικίνδυνος και να προσφέρη εις την ψυχήν και εις τον άνθρωπον τας πλέον σκληράς συνθήκας δια να κατανικήση εαυτόν : εν ανάγκη δια της πειθαρχίας, όπως και δια τον Jünger. Η μορφή του Λώρενς, απογυμνουμένη από την ανεκδοτικήν και περιπετειώδη πλευράν η οποία εδημιούργησε κατ' αρχάς όλην την ακτινοβολίαν και της οποίας το πρόσχημα, επί μάλλον και μάλλον έκδηλον, άγεται εις το δεύτερον πεδίον (πλάνον), είναι εν παράδειγμα, σχεδόν μεσαιωνικόν, μυστικιστικού ηρωισμού.
Εν αντιθέσει προς τον Λώρενς, ο Ανδρέας Μαλρώ δεν βλέπει ειμή μόνον εν μέσον δια να εκφύγη από την ανθρωπίνην κατάστασιν, και αυτό είναι να την αντιληφθή πλήρως. Έδωσε μίαν έκφρασιν τυπικήν άμα και υποδειγματικήν της εκδοχής του ηρωισμού μέσα εις την μοντέρναν νοοτροπίαν, εικονιζομένου με ένα νέον ρομαντισμόν, τον ρομαντισμόν από τον οποίον παρά ταύτα ούτε ο Chateaubriand, ούτε ο Byron, ούτε και  ο Barres ακόμη, δεν απουσιάζουν. Εσκεμμένως χρησιμοποιούμεν την λέξιν «ρομαν­τισμός» και επελέξαμεν, ως ιδιαιτέρως αντιπροσωπευτικούς τύπους, τους τρεις ως άνω συγγραφείς. Δια τον Λώρενς, δεν υπάρχει άλλο ιδεώδες από το να φονεύη κανείς την ζωήν. Δια τον Ernst Jünger, το να ζη κανείς είναι να είναι έτοιμος να αποθάνη καλώς, ενώ δια τον Μαλρώ είναι «καλύτερον να αποθάνη κανείς παρά να μη ζη».

Εάν λάβη  κανείς  υπ' όψιν τας ενδογενείς ορμάς  μιας γενεάς, (374)
περισσότερον πιθανώς ανήσυχου από τας προηγουμένας και στερουμένης κατευθυντηρίου πίστεως, θα εννοήση πόσον αι θεωρίαι του Μαλρώ είναι αντιπροσωπευτικαί και πόσον αι αντίθετοι προς αυτάς, αι θέσεις του Jünger, ηδυνήθησαν να εμφυτευθούν. Ευρίσκομεν εις τον Μαλρώ την αναζήτησιν μιας αιτίας, ελλείψει δε μιας αιτίας, εν πρόσχημα, και εν πρό­σχημα θεωρούμενον υπ' αυτού ως γενναιόφρον : διότι πρόκειται ακρι­βώς να τοποθετήση ορθώς την ζωήν του και τον κίνδυνον της ζωής του· κίνησις ενδογενής εις τον άνθρωπον, είτε η άναζήτησις μιας αιτίας από τον Δον Κιχώτην, από τον επαναστατημένον ρομαντικόν, από τον τοιούτον του Valles, είτε αι νιτσεϊκαί απαιτήσεις. Εκείνο που χαρα­κτηρίζει τον Μαλρώ είναι ο ατομικισμός : ο ηρωισμός είναι εν πράγμα όπως η σωτηρία της ψυχής, διά την οποίαν έκαστος αναλαμβάνει την ευθύνην, έξ ου και η ανυποληψία του δια τους κατά παραγγελίαν πολέ­μους και τους πολέμους με στρατούς της υποχρεωτικής στρατολογίας, και η έξαρσίς του, ο ενθουσιασμός του, δια τους εμφυλίους πολέμους και τας επαναστάσεις αι οποίαι κατ' αρχήν δεν παραγγέλλονται, αλλ' εκλέ­γονται, επιλέγονται, διακινδυνεύονται.
O Μαλρώ λέγει: «Τας ιδέας, δεν πρέπει να τας έχωμεν σκεφθή, άλλά να τας έχωμεν ζήσει». Πρόκειται οθεν, να επινοήσωμεν και να προτείνωμεν μίαν διαγωγήν πρίν ή προτείνωμεν μίαν αίσθητικήν να συνδέσωμεν μίαν συμπεριφοράν με εν έργον μίαν θέλησιν να κατανοήσωμεν πλήρως όχι μόνον την άνθρωπίνην κατάστασιν, αλλά και την κατάστασιν του καλλιτέχνου : εν συνάψει, όπως έλεγεν ο Théophile Gautier, να τοποθετήσωμεν «τας ορμάς της ψυχής υπεράνω της καταστάσεως». Ποίαι είναι αι αρχαί του Μαλρώ; Προ παντός : «το θάρρος να αντιμετωπίζη κανείς τον θάνατον δια να άξιοποιή την ζωήν». Και ακόμη : «Ο κίνδυνος θανάτου είναι, όθεν, η πιθανότης ζωής, εάν αληθεύη ότι η ζωή δέχεται, από αυτόν τον κίνδυνον, έξαρσιν και έντασιν». Πρόκειται «να παίξη κανείς την ζωήν του εις εν παιγνίδι μεγαλύτερον από αυτόν», διότι ο «κίνδυνος να κρεμασθή ανά πάσαν στιγμήν της δίδει μίαν άπεριόριστον τιμήν». Ολίγον ενδιαφέρει εάν οι ήρωες του ή οι μαθηταί του ενδίδουν εις έν πνεύμα θυσίας λανθάνον ομαδικώς μέσα εις κάθε γενεάν. Δέν θέλουν αυτοί να είναι ασυνείδητοι και, δια να αποδείξουν ότι είναι εκτός συναγωνισμού, ότι είναι άνθρωποι που έκαμαν την επιλογήν των, πηγαίνουν να τοποθε­τηθούν εκεί όπου μόνον η όρεξίς των δια την ζωήν, τον θάνατον και την δύναμιν τους καλεί, εις τους πλέον δραματικούς τόπους, μέσα εις τους κινεζικούς ή ισπανικούς εμφυλίους πολέμους, εις την καρδίαν των πλέον ατομικών εξερευνήσεων, εις την δράσιν, εις τήν μάχην. Εάν ομιλή κανείς περί δυνάμεως, δεν πρόκειται περί οφέλους, αλλά περί μιας αποδείξεως αυτοκυριαρχίας, κυριαρχίας επί των άλλων, ανόδου εις τον υπεράνθρωπον του Νίτσε. Ένεκα τούτου, εάν ο ιδεαλισμός και η πνευματική γενναιοφροσύνη υπάρχουν, λόγω μιας αυστηρώς προσωπικής ιδιαιτερότητος του συγγραφέως (τουθ' όπερ, άλλωστε, τον κάμνει ένα επίλεκτον προπαγαν-διστήν δια την νεολαίαν), αυταί δεν αποτελούν πραγματικώς τον σκοπόν : ο αληθινός σκοπός είναι μία ηθική ατομικού ηρωισμού, ηθική νίκης κατά του ανθρώπου, κατά του ενστίκτου αυτοσυντηρήσεως του ανθρώπου, κατά του φόβου του, των συνηθειών του, του ευκόλου οίκτου του. Μέσα εις το έργον «La Condition Humaine» (Η Ανθρωπίνη Κατάστασις), εν πρό­σωπον πηγαίνει νά ριφθή με την βόμβαν του υπό την άμαξαν του εχθρι­κού αρχηγού. Εξηγεί την πράξιν του ως εξής : « ... η έννοια της ζωής, η πλήρης αυτοκυριαρχία. Ολική. Απόλυτος. Να μη ζητή κανείς, να ζητή (375)  αενάως ιδέας, καθήκοντα. Από μιάς ήδη ώρας δεν αισθάνομαι πλέον εκείνο που με έβάρυνεν ... ». Και ο Scali μέσα εις το έργον του «L' Espoir» (Η 'Ελπίς) : «Εσκέφθην πολύ τον θάνατον, αφ' ότου μάχομαι, ουδέποτε πλέον τον σκέπτομαι».
Καθ' όσον αφορά εις τους ήρωας που χύνουν το αίμα των, δια την φιλολογίαν ούδεμίαν με τους θεούς σχέσιν έχουν. Εν κατακλείδι, μέσα εις όλα αυτά δεν υπάρχει ζήτημα θανάτου, αυτή δε η μορφή φιλολογίας, με τον δίαυλον του ηρωισμού, καταλήγει εις την νεκρολατρείαν. Και εις αυτό, ο Bernanos θα απαντήση : «Δυσπιστώ προς εκείνους που πεθαίνουν καλά».
Μεταξύ των πλέον αντιπροσωπευτικών φρενηρών ρομαντικών, ημπορεί κανείς να αναφέρη τον Henri de Montherlant. Εδώ η επίδρασις του Barres είναι θεαματική. Παρέχει εν σχέσει με τον Μαλρώ δύο ιδιαιτερότητας. Κατ' αρχάς ο ατομικισμός είναι ακόμη πλέον περιοριστικός· υπερτερεί η αισθητική. Μέσα εις το υπό του Montherlant προτεινόμενον ηρωϊκόν ιδεώδες του Matamore, δεν υπάρχει πλέον ανάγκη εξεγέρσεως, εμφυλίου πολέμου, «ηρωικού άσματος» : ένας αθλητικός ανταγωνισμός ή ακόμη καί ένας ταύρος θα αρκέση δια να κραταιώση το θάρρος, την έφεσιν του κινδύνου και την αυτοκυριαρχίαν, ακόμη καί μία εύσωμος γυναίκα. Υπάρ­χει, όμως, εις τον Montherlant εν γνώρισμα του οποίου η εμβέλεια είναι κοινωνική, καί αυτό είναι η έξαψις της ομάδος, του πνεύματος σώματος, η κλήσις προς την δημιουργίαν μιάς θαρραλέας ελίτ, εις την οποίαν αι πολε­μικαί και αθλητικαί ίδιότητές της, ως και το αίσθημα της υπεροχής, να της προσδώσουν κάτι, όπως εν δικαίωμα  ιπποτισμού. Λέξις που και ο ίδιος εχρησιμοποίησεν. Ο Ernest Jünger, τούτο σκεπτόμενος, αυτό το νιτσεϊκόν ιδεώδες επί του οποίου πάντοτε στηρίζεται κανείς, παρουσιάζει ομοιότη­τας με τον Mοntherlant.
Οφείλομεν να μνημονεύσωμεν τον Αμερικανόν συγγραφέα Hernest Hemingway, λίαν αντιπροσωπευτικόν μιας εξελίξεως, ο οποίος συγγενεύει λίαν οφθαλμοφανώς με την ηρωϊκήν φιλολογίαν περί της οποίας ανωτέρω ωμιλήσαμεν : έξαρσις της ατομικής περιπετείας, της βιαίας πράξεως της οποίας το δυνατόν έπαθλον είναι ο θάνατος, τουθ' όπερ καθιστά την υπόθεσιν τόσον διεγερτικήν. Υπάρχει εις αυτόν εν είδος έρωτος δια την ζωήν, υφ' όλας τας όψεις, ο οποίος προέρχεται εν μέρει από μίαν συνείδησιν, διότι θα ριφθή και αυτός ο ίδιος, μαζί με τους ήρωας του, μέσα εις όλους τους τόπους τους οποίους θα θεωρήση επιθυμητούς. Περισσότερον ακόμη και από τον Μαλρώ, πιστεύει ότι, τας ιδέας, δεν είναι δυνατόν παρά να τας έχωμεν ζήσει. Σχεδόν δεν υπάρχουν πλέον ιδέαι, αλλά πρά­ξεις τινές σχολιασθείσαι- τελικώς από το στοίχημα δια την πράξιν θα καταλήξη και αυτός επίσης να υμνήση την βίαν, δι' αυτήν ταύτην, και όπως ο Montherlant, ελλείψει καλυτέρου, θα επανεύρη τον ταύρον. Και ούτω, έπειτα από αυτόν, δια τας μετά τον πόλεμον 1940-1945 γενεάς, μία ωρισμένη αμερικανική φιλολογία, όπου η βία αντικαθιστά την σκέψιν και την ηθικήν, θα δυνηθή να παράσχη μερικά αντισταθμικά όνειρα εις την νεολαίαν όταν θα φαίνεται μήτε πίστιν- μήτε εμπιστοσύνην έχουσα.
Θα ηδύνατο κανείς να μνημονεύση επί τούτοις την ρομαντικήν εκείνην κραυγήν : «Επιταχύνατε αυτάς τας πολύ βραδείας ημέρας τας οποίας ρέω εις τους αβύσσους». Εάν εχρησιμοποιήσαμεν συχνά την λέξιν «ρομαντικός», τούτο οφείλεται εις το ότι αι τάσεις του μας φαίνονται ότι είναι μία σταθερά· μέσα εις αυτά τα ηρωικά κινήματα τα οποία ο κό­σμος έζησε και τα οποία επροτάθησαν, ένθα η ζωή υποτιμάται ή υπερτιμάται, (376)  υπάρχει η εξέγερσις, «η μεταφυσική αξία της εις την κόλασιν κατα­δίκης, την οποίαν αποδέχεται κανείς, επωμίζεται ή επικαλείται, καθίσταται η υστάτη προσφυγή της προμηθεϊκής στάσεως και του σήματος επίσης επιλογής του εξεγερθέντος». Δεν υπάρχουν ειμή δύο είδη φυγής : Ο μυστικιστής ονειρεύεται να ενωθή με τον Θεόν και να περιμένη όλα από την χάριν του, ο φρενήρης θεωρεί ότι εξισούται με τον Θεόν και εγκατα­λείπεται εις την ιδίαν αυτού πνευματικότητα».
Αυτό μας άγει εις τον ομαδικόν νιτσεϊσμόν του Ernest Jünger. Ουδείς έπειτα από τον Hegel και τον Joseph de Maistre εξύμνησε τον πόλεμον όπως ο Jünger μέσα εις τα  πρώτα έργα του : «Πρέπει να γίνωνται περιο­δικώς πόλεμοι, διότι εκδηλώνουν την θέλησιν της φύσεως αναλαμβανούσης τα δικαιώματα της επί των μεγάλων ανθρωπίνων συλλογικοτήτων, αι οποίαι επιζητούν να εκφύγουν από την επήρειάν της». Ο πόλεμος νοείται από τον Jünger ως αφιλοκερδής, διότι τονίζονται αι διαπαιδαγωγικαί αξίαι, ατομικαί, αι ηρωΐκαί αξίαι, υποδειγματικοί. Ο Jünger, ακόμη και εν αρχή, δεν θεωρεί τας καταστροφάς και τας σφαγάς τόσον ευθηνάς όσον ο Hegel και ο Joseph Maistre. Αλλά πρόκειται δι' αυτόν να απαλύνη την ψυχήν ένεκα τούτου, απολακτίζει την ατομικήν, φαντασιώδη και απειθάρχητον περιπέτειαν, εξ ελευθέρου ορισμού, άρα απογυμνωμένην από εκείνο που δια τον Jünger αποτελεί το ουσιώδες της θυσίας, την αποδοχήν ενός καταναγκασμού (1).
Κατηγόρησαν τον Jünger διότι παρέσχεν εις το χιτλερικόν κίνημα ιδεολογικάς βάσεις· αυτό δεν είναι βέβαιον. Εκείνο, όμως, που είναι βέβαιον είναι ότι εξέφρασεν ως συγγραφεύς, ως ποιητής, ιδέας που εκυκλοφόρουν εις την Γερμανίαν, κατά τα έτη 1918-1930 και συγκεχυμένα αισθήματα, άνευ των οποίων η αποδοχή του Γ Ράιχ υπό της Γερμανίας θα είχε καταστή ακάλυπτος. Το ότι ο Jünger ευρέθη ξεπερασμένος ωσάν μαθητευόμενος μάγος, δεν έγκειται εκεί το ζήτημα. Εκείνο που μας φαίνεται κοινωνιολογικώς ενδιαφέρον είναι η φιλολογική εκδήλωσις μιας υποδειγματικής ιδεολογίας, απορρεούσης από πλείονας του ενός μαχητάς των δύο πολέμων. Εκείνο που είναι αρκετά εντυπωσιακόν είναι ότι και εις αυτόν ακόμη τον άπολογητήν του ομαδικού πολέμου, της ιεραρχίας και της σιδηράς πειθαρχίας, δεν φαίνεται να είναι ο εθνικισμός εν απαραίτητον πρόσχημα : υπάρχει, όθεν, εδώ, παρά τους ερημωτικούς πολέ­μους του πρώτου ημίσεος του 20ου αιώνος, εν περίεργον σημείον, καθ' όσον είναι νέον άμα και γενικόν : «Εκείνο που ενδιαφέρει δεν είναι ο σκοπός δια τον οποίον μαχόμεθα, αλλ' είναι να μαχώμεθα». Διότι πρό­κειται προπαντός να δημιουργήσωμεν ήρωας συνηθισμένους «να υφίσταν­ται τρομεράς δοκιμασίας και να διαπράττουν το χειρότερον χωρίς να φοβούνται το χυνόμενον αίμα». Εν κατακλείδι, να δημιουργήσωμεν όργανα της δημογραφικής ανάπαυλας εις την καθαράν κατάστασιν. Θα ημπορέση κανείς να είπη περί αυτών ότι είναι «οι νικηταί του φόβου». Και αυτός επίσης βλέπει να αναθρώσκουν από τας φλόγας του πολέμου αι υπέρταται αρεταί, εξ ου η απουσία μίσους και η λατρεία του ήρωος, εις οιανδήποτε φατρίαν και αν αυτός, ανήκη. Διότι η μεταφυσική καί ηθική αξία των δεινών κάμνει τον πόλεμον, ακόμη και αν είναι παράλογος, σχολείον όπου ο άνθρωπος μανθάνει να υπομένη τον πόνον, το άλγος, και να μη τα φοβήται πλέον : το σχολείον του υπερανθρώπου. Αι θύελλαι της ιστορίας είναι εν πρόσχημα δια την κατασκευήν αγαλμάτων. Αλλά τοιαύτα όπως προορίζωνται μέσα εις τα πρώτα έργα του Jünger, αυτά τα αγάλ­ματα δεν είναι χρησιμοποιήσιμα δι' άλλο πράγμα εκτός δια τας θυέλλας της ιστορίας. Βλέπει κανείς ότι αυτή η διδασκαλία, καίπεο ευγενής, είναι περιωρισμένης αρετής. Ή, ακριβέστερον, περιορίζεται εις την ανάγκην να έκτελή σκοτεινάς τομάς, των οποίων αυτός ο ήρως είναι το ασυνείδητον όργανον. Εχρειάζετο μία γενεά υμνουμένη υπό του Jünger δια να κατασκευάση το κατάστρωμα του δρόμου του Στάλινγκραντ.

(1) Εις την απολογίαν του καταναγκασμού και της πειθαρχίας, ένας άλλος Γερμανός, ο Albert Einstein, απαντά με «τας μόνας βιαιότητας της γλώσσης τας οποίας ουδέ­ποτε επέτρεψεν εις τον εαυτόν του» (sic): «Ο άνθρωπος που χαίρεται να βαδίζη εντεταγμένος και με τους τόνους της μουσικής περιπίπτει εις την περιφρόνησίν μου' το κάμνει εκ πλάνης που εδέχθη ο ευρύς του εγκέφαλος, η σπονδυλική στήλη θα έπήρκει επαρκώς προς τούτο».