Κυριακή 27 Οκτωβρίου 2013

ΚΑΤΣΙΜΗΤΡΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ: ΠΡΟΜΗΝΥΜΑΤΑ ΚΑΙ ΠΑΡΑΜΟΝΑΙ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ II

Σπανίως ηγήτωρ Μεγάλης Μονάδος θα ευρέθη, κατά την γνώμην μου, υπό δυσχερεστέρας και δυσκολωτέρας συνθήκας, ως αι ανωτέρω.
Αναμιμνήσκεται ζωηρώς ακόμη, ο γράφων τας γραμμάς ταύτας, των κρισίμων και αγωνιωδών ωρών τας οποίας διήλθε τότε ως υπεύθυνος Διοικητής της VIII Μεραρχίας.
Καθ' όλην την μακράν αυτού στρατιωτικήν ζωήν και τους πέντε Πολέμους εις ους μετέσχεν από του 1912 και εντεύθεν, τους αγωνας και τας μάχας εις ας έλαβε μέρος, ουδέποτε ευρέθη υπό δυσμενεστέρας και δυσχερεστέρας περιστάσεις εν τη εκτελέσει των καθηκόντων του.
Δέον όμως να τονισθή εν προκειμένω ότι πολιτικοί λόνοι επέβαλον εις την Κυβέρνησιν να χειρισθή το ζήτημα μετά συνέσεως και φρονήσεως, απόρροια δε τούτου υπήρξεν η ανωτέρω δοθείσα δυσχερής αποστολή εις την Μεραρχίαν.Διότι όντως η προληπτική επιστράτευσις αυτής ηδύνατο να θεωρηθή ως πρόκλησις και να αποτελέση την αφορμήν εισβολής των Ιταλικών Στρατευμάτων εις το ημέτερον έδαφος.
Η Μεραρχία παρακολουθούσα μετά προσοχής την διαρκώς μεταβαλομένην και εξελισσομένην κατάστασιν διά του δικτύου πληροφοριών εγνώριζεν ότι είχον δοθή διαταγαί εις τους Διοικητάς των Ιταλικών Μονάδων όπως μη προσεγγίσωσι την Ελληνικήν μεθόριον έλαττον των 10-15 χιλιομέτρων, προς αποφυγήν παρεξηγήσεων και ενδεχομένων επεισοδίων μετά των ημετέρων μεθοριακών φυλακίων.
Πράγματι δε αι Ιταλικαί μονάδες, μετά την κατάληψιν των πέραν της μεθορίου σημαντικών κέντρων της Αλβανίας εσταμάτησαν και απέστειλαν μόνον ελαφρά τμήματα τα οποία εγκατεστάθησαν εις τα υφιστάμενα Αλβανικά φυλάκια, ομού μετά των Αλβανών.
Η συμπεριφορά των Ιταλικών αξιωματικών και οπλιτών των τμημάτων τούτων υπήρξεν φιλόφρων και φιλική προς τα ημέτερα φυλάκια, τα οποία είχον λάβει αυστηράς διαταγάς της Μεραρχίας, ίνα τηρήσωσι στάσιν αξιοπρεπή και σώφρονα.
Ο Διοικητής της Μεραρχίας επιθεώρησε κατ' επανάληψιν τα σημαντικώτερα φυλάκια και έδωσεν επί τόπου σαφείς διαταγάς και οδηγίας προς τους αξιωματικούς και οπλίτας περί της τηρητέας στάσεως έναντι των Ιταλικών τμημάτων
Πράγματι δε η συμπεριφορά αυτών υπήρξε κατά πάντα αξιέπαινος και αντάξια των εθνικών παραδόσεων του Ελληνικού Στρατού, εκτιμηθείσα δεόντως και παρ' αυτών των Ιταλών, ως εδήλωσαν ούτοι προς τα ημέτερα φυλάκια.
Η Μεραρχία είχε προπαρασκευάσει πλήρως την επιστράτευσιν και δεν απητείτο ει μη μία τηλεγραφική σύντομος ειδοποίησις κατά συνθηματικόν τρόπον, όπως κηρυχθή η κινητοποίησις.
Ο Διοικητής της Μεραρχίας έχων υπ όψιν αφ' ενός μεν την δοθείσαν αυτώ υπό του Γεν. Επιτελείου εντολήν περί επιστρατεύ­σεως της Μεραρχίας και αποκρούσεως ενόπλως ενδεχομένης Ιτα­λικής εισβολής, αφ' ετέρου δε τας ακριβείς και θετικάς πληροφο­ρίας περί των κινήσεων και προθέσεων των Ιταλικών Στρατευμάτων εν Αλβανία, σταθμίσας καλώς την όλην κατάστασιν, έλαβε την απόφαοιν να μη επιστρατεύση την Μεραρχίαν, εν γνώσει των βαρυτάτων ευθυνών αυτού, αλλά παρακολουθών την εξέλιξιν της καταστάσεως να πράξη τούτο μόνον όταν κατά την κρίσιν του παραστή ανάγκη.
Τα μετέπειτα γεγονότα εδικαίωσαν πλήρως την ληφθείσαν απόφασιν εν προκειμένω, και την ενασκηθείσαν παρ' αυτού πρωτοβουλίαν.
Διότι την 10 Απριλίου 1939 (Δευτέραν του Πάσχα) ο εν Αθήναις Πρέσβυς της Ιταλίας επέδωκε προς τον τότε Πρόεδρον της Κυβερνήσεως Ιωάν. Μεταξάν την κάτωθι επίσημον ανακοίνωσιν της Ιτα­λικής Κυβερνήσεως έχουσαν ούτω:
«Πάσα φήμη ήτις τυχόν εκυκλοφόρησεν ή ενδέχεται να κυκλοφορήση περί δήθεν Ιταλικής ενεργείας κατά της Ελλάδος είναι ψευδής.
«Τοιαύται φήμαι μόνον υπό κακoβούλων πρακτόρων δύνανται να διασπαρώσιν.
«Η φασιστική Ιταλία επιβεβαιοί την πρόθεσίν της ότι θα σεβασθή κατά τον μάλλον απόλυτον τρόπον την ηπειρωτικήν και νησιωτικήν ακεραιότητα της Ελλάδος».
Η επίσημος αύτη δήλωσις της Ιταλικής Κυβερνήσεως διέλυσε τα πυκνά νέφη του διεθνούς ορίζοντος, τας σοβαράς ανησυχίας της Ελληνικής Κυβερνήσεως και την αγωνίαν της Ελληνικής κοινής γνώμης, ιδιαιτέρως δε ανεκούφισε τον Ηπειρωτικόν λαόν, όστις διήλθε τότε ημέρας αγωνιώδους ανησυχίας και φόβου.
Η VIII Μεραρχία έλαβε σχετικάς διαταγάς του Γενικού Επιτελείου περί της ευνοϊκής τροπής της καταστάσεως και ανέστειλε τας σχετικάς προς την επιστράτευσιν προπαρασκευαστικάς αυτής διαταγάς.
Εν τούτοις παρά την επίσημον ως άνω δήλωσιν της Ιταλίας, επανελήφθησαν εκ νέου φήμαι και διαδόσεις ανησυχητικοί και ανακοινώσεις ανεπίσημοι περί πιθανών προθέσεων αυτής.
Ο Υπουργός των Εξωτερικών της Ιταλίας κόμης ΤΣΙΑΝΟ, ομι­λών την 12 Απριλίου προς τους υπαλλήλους του Υπουργείου Εξω­τερικών της Αλβανίας, εδήλωσεν ότι:
«Η Ιταλία θα μεριμνήση δια την π ρ α γ μ α τ ο π ο ί η σ ι ν των εθνικών βλέψεων της Αλβανίας».
Ο Δικτάτωρ ΜΟΥΣΣΟΛΙΝΙ, ομιλών εν Ρώμη προς Επιτροπήν Αλβανών μεταβάσαν εκεί ίνα προσφέρη το Στέμμα της Αλβανίας προς τον Βασιλέα της Ιταλίας, υπεσχέθη ότι:
Η Ιταλία θα ευνοήση και θα πραγματοποίηση την επέκτασιν των Αλβανικών συνόρων.
Οι εν Αλβανία Ιταλοί αξιωματικοί απροκαλύπτως ομιλούν περί προσεχούς δράσεως του Ιταλικού Στρατού προς ΤΣΑΜΟΥΡΙΑΝ.
Έτεροι φήμαι φέρουσιν ότι η Ιταλία εν περιπτώσει γενικωτέρας συρράξεις θα καταλάβη την Κέρκυραν και την Ήπειρον μέχρι ΠΡΕΒΕΖΗΣ.
Τήν 15 Ιουνίου ο ιταλός Υπουργός της Παιδείας ΜΠΟΤΑΪ, ομιλών εν ΚΟΡΥΤΣΑ προς τους προκρίτους Αλβανούς, ετόνισεν ότι η Αλβανία εντός ολίγου χρόνου θα επεκταθή.
Την 25 ίδιου μηνός και ο Στρατάρχης ΜΠΑΝΤΟΛΙΟ .υπόσχεται εις τους Αλβανούς επέκτασιν των ορίων της Αλβανίας προς ΤΣΑ­ΜΟΥΡΙΑΝ.
Εις επίμετρον των ανωτέρω ανησυχητικών πληροφοριών και διαδόσεων, έρχεται το σοβαρόν γεγονός της προελάσεως ισχυρών Ιταλικών δυνάμεων μέχρι της μεθορίου, κατά το πρώτον δεκαήμερον του μηνός Αυγούστου, αίτινες έλαβον σαφή επιθετικήν διάταξιν.
Προ της τοιαύτης σοβαράς επιδεινώσεως της καταστάσεως το Γενικόν Επιτελείον Στρατού κατά τα τέλη του μηνός Αυγούστου διέταξε την επιστράτευσιν της VIII Μεραρχίας, κληθείσης υπό τα όπλα ολοκλήρου της εφεδρικής αυτής δυνάμεως.
Έμπλεα ιερού ενθουσιασμού, ένθερμου πατριωτισμού και φιλο­πατρίας έσπευσαν προθύμως τα γενναία τέκνα της Ηπείρου εις φωνήν της Πατρίδος και έλαβον ανά χείρας τα ένδοξα όπλα, έτοιμα να υπερασπίσωσι την ακεραιότητα και την ελευθερίαν αυτής
Ο γράφων τας γραμμάς ταύτας, ηυτύχησεν επανειλημμένως να ίδη το εξόχως συγκινητικόν και μεγαλειώδες θέαμα της αθρόας προσελεύσεως των εφέδρων εν πανηγυρικώ ενθουσιασμώ, με άσματα Πατριωτικά και εθνικούς χορούς, συνοδεία εγχωρίων μουσικών οργάνων, προπεμπομένων υπό των γονέων, αδελφών, γυναικών και τέκνων αυτών, εν βαθεία συγκινήσει και εθνική υπερηφάνεια, ευχό­μενων δε εις αυτούς να τιμήσωσι και δοξάσωσι τα ιερά όπλα και επανέλθωσιν εις τας εστίας των νικηταί.
Όσοι δεν έζησαν εις τον στρατόν καί όσοι δεν είδον ποτέ παρομοίας εικόνας Πατριωτικού, ενθουσιασμού, και εθνικού συναγερμού, δεν δύνανται να εννοήσωσιν ούτε να αισθανθώσι ποτέ τους ιερούς παλμούς μιας βαθείας εθνικής συγκινήσεως, χαράς και υπερηφανείας.
Η επιστράτευσις της Μεραρχίας παρά τας υφιστάμενας ελλείψεις υλικού και παρουσιασθείσας ανωμαλίας, συνετελέαθη ταχέως, χάρις εις τον ενθουσιασμόν και προθυμίαν των κληθέντων εφέδρων και εις την φιλόπονον και εντατικήν προσπάθειαν των Διοικήσεων και στελεχών καθ' όλην την κλίμακα της Ιεραρχίας»
Ο Αρχηγός του Επιτελείου (Αντιστράτηγος Παπάγος Αλ.) δι' επιστολής του προς τον Διοικητήν της Μεραρχίας ανεγνώρισε τας παρ' όλων καταβληθείσας προσπαθείας διά την ταχείαν και απρόσκοπτον διεξαγωγήν της επιστρατεύσεως, τονίσας ότι αύτη υπήρξε κατά μέγα μέρος προσωπικόν έργον αυτού.

ΑΙ μονάδες, επιστρατευόμεναι, κατηυθύνοντο εν τάχει πρός τάς ύπό του σχεδίου τής Μεραρχίας καθωρισμένας αυτών θέσεις εν τη μεθορίω, μεταφερόμενοι κατά το πλείστον δι' αυτοκινήτων λόγω του επείγοντος.
Η Μεραρχία ήδη είναι πάνοπλος εις τας θέσεις της, πλήρης ηθικών δυνάμεων και έτοιμη κατά πάντα να εκπληρώση την αποστολήν της, εις την υπεράσπισιν του Πατρίου εδάφους.
Εκ παραλλήλου αύτη διά διαταγών της καθώρισε τα της εκπαιδεύσεως των κληθέντων εφέδρων εις τα νέα όπλα και μηχανήματα, δι' όσους εκ τούτων δεν είχον εκπαιδευθή κατά την θητείαν των.
Αφ' ετέρου εξέδωκε και πάλιν διαταγάς προς τας Μονάδας Προκαλύψεως περί της τηρητέας στάσεως αυτών και δη των μεθο­ριακών φυλακίων προς τα έναντι φυλάκια των Ιταλών και Αλβανών.
Ο Διοικητής της Μεραρχίας περιήλθεν άπασαν την μεθόριον και έδωκεν επί τόπου διαταγάς και οδηγίας προς τους αξιωματικούς και οπλίτας των φυλακίων.
Εν συνεχεία η Μεραρχία ησχολήθη και μέ την αμυντικήν οργάvωσιν του μετώπου αυτής και ιδία της εκλεγείσης τοποθεσίας αντιστάσεως ΕΛΑΙΑ ΚΑΛΑΜΑΣ Ποταμός.
Μέχρι της εποχής εκείνης ουδεμία εργασία αμυντικής οργανώ­σεως είχε γίνει, ουδέ σχετική μελέτη.
Προς τούτο συνεκρότησεν επιτροπήν κληθείσαν «Επιτροπήν οχυρώσεως» αποτελούμενην εκ του Συνταγματάρχου Μαυρογιάννη Παν. Αρχηγού Πυροβολικού, του Αρχηγού Πεζικού Συνταγματάρ­χου Σαλβάνου Γ. του Διοικητού του VIII Σ/τος Ορειβ. Πυρ/κού Αντισυνταγματάρχου Χρηστοβασίλη Ιων. και του Διευθυντού του ΙΙΙ Επιτελικού Γραφείου Ταγματάρχου Πετρουτσοπούλου Παν.
Η Επιτροπή αύτη, κατά τας εκδοθείσας διαταγάς της Μεραρ­χίας, επελήφθη δραστηρίως και εντατικώς του έργου αύτης και κατόπιν λεπτομερούς μελέτης του εδάφους καθώρισε τας διαδο­χικάς γραμμάς αμύνης, ως και τα εκτελεστέα έργα κατά βάθος και πλάτος.
Ατυχώς δεν εχορηγήθησαν εις την Μεραρχίαν τα αναγκαιούντα μέσα (υλικά και χρηματικαί πιστώσεις) προς εκτέλεσιν των καθο­ρισθέντων έργων μονίμου οχυρώσεως,
Ουχ ήττον ήρξατο εντατική εργασία κατασκευής των καθο­ρισθέντων έργων εκστρατείας υπό των μονάδων Προκαλύψεως, παραλλήλως προς την εκπαίδευσιν αυτών.
Εν τω μεταξύ όμως η κατάστασις παρετείνετο επικινδύνως, ιδία δε η αντιμέτωπος κατά μήκος της μεθορίου παράταξις ισχυρών Ιτα­λικών και ημετέρων δυνάμεων, ετοίμων κατά πάντα διά τον αγώνα.
Και η εκνευριστική αύτη παράτασις, ηδύνατο να δημιουργήση επεισόδια δυνάμενα να έχωσι σοβαράς συνεπείας.
Ο Διοικητής της Μεραρχίας προς πρόληψιν τοιούτων μετέβη πολλάκις μέχρι των μεθοριακών φυλακίων ΚΑΚΑΒΙΑΣ και ΜΕΡΤΖΑΝΗΣ, άτινα ευρίσκοντο επί των κυρίως προς Ιωάννινα οδεύσεων, και πολλάκις διενυκτέρευσεν εις αυτά, ίνα προσωπικώς παρακολουθήση την εκτέλεσιν των διαταγών του και την διεξαγωγήν της υπηρεσίας.
Τήν 17ην Σεπτεμβρίου 1939 ο εν Αθήναις Πρέσβυς της Ιταλίας επέδωκε προς την Ελληνικήν Κυβέρνησιν εκ μέρους της Ιταλικής τοιαύτης επίσημον ανακοίνωσιν έχουσαν ούτω:
«Η Ι τ α λ ί α δ ε ν π ρ ό κ ε ι τ α ι ν α α ν α λ ά β η π ρ ω τ ο β ο υ λ ί α ν Π ο λ ε μ ι κ ώ ν ε π ι χ ε ι ρ ή σ ε ω ν κ α τ ά τ η ς Ε λ λ ά δ ο ς»
«Κ α ι π ρ ο ς α π ό δ ε ι ξ ι ν   το ύ τ ο υ    δ ι ε τ ά χ θ η     η     α π ο χ ω ρ η σ ι ς τ ω ν Ι τ α λ ι κ ώ ν σ τ ρ α τ ε υ μ ά τ ω ν   ε κ τ  η ς μ εθ ο ρ ί ο υ ε ι ς β ά θ ο ς 20 χ ι λ ι ο μ έ τ ρ ω ν  ε ν τ ό ς τ ο υ   Α λ β α ν ι κ ο ύ    ε δ ά φ ο υ ς»
Συνεπεία τούτου και η VIII Μερ. κατόπιν διαταγής του Γενικού Επιτελείου Στρατού απεστρατεύθη, αι δε Μονάδες αυτής επανήλθον εις τας εν ειρήνη έδρας αυτών.
Επίσης διετάχθη η αποστολή εις Μακεδονίαν και των τμημάτων ενισχύσεως, άτινα είχον διατεθή εις αυτήν, ως και των στρατευσί­μων παλαιών ανδρών των μονάδων της Μεραρχίας, αίτινες ούτω κυριολεκτικώς απεγυμνώθησαν.
Επίσης μετατίθεται εις Μακεδονίαν και ο Αρχηγός Πεζικού Συνταγματάρχης Σαλβάνος Γεώργ. δραστήριος και ικανός κατά πάντα αξιωματικός και πολύτιμος βοηθός της Διοικήσεως της Μεραρχίας.
Η Μεραρχία υποβάλλει σχετικάς αναφοράς και διαμαρτύρεται, διότι αντί να ενισχύεται, τουναντίον μειούται η δύναμις αυτής εις άνδρας και στελέχη.
Βεβαίως ήτο ανάγκη να ενισχυθώσιν αι εν Μακεδονία Μονάδες του Στρατού δι' ανδρών εκ του εσωτερικού.
Αλλ' αν διά την Μακεδονίαν ο κίνδυνος εχθρικής εισβολής ήτο ενδεχόμενος, διά την Ήπειρον ήτο επικείμενος και άμεσος, δεδο­μένου ότι απέναντι αυτής ευρίσκονται ισχυραί Ιταλικαί δυνάμεις, δυνάμενοι ανά πάσαν στιγμήν και εν πάση ταχύτητι να καταφθάσωσιν εις την μεθόριον.
Διά πάντας τους ανωτέρω λόγους ήτο ενδεδειγμένη η ενίσχυσις της Μεραρχίας και η πλαισίωσις των μονάδων αυτής διά των αναγκαιούντων στελεχών και ανδρών.
Επίσης ήτο αναγκαίον να εφοδιασθή αύτη δια υλικών και χρηματικών πιστώσεων προς εκτέλεσιν των έργων αμύνης επί της τοποθεσίας ΕΛΑΙΑΣ.
Τοιαύτη ήτο εν συνόψει η κατάστασις εν γένει εις την Μεραρχίαν λήγοντος του έτους 1939.


Σάββατο 26 Οκτωβρίου 2013

ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΑΓΑΣΑΣ: OI ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ ΒΗΜΑ-ΒΗΜΑ



Οι δύο Βαλκανικοί Πόλεμοι αποτελούν το μεγαλύτερο στρατηγικό επίτευγμα του ελληνισμού μετά το1821. Μέσα σε διάστημα μικρότερο των δέκα μόνον μηνών, από 5 Οκτωβρίου 1912 μέχρι 28 Ιουλίου 1913, η Ελλάδα διπλασίασε την έκτασή της, από 63.211τετραγωνικά χιλιόμετρα σε 120.308, υπερδιπλασίασε τον πληθυσμό της από2.631.952 σε 4.718.221 κατοίκους και πολλαπλασίασε τις πλουτοπαραγωγικές πηγές της. Από τα ερείπια της οικονομικής και της στρατιωτικής καταστροφής της, το 1893 και το 1897, επετέλεσε ένα απίστευτοµα πραγματικό θαύμα. Αυτό το δίδαγμα και το μήνυμα της Ιστορίας εκπέμπει και από τον Πειραιά ο εορτασμός των Εκατό Χρόνων. Στους χαλεπούς καιρούς εμπνέει υπερηφάνεια και εθνική αυτοπεποίθηση. Φανερώνει ότι, μέσα σε ελάχιστο, αλλά πυκνό ιστορικό Χρόνο, το Έθνος των Ελλήνων μπορεί πάλι τώρα να υπερβεί την εθνική χρεοκοπία, να εξέλθει από την ταπείνωση και να επιτύχει πάλι ένα θαύμα.Αρκεί να το πιστέψει, να ενωθεί και να αγωνισθεί σκληρά σε όλα τα επίπεδα, Λαού και ιδίως ηγεσίας.

Εισαγωγή, το Μακεδονικό Ζήτημα
Τη γεωπολιτική σκηνή των Βαλκανικών Πολέμων διεμόρφωσαν κρίσιμα ιστορικά γεγονότα. Από τα μέσα του 19ου αιώνα η άλλοτε πανίσχυρη Οθωμανική Αυτοκρατορία άρχισε σταδιακά να παρακμάζει και να συρρικνώνεται εντυπωσιακά. Στο ευρωπαϊκό της τμήμα, στα Βαλκάνια, άρχισε να δημιουργείται μια νέα γεωπολιτική πραγματικότητα καθώς οι υπόδουλοι Έλληνες και διαδοχικά οι Σέρβοι, οι Μαυροβούνιοι, οι Ρουμάνοι και οι Βούλγαροι σχημάτισαν τα πρώτα εθνικά κράτη τους τα οποία, στη συνέχεια,διεκδικούσαν όσα εδάφη είχαν απομείνει ακόμη υπό οθωμανική κυριαρχία, όπως η Μακεδονία, η Θράκη, η Ήπειρος, η Κρήτη, το Αρχιπέλαγος του Αιγαίου η Βοσνία-Ερζεγοβίνη κ.α.
Προκειμένου να προωθήσουν τα δικά τους συμφέροντα στην περιοχή και παράλληλα να εξουδετερώσουν τους ανταγωνιστές τους, οι Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής, Ρωσία, Αγγλία, Γαλλία,Ιταλία, Αυστρο-Ουγγαρία επενέβαιναν και συχνά χρησιμοποιούσαν σαν προστάτες τα μικρά βαλκανικά κράτη και τους ακόμη υποδούλους πληθυσμούς.
Η διανομή των οθωμανικών εδαφών ονομάζεται Ανατολικό Ζήτημα. Κλάδος αυτού είναι το Μακεδονικό Ζήτημα. Τη Μακεδονία διεκδικούσαν οι Έλληνες, οι Βούλγαροι και οι Σέρβοι.
Προκειμένου να διαδεχθεί την Οθωμανική Αυτοκρατορία και να ελέγξει τη Μακεδονία ώστε να κατέλθει στις θερμές θάλασσες η Ρωσική Αυτοκρατορία αφύπνισε και χρησιμοποίησε τους Βουλγάρους που ήσαν ομόδοξοι Ορθόδοξοι και επί πλέον Σλάβοι Με πίεση της Ρωσίας το 1870 ο Σουλτάνος αναγνώρισε την αυτόνομη Βουλγαρική Εξαρχία, που αποσχίσθηκε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο µε στόχο να αφυπνίσει τους Βουλγάρους, να προσελκύσει, µέσω της γλώσσας, τους σλαβοφώνους Μακεδόνες και αυτή η κρίσιμη ανθρώπινη μάζα να απογαλακτισθεί από την ισχυρή ελληνική επιρροή και να αντιπαραταχθεί στους Έλληνες Μακεδόνες.
Το 1877 η Ρωσία κήρυξε πόλεμο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, απελευθέρωσε τη Βουλγαρία και τον Φεβρουάριο 1878 έφθασε έξω από την Κωνσταντινούπολη στο προάστιο Άγιος Στέφανος,όπου υποχρέωσε τον Σουλτάνο να υπογράψει την ομώνυμη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, η οποία δημιουργούσε τη «Μεγάλη Βουλγαρία» από τον Δούναβη μέχρι τη Θράκη και ολόκληρη σχεδόν τη Μακεδονία μέχρι τον Αλιάκμονα εκτός από τη Θεσσαλονίκη και τη Χαλκιδική. Αμέσως οι Έλληνες Μακεδόνες επανεστάτησαν στον Όλυμπο και στα Πιέρια, στην περιοχή της Κοζάνης και στις Πρέσπες. Στο Λιτόχωρο σχηματίσθηκε η Προσωρινή Κυβέρνηση της Μακεδονίας και στο όρος Μπούρινο της Κοζάνης η Προσωρινή Κυβέρνηση Ελιμείας. Στις Πρέσπες επεκράτησαν πλήρως. Στις μεγάλες μακεδονικές πόλεις οι Έλληνες προχώρησαν σε διαδηλώσεις και «διαμαρτυρήσεις». Επακολούθησαν ολοκαυτώματα.
Οι ευρωπαϊκές Μεγάλες Δυνάμεις αντέδρασαν αμέσως στην κάθοδο της Ρωσίας στα Βαλκάνια και ιδίως στο Αιγαίο. Έτσι τον Ιούλιο 1878 επέβαλαν τη Συνθήκη του Βερολίνου. Βάσει αυτής η Ελλάδα πήρε τη Θεσσαλία και μικρό μέρος της Ηπείρου μέχρι την Άρτα. Η Βουλγαρία παρέμεινε αυτόνομη υποτελής Ηγεμονία αλλά έχασε τα εδάφη της Θράκης και της Μακεδονίας.
Το 1893 η Ελλάδα,βαριά χρεωμένη στους ξένους δανειστές της, κήρυξε επίσημα πτώχευση. Τρία χρόνια αργότερα, το 1897, κήρυξε τον πόλεμο στην Τουρκία και υπέστη στρατιωτική πανωλεθρία στη Θεσσαλία. Οι Μεγάλες Δυνάμεις την έσωσαν από την πλήρη υποδούλωση και, σε αντιστάθμισμα,της επέβαλαν τον Διεθνή Οικονομικό Έλεγχο: όλοι οι κρατικοί πόροι από τα ζωτικά προϊόντα του Ελληνικού Μονοπωλίου (καπνός, αλάτι, σπίρτα, πετρέλαιο, οινόπνευμα κ.α.) πήγαιναν στους ξένους δανειστές της.


Ο Μακεδονικός Αγώνας



Παρόλα αυτά, μετά από έξη μόλις χρόνια, οι Έλληνες αναμετρήθηκαν σκληρά µε τους Βουλγάρους στην τουρκοκρατούμενη Μακεδονία. Και επεκράτησαν.
Ο Μακεδονικός Αγώνας, από το 1904 μέχρι το 1908, υπήρξε ένα λαμπρό έπος του ελληνισμού. Ο ευπατρίδης ανθυπολοχαγός Παύλος Μελάς εισήλθε στη Μακεδονία επί κεφαλής μεγάλου ανταρτικού σώματος. Έπεσε στη Στάτιστα, στα Κορέστεια, στις l3 Οκτωβρίου 1904. Η θυσία του έδωσε το σύνθημα και το σύμβολο για την ελληνική αντεπίθεση, η οποία ξεδιπλώθηκε τα επόμενα τέσσερα χρόνια και ανέκοψε τη βουλγαρική επιδρομή μέχρι τις βόρειες περιοχές της Μακεδονίας γύρω από το Μοναστήρι, τη Γευγελή και τη Στρώμνιτσα.
Εκατοντάδες ψυχωμένοι εθελοντές από την Κρήτη, τη Μάνη, τον Μοριά, τη Ρούμελη, τα νησιά, ακόμη και την Κύπρο, καθώς επίσης νεαροί αξιωματικοί σχημάτισαν ένοπλες ανταρτικές ομάδες και πολέμησαν στη Μακεδονία. Πολλοί έπεσαν. Παράλληλα οι Μητροπολίτες, οι Πρόξενοι, οι δάσκαλοι, οι παπάδες, οι προύχοντες και οι απλοί χωρικοί ανέπτυξαν ένα αποτελεσματικό δίκτυο αντίστασης,τροφοδοσίας, πληροφοριών, οδηγών, κρυσφυγέτων κ.α.
Αφανείς, αλλά ανεκτίμητοι πρωταγωνιστές και θύματα του Αγώνα, ήσαν οι γηγενείς Μακεδόνες,ιδιαίτερα οι σλαβόφωνοι. Χωρίς τον σλαβόφωνο µμακεδονικό ελληνισμό τα πάντα θα είχαν χαθεί. Σλαβόφωνοι άλλωστε ήσαν οι πρώτοι Μακεδονομάχοι καπετάνιοι.
Αυτή η ένοπλη φάση του Μακεδονικού Αγώνα έληξε τον Ιούλιο του 1908 όταν, µε επίκεντρο τη Θεσσαλονίκη, επαναστάτησαν οι Νεότουρκοι, εγκαθίδρυσαν Σύνταγμα ισονομίας και ισοπολιτείας όλων των υπηκόων και εγγυήθηκαν δικαιώματα στις μειονότητες. Σύντομα παρεσπόνδησαν και εξαπέλυσαν διωγμούς.
Εντωμεταξύ το 1909στην Αθήνα επικράτησε αναίμακτα το στρατιωτικό κίνημα του Γουδή και από την επαναστατημένη Κρήτη κάλεσε ως Παράκλητο τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Οξυδερκής πολιτικός και διπλωμάτης ο Ελευθέριος Βενιζέλος θριάμβευσε στις εκλογές και σε σύντομο διάστημα κατέστησε ετοιμοπόλεμη την Ελλάδα. Καθιέρωσε φιλελεύθερο Σύνταγμα, ανασυνέταξε το ξεπερασμένο πολιτικό σύστημα, αναδιοργάνωσε εκ βάθρων και εξόπλισε τον Στρατό. Δημιούργησε ισχυρό στόλο και όρισε Αρχιστράτηγο τον Διάδοχο, που το όνομά του Κωνσταντίνος, εξέπεμπε ισχυρότατο εθνικό συμβολισμό. Οι δύο αυτοί ηγέτες ενέπνευσαν αυτοπεποίθηση, ενότητα και αυτοθυσία στον Λαό.
Ήταν η Ώρα η Καλή.
 
 

Οι δυνάμεις και τα Μέτωπα του Α' Βαλκανικού Πολέμου

Μετά από τέσσερα χρόνια, αντιδρώντας στην εθνοφυλεκτική πολιτική των Νεοτούρκων και διεκδικώντας τις οθωμανικές επαρχίες των Βαλκανίων, την Άνοιξη του 1912, η Βουλγαρία, η Σερβία και το Μαυροβούνιο συμμάχησαν και απεφάσισαν να πολεμήσουν την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Τον Μάιο 1912 η Ελλάδα συμμάχησε μόνον µε τη Βουλγαρία. Οι δύο άλλες χώρες ήσαν ντε φάκτο σύμμαχοίµας. Στις 5 Οκτωβρίου 1912 οι σύμμαχοι κήρυξαν τον πόλεμο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία από όλες τις πλευρές. Τότε οι Βαλκάνιοι σύμμαχοι και οι ξένοι επιτελείς -ακόμη και ορισμένοι Έλληνες- δεν πίστευαν ότι η Ελλάδα θα μπορούσε ποτέ να επιτύχει όσα, ωστόσο, επέτυχε. Οι ελληνικές δυνάμεις ήσαν τουλάχιστον τρεις φορές μικρότερες των βουλγαρικών και δυο φορές μικρότερες των σερβικών. Επί πλέον, για να προελάσουν στη Μακεδονία, έπρεπε να διασπάσουν τέσσερις ισχυρότατες οχυρές στενωπούς: το Σαραντάπορο, τα Στενά Ολύμπου-Πέτρας, την Καστανιά στο Βέρμιο και, προς Φλώρινα-Μοναστήρι, το Κλειδί (Κιλί Ντερβέν).Έπρεπε επίσης να διαβούν μεγάλα φυσικά εμπόδια όπως οι ποταμοί Αλιάκμων, Αξιός και Γαλλικός και ο απέραντος Βάλτος των Γιαννιτσών. Ταυτόχρονα στην Ήπειρο όφειλαν να κινηθούν σε ένα εξαιρετικά πυκνό ορεινό ανάγλυφο µε βαθιές χαράδρες και αλλεπάλληλες κλεισούρες, να διαβούν ορμητικούς μικρούς ποταμούς και προ πάντων να εκπορθήσουν το τρομερό οχυρό Μπιζάνι που όλοι θεωρούσαν απόρθητο.
Οι δυνάμεις των τεσσάρων συμμάχων ήσαν οι εξής:
Ελλάδα: 10.000 πεζοί, 1.000ιππείς και 180 πυροβόλα
Βουλγαρία: 300.000 πεζοί, 5.000ιππείς και 720 πυροβόλα
Σερβία: 220.000 πεζοί, 3.000ιππείς και 500 πυροβόλα
Μαυροβούνιο: 35.000 πεζοί και 130πυροβόλα
Η Οθωμανική Αυτοκρατορία παρέταξε στα βαλκανικά μέτωπά της 340.000 πεζούς, 6.000 ιππείς, 850 κινούμενα πυροβόλα και750 τοπομαχικά πυροβόλα φρουρίων. Στις εμπροσθοφυλακές του ελληνικού στρατού ενεργούσαν καταδρομικά Σώματα Προσκόπων που στελέχωναν Μακεδονομάχοι, ιδίως Κρητικοί, άριστοι πολεμιστές που γνώριζαν σε κάθε λεπτομέρεια τα μακεδονικά εδάφη και, μετά, πολέμησαν στην Βόρειο 'Ήπειρο.
Οι Μαυροβούνιοι εισέβαλαν στο Κοσσυφοπέδιο και στη σημερινή Αλβανία όπου πολιόρκησαν τη Σκόδρα. Οι Βούλγαροι κατέλαβαν την Ανατολική Μακεδονία, μεγάλο μέρος της Κεντρικής Μακεδονίας μέχρι τα πρόθυρα της Θεσσαλονίκης, τις Σαράντα Εκκλησιές, την Αδριανούπολη και τη Θράκη και έφτασαν μέχρι έξω από την Κωνσταντινούπολη. Οι Σέρβοι, κατευθυνόμενοι νότια, κυρίευσαν τμήμα του Κοσσυφοπεδίου και το σημερινό κράτος των Σκοπίων αντιμετωπίζοντας ισχυρότατες δυνάμεις του Οθωμανικού Στρατού που, όμως, τελικά διέφυγαν στην 'Ήπειροµέσω Βίγλας-Κορυτσάς. Εισήλθαν στο κατακαημένο Μοναστήρι και διεξεδίκησαν τη Φλώρινα όπου μόλις τους πρόλαβε μια ίλη του Ελληνικού Ιππικού. Η Ελλάδα ενήργησε αποφασιστικά σε τρία ταυτοχρόνως Μέτωπα:
Στη Θεσσαλία µε κατεύθυνση τη Μακεδονία µε διπλό τελικό στόχο το Μοναστήρι και προ πάντων τη Θεσσαλονίκη, στην Ήπειρο µε κύριο στόχο τα Ιωάννινα και στο Αιγαίο με σκοπό να κρατήσει κλεισμένο στα Στενά τον ισχυρό Οθωμανικό Στόλο και να απελευθερώσει τα νησιά του Αρχιπελάγους και παράλιες πόλεις όπως η Καβάλα και η Αλεξανδρούπολη. Παράλληλα ο Στόλος ενήργησε και στα παράλια του Ιονίου Πελάγους όπου ανεφοδίασε τον Στρατό της Ηπείρου και κράτησε ανοικτή την Πρέβεζα.
Η συμβολή του Ελληνικού Στόλου στις νίκες όλων των βαλκανικών συμμάχων υπήρξε καθοριστικής σημασίας. Τα ελληνικά πλοία δεν επέτρεψαν στους Οθωμανούς να μεταφέρουν δυνάμεις από τη Μικρά Ασία ούτε να βομβαρδίσουν παράκτιες στρατιωτικές δυνάμεις και πόλεις. Μόνον η Ελλάδα, από όλους τους συμμάχους, διέθετε ναυτική δύναμη.
Ταυτόχρονα με την κήρυξη του πολέμου η Αθήνα κήρυξε την Ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα και δέχθηκε τους Κρήτες βουλευτές στη Βουλή των Ελλήνων.
Η προέλαση του Ελληνικού Στρατού στη Μακεδονία
Εξορμώντας από τη Μελούνα προς τη Μακεδονία με αρχιστράτηγο τον Διάδοχο Κωνσταντίνο, ο Ελληνικός Στρατός επέτυχε το θαύμα τον Οκτώβριο: Μέσα σε 22 μόνον ημέρες απελευθέρωσε μεγάλο μέρος της Δυτικής και της Κεντρικής Μακεδονίας, κέρδισε όλες τις μάχες και εισήλθε στη Θεσσαλονίκη.
Το Στρατιωτικό Ημερολόγιο καταγράφει μέρα προς μέρα τους σημαντικότερους σταθμούς στη Μακεδονία και στην Ήπειρο. Πριν από κάθε σχεδόν απελευθέρωση πόλης έχει προηγηθεί νικηφόρα μάχη. Συνοψίζουμε: Στις5 Οκτωβρίου 1912 ο Ελληνικός Στρατός εξορμά προς τη Μακεδονία και την Ήπειρο.Σώματα Προσκόπων καταλαμβάνουν την Ιερισσό και προελαύνουν στη Χαλκιδική. Στις6 Οκτωβρίου απελευθερώνεται η Ελασσόνα και η Δεσκάτη. Μετά από σκληρές μάχες8-10 Οκτωβρίου στο Σαραντάπορο, εκπορθείται το στρατηγικό πέρασμα και απελευθερώνονται τα Σέρβια. Στις 11 απελευθερώνεται η Κοζάνη και στις 14 του ίδιου μήνα ο Στρατός στρέφεται ανατολικά προς τη Θεσσαλονίκη. 16 Οκτωβρίου: Απελευθερώνονται η Βέροια και η Κατερίνη. Αμέσως μετά η Νάουσα, η Έδεσσα, ο Γιδάς και το Αμύνταιο.

Στις18 ο Βότσης τορπιλλίζει το τουρκικό θωρηκτό «Φετχή Μπουλέντ» μέσα στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης. Από τις 19 έως 20του μηνός διεξάγεται η αποφασιστική μάχη των Γιαννιτσών όπου ο Στρατός νικά και ανοίγει τον δρόμο προς Θεσσαλονίκη. Στις 26 Οκτωβρίου νύχτα, ανήμερα του πολιούχου Αγίου Δημητρίου, παραδίδεται η Θεσσαλονίκη, όπου την επομένη εισέρχεται ο Αρχιστράτηγος Κωνσταντίνος και στις 29 ο Βασιλεύς Γεώργιος Α', που ακολουθεί καταπόδι τον προελαύνοντα Στρατό του.
Στις2 Νοεμβρίου ο νικηφόρος Στόλος απελευθερώνει το Άγιον Όρος και την επομένη ο Κωνσταντίνος εξορμά από τη Θεσσαλονίκη προς Φλώρινα-Μοναστήρι. Στις 7απελευθερώνεται η Φλώρινα και στις 11 η Καστοριά. Εντωμεταξύ οι Σέρβοι προλαβαίνουν και μπαίνουν πρώτοι στο Μοναστήρι -τη μητρόπολη του ελληνισμού στην Άνω Μακεδονία.
Στις20 Νοεμβρίου 1912 Βουλγαρία, Σερβία και Μαυροβούνιο συνάπτουν ανακωχή με την Τουρκία. Η Ελλάδα -ολομόναχη πια- συνεχίζει τον Πόλεμο στην Ήπειρο και στο Αιγαίο, όπου κατάγει τις ακόλουθες νίκες.
Αιγαίο: Στις 3 Δεκεμβρίου 1912 η Ναυμαχία της Έλλης: ο Ελληνικός Στόλος με τον ναύαρχο Π. Κουντουριώτη καταναυμαχεί τον Τουρκικό Στόλο. Μετά από 32 ημέρες, τον συντρίβει στη ναυμαχία της Λήμνου και τον αποκλείει οριστικά στα Στενά. Κυριαρχεί στο Αιγαίο και απελευθερώνει όλα τα νησιά.
Μέτωπο της Ηπείρου: Στο μέτωπο της Ηπείρου, μέχρι το τέλος Νοεμβρίου ο Ελληνικός Στρατός είναι μικρός (13.000 άνδρες και αρκετοί εθελοντές: Κρητικοί, Μανιάτες, Ηπειρώτες και Φιλέλληνες Ιταλοί)αλλά, με τη βοήθεια του Στόλου, κέρδισε σημαντικές πόλεις και κρίσιμες διαβάσεις προς τα Ιωάννινα. Μετά την ολοκλήρωση των επιχειρήσεων στη Μακεδονία,τον Δεκέμβριο ενισχύθηκαν αποφασιστικά οι ελληνικές δυνάμεις στο μέτωπο της Ηπείρου και τη διοίκησή τους ανέλαβε ο Κωνσταντίνος.
Το Στρατιωτικό Ημερολόγιο καταγράφει μέρα προς μέρα την πορεία της νίκης. Στις6 Οκτωβρίου καταλαβαίνεται το οχυρό Γρίμποβο, στις 12 η Φιλιππιάδα και στις 21 η Πρέβεζα. Την επομένη εβδομάδα καταλαμβάνονταιµε εφ' όπλου λόγχη οι Κλεισούρες το Μέτσοβο και τα Πέντε Πηγάδια προς Γιάννενα. Τον Φεβρουάριο 1913 συγκεντρωμένος ο Στρατός υπό τον Κωνσταντίνο επιτυγχάνει τη στρατηγική καμπή. Στις 20, μετά από σκληρή αναμέτρηση μηνών, παίρνει το απόρθητο Μπιζάνι και στις 21 τα Ιωάννινα όπου παραδόθηκε άνευ όρων ο Τουρκικός Στρατός: 1.000 αξιωματικοί, 32.000 οπλίτες και 108 πυροβόλα. Τις επόμενες 4 μέρες απελευθερώνονται διαδοχικά η Κόνιτσα και οι Φιλιάτες. Στη Βόρειο Ήπειρο εντωμεταξύ από τον Δεκέμβριο 1912 μέχρι τις 5 Μαρτίου 1913απελευθερώνονται διαδοχικά η Κορυτσά, το Λεσκοβίκι, η Πρεμετή, η Κλεισούρα, το Δέλβινο, το Αργυρόκαστρο, οι Άγιοι Σαράντα και το Τεπελένι.
Έτσι λήγει νικηφόρα ο Α' Βαλκανικός Πόλεμος. Οι Μεγάλες Δυνάμεις συγκαλούν Διάσκεψη Ειρήνης στο Λονδίνο όπου στις 17 Μαΐου 1913η Ελλάδα, η Βουλγαρία, η Σερβία και το Μαυροβούνιο υπογράφουν τη Συνθήκη Ειρήνηςµε την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η Συνθήκη επιδικάζει στην Ελλάδα τη σημερινή Ήπειρο, τη Δυτική Μακεδονία και μεγάλο μέρος της Κεντρικής Μακεδονίας. Ο Ελληνικός Στρατός παραμένει, όμως, σε ορισμένες πόλεις της Ανατολικής Μακεδονίας όπως, κυρίως, η Νιγρίτα και η Ελευθερούπολη.Η Βόρειος Ήπειρος και τα αιγαιοπελαγίτικα νησιά δεν επιδικάζονται στην Ελλάδα αλλά παραμένουν ντε φάκτο υπό την ελληνική εξουσία. Στη Βουλγαρία επιδικάζεται η Ανατολική Μακεδονία και μεγάλο μέρος της σημερινής Κεντρικής Μακεδονίας, που το βόρειο και το ανατολικό όριό της απείχε λίγα μόνον χιλιόμετρα από τη Θεσσαλονίκη όπου, από τα τέλη Οκτωβρίου, στρατωνιζόταν ισχυρή δύναμη του βουλγαρικού στρατού µε πρόσχημα την «ανάπαυση». Ωστόσο, το ειρηνικό διάλειμμα αποδεικνύεται πολύ σύντομο.
Την5η Μαρτίου 1913 δολοφονείται στη Θεσσαλονίκη ο Βασιλεύς Γεώργιος Α '. Νέος Βασιλεύς των Ελλήνων ορκίζεται ο Αρχιστράτηγος Κωνσταντίνος.
Οι Βούλγαροι αισθάνονταν «μεγάλοι ηττημένοι» επειδή, ενώ είχαν διαθέσει στον συμμαχικό πόλεμο τις ισχυρότερες στρατιωτικές δυνάμεις, διαψεύσθηκε το όνειρο της Μεγάλης Βουλγαρίας. Ένα μόλις μήνα πριν υπογράψουν τη Συνθήκη Ειρήνης του Α' Βαλκανικού Πολέμου, επιτίθενται, στις 20 Φεβρουαρίου 1913, αιφνιδιαστικά εναντίον του Ελληνικού Στρατού στη Νιγρίτα και στην Ελευθερούπολη αλλά, μετά από άγριες μάχες τριών ημερών, εξαναγκάσθηκαν να υποχωρήσουν στις Σέρρες. Την ίδια μέρα επιτίθενται και κατά των Σέρβων στη Γευγελή. Το Βελιγράδι και η Αθήνα συνειδητοποίησαν ότι προμηνύεται ο Β' Βαλκανικός Πόλεμος. Γι' αυτό, δύο μόνον ημέρες μετά τη Συνθήκη Ειρήνης του Λονδίνου, στις 19 Μαΐου 1913 υπέγραψαν στη Θεσσαλονίκη Συνθήκη Συμμαχίας.

Ο Β' Βαλκανικός Πόλεμος
Ένα μήνα αργότερα ξέσπασε ο Δεύτερος Βαλκανικός Πόλεμος. Χωρίς να κηρύξει πόλεμο η Βουλγαρία, στις 16 Ιουνίου 1913, ώρα 8 το πρωί, εξαπέλυσε ολομέτωπη αιφνιδιαστική επίθεση εναντίον των Ελλήνων και των Σέρβων η οποία όμως αποκρούστηκε. Την ίδια μέρα αρνούνται να αποσυρθούν ειρηνικά από τη Θεσσαλονίκη, όπου την επομένη μαίνονται άγριες οδομαχίες όλη μέρα κι όλη νύχτα μέχρι το πρωί της 18ης Ιουνίου, οπότε οι Βούλγαροι παραδίδονται: 19 αξιωματικοί,1.280 στρατιώτες και 80 κομιτατζήδες.
Ενώ η μεγάλη βουλγαρική επίθεση καθήλωσε το Σερβικό Στρατό στη Γευγελή, στις 18 Ιουνίου οι ελληνικές δυνάμεις εξαπέλυσαν γενική αντεπίθεση σε όλο το μέτωπο. Επί τρία μερόνυχτα, 18-21 Ιουνίου, οι Έλληνες πολέμησαν σε δύο οχυρά μέτωπα ταυτοχρόνως, στον Λαχανά και στο Κιλκίς, όπου οι Βούλγαροι είχαν οχυρωθεί εξαιρετικά και παρέτασσαν υπέρτερες δυνάμεις με μεγαλύτερη δύναμη πυρός.Οι Έλληνες επετίθεντο όρθιοι με εφ' όπλου λόγχη και απίστευτο ηρωισμό. Νίκησαν κατά κράτος αλλά έχυσαν το αίμα τους ποτάμι. Στο πεδίο της τιμής έπεσαν τότε 8.353παλικάρια της Ελλάδος, ανάμεσά τους πολλοί αξιωματικοί.
Μέσα σε ένα μόνον μήνα ο Ελληνικός Στρατός απελευθέρωσε την υπόλοιπη Κεντρική Μακεδονία, όλη την Ανατολική Μακεδονία μαζί με τη Δοϊράνη,τη Στρώμνιτσα και το Μελένοικο καθώς επίσης στη Θράκη την Ξάνθη, την Κομοτηνή και την Αλεξανδρούπολη. Κινούμενος ακάθεκτος προς Βορράν, με τελική κατεύθυνση τη Σόφια, διέσπασε τα Στενά του ιστορικού Κλειδίου, ανήλθε την κοιλάδα της Στρώμνιτσας, εξεπόρθησε τα απρόσιτα Στενά της Κρέσνας εισήλθε στο υψίπεδο της Σόφιας και εκεί έδωσε την τελευταία νικηφόρα μάχη του, στο Σιμιτλή. Κατά την υποχώρησή του ο Βουλγαρικός Στρατός, πλαισιωμένος και από κομιτατζήδες, διέπραξε άγριες ωμότητες σε βάρος του αμάχου ελληνικού πληθυσμού.Μεταξύ άλλων πυρπόλησε τις Σέρρες και τη Νιγρίτα, εξετέλεσε πολλούς προύχοντες, έκαψε συθέμελα το Δοξάτο και σφαγίασε 3.000 αμάχους, λεηλάτησε το Σιδηρόκαστρο και έσφαξε τον Μητροπολίτη του Κωνσταντίνο κ.α.
Ο Β' Βαλκανικός Πόλεμος κράτησε ένα μόνον μήνα-αλλά τι μήνα! Στις 17 Ιουλίου υπεγράφη γενική ανακωχή. Λίγες ημέρες ενωρίτερα,αξιοποιώντας τις ελληνικές νίκες κατά των Βουλγάρων, η Ρουμανία και η Τουρκία επετέθησαν κατά της Βουλγαρίας.Οι Τούρκοι ανακατέλαβαν εδάφη στην Ανατολική Θράκη και στη Ρωμυλία ενώ οι Ρουμάνοι κατέλαβαν τη Δοβρουτσά και έφθασαν αμαχητί σχεδόν στα πρόθυρα της Σόφιας. Οι Βούλγαροι υπέκυψαν. Από 17 μέχρι 28 Ιουλίου συνήλθε στο Βουκουρέστι η Διεθνής Διάσκεψη Ειρήνης με συμμετοχή του Πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου.Η Συνθήκη του Βουκουρεστίου, στις 28 Ιουλίου 1913, κατέστησε αμετάκλητα τα σύνορα της σημερινής Ελληνικής Μακεδονίας με ανατολικό όριο τον Νέστο ποταμό. Η Ελλάδα είχε επιτύχει έναν άθλο που ουδείς τολμούσε να ονειρευθεί πριν δέκα μόλις μήνες.


ΚΑΤΣΙΜΗΤΡΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ: ΠΡΟΜΗΝΥΜΑΤΑ ΚΑΙ ΠΑΡΑΜΟΝΑΙ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ I


Τον Μάρτιον 1939 επίμονοι φήμαι και διαδόσεις εκυκλοφόρουν εις το εξωτερικόν περί μελετωμένης καταλήψεως της Αλβανίας υπό της Ιταλίας.Τας φήμας ταύτας διέψευσεν επισήμως την 17 Μαρτίου 1939 Ιταλική ανακοίνωσις, χαράκτηρίσασα ταύτας ως κακοήθη ψεύδη σκοπούντα την διατάραξιν της Ειρήνης εν τη Αδριατική.
Παρά την επίσημον ταύτην διάψευσιν, η Ιταλία ως γνωστόν κατέλαβε βιαίως την Αλβανίαν την 6 Απριλίου 1939, εκμηδενίσασα την βραχείαν αντίστασιν του Αλβανικού Στρατού, του Βασιλέως Αχμέτ Ζώγου καταφυγόντος εις το Εξωτερικόν.
Ο τότε Υπουργός των Εξωτερικών της Ιταλίας κόμης ΤΣΙΑΝΟ διεβεβαίωσεν επισήμως τους εν Ρώμη Πρεσβευτάς της Αγγλίας και Αμερικής ότι η κατάληψις της Αλβανίας γενομένη προς αποκατάστασιν της διασαλευθείσης τάξεως, θα είναι προσωρινή, ουδόλως δε σκέπτεται η Ιταλία να θίξη την ακεραιότητα και ανεξαρτησίαν της χώρας.
Εν τω μεταξύ τα Ιταλικά στρατεύματα, επεκτείνοντα ραγδαίως την κατάληψιν της Αλβανίας, προσήγγιζον την Ελληνοαλβανικήν μεθόριον.
Η Ελληνική Κυβέρνησις, ανησυχήσασα μεγάλως εκ του σοβα­ρού τούτου γεγονότος και αγνοούσα τας προθέσεις των Ιταλικών Στρατευμάτων, απέστειλεν εσπευσμένως ενισχύσεις εις τήν VIII Μεραρχίαν Ηπείρου, ήτις εκάλυπτε την Ελληνοαλβανικήν μεθόριον από του όρους ΓΡΑΜΜΟΣ μέχρι της θαλάσσης (ΙΟΝΙΟΝ ΠΕΛΑΓΟΣ).
Διοικητής της VIII Μεραρχίας με έδραν τα ΙΩΑΝΝΙΝΑ ήτο και τότε ο γράφων τας γραμμάς ταύτας, όστις διήλθεν αγωνιώδεις ημέρας, διότι η υπό τα όπλα δύναμις αυτής ήτο ασήμαντος, η δε εν τη μεθορίω διατεθειμένη δύναμις Προκαλύψεως μηδαμινή σχε­δόν, αποτελούσα μίαν αραχνοΰφαντον γραμμήν, άνευ της ελαχίστης κατά βάθος εφεδρείας.




Αντιστρατηγος
Κατσιμήτρος Χαραλαμπος
Αμυντική οργάνωοις τoυ τομέως της Μεραρχίας δεν υπήρχεν ουδέ η στοιχειώδης τοιαύτη, διότι η γείτων επικράτεια της Αλβανίας, εκρίνετο αμελητέος αντίπαλος εις ενδεχομένην ένοπλον σύγκρουσιν μετ' αυτής.
Υπό τοιαύτας συνθήκας είναι εύκόλον να κατανοηθή η βαρεία ευθύνη του Διοικητού αυτής η οποία εβάρυνε τους ώμους αυτού, εν όψει ενδεχομένης προελάσεως εντός του ημετέρου εδάφους, την οποίαν δεν ηδύνατο να αντιμετωπίση ελλείψει επαρκών δυνάμεων. Η Μεραρχία, παρακολουθούσα αγρύπνως τας κινήσεις των Ιτα­λικών Στρατευμάτων εντός του Αλβανικού εδάφους δι' εμπίστων πρακτόρων αυτής, ήτο εις θέσιν ανά πάσαν στιγμήν να γνωρίζη που ευρίσκονται ταύτα και που κατευθύνονται.Και ου μόνον τούτο, αλλά και τας απωτέρας προθέσεις αυτών εγνώριζε και δη της Ανωτάτης Διοικήσεως αυτών, εκ των εκδοθεισών αυτής Διαταγών, των οποίων η κυρία έννοια και αι κατευθύν­σεις περιήλθον εις γνώσιν της Μεραρχίας. Εξαίρετον δράσιν εσημείωσε τότε και προσέφερε πολυτίμους Εθνικάς υπηρεσίας, ομάς πρακτόρων υπό τον δραστήριον Διδάσκα­λον του Παραμεθορίου Χωρίου ΜΟΛΥΒΔΟΣΚΕΠΑΣΤΟΣ (Δυτ. της συμβολής ΑΩΟΥ και ΣΑΡΑΝΤΑΠΟΡΟΥ) κ. ΓΚΑΤΣΟΠΟΥΛΟΝ ΣΤΑΥΡΟΝ, ήδη Διευθυντήν του Δημοτικού Σχολείου Κηφισσίας.
Ο φιλόπατρις και ενθουσιώδης ούτος ανήρ, είχεν οργανώσει, εξ ιδίας αυτού πρωτοβουλίας και όλως ανιδιοτελώς, επίλεκτον ομάδα Πρακτόρων, ήτις, εισερχομένη λάθρα εις το Αλβανικόν έδα­φος, συνέλεγεν ακριβείς και θετικάς πληροφορίας περί των κινή­σεων και προθέσεων των Ιταλικών Στρατευμάτων, ας εγκαίρως μετεβίβαζεν εις την Μεραρχίαν, παρέχων ούτω μεγίστην συνδρομήν εις το έργον της.
Ο φλογερός ούτος Πατριώτης, ο τιμών τον Διδασκαλικόν κλάδον, δεν εφείσθη ποτέ κόπων και μόχθων και δεν υπελόγισε ποτέ τους συναφείς κινδύνους αλλ' ειργάσθη πάντοτε με ένθερμον ζήλον ως αληθής Στρατιώτης της Πατρίδος.
Κατά τας πρωινάς ώρας της 28ης Οκτωβρίου 1940 με προφανή κίνδυνον της ζωής του, επέτυχε να αποκόψη τας τηλεφωνικάς Γραμμάς των Ιταλικών Μονάδων, συντελέσας ούτω εις την επιβράδυνσιν της Ιταλικής εισβολής.
Η Μεραρχία εκτιμώσα το Πατριωτικόν του ανδρός έργον, επρότεινεν όπως τω απονεμηθή το «Μ ε τ ά λ λ ι ο ν   ε ξ α ί ρ ε τ ω ν  Π ρ ά ξ ε ω ν» διά τας προς την Πατρίδα εξαιρέτους υπηρεσίας του.
Δεν γνωρίζω αν τούτο επραγματοποιήθη ή ού. Αλλ εν πάση περιπτώσει, ας έχη πάντοτε υπ' όψιν του ο φιλόπατρις ούτος άνήρ ότι:
«Η ΕΥΓΝΩΜΟΣΥΝΗ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΔΟΣ ΕΙΝΑΙ Η ΩΡΑΙΟΤΕΡΗ ΑΜΟΙ­ΒΗ ΤΟΥ ΘΝΗΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ».
Την Κυριακήν του Πάσχα (9 Απριλίου) τελουμένης της Ιεράς ακολουθίας της Δευτέρας Αναστάσεως εν τω Μητρο­πολιτικώ Ναώ των Ιωαννίνων, ένθα ευρίσκετο ο Διοικητής της Μεραρχίας μετά των αξιωματικών της Φρουράς, εκλήθη ούτος εσπευσμένως εις το τηλέφωνον υπό του Γενικού Επιτελείου του Στρατού.
Η αιφνίδια και εσπευσμένη αύτη αναχώρησις του Μεράρχου και των Αξιωματικών εκ του Ιερού Ναού, ενέβαλεν εις ζωηράς ανη­συχίας τον πληθυσμόν της Πόλεως, όστις εγνώριζε την κρισιμότητα της καταστάσεως.
Ο Διοικητής της Μεραρχίας συνδεθείς τηλεφωνικώς μετά του Γενικού Επιτελείου Στρατού έλαβε παρά του Υπαρχηγού αυτού, Υποστρατήγου ΠΛΑΤΗ Κ. την κάτωθι τηλεφωνικήν διαταγήν του Γεν. Επιτελείου :
«Η Κυβέρνησις εν όψει ενδεχομένης εισβολής του Ιταλικού Στρατού εις το ημέτερον έδαφος, εξουσιοδοτεί τον Διοικητήν της Μεραρχίας να επιστρατεύση ταύτην και δίδει αυτώ την εντολήν να αποκρούση διά των όπλων πάσαν απόπειραν εισβολής.
Η επιστράτευσις της Μεραρχίας θα ενεργηθή μόνον εν περιπτώσει επιθέσεως σοβαρών Ιταλικών δυνάμεων κατά της μεθορίου, ουχί δε εκ μεμονωμένων επεισοδίων, άτινα δυνατόν να λάβωσι χώραν επί της μεθορίου μεταξύ Ημετέρων και Ιταλικών Φυλακείων, άτινα πάντως δέον να αποφευχθώσιν απολύτως, διότι ύψιστα εθνικά συμφέροντα επιβάλλουσι τούτο.
Ο Βασιλεύς και η Κυβέρνησις βασίζονται μετ' απολύτου εμπιστοσύνης εις την λελογισμένην και προσήκουσαν ενέργειαν του Διοικητού της Μεραρχίας κατά την προκειμένην σοβαράν περίπτωσιν.
«Τονίζεται και αύθις ότι η επιστράτευσις της Μεραρχίας θα πραγματοποιηθή μόνον εν περιπτώσει πραγματικής και απολύτου ανάγκης και ότι μεμονωμένα μεθοριακά επεισόδια δεν δικαιολογούσι ταύτην, τα δε τυχόν δημιουργούμενα να διευθετηθώσιν ειρηνικώς και κατά τον μάλλον ενδεδειγμένον συνετόν τρόπον»
Τοιαύτη ήτο η λίαν σοβαρά εντολή, ήτις εδίδετο εις την Μεραρχίαν από τηλεφώνου και υπό τύπον μάλλον οδηγιών εκ μέρους του Γενικού Επιτελείου Στρατού διά του Υπαρχηγού αυτού, χωρίς να επακολουθήση μεταγενεστέρως έγγραφος διαταγή, επικυρούσα την ανωτέρω τηλεφωνικώς δοθείσαν εντολήν.
Και ήτο αναγκαία η έκδοσις της επικυρωτικής ταύτης διαταγής προς καθορισμόν και καταμερισμόν των ευθυνών, υποχρεώσεων και δικαιωμάτων του τε εκδίδοντος την διαταγήν και του λαμβά­νοντος ταύτην υπευθύνου εκτελεστού.
Καί ταύτα μεν όσον άφορα το τυπικόν μέρος τών οδηγιών τού­των αίτινες διά την Μεραρχίαν άπετέλουν σαφή και κατηγόρηματικήν έντολήν σοβαρωτάτης σημασίας.
Αλλά και εν τη ουσία και τω πνεύματι, αι οδηγίαι αύται εδέσμευον την πρωτοβουλίαν του Διοικητού της Μεραρχίας και ουδό­λως διηυκόλυνον το έργον αυτού, ιδία όσον αφορά την δοθείσαν εξουσιοδότησιν της επιστρατεύσεως.
Διότι τίθεται σαφώς ο όρος και τονίζεται τούτο κατ' επανά­ληψιν, ότι μόνον εν περιπτώσει επιθέσεως κατά της μεθορίου σοβαρών Ιταλικών δυνάμεων θα επιστρατευθή η Μεραρχία, ουχί δε εκ μεμονωμένων μεθοριακών επεισοδίων.
Αλλ' εν τοιαύτη περιπτώσει αι Ιταλικαί δυνάμεις, αίτινες ήσαν παρατεταγμέναι έναντι της μεθορίου πλήρως εφωδιασμέναι με τα σύγχρονα ταχυκίνητα μέσα, υπερέχουσαι συντριπτικώς της ολιγαρίθμου ημετέρας προκαλυπτικής δυνάμεως, ήδύναντο, επιτιθέμενοι αίφνιδιαστικώς και ανατρέπουσαι ευχερώς ταύτην, να εισχωρήσωσι βαθέως εις την περιοχήν της Μεραρχίας, εις διάστημα ολίγων μόνον ωρών, οπότε ήτο αδύνατος η πραγματοποίησις της επιστρατεύσεως.
Συνεπώς η δοθείσα εξουσιοδότησις εις τον Διοικητήν της Μεραρχίας υπό του Γεν. Επιτελείου δεν ανταπεκρίνετο εις τας περι­στάσεις και την πραγματικήν κατάστασιν και παρέμενε γράμμα κενόν.
Παρέμενεν όμως σαφής και κατηγορηματική η εντολή η δοθείσα αυτώ, όπως αποκρούση δ ι ά των όπλων πάσαν απόπειραν εισβολής του Ιταλικού Στρατού εις το η μ έ τ ε ρ ο ν έδαφος.
Και είναι ευνόητον πόσας και ποίας βαρυτάτας ευθύνας εδημιούργει η εντολή αύτη εις τον Διοικητήν της Μεραρχίας, όστις όμως δεν είχε τα μέσα ίνα εκπλήρωση την αποστολήν του. (Επόμενο)

Πέμπτη 24 Οκτωβρίου 2013

ΘΡΑΣΥΒΟΥΛΟΣ ΤΣΑΚΑΛΩΤΟΣ: Η ΦΩΝΗ (ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΗΓΟΥ ΜΠΑΚΟΥ) ΕΚ ΤΟΥ ΤΑΦΟΥ. TI ΔΙΕΚΗΡΥΣΣΕ ΚΑΙ ΤΙ ΕΠΙΣΤΕΥΕ



Υποστρατηγος Γ. Μπάκος
Τί θάλεγε ο στρατηγός Μπάκος, εάν δεν εκρεουργείτο υπό των κομμουνιστών και παρουσιάζετο προ του δικαστηρίου της πατρίδος του. Φωνογραφώ τας σκέψεις του, όπως πολλές φορές τις άκουσα, σαν μια υποχρέωσι προς την μνήμην του.
«Εγκατελείφθημεν από τους υπευθύνους, τους οποίους ο Ελληνικός λαός, η πατρίς και αι σκληραί του Έθνους δοκιμασίαι, έθεσαν εις υποχρέωσιν θέσεως και τιμής, όπως αναλάβωσι τας επιβαλλομένας ευθύνας. Ο μόνος συνδετικός κρίκος μεταξύ εκείνων, που δεν ανελάμβανον τας ευθύνας των και εκείνων που εγκατελείποντο, ήτο μια ψυχρή διαταγή, που η απουσία των υπευθύνων καθίστα ακόμη σκλη­ρότερη και που θα μπορούσε να μεταφρασθή: Πεθάνετε όλοι σας, διαλυθήτε. Αυτό ε­πιβάλλει η τιμή της Ελλάδος έναντι των συμμάχων μας. Δεν υπάρχει τιμή διά το στράτευμα, εξεταζόμενον εν αντιπαραβολή προς την τιμήν της Ελλάδος. Αυτό ετονίσθη. Αλλά και δεν υπάρχει μεγαλυτέρα σοφιστεία από αυτήν την εξαγγελίαν και μόνον εις στόμα αρνουμένων τας ευθύνας των. εις τας σκληροτέρας στιγμάς του Έθνους, δύναται να εύρη θέσιν. Ένας στρατός δεν αποτελεί κάτι το νεκρόν, το ψυχρόν, το ασυγκίνητον. Ο στρατός υφίσταται τοιαύτας ψυχολογικάς επιδράσεις, τας οποίας μόνον ψυχικαί πάλιν ανατάσεις, μόνον παραδείγματα θυσίας, αυτοθυ­σίας και συμμετοχής εις τον πόνον και τας αγωνίας του δύναται προς στιγμήν να δαμάση, να σταματήση και να μετατρέψη ακόμη, αν υπάρχη συνέχεια.
Κανένας χείμαρρος, κανένας καταρράκτης δεν εσταμάτησε από θαυματοποιόν, θεώμενον μακρόθεν και με μόνην την εντολήν «στάσου». Αλλά αντίθετα, υπάρχουν άπειρα παραδείγματα μικρών και μεγάλων μονάδων, όπου οι ηγήτορες καθίσταντο θαυματοποιοί, εις τας σκληροτέρας δοκιμασίας των μονάδων αυτών και τον θάνα­τον μετέτρεπον εις ανάστασιν ζωής, είτε δια αυτού τούτου του συνολικού θανάτου, καθιστώντος αθάνατον το μεγαλούργημα, είτε διά της αναστάσεως εις το απόλυτον της εφεδρικής εκείνης δυνάμεως, της οποίας το βάθος και συνεπώς εν εκδηλώσει το ύψος ανέρχεται δυσθεώρητα και η άνοδος αποκτά την επωνυμίαν «θαύματα». Και το θαύμα των θαυματοποιών ήτο απλούστατον. Δυνατόν και επιβεβλημένον για τον καθένα. «Το θαύμα ονομάζεται παρουσία του υπευθύνου ηγήτορος». Παλαιά και νεώτερα στρατεύματα παρέτειναν την πείναν των και την δίψαν των εις εκπλη­κτικά όρια αντοχής, διότι πεινούσαν μαζί τους και διψούσαν οι ηγήτορες των. Έλληνος μεγάλου αρχηγού ήτο η χειρονομία «να χύση το νερό. που τούφεραν να πιη, αφού δεν αρκούσε για τους στρατιώτας του». Τα θαύματα είνε απλά, αλλά παρου­σιάζουν την ψυχικήν, πνευματικήν καί σωματικήν συμμετοχήν. Εγκατελείφθημεν από όλους. Και από εκείνην την στιγμήν υπήρξαμεν ανεξάρτητοι και επωμίσθημεν τας ευθύνας εκείνων, οι οποίοι τας ηρνήθησαν.
Κατέστημεν κατ' ανάγκην και Κυβέρνησις αφού ο Βασιλεύς, σύμφωνα με το Πολίτευμα, είνε ανεύθυνος. Ο Βασιλεύς ηθικώς υπεύθυνος κατά την κατάρρευσιν του Έθνους, έδωκε την κατεύθυνσιν «Πολεμήσατε».
Πώς η Κυβέρνησις Κορυζή εσημείωσε την παρουσίαν της εις την εντολήν ταύτην; Πώς ο υπουργός των Στρατιωτικών Παπαδήμας Ν. εσημείωσε την υποχρέωσίν του; Πώς ο Αρχιστράτηγος Παπάγος υλοποίησε την εντολήν του Αρχιστρατήγου των ενόπλων δυνάμεων Βασιλέως; Πώς το επιτελείον του Στρατηγείου επολλαπλασίασε, ως φυσικός πολλαπλασιαστής, την δυναμικότητα του Αρχιστρατήγου; Πώς ο διοικητής της Στρατιάς Πιτσίκας I. εξεδήλωσε την επέμβασίν του; Πώς αντέδρασε ο στρατευόμε­νος λαός, οι στρατιώται μας; Το μέτωπον;
Ο Πρόεδρος της Κυβερνήσεως ηυτοκτόνησε, παρουσιάσας εις τους μαχο­μένους στρατιώτας την γνώμην του ως υπευθύνου ηγέτου. Κρίμα, που δεν ήλθε να αυτοκτονήσωμε μαζί. Θα υπήρχον πολλοί, που θα αυτοκτονούσαν μαζί μας, όταν έβλεπον τον Κυβερνήτην.—Ο υπουργός των Στρατιωτικών Παπαδήμας Ν. διέταξε την διάλυσιν των μετόπισθεν από της 16ης Απριλίου, δόσας και ούτος εμπράκτως την γνώμην του, χωρίς όμως συγχρόνως να αυτοκτονήση, ουδέ να διακινδυνεύση εις μίαν επίσκεψιν εις το μέτωπον, δια να δείξη κάποιαν συμπόνιαν ή άλληλεγγύην προς τα τέκνα της πατρίδος, προς τους στρατιώτας, χάρις εις τους οποίους έφερε τον υπερήφανον τί­τλον: «Υπουργός επί των Στρατιωτικών».
—Ο Αρχιστράτηγος Παπάγος, διατάσσων παράκαιρον ανακωχήν εις τον το­μέα των οχυρών και προβιβάζων εις θέσεις, φυγάδας του μετώπου τούτου, ωθών εις ανάληψιν ευθυνών από τα κατώτερα όργανα αφανώς, διατάσσων «σκοτωθήτε» εκ του εμφανούς διά διαταγών, απουσιάζων του πόνου εκείνων, των οποίων έφερε τον τιμητικώτερον δι' ένα στρατιώτην τίτλον «Αρχιστράτηγος» και απουσιάσας και από το κύκνειον του θανάτου άσμα του.
—Ο πολλαπλασιαστής του, το έπιτελείον του, επολλαπλασίαζε την καταφαινομένην γνώμην του, προσκαλούν τους υφισταμένους ηγέτας (Πιτσίκαν I.) να δια­τυπώσουν εντονώτερα τηλεγραφήματα επί της καταστάσεως και αφήνων εις τού­τους την ανεπίσημον εντύπωσιν, ότι δέον να αναλάβουν την ευθύνην της ανακω­χής. Ο τότε συνταγματάρχης Κιτριλάκης ετηλεφώνησε συγκεκριμένως εις τον συνταγματάρχην Μπαλοδήμον της Στρατιάς να προβή η Στρατιά εις ανακωχήν, προσ­θέτων όχι τούτο είνε τη εγκρίσει του παρισταμένου και ακούοντος Αρχηγού του Ε­πιτελείου του Γεν. Στρατηγείου Μελισσινού, αλλά και του Αρχιστρατήγου. Ο κ. Μπαλοδήμος ηρνήθη, ζητήσας ηριθμημένην διαταγήν.
—Ο στρατηγός Πιτσίκας δι' όλης της στάσεως και διά των τηλεφωνημάτων «αντιστήτε λίγο ακόμη και η Κυβέρνησις θα λάβη την απόφασιν της», έδωσε την ιθύνουσαν γνώμην του. Και εζήτησε ακόμη από έναν εθελοντήν στρατιώτην του, αλλά και πολιτικών, τον κ. Κανελλόπουλον, ως νομομαθή, να διατυπώση τους καλυτέρους όρους της προς τους Γερμανούς ανακωχής, πράγμα που δεν συνεζητήθη από τον στρατηγόν Τσολάκογλου.
Και οι στρατιώται; Το μέτωπον; Δημοψήφισμα έντονον δια της φράσεως: «Μας παραδίδετε αιχμαλώτους, σώσατε μας». Το πάσχον και στρατευόμενον Έ­θνος, ο λαός, εκ του οποίου εκπορρέουν άπασαι αι άλλαι δυνάμεις, εψήφισε απήτησε την ανακωχήν.


Και αφού άπαντες απουσίαζον, αφού άπαντες υπήρξαν αρνηταί των ευθυνών των, ανελάβομεν ημείς τας επιβεβλημένας ευθύνας, και ως κυβερνήται και ως ηγέται, διότι ήμεθα παρόντες και δεν ηθέλαμεν να εγκαταλείψωμε τους στρατιώτας μας. Με μίαν όμως διαφοράν. Επεβάλλομεν εις τον εαυτόν μας, ως στρατιωτικοί ηγέται, την υποχρέωσιν τιμής, ην επέβαλλε η τοιαύτη θέσις και αποστολή μας».Εδώσαμεν ως στρατός την μεγαλυτέραν δυνατήν αντίστασιν κατά του διμετώπου ε­χθρού. Εκείνην, που επιβάλλεται, εκείνην, που ορίζει ο κανονισμός, εκείνην, που ώριζε η τιμή και η συνολική του Έθνους θέλησις, εκείνην, που επέβαλε το ΟΧΙ και η θέσις του ν ι κ η τ ο ύ, έ ν α ν τ ι   τ ω ν   η τ τ η μ έ ν ω ν   Ι τ α λ ώ ν. Οι μα­χηταί του μετώπου εις την πάροδον του χρόνου δύνανται να το μαρτυρήσουν εν ψυ­χρώ πλέον όρκω, όρκω τιμής. Και όταν το παν εχάθη, τότε υποκατεστήσαμεν τους αρνητάς και τους απόντας και ανελάβομεν τας ευθύνας εκείνων και εσώσαμε τους στρατιώτας μας από την αιχμαλωσίαν, από την δουλείαν, από την εξαθλίωσιν, ψυ­χικήν και σωματικήν, αυτών και των οικογενειών των. Και πιο πολύ ακόμη, εδώσαμε τους στρατιώτας του μέλλοντος, εξησφαλίσαμε την συνέχειαν της εντολής «συν­εχίσατε, τον αγώνα», την εθνικήν αντίστασιν, τον εξωτερικόν κατά του εχθρού αγώ­να, τον οποίον οι υπεύθυνοι ούτε προείδον, ούτε προπαρεσκεύασαν. Εξησφαλίσαμεν μίαν ανακωχήν. Δεν ανήκεν εις ημάς να προβλέψωμεν, ότι οι αντίπαλοι μας «θα υπερέβαινον εις ατιμίαν τους ατίμους εαυτούς των» και θα επρόδιδον την υπογραφήν των. Και όμως, δεν προέβησαν και εις την συνολικήν αιχμαλωσίαν των στρατιωτών μας. Ιδού το κέρδος, ιδού η ωφέλεια της πολεμικής ενεργείας μας. Και ακόμη, είχαμε νικηθή και παρουσιάσθημεν ως νικηταί του ενός των αξονοφόρων. Ιδού η ηθική, η τεραστία του Έθνους ωφέλεια, η οποία και τώρα είνε εκμεταλ­λευτή.
Και καταλήγω: Ως στρατιώται εκάμαμε το καθήκον μας εις το απόλυτον. Ως κυβερνήται του μετώπου επετύχομεν το καλύτερον. Δεν ανήκει εις τους αρνητάς να κρίνουν τας πράξεις μας. Η ιστορία θα μας δικαιώση, διότι το καθήκον εις ένα Έθνος δεν είνε μονομερές, είνε συνολικόν. Τίποτε δεν επιτυγχάνεται διά της αρνήσεως, αλλά διά της θέσεως. Και η θέσις, η πράξις, η ανάληψις ευθύνης δεν είνε δυνατόν ποτέ να τεθή εις σχέδια, προς εκάστοτε εφαρμογήν. Η πραγματικότης και μόνον αύτη αποτελεί τον παράγοντα δι' απόφασιν. Εις την θέσιν, την στυγνήν πραγ­ματικότητα, εθυσιάσαμεν ό,τι οι άλλοι ονομάζουν «τιμήν του στρατιώτου». Αλλά υπεράνω της τιμής του στρατιώτου υφίσταται η υποχρέωσις του ηγέτου και υπεράνω  αμφοτέρων «η σωτηρία του Έθνους». Ετηρήθησαν εις το ακέραιον. Η ιστο­ρία ας κρίνη και ας καταμερίση ευθύνας, αλλά τονίζω, «δεν υπάρχουν γεγονότα αντιγράφοντα άλληλα», υπάρχουν αποφάσεις μετατρέπουσαι τα γεγονότα εις ωφέλειαν ή ζημίαν και ο πόλεμος είνε σειρά τοιούτων γεγονότων και αποφάσεων. Η απόφασίς μας δεν εζημίωσε, αλλά ωφέλησε το Έθνος. Και τούτο ουδείς εχέφρων άνθρω­πος δύναται να το αμφισβήτηση. Αι ύβρεις ή αι καταδίκαι μας υπό οιουδήποτε, απετέλουν τρόπον ενεργείας πολεμικής, έστω ότι επεβάλλοντο παρά την λύπην την ατομικήν και πιθανήν σύγχυσιν διά τους εκπληρώσαντας εις το ακέραιον τας ευ­θύνας των, έναντι εκείνων, οίτινες τας ηρνήθησαν. Αλλά και η πάροδος του χρό­νου επιβάλλει και την αποκατάστασιν, αποκατάστασιν, η οποία και αυτή θα αποδεί­ξη την πραγματικότητα, θα παρουσίαση την αλήθειαν. Και η αλήθεια είνε: «Επράξαμεν το καθήκον μας έναντι του εντολοδόχου Έθνους, έναντι των στρα­τιωτών μας εις το ακέραιον. Υπήρξαμεν και εμείναμεν νικηταί. Υψώθημεν υπεράνω  της ατομικής μας τιμής και εστραγγίσαμεν μέχρι της τελευταίας τρυγός το ποτήρι του πόνου και της αγωνίας μαζί με τους στρατιώτας μας. τους οποίους ωδηγήσαμεν εις τον θάνατον, αλλά και την ζωήν. Μένει ακόμη ένα στυγνόν ερώτημα: Διατί παρελάβατε Κυβερνήται και εκτός μετώπου; Θα ηδυνάμην να απαντήσω: Διότι απουσίαζε η πολιτική ηγεσία, διότι αύτη ηρνήθη τας ευθύνας της  ή διότι ίσως ενόμιζε ότι τούτο αποτελεί την καλυτέραν πολιτικήν στρατηγικήν. Ή­το άλλως τε διεθνής η τακτική αυτή. Θα ηδυνάμην να προσθέσω: Η απουσία της πολιτικής ηγεσίας μας ώθησεν εις τον Γολγοθάν των ευθυνών να περισώσωμεν, να βοήθήσωμεν όσο μπορούσαμε τους στρατιώτας μας. Όταν αυτή παρουσιάσθη, κατεθέσαμεν τον σταυρόν. Αλλά απαντώ ειλικρινώς: Ίσως διεπράξαμεν ένα σφάλμα.
Το μέγεθος τούτου, σεις κρίνατε το. Κρίνατε το όμως με την ψυχράν λογικήν και με μόνον σκοπόν: «Να αποβή η κρίσις σας καταδικαστική ή αθωωτική, ως ι­στορικόν παράδειγμα δι' οιονδήποτε μέλλον.
Αλλά εις το σφάλμα επεστράτευσα όλην την ενεργητικότητα μου και την αγάπην μου διά το στράτευμα. Έσωσα τον στρατόν από την οδύνην και την κατα­δίκην των στρατοπέδων αιχμαλωσίας, έσωσα τους αναπήρους. Εξέδωσα απόρρη­τον διαταγήν, όπως οι ταμίαι καταβάλουν τας αποδοχάς εις τας οικογενείας των εις την Μ. Ανατολήν ή τα ανταρτικά σώματα αναχωρούντων αξιωματικών. Την παραμονήν της παραιτήσεως μου από της θέσεως του υπουργού Εθνικής Αμύνης, εκάλεσα όλους τους αξιωματικούς εις την αίθουσαν συνεδριάσεως της Βουλής και αφού τους επεσήμανα τον κομμουνιστικόν κίνδυνον, τους εξώρκισα να οργανωθώμεν να τον αντιμετωπίσωμεν όλοι μαζί. Εγώ δυστυχώς είμαι ουσιαστικώς αιχμά­λωτος των Γερμανών. Όσοι όμως μπορούν πρέπει να σπεύσουν εκεί όπου η Πα­τρίς μας αγωνίζεται εις τα βουνά ή την Μ. Ανατολήν».
Η  π ρ ο φ η τ ε ί α   α π ο κ α τ α σ τ ά σ ε ω ς    ε γ έ ν ε τ ο   α φ ο ύ  ο ι    δ ι α ­τ ε λ έ σ α ν τ ε ς    υ π ο υ ρ γ ο ί   ε π ί   κ α τ ο χ ή ς     π ρ ο ή χ θ η σ α ν   ε ι ς  α ν τ ι­ σ τ ρ α τ ή γ ο υ ς  υ π' α υ τ ο ύ  τ ο ύ τ ο υ   τ ο υ  κ αι τ η γ ό ρ ο υ        α ρ χ ι σ τ ρ α  τ ή γ ο υ    Π α π ά γ ο υ  ό τ α ν   π α ρ έ λ α β ε   ω ς   υ π ε ύ θ υ ν ο ς   Κ υ β ε ρ ν ή ­τ η ς-



 

Παρασκευή 18 Οκτωβρίου 2013

ΘΡΑΣΥΒΟΥΛΟΣ ΤΣΑΚΑΛΩΤΟΣ: Η ΠΡΩΤΗ ΚΑΤΟΧΙΚΗ ΚΥΒΕΡΝΗΣIΣ. Η ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΜΟΥ ΠΡΟ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΩΝ ΔΟΣΙΛΟΓΩΝ. Η ΦΩΤΕΙΝΗ ΔΙΟΔΟΣ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΗΓΟΥ ΜΠΑΚΟΥ ΑΠΟ ΤΟ ΥΠΟΥΡΓΕΙON ΔΟΥΛΕΙΑΣ.

ΠΕΡIΣΥΛΛΟΓΗ


 
H Κυβέρνησις του στρατηγού Τσολάκογλου υπήρξεν ασφαλώς γέννημα του στρατού (στελεχών) του Μετώπου. Τρεις σωματάρχαι του στρατού του Μετώπου έλαβον μέρος εις αυτήν: Ο Γ. Τσολάκογλου, διοικητής Γ' Σώματος Στρατού, ανέλαβε την προεδρείαν της Κυβερνήσεως. Ο Π. Δεμέστιχας, διοικητής του Α' Σώματος Στρατού, το υπουργείον των Εσωτερικών. Και ο υποστράτηγος διοικητής του Β' Σώματος Στρατού Γ. Μπάκος το υπουργείον Εθνικής Αμύνης. Ο στρατηγός Μπάκος δεν ήθελε να μετάσχη της Κυβερνήσεως· μετέσχε τη πιέσει των αξιωματικών, των οποίων εκδήλωσις—τη απαιτήσει του—υπήρξε σχετικόν πρωτόκολλον, το οποίον υπεγράφη από τας εις Μέτσοβον ευρισκομένας διοικήσεις. Σκέψις όλων ήτο, πως υπό τον καταλληλότερον και συναδελφικώτερον διοικητήν Σώματος, τον υποστράτηγον Μπάκον, θα εξασφαλισθή, υπό την Κατοχήν, η ενότης των αξιωματικών.
Και είνε αναμφισβήτητον, ότι πολλά έπραξε προς την κατεύθυνσιν ταύτην ο αείμνηστος Μπάκος. Αλλά και προπαρασκευαστική εργασία έγινε υπονομεύσεως του εχθρού και εξασφαλίσεως της τάξεως άμα τη αναχωρήσει του, την οποίαν ανέτρεψαν τα διάφορα γεγονότα. Όμως, η μέριμνα υπέρ των αναπήρων, η μέριμνα υπέρ των αξιωματικών μονίμων και εφέδρων με καταφανές δημιούργημα το Νοσηλευτικόν Ίδρυμα, είνε αι προσπάθειαι, δια τας οποίας και μόνον κατέστη ευλογημένη η μνήμη του αειμνήστου και ατυχούς στρατηγού Γ. Μπάκου.
Πολλοί μέραρχοι ανέλαβον προς τον αναφερθέντα σκοπόν διαφόρους θέσεις: Ο Χ. Κατσιμήτρος, διοικητής της VIII Μεραρχίας, το υπουργείον Γεωργίας, ο Α. Ρουσσόπουλος, διοικητής της XVII Μεραρχίας, το υπουργείον Εργασίας, ο Ν. Μάρκου, διοικητής της VI Μεραρχίας, το υπουργείον Δημ. Ασφαλείας, ο Σ. Μουτούσης, διοικητής της XIII Μεραρχίας, το υπουργείον Συγκοινωνιών, ο Σ. Δημάρατος, διοικητής της XI Μεραρχίας, ως αρχηγός Αστυνομίας Πόλεων. Ιδιαίτατα, ο διοικητής της πλέον επιτυχούσης Μεραρχίας Π. Σπηλιωτόπουλος, ανέλαβε αρχηγός της Χωροφυλακής, ίνα εξασφαλισθή ο επιδιωκόμενος σκοπός της προπαρασκευής κατά του κατακτητού. Ούτος υπήρξεν ο αρχηγός της Οργανώσεως, ήτις ετέλει υπό τάς διαταγάς της εν Μ. Ανατολή κυβερνήσεως.
Τότε, συμμετέχων εις τον σκοπόν και εις την μετέπειτα οργάνωσιν ανέλαβον, τη απαιτήσει του διοικητού του Σώματος, ούτινος ετύγχανον επιτελάρχης και των συμπολεμιστών μου, την γενικήν διεύθυνσιν του υπουργείου Αμύνης, από του οποίου απεχώρησα όταν είδον τον σωματάρχην μου, πολύ πιστεύοντα εις την νίκην των Γερμανών, αντικατασταθείς υπό του ομοιοβάθμου μου τότε Α. Τσιγγούνη. Είμαι πράγματι υπερήφανος δια το επιτελεσθέν εις το υπουργείον τότε έργον υπέρ των συναδέλφων, μονίμων και εφέδρων: έργον περισυλλογής και οικονομιών και προ παντός προστασίας των αναπήρων, δια τους οποίους δεν έπαυσε ποτέ να εκδηλούται η ευαίσθητος προσοχή μου, οπουδήποτε και αν ευρέθην. Ως παραδείγματα αναφέρω τινά επιτευχθέντα:
Ταμείον Αλληλεγγύης Αξιωματικών,  Αφορμήν μου έδωκε το γεγονός, ότι ένας αξιωματικός δεν είχε να θάψη την μητέρα του.
Περί υποχρεωτικής διατροφής των εκ του εξωτερικού εθελοντών. .
Περί τιμητικής διακρίσεως των αναπήρων αξιωματικών και οπλιτών, συνεπεία τραυμάτων πολέμου.
Περί Ταμείου Αλληλοβοηθείας Οπλιτών Αναπήρων.
Περί ληπτέων μέτρων προς καθορισμόν συντάξεων με πνεύμα δικαιοσύνης. Περί καταβολής χρηματικού ποσού εις οικογενείας των αιχμαλωτιζομένων.

Περί ιδρύσεως «Οίκου Παλαιών Πολεμιστών».
Περί τακτοποιήσεως των, εν ενεργεία, αξιωματικών (αποτελεί τούτο την μεγαλυτέραν τορπίλλην κατά του κατακτητού, διότι διατίθενται οι αξιωματικοί παντού) .
Περί συστάσεως «Τμήματος Στρατιωτικού» παρ' εκάστω Δήμω, Νομαρχία και Γεν. Διοικήσει.
Περί διαθέσιμος θεραπαινίδος εις αναπήρους αξιωματικούς και οπλίτας ωρισμένων κατηγοριών, συνεπεία τραυμάτων πολέμου.
Περί συγκροτήσεως ανεξαρτήτου τάγματος υπό τον τίτλον «Τιμητική Φρουρά Αγνώστου Στρατιώτου».
Εκ της εξετάσεως και μόνον των ανωτέρω Ν. Διαταγμάτων, άτινα ετέθησαν εις εφαρμογήν και δεν κατηργήθησαν κατά την αποκατάστασιν του Κράτους, αποδεικνύεται πόσον χρήσιμος υπήρξεν η δημιουργία από της Κατοχής του υπουργείου Εθνικής Αμύνης, υπό ανώτατον αξιωματικόν του Μετώπου. Άνευ της παρουσίας τοιούτου υπουργού, οι ανάπηροι και, γενικώς, οι στρατευθέντες, θα υφίσταντο κυριολεκτικήν εκμηδένισιν.
Είνε άξιον να προσθέσω, ότι οι έφεδροι αξιωματικοί υπήρξαν συμπαραστάται της Κυβερνήσεως των στρατηγών του Μετώπου. Αλλά και διακεκριμένοι επιστήμονες και πατριώται, ως οί κ.κ. Λούβαρης και Λιβιεράτος, παρουσίασαν την αυταπάρνησιν της συμμετοχής. Το κοινόν αίσθημα, όταν κάπως ηρέμησε, πιστεύω, οτι δεν υπήρξεν αντίθετον προς την αυταπάρνησιν των πρώτων τούτων θυμάτων ενός υπερτέρου καθήκοντος. Πολλά ελέχθησαν «υπέρ» και «κατά». Και καταδίκαι και φυλακίσεις και προπηλακισμοί και επίμονος αντίληψις, ότι δεν έπρεπε «να αναλάβουν την Κυβέρνησιν». Ανέφερον τον σκοπόν. Της προπαρασκευής ταύτης ο βαθύς μελετητής, θα ανεύρη τα ωφέλιμα αποτελέσματα παρά τα επελθόντα γεγονότα. Υπό οιασδήποτε όμως σκέψεις και συμπεράσματα, ένα θα μείνη ακλόνητον και ασφαλές κατάλοιπον του ιστορικού: ο ανώτερος πατριωτισμός των γενναίων τούτων Ελλήνων, οίτινες επωμίσθησαν ευθύνας άνευ προοπτικής αμοιβής, αλλά κολασμού.
Με  ανακούφισιν ενθυμούμαι, ότι τον πατριωτισμόν των αυτόν υπεστήριξα παρουσιασθείς ως μάρτυς εις την πολιτικής σκοπιμότητος δίκην των, και ως ετόνισα τότε, ουχί ως μάρτυς κατηγορίας, ουχί ως μάρτυς υπερασπίσεως, αλλά ως μάρτυς της πραγματικότητος των γεγονότων του Μετώπου. Και τότε, η αυστηρά «Εστία» έγραψε εις το φύλλον της Παρασκευής 30 Μαρτίου 1945, υπό τον τίτλον: « Ο στρατός μας ενίκησε».
«Μέσα εις τον οχετόν, ο οποίος κατά τας ημέρας αυτάς εξεχύθη εις την δίκην των δοσιλόγων, απετέλεσε μίαν πραγματικήν όασιν ευπρεπείας και πατριωτισμού η χθεσινή κατάθεσις του ταξιάρχου κ. Τσακαλώτου. Αδιαφορήσας δια τας αντεγκλήσεις, αι οποίοι συνεχώς προκαλούνται εις την δίκην αυτήν, ο στρατιωτικός, ο οποίος είχε την τιμήν να ηγηθή της 3ης Ορεινής Ταξιαρχίας εις τον υπέροχον αγώνα της του Ρίμινι, εθεώρησεν υποχρέωσίν του, όχι να κατηγο-ρήση ή να υπερασπισθή τους κατηγορουμένους, αλλά να αναλάβη θαρραλέως την υπεράσπισιν του μεγάλου αδικουμένου: του Ελληνικού στρατού του 1940—1941. Με γεγονότα, με αποδείξεις, με χάρτας ακόμη, ο κ. Τσακαλώτος απέδειξεν, ότι ο στρατός αυτός, ο οποίος κατετρόπωσε την «γκλοριόζα αρμάτα» του Μουσολίνι και κατεξηυτέλισε τρεις Ιταλούς αρχιστρατήγους, τον ένα μετά τον άλλον, εξηκολούθει ακόμη να νικά και όταν η Νοτιοσλαυΐα κατέρρεε και όταν επετέλει. τον αξιοθαύμαστον άθλον της, υπό τραγικάς συνθήκας, συμπτύξεως και όταν του επετίθεντο οι στρατοί και αι αεροπορίαι δύο μεγάλων Αυτοκρατοριών».
Αυτήν την εντύπωσιν έκαμε τότε η κατάθεσίς μου και του στρατού αυτού ηγούντο οι κατηγορούμενοι πατριώται, που για τα γεγονότα της ανακωχής ανέλαβον μόνοι των την ευθύνην των. Η δίκη και η καταδίκη, δυνατόν να απετέλουν σκοπιμότητα εθνικήν, όμως η κατηγορία δεν είνε δυνατόν, εν ουδεμιά περιπτώσει, να ονομασθή προδοσία.

Τετάρτη 16 Οκτωβρίου 2013

Α ΣΤΙΝΑΣ: Η ΚΑΤΟΧΗ -Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ- Η ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΚΑΙ ΤΑ ΚΟΜΜΑΤΑ



Τον Απρίλη του 1941, ο Χίτλερ αποφασίζει να κάνει εκείνο που δεν μπόρεσε να κάνει ο Μουσολίνι. Να θέσει κάτω από τον έλεγχο του γερμανοϊταλικού στρατού τη χώρα. Από την πρώτη μέρα της εισβολής γίνεται φανερό εκείνο που ήταν από πολύ πριν γνωστό: ότι κάθε αντίσταση στον εισβολέα ήταν μάταιη. Ο Βασιλιάς, η οικογένεια του, οι υπουργοί, οι ανώτεροι δημό­σιοι υπάλληλοι και πολλοί άλλοι μπαίνουν στα αεροπλάνα και στα καράβια και εγκαταλείπουν τη χώρα, δίνοντας όμως εντο­λή στο στρατό να υπερασπίσει μέχρι τελευταίας ρανίδος του αίματος του το πάτριον έδαφος. Δηλαδή να σκοτωθούν. Εκεί­νοι που πρέπει να ζήσουν είναι τα «σύμβολα» του έθνους και οι «αρχηγοί». Η ηγεσία όμως του στρατού, παρά την εντολή του βασιλιά και της κυβέρνησης, συνθηκολογεί. Ο στρατός αφοπλίζεται και απολύεται και οι νεοζηλανδοί αφήνονται να τα βγάλουν πέρα μόνοι τους.
Σχηματίζεται η κυβέρνηση Τσολάκογλου. Οι πολιτικοί αρχηγοί Κ. Τσαλδάρης, Π. Κανελόπουλος, Γ. Μερκούρης, Γ. Πεσμαζόγλου, Π. Ράλλης, ο τραπεζίτης Μάξιμος και οι στρατηγοί Πάγκαλος και Γονατάς σε σύσκεψη τους «αναγνωρίζουν την Κυβέρνηση Τσολάκογλου σαν Κυβέρνηση ανάγκης και δηλώ­νουν ότι είναι επιβεβλημένη η υποστήριξη της εκ μέρους όλων των Ελλήνων δίχως επιφυλάξεις και με ειλικρίνεια». Η Σύγ­κλητος του Πανεπιστημίου Αθηνών στέλνει συγχαρητήριο τη­λεγράφημα στην Κυβέρνηση και δηλώνει ότι θα την βοηθήσει «εις το εξόχως μέγα πατριωτικόν αυτής έργον». Ο Δήμαρχος Αθηνών Πλυτάς εκφράζει την ευγνωμοσύνη του στην Κυβέρ­νηση. Οι υπηρεσίες Ασφαλείας συνεχίζουν τη δουλειά τους όπως και προηγούμενα και με ακόμα περισσότερο ζήλο, στην υπηρεσία τώρα της Κυβέρνησης Τσολάκογλου, δηλαδή των αρ­χών κατοχής. Τα μέλη του ΚΚΕ , δέχονται τη γερμανική κατοχή με χαρά και αγαλίαση. Η Γερμανία είναι σύμμαχος της Ρωσίας, συνεπώς και δική τους .Πίστευαν ότι μια από τις πρώτες πράξεις των αρχών κατοχής έπρεπε να ήταν η απελευθέρωση των χιλιάδων πολιτικών κρατουμένων που η δικτατορία του Μεταξά κρατούσε στα στρατόπεδα, στις φυλακές και στα νησιά.
Αυτή η πίστη τους ήταν και ο κύριος λόγος  που εμπόδισε μια  ομαδική απόδραση από την Ακροναυπλία, όταν αυτή ήταν δυνατή στις ώρες του  βομβαρδισμού. Βέβαιοι για τη νίκη των γερμανών περίμεναν να αφεθούν επίσημα ελεύθεροι. Η απελευθέρωση τον Μάη, λίγες μέρες δηλαδή μετά την κατοχή, με υπόδειξη της βουλγαρικής μυστικής υπηρεσίας, των «σλαυομακεδόνων κομμουνιστών», τους έκανε να είναι εντελώς πλέον βέβαιοι για την απελευθέρωση όλων των κρατουμένων κομμου­νιστών και για τη σταθερότητα και ισχύ του συμφώνου φιλίας Χίτλερ-Στάλιν.
Η  άμεση συνέχεια και συνέπεια της κατοχής ήταν οι χιλιά­δες νεκροί από την πείνα και το κρύο, το χειμώνα του 1941— 1942, Την κύρια ευθύνη γι' αυτό έχει η Αστυνομία και οι έμ­ποροι τροφίμων. Η Αστυνομία εμποδίζει με τη βία πλήθη λαού να καταλάβουν τις στρατιωτικές αποθήκες τροφίμων κα­θώς και τα ευρισκόμενα στο Τελωνείο του Πειραιά εφόδια, που προορίζονταν για τον αγγλικό και νεοζηλανδικό στρατό που πολεμούσε στην Ελλάδα, πριν από την κατοχή της Αθή­νας. Οι έμποροι κρύβουν τα τρόφιμα που είχαν τότες. Τα πρώτα παραδόθηκαν στους γερμανούς και τα δεύτερα μοσχοπουλήθηκαν στη μαύρη αγορά.[1]

Υποσημειώσεις:

[1] Υπάρχει και σήμερα σε πολλούς η εντύπωση ότι τα συσσίτια που άρχισαν να λειτουργούν στην Ελλάδα το Νοέμβρη του 41 ήταν έργο του ΕAM.
Η υπόθεση των συσσιτίων εκείνης της εποχής είναι η ακόλουθη: ύστερα από το φοβερό χειμώνα του 41-42, οι αρχές κατοχής επιτρέψανε τη διοχέτευση στη χώρα για τα λαϊκά συσσίτια ορισμένης ποσότητας τροφίμων από την Τουρκία και υπό τον αυστηρό έλεγχο της Ερυθράς Ημισελήνου. Ναυλώθηκε το τουρκικό πλοίο «Κουρτουλούς», που από τα τέλη του Νοέμβρη 1941 άρχισε δρομολόγια προς τον Πειραιά. Σε κάθε ταξίδι μετέφερε 1500—1800 τόννους όσπρια για τα λαϊκά συσσίτια κι εκείνα των συνεταιρισμών που είχαν ιδρυθεί. Στο 6ο ταξίδι του το «Κουρτουλούς» βυθίστηκε στη θάλασσα του Μαρμαρά με 1800 τόννους τρόφιμα. Αντικαταστάθηκε με το «Ντουλουμπουνάρ» που πραγματο­ποίησε δύο ταξίδια έως στις 27 Μαρτίου 1942. Σ' αυτό το μεταξύ ο κίν­δυνος της πείνας είχε υπερνικηθεί.
Στις αρχές Ιουνίου 1942 με τη μεσολάβηση του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού και των τοπικών Ερυθρών Σταυρών έγινε ρητή συμφωνία των εμπολέμων για τον εφοδιασμό της Ελλάδας. Ο Καναδάς ανέλαβε να παρέχει 15 χιλιάδες τόννους το μήνα τρόφιμα και οι Ενωμένες Πο­λιτείες 5000 τόννους όσπρια γάλα και φάρμακα. Τις ναυλώσεις πραγ­ματοποιούσε ο Σουηδικός Ερυθρός Σταυρός, αλλά όλες τις δαπάνες περιλαμβανομένων και των ασφαλίστρων τις κατέβαλε η κατοχική κυ­βέρνηση μέχρι την 1η Ιανουαρίου 1943 που ανέλαβαν όλα τα έξοδα οι Ενωμένες Πολιτείες. Μέχρι τις 27 Μαρτίου 1945 μεταφέρθηκαν 669.000 τόννοι εφόδια από τα οποία 647.000 τρόφιμα και τα υπόλοιπα ρούχα.