Η απόφασις του στρατοδικείου εξεδόθη. Ο επίλαρχος Βολάνης κατεδικάσθη εις θάνατον. Οι άλλοι κατεδικάσθησαν εις άλλας ποινάς βαρυτάτας' όχι όμως και ανεπανορθώτους.
Στις φυλακές του Επταπυργίου τους δύο επιλάρχους, τον κατάδικον εις θάνατον Βολάνην και τον "ισοβίτην" Γαλανάκη, τους έβαλαν μαζί στο ίδιο κελί. Θέλησε ο διευθυντής των φυλακών κ.Βενέτης να γλυκάνη τις τελευταίες στιγμές του μελλοθανάτου και δεν του στέρησε την συντροφιά. Ήταν και αυτό κάτι!
Έκτακτο Στρατοδικείο Θεσ/νικης Όρθιοι από αριστερά οι επίλαρχοι Βολάνης, Γαλανάκης ,Σταμέλος και ο ίλαρχος Μπιτσάκος |
-Πάει! Αντίο ζωή, ψιθυρίζει ο Βολάνης μόλις βρέθηκε κλεισμένος στο σκοτεινό κελί του.
-Κουράγιο... του λέει ο Γαλανάκης.
-Τι κουράγιο, Γαλανάκη , θα με σκοτώσουν...
Ο Γαλανάκης προσπαθεί να τον παρηγορήση:
-Ίσως έρθη χάρι.....
-Δεν βαριέσαι ,Γαλανάκη, τα πράγματα δεν τα βλέπω καλά.
Την κουβέντα των δύο καταδίκων έκοψε η φωνή του φύλακος:
-Tι θα φάτε κ. επίλαρχε;
Ο Βολάνης χαριτολογεί πένθιμα.
-Άκου Γαλανάκη. Θέλουν να με στείλουν χορτάτο.... Ας είνε. Δεν θα τους χαλάσω το χατήρι. Και μιλώντας προς τον φύλακα:
-Καφέ ,τσάι και λίγο κονιάκ.
Οι δύο κατάδικοι έφαγαν και κατά τας 11 ξαπλώθηκαν . Μπορούσαν όμως να κοιμηθούν;
Ο Βολάνης ανήσυχος στριφογυρίζει στο στρώμα του.
Ο Γαλανάκης προσπαθεί να τον πείση ότι δεν θα εκτελεσθή.
-Δεν είπαμε να αντικρούσουμε αντρίκεια ό,τι γράφει η Μοίρα;
-Πάω άδικα , Γαλανάκη. Με σκοτώνουν γιατί πρέπει να σκοτώσουν κάποιον Κρητικό. Έτσι είνε.....
ΤΟ ΠΡΩΪΙ
Η αυγή βρήκε τους δύο επιλάρχους να συζητούν ακόμα. Ο Βολάνης πέθαινε , ήθελε να μιλήση, ν΄αφήση σε κάποιον τις τελευταίες του θελήσεις. Κι ο Γαλανάκης με κόπο συγκρατούσε τους λυγμούς, άκουε, σημείωνε τις παραγγελίες του φίλου του και συναδέλφου του , που θα πέθαινε , προς τους φίλους του, τους συγγενείς του....
Στις 5.40΄ ακούστηκαν βήματα στο ΄λιθόστρωτο προαύλιο της φυλακής, πολλά, βαρειά.
-Έρχονται, Γαλανάκη.
-Θάρρος...
Τάχα για τη χάρι ή.....
Η πόρτα έτριξε και υπεχώρησε. Στο άνοιγμά της ο Βολάνης διέκρινε τον φύλακα και τους άνδρας της φρουράς.
-Ως εδώ ήταν....
-Κύριε επίλαρχε σας ζητά ο διευθυντής....
Σηκώνεται. Ετοιμάζεται αμέσως και προχωρεί.
-Ό,τι και νάναι θα σε ξαναϊδώ, Γαλανάκη. Δεν πιστεύω να μου το αρνηθούν αν πρόκειται να με τουφεκίσουν , λέγει φεύγοντας στον φίλο του.
Στο προαύλιο, ο μελλοθάνατος συναντάται με τον υπίλαρχο Παπαδόπουλο.
-Πάω άδικα, του φωνάζει. Μας εγέλασαν πως κινδυνεύει η Δημοκρατία και τώρα.... Πολύ αυστηρά μας δίκασαν... Φανήκαμε όμως πιστοί στον όρκο που δώσαμε....
ΕΙΣ ΤΟ ΓΡΑΦΕΙΟΝ ΤΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΤΟΥ ΤΩΝ ΦΥΛΑΚΩΝ
Προχωρεί. Μπαίνει στο γραφείο του διευθυντού κ. Βενέτη. Αντικρύζει τον Κυβερν. Επίτροπο κ. Λαμπράκη με τον γραμματέα του στρατοδικείου κ. Ζαχόπουλο, τον ταγματάρχη κ.Παπαευσταθίου και σε μια γωνιά , σκυμμένον τον αρχιμανδρίτη του Γ΄ Στρατιωτικού Νοσοκομείου κ. Μπεκιάρην .Στο τραπέζι του διευθυντού των φυλακών ξεχωρίζει το πετραχήλι του παπά. Δεν χρειαζόταν περισσότερα για να καταλάβη.
-Τώξερα πως έτσι θα γίνη, είπε.
Οι κ.κ Παπαευσταθίου και Βενέτης, προσπαθούν να τον ενθαρρύνουν.
-Δεν χρειάζεται , τους λέγει. Ευτυχώς δεν μου λείπει το θάρρος. Ξέρω να πεθαίνω....
Τι φοβερή αταραξία εμπρός στον θάνατο!
Όλοι ετοιμάζονται. Ο Βολάνης ζητεί τον Γαλανάκη, ο οποίος κατ΄εντολήν του κ. Βενέτη , προσέρχεται υπό συνοδείαν. Κατόπιν στρέφεται προς τον κυβερνητικόν επίτροπον:
-Έχω παράπονο από την Δικαιοσύνη και να πήτε στους δικαστάς ότι εδίκασαν πολύ αυστηρά....
Ο αρχιμανδρίτης φορεί το πετραχήλι του . Οι δημοσιογράφοι που κατορθώνουν να φθάσουν ως εκεί , τον πλησιάζουν.
Ο Βολάνης τους γνωρίζει όλους από την πολυήμερο δίκη του. Τους χαιρετά μειδιών θλιβερώς και τους λέγει.
- Από το 1916 υπηρετώ εις τον στρατόν. Επολέμησα στη Ρωσσία, στον Ευρωπαϊκό πόλεμο, όπου ακούστηκε ελληνικό τουφέκι ήμουν κι΄εγώ, Ήταν όμως γραφτό μου να πεθάνω έτσι.Το κορμί μου που το εσεβάσθησαν οι σφαίρες του εχθρού, τώρα θα πέση από σφαίρες αδελφικές......
Ο παπάς σηκώνεται. Περνάει στο λαιμό το πετραχήλι του.
-Μια στιγμή δέσποτα,,, λέγει ο μελλοθάνατος.Και αμέσως αποτεινόμενος εις τον διευθυντήν των φυλακών:
-Κύριε Βενέτη, ήθελα ν' αποχαιρετίσω και τον Παπαδόπουλο (υπίλαρχος καταδικασθείς μαζί του με ποινήν φυλακίσεως).
Ο διευθυντής νεύει εις τον αρχιφύλακα ο οποίος φέρει τον Παπαδόπουλον.
Ο Βολάνης τον αγκαλιάζει .
-Κάθησε μαζί μου.
Ύστερα συνεχίζει την ομιλία του που διέκοψε.
-Την 1ην Μαρτίου, έμαθα τα γεγονότα των Αθηνών κατάπληκτος. Μας είπαν ότι εδολοφονήθη ο πρωθυπουργός, ο Κονδύλης και άλλοι και εκηρύχθη δικτατορία από τους Δούσμανη, Μεταξά και άλλους Βασιλικούς.
ΒΙΑΖΟΝΤΑΙ !...
Ο παπάς τον διακόπτει.
-Τα θρησκευτικά σας καθήκοντα κ. Επίλαρχε.
Ο Βολάνης τον κυττάζει ήρεμα.
-Καλά δέσποτα...
Ύστερα πιάνοντας από το μπράτσο το Γαλανάκη:
-Τ΄ακούς Γαλανάκη, θα πεθάνω...Παπαδόπουλε το καπέλο μου ...Πρέπει να πεθάνω ...δεν βλέπεις βιάζονται!...
Ο Παπαδόπουλος του δίνει το πηλίκιό του. Ο Βολάνης σηκώνεται .Στους δημοσιογράφους λέγει δυό λόγια ακόμα ενώ ετοιμάζεται.
-Πάντως να ξέρετε, ότι από ιδεολογία πεθαίνω.
ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟΝ
Εις τας 6.10' όλοι είναι έτοιμοι. Την παγερότητα του θανάτου , που έχει απλωθή στην αίθουσα διακόπτει η φωνή του παπά. Τρυπάει τ΄ αυτιά όλων, τους συγκλονίζει....
-Άμωμοι, εν οδώ αλληλούϊα.
Ο Βολάνης αγκαλιάζει τον Γαλανάκη, που μόλις κρατιέται στα πόδια του και τον φιλεί. Ύστερα τον Παπαδόπουλο.
-Γειά σας παιδιά. Μη λυπάσθε γραφτό ήταν να γίνη έτσι.
Προχωρεί με σταθερό βήμα ο μελλοθάνατος επίλαρχος. Το αίμα που ρέει στις φλέβες του, έχει ξυπνήσει μέσα του. Ο Βολάνης προχωρεί προς τον θάνατον, όπως αξίζει σε παλληκάρια.
Πετάει δυό λόγια ακόμα στο Γαλανάκη που κλαίει.
-Δεν την προσβάλλω την Κρήτη. Θα πεθάνω αντρίκεια.
Στην έξοδο, ένας υπαξιωματικός τον σταματά για να του περάση τις χειροπέδες...Ο Βολάνης επιχειρεί ν' αντιστή αμέσως όμως αντελήφθη το άσκοπον της αρνήσεώς του.
-Ας πάει μαζί με τ΄άλλα κι αυτό το ρεζιλίκι. Και έτεινε τα χέρια του για να εκπληρωθή και ο τύπος αυτός.
ΑΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑΙ ΤΟΥ ΣΤΙΓΜΑΙ.
Από της φυλακής μέχρι του τόπου της εκτελέσεως έχουν παραταχθή έφιπποι και πεζοί του 50ου Συντάγματος. Η θλιβερή συνοδεία περνάει ανάμεσα. Όλοι συνέχουν και τας αναπνοάς των και μόνον, μονότονο ,πένθιμο, ακούεται σαν κλαυθμήρισμα, του αρχιμανδρίτου το μοιρολόγι, οι επικήδειες ευχές....
Είναι πολύ πρωί, ο ήλιος δεν έχει ακόμη "σκάσει" και πολύς κόσμος , έχει μαζευθή γύρω.Θ'ελουν να ιδούν .Ο Βολάνης κυττάζει γύρω. Η πρωϊνή πάχνη , το ρόδισμα της ανατολής, η τρομακτική ησυχία, κάνουν τις στιγμές τραγικώτερες.Κάτι λέγει:
-Ευτυχώς ότι πέθανε η μητέρα μου προ δύο ετών.Και καλύτερα που δεν παντρεύτηκα για ν΄αφήσω πίσω μου ορφανά.
Επί τέλους φθάνουν.Η απόστασις δεν ήταν μεγάλη. Πίσω από τι Επταπύργιο.
Οι στρατιώται έχουν σχηματίσει ένα Π. Ο μελλοθάνατος λαμβάνει θέσιν,
Ζητεί να του δώσουν ένα τσιγάρο και κάποιος δημοσιογράφος σπεύδει ν΄ανάψη ένα σπίρτο.
-Όχι ευχαριστώ. Θέλω να μου δώση ν' ανάψω ένας αξιωματικός.
Ύστερα ο Βολάνης διατηρών μίαν ψυχραιμίαν καταπλήσσουσαν, αποτείνεται προς τους στρατιώτας:
-Είναι κανείς Κρητικός;
Ένας φαντάρος φωνάζει:
-Εγώ!
-Από που;
-Από το Ηράκλειο.
-Από τα Χανιά δεν είναι κανείς;
-Έλα λοιπόν συ... Και συνέχισεν ο Βολάνης όταν ο στρατιώτης τον επλησίασε:
-Στο χωριό να ειπής πως μ΄εσκότωσαν γιατί είμαι Κρητικός.....
Η ΕΚΤΕΛΕΣΙΣ
Εις τας 6.15 εν μέσω νεκρικής σιγής, ο κυβερνητικός επίτροπος ενώ οι στρατιώται παρουσιάζουν όπλα, αναγινώσκει την απόφασιν και αμέσως ο λοχίας Κωστόπουλος ενεργεί την καθαίρεσιν.
Ο Βολάνης βρίσκεται τώρα μόνος και αντικρύζει τις κάννες των όπλων του εκτελεστικού αποσπάσματος. Το αποτελούν 5 λοχίαι, 4 δεκανείς και 5 οπλίται.
Ο ανθυπασπιστής Καλονάρος , υψώνει το ξίφος και οι άνδρες του αποσπάσματος φέρουν τα όπλα επί σκοπόν:
O Βολάνης λέγει τα τελευταία του λόγια:
-Πάντα έτσι για μια ιδέα να πεθαίνετε ....
Το ξίφος του επικεφαλής ανθυπασπιστού, καταβιβάζεται και ξηρά ακούγεται η λέξις:
-Πυρ.
Την πρωϊνή ησυχία ετάραξε η ομοβροντία και ο επίλαρχος , σαν δένδρο που ξεριζώνεται από ξαφνικό αστροπελέκι , έγειρε, έπεσε.....
Ο λοχίας Αρχοντόπουλος με το πιστόλι του δίδει την χαριστική βολή.
Ο Βολάνης πέθανε. Μία αγγαρία στρατιωτών πήρε να θάψη το πτώμα του, το απόσπασμα απεμακρύνθη και το συντελεσθέν δράμα υπενθύμιζε μόνον το βαμμένο από το αίμα του χώμα.
Ο κόσμος που παρηκολούθησε την εκτέλεσι άρχισε να διαλύεται και αυτός, σχολιάζων την εκτέλεσι....
-Πέθανε παλληκαρίσια .... έλεγαν όλοι.
ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟΝ
Εις τας 6.10' όλοι είναι έτοιμοι. Την παγερότητα του θανάτου , που έχει απλωθή στην αίθουσα διακόπτει η φωνή του παπά. Τρυπάει τ΄ αυτιά όλων, τους συγκλονίζει....
-Άμωμοι, εν οδώ αλληλούϊα.
Ο Βολάνης αγκαλιάζει τον Γαλανάκη, που μόλις κρατιέται στα πόδια του και τον φιλεί. Ύστερα τον Παπαδόπουλο.
-Γειά σας παιδιά. Μη λυπάσθε γραφτό ήταν να γίνη έτσι.
Προχωρεί με σταθερό βήμα ο μελλοθάνατος επίλαρχος. Το αίμα που ρέει στις φλέβες του, έχει ξυπνήσει μέσα του. Ο Βολάνης προχωρεί προς τον θάνατον, όπως αξίζει σε παλληκάρια.
Πετάει δυό λόγια ακόμα στο Γαλανάκη που κλαίει.
-Δεν την προσβάλλω την Κρήτη. Θα πεθάνω αντρίκεια.
Στην έξοδο, ένας υπαξιωματικός τον σταματά για να του περάση τις χειροπέδες...Ο Βολάνης επιχειρεί ν' αντιστή αμέσως όμως αντελήφθη το άσκοπον της αρνήσεώς του.
-Ας πάει μαζί με τ΄άλλα κι αυτό το ρεζιλίκι. Και έτεινε τα χέρια του για να εκπληρωθή και ο τύπος αυτός.
ΑΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑΙ ΤΟΥ ΣΤΙΓΜΑΙ.
Από της φυλακής μέχρι του τόπου της εκτελέσεως έχουν παραταχθή έφιπποι και πεζοί του 50ου Συντάγματος. Η θλιβερή συνοδεία περνάει ανάμεσα. Όλοι συνέχουν και τας αναπνοάς των και μόνον, μονότονο ,πένθιμο, ακούεται σαν κλαυθμήρισμα, του αρχιμανδρίτου το μοιρολόγι, οι επικήδειες ευχές....
Είναι πολύ πρωί, ο ήλιος δεν έχει ακόμη "σκάσει" και πολύς κόσμος , έχει μαζευθή γύρω.Θ'ελουν να ιδούν .Ο Βολάνης κυττάζει γύρω. Η πρωϊνή πάχνη , το ρόδισμα της ανατολής, η τρομακτική ησυχία, κάνουν τις στιγμές τραγικώτερες.Κάτι λέγει:
-Ευτυχώς ότι πέθανε η μητέρα μου προ δύο ετών.Και καλύτερα που δεν παντρεύτηκα για ν΄αφήσω πίσω μου ορφανά.
Επί τέλους φθάνουν.Η απόστασις δεν ήταν μεγάλη. Πίσω από τι Επταπύργιο.
Οι στρατιώται έχουν σχηματίσει ένα Π. Ο μελλοθάνατος λαμβάνει θέσιν,
Ζητεί να του δώσουν ένα τσιγάρο και κάποιος δημοσιογράφος σπεύδει ν΄ανάψη ένα σπίρτο.
-Όχι ευχαριστώ. Θέλω να μου δώση ν' ανάψω ένας αξιωματικός.
Ύστερα ο Βολάνης διατηρών μίαν ψυχραιμίαν καταπλήσσουσαν, αποτείνεται προς τους στρατιώτας:
-Είναι κανείς Κρητικός;
Ένας φαντάρος φωνάζει:
-Εγώ!
-Από που;
-Από το Ηράκλειο.
-Από τα Χανιά δεν είναι κανείς;
-Έλα λοιπόν συ... Και συνέχισεν ο Βολάνης όταν ο στρατιώτης τον επλησίασε:
-Στο χωριό να ειπής πως μ΄εσκότωσαν γιατί είμαι Κρητικός.....
Η ΕΚΤΕΛΕΣΙΣ
Εις τας 6.15 εν μέσω νεκρικής σιγής, ο κυβερνητικός επίτροπος ενώ οι στρατιώται παρουσιάζουν όπλα, αναγινώσκει την απόφασιν και αμέσως ο λοχίας Κωστόπουλος ενεργεί την καθαίρεσιν.
Ο Βολάνης βρίσκεται τώρα μόνος και αντικρύζει τις κάννες των όπλων του εκτελεστικού αποσπάσματος. Το αποτελούν 5 λοχίαι, 4 δεκανείς και 5 οπλίται.
Ο ανθυπασπιστής Καλονάρος , υψώνει το ξίφος και οι άνδρες του αποσπάσματος φέρουν τα όπλα επί σκοπόν:
O Βολάνης λέγει τα τελευταία του λόγια:
-Πάντα έτσι για μια ιδέα να πεθαίνετε ....
Το ξίφος του επικεφαλής ανθυπασπιστού, καταβιβάζεται και ξηρά ακούγεται η λέξις:
-Πυρ.
Την πρωϊνή ησυχία ετάραξε η ομοβροντία και ο επίλαρχος , σαν δένδρο που ξεριζώνεται από ξαφνικό αστροπελέκι , έγειρε, έπεσε.....
Ο λοχίας Αρχοντόπουλος με το πιστόλι του δίδει την χαριστική βολή.
Ο Βολάνης πέθανε. Μία αγγαρία στρατιωτών πήρε να θάψη το πτώμα του, το απόσπασμα απεμακρύνθη και το συντελεσθέν δράμα υπενθύμιζε μόνον το βαμμένο από το αίμα του χώμα.
Ο κόσμος που παρηκολούθησε την εκτέλεσι άρχισε να διαλύεται και αυτός, σχολιάζων την εκτέλεσι....
-Πέθανε παλληκαρίσια .... έλεγαν όλοι.
(Η δραματοποιημένη αυτή περιγραφή της εκτέλεσης του Επιλάρχου Βολάνη δημοσιεύτηκε λίγους μήνες αργότερα, στην εφημερίδα "ΠΑΤΡΙΣ" της 6ης Ιουλίου 1935)