Τετάρτη 28 Νοεμβρίου 2012

HITLER 'S TABLE TALK ΝΥΧΤΑ ΤΗΣ 28ης ΠΡΟΣ 29η IANOYΑΡΙΟΥ 1942

Ο έλεγχος των γεννήσεων και η νίκη του Χριστιανισμού — Διμελείς και τριμελείς οικογένειες στη Γαλλία -—Εξάπλωση του Γερμανικού αίματος—Το δίκαιο που πηγάζει από τη κατάκτηση.

Γνωρίζετε τί ακριβώς προκάλεσε τη καταστροφή του αρχαίου κόσμου; Η άρχουσα τάξη  είχε αποκτήσει πλούτο και είχε αστικοποιηθεί. Από εκείνη τη στιγμή και μετά, καθοδηγήθηκε  από τη θέληση , να εγγυηθεί στους κληρονόμους της , μια ζωή απαλλαγμένη  φροντίδων.
Το Εθνικοσοσιαλιστικό Κράτος τιμούσε σε
 κάθε ευκαιρία τη πολύτεκνη μητέρα.
Πρόκειται για μια ψυχική διάθεση , που οδηγεί στο ακόλουθο συμπέρασμα: όσοι περισσότεροι είναι οι κληρονόμοι τόσο πιο μικρά είναι τα μερίδια που τους αναλογούν.
Από εδώ προκύπτει και ο περιορισμός των γεννήσεων . Η δύναμη κάθε οικογένειας εν μέρει εξαρτιόταν από τον αριθμό των σκλάβων που είχε στη διάθεσή της. ΄Έτσι αναπτύχθηκε ο συνεχώς πολλαπλασιαζόμενος όχλος  , αντιμέτωπος με  μια συρρικνούμενη τάξη  πατρικίων.
Από τη στιγμή που ο Χριστιανισμός κατάργησε τα σύνορα που μέχρι τότε χώριζαν τις δύο τάξεις, οι Ρωμαίοι πατρίκιοι βρέθηκαν να βουλιάζουν μέσα στον όχλο που είχε δημιουργηθεί.
Η πτώση του δείκτη γεννητικότητας βρίσκεται στη βάση όλων αυτών.
Η Γαλλία με οικογένειες που μόλις έχουν δύο παιδιά , είναι καταδικασμένη στη στασιμότητα  και η κατάστασή της δεν μπορεί παρά να χειροτερέψει .Τα προϊόντα της Γαλλικής βιομηχανίας δεν στερούνται ποιότητας. Ο κίνδυνος όμως που απειλεί τη Γαλλία,  βρίσκεται στο πνεύμα της συνήθειας που αναπόφευκτα θα επιβληθεί πάνω στις δημιουργικές τάσεις της προόδου.
Μόνο το μπιμπερό θα μας σώσει. Ακόμη και στη περίπτωση που ο πόλεμος αυτός  μας κοστίζει 250.000 νεκρούς και εκατό χιλιάδες ανάπηρους , οι απώλειες αυτές, καλύπτονται σχεδόν ολόκληρες από την αύξηση των γεννήσεων που σημειώθηκε  στη Γερμανία από την εποχή που κατακτήσαμε την εξουσία και μετά.
Θα υπερκαλυφθούν  αρκετές φορές  από τον εποικισμό μας στην Ανατολή. Ο πληθυσμός γερμανικού αίματος  θα πολλαπλασιαστεί με άνεση. Θα ήμουν εγκληματίας αν θυσίαζα  τη ζωή των Γερμανών  στρατιωτών , απλά για τη κατάκτηση εκείνων των φυσικών αγαθών  πoυ προορίζονται    να γίνουν αντικείμενα εκμετάλλευσης , σύμφωνα μάλιστα με το καπιταλιστικό τρόπο
Σύμφωνα με τους νόμους της φύσης  η γη ανήκει  σε εκείνον που την κατακτά.
Το γεγονός ότι υπάρχουν παιδιά που θέλουν να ζήσουν , το γεγονός ότι ο λαός  μας ασφυκτιά  μέσα στα στενάχωρα σύνορα, δικαιολογούν  όλες μας τις διεκδικήσεις  για τα εδάφη της Ανατολής.
Η αύξηση του δείκτη των γεννήσεων , θα μας δώσει  την ευκαιρία. Ο υπερπληθυσμός αναγκάζει  ένα λαό να κοιτάξει πέρα από τα σύνορά του.


Δεν υπάρχει κίνδυνος  από τη σταθεροποιημένη παραμονή μας στο παρόν επίπεδο. Η ανάγκη θα μας υποχρεώνει, να βρισκόμαστε πάντα, στη πρώτη γραμμή της προόδου. Όλη η ζωή εξαγοράζεται με αίμα.
Αν σε κάποιο δεν δεν αρέσει αυτό το νόημα της ζωής , τον συμβουλεύω να απαρνηθεί τη ζωή στο σύνολό της γιατί δεν είναι κατάλληλος να κάνει αγώνα. Σε κάθε περίπτωση , στο περιθώριο αυτού του ηπειρωτικού αγώνα υπάρχει πάρα πολύ απόλαυση μέσα στη ζωή . Τότε ποιος ο λόγος να θλιβόμαστε για κάτι που δεν μπορεί να είναι διαφορετικό .
Οι δημιουργικές δυνάμεις  κατασκηνώνουν στην αγκαλιά της αισιοδοξίας. Η πίστη όμως, βρίσκεται στη βάση των πάντων.








 
 

Ε. ΕΥΣΤΡΑΤΙΑΔΗΣ: ΜΠIΖΑΝI





. . . Βράδυ ήτανε; πρωί ήτανε; νύχτα; μεσημέρι; τίποτα δεν ξέραμε ·  καμμιά διάκρισι δεν κάναμε, δεν νοιώθαμε· αιώνια συννεφιά πλάκωνε την ψυχή μας ·  αιώνιο ξεροβόρι πάγωνε τη σάρκα μας, έσ6υνε τη μιλιά μας. 
Συμμαζεμένοι πίσω από το βράχο μας, εγώ κι' ο σύντροφός μου - ένα παιδί αδύνατο κι αναιμικό, που σε κάθε μούγκρισμα του βορηά χωνότανε πειό βαθειά μέσα στο μανδύα του κι άφην' ένα βόγγο πόνου απ' το ξεπάγιασμα στηλώναμε τα μάτια μας προς το μεγάλο το θηρίο που μας έρριχνε το θάνατο, προς το ανθρωποφάγο το βουνό, βλέπαμε τη φλόγα, ακούγαμε τον κρότο, σκύβαμε, έσβυνε για μια στιγμή η ζωή μέσα στο αίμα μας, περιμένοντας το χάρο, και σαν έπαυε ο κρότος, και σκορπίζανε μακρυά μας τα συντρίμματα του βράχου που τα τσάκιζε αστόχαστα η τούρκικη οβίδα, πέρναμε πάλι μιαν ανάσα, ξαναζούσαμε, ξανακουνιώταν το κορμί μας που ετουρτούριζε τώρα πειό πολύ, ωσάν ο χάρος που είχε περάσει από πάνου μας, να πρόσθετε το κρύο φύσημα του στην παγωνιά του αέρα,του φονηά. 
—Τη γλυτώσαμε πάλι, Γηώργο, λέω του συντρόφου μου . Από κάτου απ' το πηλήκιο που είχε χωμένο ως τ' αυτιά, τα δυο βαθουλωμένα μάτια του μ' εκύτταξαν μ' αγωνία, και με φωνή σβυσμένη. λιποθυμισμένη από το κρύο, μου λέει τρεμουλιαστά, μεσ' απ' το βρεμένο κουρέλι, που ήταν ο σηκωμένος γιακάς του μανδύα του: — Τέτοια ζωή !· . . Κι ο αέρας του πήρε τη μιλιά. 
Είχε νυχτώσει πειά· άλλη μια νύχτα έπεφτε, με την άγρια μαυρίλα της, με το φονικό φαρμάκι της, απάνου στα ξυλιασμένα μας κορμιά. Και μαζί με το σκοτάδι, κρυφά, σιωπηλά, σα δόλιος εχθρός, άρχιζε πάλι το χιονόνερο που ως το πρωί θα είχε γίνει χιόνι και θα είχε ξεπαγιάσει τα ξεροσταλιασμένα πόδια μας. 
Σε λίγο η μαυρίλα εσκότισε τα μάπια μας· δεν έβλεπε πειά ο ένας τον άλλο. Ο σύντροφός μου εσύρθηκε κοντά μου, κι ανά­μεσα στα φυσήματα του βορηά άκουγα τον τούρτουρα που έβγαιν' από μέσα του, κι ένοιωθα το τρεμούλιασμα του απάνου στο πλευρό μου. 
— Κουράγιο, Γηώργο ! του είπα· μην ξεροσταλιάζης· κούνα τα χέρια σου, χτύπα τα πόδια σου, να ζεσταθής. 
Μα εγώ ο ίδιος που τον παρηγορούσα, ετουρτούριζα και δεν εσειόμουν απ' τη θέσι μου. Ακούμπησα κι' εγώ απάνω του, δίχως να το θέλω. Θαρρείς πως είχαμ' ενώσει της αδύνατες δυνάμεις μας για να αντισταθούμε στον πεθαμό.
Εκείνος δε μου μιλούσε ·μόνο εβόγγαγε' ούτε κουνιώταν από τον τόπο του. Κάπου - κάπου ξετρύπωνε το χέρι του από μεσ' απ' το μανίκι, και δίχως ν' αφήση το ντουφέκι που έσφιγγε από κάτου απ' τη μασχάλη του, ψαχούλευε για ναύρη το δικό μου». 
— Παγώνω .... σβύνω · · . . μουρμούριζε απάνου στον ώμο μου τρεμουλιαστά. 
— Κουράγιο ! τούλεγα· και έπιανα το χέρι του για να το ζεστάνω, να το τρίψω' μα τα δάχτυλα μου ήταν κοκκαλιασμένα  ·  δεν τάνοιωθα. 
Το χιόνι όσο πήγαινε και πλήθαινε. Στο σκοτάδι, άρχιζε ν' ασπρίζη ο τόπος, γύρω. Ο αγέρας είχε πέσει, κι' ήτανε τόση η σιγαλιά, εκεί απάνου, που ακόμα κι' η οβίδες που σκάγανε από καιρό σε καιρό, πέφτανε μουγγά, σαν να ήτανε τυλιγμένες σε βαμπάκι. 
Η σιγαλιά του χάρου του χειμώνα. ! Του χάρου του κρυφού, του δόλιου, που φτερουγίζει στον παγωμένο αγέρα, και πέφτει απαλά στης αδύνατες ζωές, και της σβύνει μ' ένα σιγανό φύσημα της πουπουλένιας του φτερούγας, δίχως κανένας ήχος σπαθιού, ή τουφεκιού ή βόγγου ν' ακουστή στη σκοτεινιά που απλώνει το μεγάλο πένθος, το πένθος του χειμώνα.
Όσο περνούσε η νύχτα, κι' όσο η παγωνιά δυνάμωνε, τόσο ένοιωθα κι εγώ να σβύνη μέσα μου λίγο-λίγο η ζέστη της ζωής.
Νόμιζα πως ήμουν ξαπλωμένος σ' ένα μαλακό στρωσίδι και λίγο-λίγο πέθαινα. Μα ήταν ένας θάνατος γλυκός που εμεθούσε και ξεπλάνευε. Ένοιωθα πως εκείν' ήταν η τελευταία νύχτα μου και όμως ποθούσα να μείνω έτσι παντοτεινά στην αγκαλιά της. Δεν καταλάβαινα πειά ούτε τα ποδιά μου, που ήταν σωριασμένα απάνου στα χιονισμένα βράχια, ούτε τα χέρια μου που ήτανε δεμένα το ένα με το άλλο σα σε ύστερνη παράκλησι, ούτε το όπλο μου ήξερα που είχε πέσει, κάπου σκεπασμένο απ' το χιόνι. Δε θυμάμαι ούτε τι έκανα, ούτε τι ένοιωθα, ούτε τι έβλεπα, Θαρρώ πως είχαν κλείσει και τα μάτια μου και είχα ναρκωθή. Ο κρύος χάρος με είχε αγκαλιάσει δίχως άλλο σε λίγη ώρα ακόμα θάσβυνα για πάντα. 
Ένα πόδι έσπρωξε το κουφάρι μου ·  μια φωνή σάλεψε τη νάρκωσί μου κι άνοιξα τα μάτια μου. Ξημέρωσε μια κάτασπρη αυγή. Από πάνου μου ένας δεκανέας είχε σταθή και μ' εσκουντούσε να κουνηθώ. Μου είχε σώσει τη ζωή. 
Ύστερα πήγε και στον άλλο και τούδωκε κι' εκείνου μια ελαφρή κλωτσιά. Ο σύντροφος μου δεν εσάλεψε. Ο δεκανέας του φώναξε. Δεν ξύπνησε. Έσκυψε και τον εκουνησε από το κεφάλι. Το κεφάλι γύρισε ανάσκελα κι' έμεινε, με δυό μάτια μισοανοιγμένα, μ' ένα πρόσωπο μελανιασμένο, παγωμένο, πεθαμμένο. 

Τρίτη 27 Νοεμβρίου 2012

ΠΟΛΕΜΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ : ΓΙΑΝΝΕΝΑ!



Βαθειά οι πνιγμένοι ανάσαναν κ' εκόχλασε το κύμα
κ' εκρινοβόλησαν οι αφροί το υγρό της λίμνης μνήμα
κρινόσπαρτος παράδεισος τη νύκτ΄ απόψε εγίνη
κι' ανέβηκαν η δεκαφτά με την κυρά Φροσύνη.

Σύρε Φροσύνη , το χορό! Σφιχτά χειροπιασμένες
σ' ακολουθούν αχώριστες η δεκαφτά παρθένες,
λαλούν αθώρητα βιολιά κι' αναγαλλιάζ' η λίμνη
κι ο φλοίσβος της ακρολιμνιάς είνε τραγούδια κ' ύμνοι.

Είνε πικρές η ενθύμισες και στάζουνε φαρμάκι'
μα στρέψε ιδές -καταδιωχτά φεύγουν οι βρυκολάκοι,
ο Αλή πασσάς απόκοντα , με μιάν οχιά για ζώνη
τραβά τα γέρικα μαλλιά , τα γένεια ξερριζώνει.

Κι' αν σ΄ερωτήσ' η λίμνη σου :-Γιατί , Φροσύνη , νοιώθω
στα στήθη μου αναγάλλιασμα, στα βύθη μου χαρά;
πες της:- H Γαλανόλευκη , με τον αιώνιο πόθο,
φέρνει των Φώτων το Σταυρό που αγιάζει τα νερά.

Δευτέρα 26 Νοεμβρίου 2012

Η ΥΠΟΚΡΙΣΙΑ ΥΠΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΟ ΜΑΝΔΥΑ- Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΗΓΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ

 
 


ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΙΣ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΤΗΣ 11ης ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1927

ΠΡΟΕΔΡΟΣ. Προ της Ημερησίας Διατάξεως τον λόγον έχει ο κ. Δ. Μπότσαρης.
Δ. ΜΠΟΤΣΑΡΗΣ. Ασφαλώς, κύριοι συνάδελφοι ,θα έχει φθάσει μέχρι της ακοής υμών το θλίβερόν άγγελμα του θανάτου του ηρωικού στρατηγού Ιωάννου. Δεν πρόκειται προ  Σώματος πολιτικού να προβώμεν εις λόγους εγκωμιαστικούς, εις ουδέν ωφελούντας. Γνωρίζομεν όλοι οι Έλληνες , ότι υπήρξεν ο αντιπροσωπευτικώτερος  τύπος και το ευγενέστερον σύμβολον εποχής καλών ημερών ως και ψυχή ήτις αντέσχεν εις όλας τας καταδρομάς της τύχης. Από της χθες ο ανδρείος μεταξύ ανδρείων Ελλήνων  δεν είναι ττλέον  εν μέσω ημών, ο άνθρωπος εκείνος, ο οποίος δεν υπήρξε στρατοκράτης ακριβώς διότι υπήρξε στρατιώτης και μόνον στρατιώτης.

Κρήτη, Μπιζάνι, Σκρα, Ιωνία
Είναι μεταξύ των πρωταγωνιστών εκείνων, όσοι εκλέησαν τας Ελληνικάς λόγχας, αρκεί ως ιερόν τρίπτυχον να αναπτυχθή προ της μνήμης ημών ως ευγενέστερος συμβολισμός η ανάμνησις της δράσεως του εκλιπόντος στρατηγού εις την Κρήτην, εις το Μπιζάνι, εις το Σκρα και την Ιωνίαν. Πραγματικώς παλλαϊκαί εκδηλώσεις, αι οποίαι  συνώδευσαν τον στρατηγόν μέχρι της τελευταίας του κατοικίας, απαλλάσσουσιν ως πιστή κινηματογραφική εικών πάντα τον επιθυμούντα του ασκόπου κόπου της εξάρσεως του έργου του εκλιπόντος στρατηγού. Και πλέον τούτου, δια να είμαι ειλικρινής, οφείλω να είμαι σκληρός κατά τι, ίνα τονίσω εις την Κυβέρνησιν, ότι μετά θλίψεως δεν είδον παρά το φέρετρον του αποθανόντος γενναίου, ολόκληρον το Υπουργικόν Συμβούλιον Κυβερνήσεως Οικουμενικής, ως η σημερινή. Είδον αναμφιβόλως την παρουσίαν δύο εκ των κ. κ. Υπουργών, δεν, γνωρίζω δέ αν αύτη υπήρξεν αντιπροσωπευτική  ή συμπτωματική. Αλλ' ως τον ευγενέστερον φόρον αποδόσεως τιμής θα ήθελον να είχον ίδει σύσσωμον την Κυβερνησιν  παρά το φέρετρον του ήρωος, αποδίδουσαν φόρον τιμής και εκπληρούσαν   δια της παρουσίας της τον σεβασμόν ολοκλήρου του Ελληνικού Λαού. Αλλ' οι  πλατωνικοί ύμνοι εις ουδέν συντελούσι. Θα ήμην ευτυχέστερος, αν ελησμόνουν ταχέως την  μικράν ταύτην παιράλείψιν, θα υπήρχε περισσή η διόρθωσις αυτής, αν απεδεικνύομεν ότι η Κυβέρνησις και η Βουλή είναι αποφασισμέναι να αποδώσωσι τον προσήκοντα φόρον ευγνωμοσύνης.

 Η πενία του

Ο στρατηγός αφήκεν αδελφήν γραίαν και πάσχουσαν, ανάπηρον απολύτως, πολύ μεγαλυτέραν του και δυστυχώς πενομένην σήμερον  κατά τρόπον ασυγκρίτως σκληρότερον τής πτωχείας, ήτις συνετέλεσε κατά πολύ είς τόν πρόωρον θάνατον του στρατηγού.
Γνωρίζω τας δυσχερείς στιγμάς, ας διερχόμεθα, άλλ' αν δεν μας απέλιπε το αισθητήριον της ευγνωμοσύνης, αν σκεφθώμεν ότι ο αποθανών νέος στρατηγός κατά πάντα φυ-σικόν νόμον ηδύνατο επί μακρά έτη να ζήση,  θα κατελήγομεν εις το συμπέρασμα, ότι ανεξόδως θα ηδυνάμεθα να παραχωρήσωμεν την σύνταξιν του εκλιπόντος ήρωος εις χείρας εκείνης, η οποία δεν ηδυνήθη να συγκρατήση δια των χειρών της την εκφεύγουσαν ζωήν του.
Υποθέτω, ότι η Κυβέρνησις και οι κ.κ. Υπουργοί των Οικονομικών και Στρατιωτικών ιδιαιτέρως, θέλουσιν αναμφιβόλως ενωτισθή του επιεικούς  πνεύματος, το οποίον διαβλέπω ότι διαλάμπει εις την Βουλήν και θέλουσι μελετήσει  κατά πόσον θα ήτο δυνατή η εκπλήρωσις της οφειλομένης οφειλής, θά ήτο τούτο φόρος δίκαιος και επανόρθωσις αδικίας 
, η οποία ανεπιγνώτως εγένετο, διότι δεν ελήφθη εγκαίρως κάποια μέριμνα ίνα τύχη πραγματικής περιθάλψεως ο αποθανών στρατηγός.

Η πικρία

Θ. ΧΑΒΙΝΗΣ. Προσθέτω και εγώ την παράκλησιν προς την Κυβέρνησιν και την Βουλήν, όπως το Κράτος έλθη αρωγόν εις την αδελφήν του στρατηγού Ιωάννου, όστις καθ' όλον αυτού το στάδιον το στρατιωτικόν υπήρξε το δείγμα της αυταπαρνήσεως και της γενναιότητος. Προς την αδελφήν του στρατηγού Ιωάννου, όστις, παρ΄ όλας τας μεγίστας υπηρεσίας, τας οποίας προσέφερεν εις το Κράτος, ευρέθη την τελευταίαν στιγμήν στερούμενος και αυτού του επιουσίου άρτου, εισαχθείς δε υπό των συναδέλφων του εις κρατικόν νοσοκομείον, απέθανε με την πικρίαν εις τα χείλη, ότι και η αδελφή ταυ, η μόνη επιζώσα εκ της οικογενείας του, στερουμένη των πάντων, είναι δυνατόν να αποθάνη και αυτή εκ πείνης. Δια τούτο προσθέτω και εγώ την παράκλησιν ττρος την Βουλήν και την Κυβέρνησιν να συναινέσουν, όπως έλθη αρωγόν το Κράτος και απονείμη σύνταξιν προς την επιζώσαν γραίαν αδελφήν του, εβδομηκοντούτιδα ήδη.
I. ΚΑΛΟΓΕΡΑΣ.
Ήθελον και εγώ να συστήσω εις την Βουλήν, όπως λάβη την ελαχίστην πρόνοιαν δια την γραίαν αδελφήν του αποθανόντος στρατηγού, η οποία ελάχιστον χρόνον θα ζήση και είναι δίκαιον να της απονειμηθή η  σύνταξις, την οποίαν ελάμβανεν ο αδελφός της, ο οποίος απέθανε καθ' ον τρόπον απέθανε, μη επηρεασθείς από πολιτικά φρονήματα, ούτε και από άλλο τι, παρά από  την εθνικήν ιδέαν, και ο οποίος δεν ηδύνατο να αποκτήση την επάρκειαν του βίου, όπως πολλοί άλλοι την απέκτησαν, χωρίς να απασχοληθούν εις παλεμικάς επιχειρήσεις, όπως εκείνος.
Επώλει τα υπάρχοντα του

Ε. ΑΛΕΞΑΤΟΣ. Κύριε Πρόεδρε, και από της πτέρυγας ταύτης ακούεται η φωνή, ήτις συμφωνεί με την παράκλησιν των κ.κ. συναδέλφων σχετικώς με τον γενναίον στρατηγόν, ο οποίος εξέλιπε.
Ως είναι γνωστόν, ο στρατηγός Ιωάννου υπήρξε δείγμα στρατιωτικής αυταπαρνήσεως και πατριωτικής αυτοθυσίας και έπρεπε να αποθάνη δια να γίνη γνωστόν, ότι ο άνθρωπος αυτός μέχρι της τελευταίας στιγμής επώλει τα υπάρχοντα του δια να συντηρηθή, καλυπτόμενος επί  της επιθανατίου κλίνης του με μόνον τον στρατιωτικόν του μανδύαν.
Και εγένετο γνωστόν, μετά τον θάνατον του δυστυχώς, ότι εις εποχήν, καθ' ην άλλοι εφαρτίασαν, αυτός αντετάχθη καί αντετάχθη εις θλιβεράς ημέρας, κατά τας οποίας άλλοι Έλληνες αξιωματικοί κατά τρόπον ακατανόμαστον επρόδωσαν τα Ελληνικά συμφέροντα εν Κωνσταντι-νουπόλει.
Η  εθνική συνείδησις, η οποία αντιπροσωπεύεται  εν τη αιθούση ταύτη, είναι υποχρεωμένη να αμείψη τον γενναίον αξιωματικόν, δια να γίνη, γνωστόν, ότι η Ελληνική, Βουλή, η εκπροσωπούσα τον Ελληνικόν Λαόν, δεν είναι Βουλή, η οποία, ως ελέχθη, αισθάνεται  αντιπάθειαν προς τον Στρατόν, αλλ' αισθάνεται αντιπάθειαν μόνον προς εκείνους οί οποίοι εκτρέπονται του προορισμού και της αποστολής των και απεναντίας  στρέφει μετά συμπαθείας  τα βλέμματα προς εκείνους, οι οποίοι είναι πιστοί  του καθήκοντος εκτελεσταί.
Α. ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ. Κύριοι βουλευταί, θα ήτο περιττόν μετά τας στομύλους αγορεύσεις των αξιoτίμων προλαλησάντων, να προσέθετον και εγώ δυο λέξεις, εν τούτοις αισθάνομαι την υποχρέωσιν να συνηγορήσω και  εγώ υπέρ της προτάσεως, ήτις επροτάθη δια την αδελφήν του στρατηγού Ιωάννου. Τον στρατηγόν Ιωάννου εγνώρισα άπαξ και έκτοτε δεν τον είδον πλέον. Είχον την ευκαιρίαν και την τιμήν να τον γνωρίσω κατά τους Βαλκανικούς πολέμους εις τα 1912 εις τας επιχειρήσεις της Ηπείρου. Μοι εδόθη τότε ευκαιρία να γνωρίσω την ηρωϊκήν ψυχήν του και όλας  τας αρετάς, αι οποίαι κατέστησαν αυτόν ήρωα. Παρακαλώ και εγώ θερμώς την Βουλήν και την Κυβέρνησιν, μετά των προαγορευσάντων συναδέλφων, όπως ευαρεστηθώσι και απονείμωσι σύνταξιν εις την γραίαν αδελφήν του, εις αντάλλαγμα των μεγάλων υπηρεσιών, τας οποίας προσέφερεν εις την Πατρίδα.

Β. ΜΕΪΜΑΡΑΚΗΣ. Θα ήτο παράλειψις εκ μέρους της Κρήτης, αν δεν εξεφράζετο δημοσία η γνώμη, την οποίαν αισθάνεται η μεγαλόνησος δια τον στρατηγόν Ιωάννου, ο οποίος κατά τα νεαρά έτη της ηλικίας του κατήλθε και ανεζωογόνησε το φρόνημα των γενναίων Κρητών. Τοιούτου ανθρώπου, αφωσιωμένου εις τας ιδεολογικάς του απόψεις, τας οποίας είχεν άνευ ουδεμιάς υστεροβούλου υλικής σκέψεως, νομίζω και εγώ, ότι δεν είναι δυνατόν, παρά η Κυβέρνησις να ενισχύση την οικογένειαν δια της παροχής αναλόγου συντάξεως.
 



ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ : Ο ΓΕΝΝΑΙΟΣ ΚΑΙ ΑΣΥΜΒΙΒΑΣΤΟΣ ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ


Ο  ΜΠΑΛΑΦΑΡΑΣ ΣΤΙΣ ΓΡΑΜΜΕΣ


Έλληνες στρατιώτες γιορτάζουν 
τη μεγάλη νίκη του Σκρα


ΣΤΙΣ ΔΕΚΑ ΤΟ ΠΡΩΙ σήμερα μες στη ζέστη, είχαμε μιαν ανεπιθύμητην επίσκεψη. Έτσι του κατέβηκε του Μπαλαφάρα [1] να πάρει το επιτελείο του και νάρθει να επιθεωρήσει τον τομέα. Καταπόδι του ο Κοντούλης, ο ταγματάρχης του Μηχανικού, ο Πολίτης, ο δραγουμάνος του, ο γάλλος αξιωματικός του τομέα, κι ο λοχαγός μας φυσικά. Ο Μπαλαφάρας κάνει αυτές τις επίδειξες της παλικαριάς του δίχως κάσκα στο κεφάλι, με όλα τα χρυσαφικά στους ώμους και στο πηλίκιο. Όποτε τόνε χτυπήσει η λόξα παίρνει σβάρνα τα χαρακώματα, μέρα μεσημέρι, να δει « πως τα περνούν τα παιδιά του ». Η επιδειχτική περιφρόνηση αυτού του ανθρώπου προς το θάνατο είναι άλλο πράμα. Περπατά μες στο χαράκωμα με όλη την ησυχία του, μεγάλος κι αλύγιστος σαν πύργος, μ' ολάκερο το κεφάλι έξω από το προπέτασμα. Πάει κορδωμένος σαν σε παρέλαση. Δεν ξέρει κανείς τι να του θαμάξει. Την παλαβάδα ή την παλικαριά. Εννοείται πως κ' οι φουκαράδες οι αξιωματικοί που σέρνει μαζί του δεν κοτάνε να βγάλουν τσιμουδιά ενάντια σ' αυτές τις ανακεφαλιές. Τον ακολουθάνε λοιπόν και με την ψυχή στο στόμα αναγκάζουνται να περπατάνε κι αυτοί ολόρτοι και τεντωμένοι μέσα στην μπούκα του Περιστερίου.
Ο γάλλος αξιωματικός του τομέα μας γίνεται έξω φρενώ γι' αυτές τις ανισορροπίες, γιατί ξεσπούνε στην καμπούρα μας. Οι παρατηρητές απ' αντίκρυ διακρίνουν πολλές φορές το πηλίκιο του Μπαλαφάρα που αστραποβολά μες στον ήλιο με τα χρυσάφια του, τηλεφωνάνε στο πυροβολικό τους κι αρχίζει το γλέντι. Το χαράκωμα πολλές φορές γίνεται γης μαδιάμ από τις « γουρούνες ». Κι ο Μπαλαφάρας προχωρεί, σηκώνει αξιόπρεπα με τ' ανάστροφο του χεριού τις άκρες του μουστακιού του και προχωρεί.
— Δεν είναι τίποτα, λέει με την ξεσυρτή φωνή του που τονίζει όλες τις συλλαβές σα να τις επιθεωρεί. Είναι διεθνείς αβρότητες αυτές. Ο εχθρός τραβάει τιμητικές βολές προς τιμήν του Στρατηγού . . .
Αυτοί που τον συνοδεύουν είναι αναγκασμένοι να κάνουν πως γελούν μ' αυτά τ' αστεία, ο Θεός το ξέρει με τι λογής ανάκαρα. Μα πρέπει να δείξουν πως δεν πάνε παρακάτω στο κουράγιο, κι ας τους πάει πέντε κ' ένα. Το θάμα είναι πως ακόμα δεν του άγγισε τρίχα, μήτε μολύβι μήτε κανόνι. Τυχερός είναι, τ' αδιάκοπο περπάτημα είνα που τον κάνει «κινούμενο στόχο », δεν ξέρω. Αυτός μια φορά το πιστεύει πως δεν τόνε πιάνει το βόλι. Δεν λαβώθηκε ούτε στους Βαλκανικούς πολέμους που διοικούσε ένα τάγμα ευζωνάκια και τα ξέκαμε όλα σχεδόν σε μιάν επίθεση με τη λόγχη στο Μπιζάνι.
— Ο χάρος κυνηγά κείνους που τον αποφεύγουν, λέει. Είναι σαν τις ξεσκολισμένες κοκότες . . .
Αυτό λοιπόν το πανηγύρι των « τιμητικών βολών » τόχαμε και σήμερα με τον ερχομό του Μπαλαφάρα. Τον πήρανε μυρουδιά απ' αντίκρυ κι αρχίσανε βζζ-μπραγγ ! βζζ - μπραγγ ! να βαράνε το φτωχό μας χαράκωμα. Ο λοχαγός πρόλαβε, μόλις είδε τον Μπαλαφάρα, και διάταξε τους άντρες να τρυπώσουν όλοι στ' αμπριά. Μια στιγμή σκάει μια οβίδα έξω από το προκάλυμμα του χαρακώματος, στο μέρος του Στρατηγού. Μια πάξα της πήγε και χώθηκε σ' ένα γεώσακο και τίναξε χώματα πάνω στο πηλίκιο του.
Όλοι της συνοδείας του γένηκαν άσπροι σάν πανί. Ο Μπαλαφάρας σταμάτησε να μαλώσει αντίκρυ τους Βουλγάρους.
— Μα τ' είν' αυτά ! τ' είναι τώρ' αυτά ! Αυτό καταντά ασέβεια προς τους ανωτέρους !
Έβγαλε το πηλίκιο, το φύσηξε, το τίναξε με το νύχι από τον άμμο που τρύπωσε στάα χρυσά του κορδόνια κ'είπε στον υπασπιστή του ήσυχα - ήσυχα :
— Άιντε κάνε μου τη χάρη, κύριε υπασπιστά, πούσαι πιο σβέλτος και πιο νέος, να πεταχτείς μια στιγμή έξω από το χαράκωμα, να μου πάρεις κείνο το μεγάλο κομμάτι από το βλήμα, να δούμε . . . τι διαμετρήματος ήταν η λεγάμενη !
Αυτό πια ήταν που ήταν.
Οι αξιωματικοί κέρωσαν, κοιτάχτηκαν απελπισμένοι, κι ο υπασπιστής ο καημένος χαιρέτησε σαν τους Ρωμαίους μονομάχους και τοιμάστηκε να πηδήξει έξω. Για καλή του τύχη πετάχτηκε στη μέση ο γάλλος αξιωματικός. Με σεβασμό, μα και με ζωηρόν τόνο υπόδειξε στο Στρατηγό πως απαγορεύεται αυστηρά από τη Στρατιά να εκτίθεται έτσι άσκοπα η ζωή των στρατιωτικών, και πως θ' αναγκαστεί ν' αναφέρει όπου πρέπει αυτά που βλέπει εδώ σ' εμάς.
Ο Μπαλαφάρας τόνε χάιδεψε στη ράχη με τη χερούκλα του. — Καλά ντέε ! Δεν είπαμε δα, μον καμαράντ, και να χαλούμε καρδιές ! — και διάταξε τον αλλοσούσουμον από την τρομάρα του κύριο Πολίτη να μεταφράσει στο φραντσέζο αξιωματικό τα λόγια του, που τα συνόδευε με επεξηγηματικές χειρονομίες.
— Πες του, παιδί μου, πως εμείς οι Ρωμιοί, κι αυτοί εκεί αντίκρυ — οι λεβέντες — είμαστε παλιοί γνώριμοι και δεν παρεξηγιούμαστε. Δεν έχουμε συνόριση, πως ! Είναι παλιοί μακαντάσηδες, ντεζ ανσιέν κοννεσάνς, κομμάν !

Από την επίσκεψη του Μπαλαφάρα δεν είχαμε ευτυχώς κανένα θύμα. Μονάχα ένας λαβώθηκε στο μάτι από ένα λιθάρι που του σφεντόνισε η έκρηξη. Το κανονίδι βάσταξε ωστόσο όλο τ' απόγεμα. Όλη τη νύχτα ο λόχος, βλαστημώντας γενεές δεκατέσσερεις όλο το σόι του Μπαλαφάρα, ξημερώθηκε ξαναφκιάχνοντας τα χαλάσματα και καθαρίζοντας τα χώματα.

 ΕΝΑ ΚΡΥΦΟ ΚΑΡΔΙΟΧΤΥΠΙ που είχα όσο βαστούσε το κανονίδι ! Σα νύχτωσε πήγα και γω σέρνοντας το πόδι μαζί με τους άλλους στα έργα. Τράβηξα πέρα, στην άκρη του χαρακώματος. Εκεί που είναι η έβγαση των συρματοπλεγμάτων, κλεισμένη με τον αγκαθωτόν αχινό. Πήγα ψαχουλεύοντας στο μέρος που το χαράκωμα σηκώνεται όλο με γεώσακους. Εκεί. Στον τόπο που σερνόμουνα, κάθε φορά που μπορούσα, σαν κλέφτης και σαν εραστής, που άπλωνα το μπράτσο πίσω από έναν γεώσακο, έκλεινα τα μάτια και με κρυφό αναγάλλιο χάιδευα με τις ρώγες των δαχτυλιώ μου το άνθος της μυστικής παπαρούνας.
Τό χαράκωμα ήταν σέ κείνο το μέρος χάρβαλο, οι σάκοι ξεκοιλιασμένοι, σκορπισμένοι παντού. Ένας σίφουνας σα να πέρασε και τάκαμε όλα γης μαδιάμ. Μήτε σημαδάκι από την παπαρούνα μου. Ο πόλεμος τη βρήκε, την τσαλαπάτησε μ' όλη του τη χτηνωδία. Πήγα πίσω στ' αμπρί. Διάβαζα ένα ποίημα του Γιγάντη κ' έκλαιγα.
Και δεν ήξερα αν έκλαιγα για το Γιγάντη ή για το φτωχό λουλούδι που πήγε να μου φυτρώσει πάνω σ' ένα χαράκωμα, αντίκρυ στα πυροβολεία του Περιστερίου.

Όμως ο Μπαλαφάρας, εκείνος γυρίζει πάντα γεμάτος χρυσάφια, χωρίς να παθαίνει τίποτα. Ευχαριστημένος, χοντρός και άτρωτος . . .
{ΣΤΡΑΤΗ ΜΥΡΙΒΗΛΗ: Η ΖΩΗ ΕΝ ΤΑΦΩ}
[1] Σαφέστατη αναφορά στο στρατηγό Δημήτριο Ιωάννου Διοικητή της Μεραρχίας Αρχιπελάγους


Το παράπονο του Στρατηγού Ιωάννου.

Με τον Ιωάννου συνέβη τούτο το χαριτωμένο επεισόδιο : Είχε κατέβει για δουλειές από το Μέτωπο στην Αθήνα κ' έλαβε πρόσκληση του Βασιλέως να πάγη για πρόγευμα στο παλάτι του Τατογιού. Ο Αλέξανδρος έτρωγε πολύ απλά, ποτέ περισσότερα από δυο φαγητά, και δεν έπινε κρασί παρά παγωμένη κερκυραϊκή τσιτσιμπύρα, χειμώνα-καλοκαίρι. Σερβίρισαν λοιπόν κατά την ανακτορική συνήθεια, την ημέρα του γεύματος του Ιωάννου, πρώτα πιλάφι με γαρίδες κ' έπειτα μπιφτέκια. Όταν μετά το δεύτερο πιάτο παρουσιάστηκε το παγωτό, ο στρατηγός είπε στον Βασιλέα :

— «Επιτρέπεται, Μεγαλειότατε, να ρωτήσω κάτι για το τραπέζι που μου κάνετε; Τελειώσαμε;»
— «Βέβαια. Τί άλλο θέλεις;»
— «Με συγχωρείτε, αλλά πεινώ. Εγώ στο στρατηγείο μου καλοτρώω, Μεγαλειότατε. Είμαι, δα, κοτζάμ άντρας. Είπα λοιπόν μέσα μου : αφού εγώ στην ερημιά μαγειρεύω τέσσερα φαγητά, στο παλάτι θα μου δώσουν έξι. Για να μη χορτάσω γρήγορα, πήρα λίγο από τα δύο πρώτα και, έτσι που τα κατάφερα, τώρα πεινάω. Θέλετε να γυρίσω πίσω και να πω στα παιδιά του Μετώπου ότι μου έκαμε τραπέζι ο Βασιλιάς μας κ' έφυγα πεινασμένος;»
Ο Αλέξανδρος διάταξε γελώντας να ξαναρχίση το σερβίρισμα όσο να χορτάση ο στρατηγός.


Στεργιάδης και στρατηγός Ιωάννου.
Όταν, μετά πάροδον χρόνου, η τουρκική αντίδρασις επέβαλε την επέκτασιν της ελληνικής κατοχής, πέραν των ορίων της συνθήκης των Σεβρών προς την Προύσαν, συνέβη τούτο : Η μεραρχία της οποίας ηγείτο ο στρατηγός Ιωάννου, προελαύνουσα προς την Προύσαν, συνήντησε κοπάδια από πρόβατα και αγελάδας που απετέλουν τον εφοδιασμόν των τούρκων ατάκτων. Ήτο καθαρώς πολεμική λεία και εχρησιμοποιήθησαν δια την τροφοδότησιν του προελαύνοντος στρατού. Το πράγμα έφθασε μέχρι του Ελευθερίου Βενιζέλου, ο οποίος ετηλεγράφησεν εις τον Στεργιάδην να καλέση τον Ιωάννου και να του ζητήση εξηγήσεις.
Όντως, ο Στεργιάδης εκάλεσε τον Ιωάννου, ο οποίος προσήλθεν εις το Διοικητήριον κρατών, ως πάντοτε, το μαστίγιόν του. Είπεν εις τον ιδιαίτερον γραμματέα του Στεργιάδη να τον αναγγείλη, εκρέμασε δ' εν τω μεταξύ το πηλήκιον και το μαστίγιόν του εις την κρεμάστραν. Ο ιδιαίτερος τον παρεκάλεσε να περιμένη μέχρις ότου εξέλθη ενας άλλος επισκέπτης. Δεν εχρειάσθη άλλωστε, να περιμένη επί πολύ. Είδεν έξαφνα ο στρατηγός ανοιγομένην την θύραν του γραφείου του υπάτου αρμοστού, τον ίδιον τον Στεργιάδην να εκδιώκη πυξ-λαξ ένα πολίτην και να κλείνη κατόπιν την πόρταν. Ο Ιωάννου έμεινεν εμβρόντητος. Εσηκώθη όμως αμέσως, εφόρεσε το πηλήκιόν του, επήρε δε και το μαστίγιόν εις το χέρι.
—Αφήστε τα, στρατηγέ μου, είπεν ο ιδιαίτερος, θα σας αναγγείλω αμέσως.
Ο Ιωάννου εκτύπησε δυο - τρεις φοράς το μαστίγιον εις τις μπόττες του και απήντησε :
—Όχι, θα το πάρω, μπορεί να μου χρειασθή.
Μετά δυο-τρία λεπτά ο ιδιαίτερος εξήλθεν από το γραφείον του Στεργιάδη και είπε προς τον Ιωάννου :
—Ο κ. Ύπατος Αρμοστής σας περιμένει.
Να διεβίβασεν άραγε ο ιδιαίτερος τα λόγια του Ιωάννου ; Πιθανόν διότι ουδέ νύξιν του έκαμεν ο Στεργιάδης περί του σκοπού δια τον οποίον τον εκάλεσε, αλλ' απλώς του εζήτησε πληροφορίας περί του στρατού και της καταστάσεως.

H εκδοχή του Στρατηγού Τρικούπη για τον τρόπο με τον οποίο παρέλαβε το Γ.Σώμα Στρατού από το Στρατηγό Ιωάννου.
Συμφώνως όθεν τη ληφθείση Διαταγή της Στρατιάς , μετέβην εις Προύσσαν και διηυθύνθην κατ΄ ευθείαν εις τα Γραφεία της Διοικήσεως του Γ' Σώματος Στρατού, έν­θα ευρίσκετο ο Στρατηγός Ιωάννου. Άμα τη εισόδω μου, ο Στρατηγός Ιωάννου εφάνη ως εκπλαγείς. «Καλώς τον Στρατηγό, είπε" πώς απ' εδώ;».
-Ήλθον να αναλάβω την Διοίκησιν του Σώματος Στρατού τω απήντησα.
-Μπα! έκαμεν εκείνος, ως έτι μάλλον εκπλησσόμενος- δεν έλαβον τοιαύτην Διαταγήν. (Κατόπιν έμαθον, ότι είχε λάβει ήδη την Διαταγήν).
Μετά μικράν συνομιλίαν απεχώρησα και εξελθών ετη-λεγράφησα σχετικώς εις την Στρατιάν.Την επομένην έλαβον κοινοποίησιν της προς τον Στρατηγόν Ιωάννου αποσταλείσης νεωτέρας Διαταγής της Στρατιάς, ήτις είχεν ως εξής:
«Παραδώσατε αμέσως την Διοίκησιν του Σώματος Στρα­τού εις τον Στρατηγόν Τρικούπην. Υπέχετε ευθύνην δια πάσαν βραδύτητα παραδόσεως».
Άμα τη λήψει της Διαταγής της Στρατιάς μετέβην παρά τω Στρατηγώ Ιωάννου και τον ηρώτησα εάν έλα­βε την Διαταγήν.
-Μάλιστα, μοι απήντησε, αλλά δεν θα σοι παραδώσω την Διοίκησιν.

-Πώς; τω λέγω. Δεν θα εκτέλεσης την Διαταγήν της Στρατιάς;
-Εγώ θα υπακούσω εις τον Παπούλαν, ο οποίος είναι νεώτερος μου; ήτο η απάντησίς του.
-Εν τοιαύτη περιπτώσει, υπέλαβον, εάν ήμην εις την θέσιν σας, θα ανέφερον τηλεγραφικώς εις τον Υπουργόν των Στρατιωτικών, ότι κατόπιν διορισμού ως Διοι­κητού της Στρατιάς του Στρατηγού Παπούλα, νεωτέρου μου όντος, εγώ δεν δύναμαι να παραμένω ως Διοικητής Σώματος Στρατού, και διατάξατε εις τίνα θέλετε να πα­ραδώσω την Διοίκησιν.
-Δηλαδή θέλεις να σοι παραδώσω την Διοίκησιν, μοι απήντησεν. Όχι, δεν σοι την παραδίδω, και εν ανάγκη θα έβγω εις το κλαρί. Πάντως, δεν σοι παραδίδω την Διοίκησιν.
Κατόπιν του επεισοδίου τούτου απεχώρησα του Στρα­τηγείου του Γ' Σώματος Στρατού.
Η κατάστασις ήτο δυσάρεστος. Οι αξιωματικοί είχον πληροφορηθή τα μεταξύ του Στρατηγού Ιωάννου και εμού διαμειφθέντα και ευρισκόμην εις δύσκολον θέσιν. Η χαώδης αύτη κατάστασις δεν ηδύνατο να εξακολουθήση και εσκέφθην, ότι η μόνη ενδεικνυομένη λύσις ήτο να ειδοποίηση η Στρατιά απ' ευθείας τας Μεραρχίας, ότι μοι ανετέθη η Διοίκησις του Γ' Σώματος Στρατού. Ανέφερον όθεν κρυπτογραφικώς εις την Στρατιάν περί των διαμειφθέντων εν Προύσση και προέτεινα την λύσιν ταύτην.
Την επομένην το εσπέρας, ενώ εγευμάτιζον εις το ξενοδοχείον μετά του Στρατηγού Χαραλάμπους Τσερούλη, Διοικητού Μεραρχίας, λαμβάνει αυτός και εγώ τηλεγραφικήν Διαταγήν της Στρατιάς, συντεταγμένην συμφώνως τη προτάσει μου. Μετά την ανάγνωσιν ταύτης ο Στρα­τηγός Τσερούλης μοί είπεν, ότι λυπείται δια τα συμβάν­τα και θα μεταβή προς συνάντησιν του Στρατηγού Ιωάν­νου, με παρεκάλεσε δε να αναμένω την επιστροφήν του, χωρίς να προβώ εις ουδεμίαν άλλην ενέργειαν.
Μετά ημίσειαν ώραν περίπου, επιστρέψας ο Στρατη­γός Τσερούλης μοι ανεκοίνωσεν, ότι δυστυχώς ο Ιωάν­νου ήτο ανένδοτος και ότι επέμενεν εις την άρνησίν του να μοι παραδώση την Διοίκησιν.
Κατόπιν τούτου απέστειλα Διαταγήν προς τον εν Προύσση Φρούραρχον Αντισυνταγματάρχην Πυροβολι­κού Ι. Γαρέζον, όστις ήτο προσέτι γνωστός μοι ως υπηρετήσας προ ετών εις το Σύνταγμα μου, δια της οποίας διέτασσον, όπως διαθέση εν δωμάτιον του Φρουραρχείου εις το οποίον να εγκαταστήσω το Γραφείον του Γ' Σώματος Στρατού την πρωίαν της επομένης .
Την επομένην, λίαν πρωί, μετέβην εις το Φρουραρχείον, εγκατεστάθην εις το διατεθέν μοι Γραφείον και εξέδωκα Διαταγήν προς τας Μεραρχίας, δια της οποίας εγνωστοποίουν αυταίς, ότι κατόπιν Διαταγής της Στρατιάς ανέλαβον την Διοίκησιν του Γ' Σώματος Στρα­τού και ότι εφεξής ουδεμία Διαταγή του Σώματος θα ίσχυεν εάν δεν θα έφερεν ιδιόχειρον την υπογραφήν μου.
Απηύθυνα ετέραν Διαταγήν προς το Φρουραρχείον, ίνα μη αποστείλη πλέον φρουράν εις το Κατάστημα του Γ' Σώματος Στρατού, καθόσον από σήμερον, έγραφον, η Διοίκησις του Σώματος εγκαθίσταται εις το Φρουραρ­χείον.
Κοινοποίησις της Διαταγής ταύτης εγένετο και προς τον Στρατηγόν Ιωάννου.
Κατόπιν των άνω προσήλθεν εις το Γραφείον μου ο Υπασπιστής του Στρατηγού Ιωάννου, όστις με παρεκάλεσε να μεταβώ εις το Κατάστημα του Σώματος Στρα­τού, ίνα μοι παραδώση ο Στρατηγός την Διοίκησιν. Το μόνον, όπερ επιθυμεί ο Στρατηγός, μοι προσέθεσεν, εί­ναι να διατηρήση το Γραφείον Α' επί τινας ημέρας, προς τακτοποίησιν προσωπικών του τινών ζητημάτων.
«Δυό σκούφιες σ' ένα κεφάλι δεν χωρούν», τω απήντη­σα. Ή αυτός θα είναι ή εγώ.
Τότε με παρεκάλεσε να αναμείνω επ' ολίγον την απάντησίν του.
Μετ' ολίγον επανέρχεται λέγων μοι, ότι ήλθεν, όπως με συνοδεύση εις το Γραφείον του Σώματος Στρατού, ένθα με ανέμενεν ο Στρατηγός.
Άμα εισήλθον εις το Γραφείον ο Ιωάννου ηγέρθη και μοι παρεχώρησε την θέσιν του.
Τω εξέφρασα την λύπην μου δια τα δυσάρεστα γεγο­νότα και επηκολούθησε μεταξύ μας μικρά φιλική συνομιλία. Αφού δε ικανοποίησα απάσας τας αιτήσεις του, ηγέρθη προς αναχώρησιν.

Από τη Πέργαμο στο  Κιρκ Αγάτς
Αλλ' ο κύριος όγκος του τουρκικού Στρατού δεν έχει συντριβεί ακόμη - έχει οχυρωθεί στη γραμμή Μπαλουκεσέρ - Αδραμυτίου. Είναι οι επίλεκτες μονάδες του Κεμάλ κι ο Παρασκευόπουλος ανυπομονεί να τις τσακίσει. Μήνες περίμενε τη στιγμή αυτή και δεν θέλει να τη χάσει. Διατάζει τον Ιωάννου να μη σταματήσει ούτε στιγμή.Περιττό. Μετά την κατάληψη του Αξαρίου ο Ιωάννου στρέφει όλο τον όγκο των δυνάμεων του προς Βορρά. Ολόκληρο το Σώμα Στρατού Σμύρνης βρίσκεται σε προέλαση, η ημέρα είναι αποπνικτικά ζεστή κι ο κουρνιαχτός σκιάζει τον ήλιο.Και τότε δίνεται μια διαταγή μοναδική στα στρατιωτικά χρονικά. Ο Ιωάννου φωνάζει τον επιτελάρχη του και του λέγει:
- Θα μας φάει η σκόνη, κ. συνταγματάρχα... Το στρατηγείο να τεθεί επικεφαλής των προφυλακών.
Ο Σπυρόπουλος, ένας εκλεκτός αξιωματικός, μένει κατάπληκτος. Και τολμά ν' αντιμιλήσει:
- Μα, στρατηγέ μου, πώς είναι δυνατό;... Αυτό που ζητάτε είναι πολύ επικίνδυνο.
- Αυτό που σου λέω, Σπυρόπουλε, επιμένει ο Ιωάννου.
Και σπηρουνίζοντας το άλογο του προχωρεί προς τα εμπρός, ακολουθούμενος από τους επιτελείς του και τους ξένους στρατιωτικούς παρατηρητές, που δεν αισθάνονται καθόλου καλά. Είχε μια δραματική μεγαλοπρέπεια η προέλαση εκείνη. Χιλιάδες στρατιώτες, πεζοί και καβαλάρηδες, έτρεχαν ακάθεκτοι μέσα στον κάμπο.Τα σύννεφα της σκόνης τους προστάτευαν από το φλογερό ήλιο κι η τόλμη τους από τα τουρκικά βόλια. Σαν θύελλα έπεφταν πάνω στον εχθρό. Κι οι Τούρκοι έτρεχαν να κρυφτούν και να κρεμάσουν στα καφασωτά τους λευκά σεντόνια...
Η κατάσταση είναι κρίσιμη. Το στρατηγείο έχει κυκλωθεί για καλά, η εξόντωση του είναι σχεδόν σίγουρη. Οι Τούρκοι έχουν αντιληφθεί, ότι δεν παγίδεψαν ένα τμήμα της προφυλακής μόνο, αλλά τον σωματάρχη με το επιτελείο του και εντείνουν τα πυρά τους. Η τύχη της επίθεσης κρίνεται στο πυρακτωμένο κάμπο της Χάρτας.
Οι αξιωματικοί του στρατηγείου δεν κρύβουν την ανησυχία τους. Ένας μόνο παραμένει τελείως ατάραχος - περήφανος πάνω στ' άλογό του αναζητεί με τα κυάλια τις θέσεις του εχθρού. Είναι ο Ιωάννου, που θέλει ν' απολαύσει μ' όλες τις αισθήσεις του μια πραγματική μάχη - είχε βαρεθεί τους χάρτες και τις διαταγές.Αλλά τις στιγμές εκείνης της τέλειας απόλαυσης έρχεται να τις διαταράξει ένας νεαρός ταγματάρχης, που φτάνει καλπάζοντας:
- Στρατηγέ μου, ζητώ να μου διατεθούν 20 ιππείς, λέει ενώ με κόπο συγκρατεί το ατίθασο άλογο του.
- Τι θα τους κάνεις, μωρέ Ναπολέων;
- Θέλω να καταλάβω το χωριό, εκείνο, στ' αριστερά μας...
- Θα σκοτωθείς, βρε παιδί μου...
- Πρέπει να διώξουμε τους Τούρκους, γιατί μας κτυπούν με πολυβόλα.
- Πήγαινε κι ο Θεός μαζί σου.
Κι ο ταγματάρχης Ναπολέων Ζέρβας μετατίθεται προσωρινά στο ιππικό κι ορμά με γυμνό το ξίφος. Ο Ιωάννου παρακολουθεί με θαυμασμό τη μικρογραφία εκείνη της επέλασης - τους ιππείς μας να ορμούν, κραυγάζοντας, μέσα στη κόλαση της φωτιάς.Αλλά δεν ήταν γραφτό ν' απολαύσει την μάχη, που ο ίδιος επεδίωξε. Ένας άλλος ταγματάρχης σκαρφαλώνει, έφιππος κι αυτός, στο λόφο κι αναφέρει:
- Στρατηγέ μου, ζητώ την άδεια να καταλάβω το χωριό εκείνο προς Ανατολάς.
Μιλά βιαστικά, σαν να φοβάται μήπως χάσει την ευκαιρία ν' αναμετρηθεί με τον κίνδυνο. Ο Ιωάννου ξαφνιάζεται. Κι ο πολεμικός ανταποκριτής της «Πατρίδος» της Σμύρνης, που ήταν παρών, γράφει:
Τ' αυλακωμένο άπ τις κακουχίες του πολέμου πρόσωπό του έχασε ξάφνου την σκληράδα του. Τ' αετήσιο βλέμμα του θόλωσε άπ' την συγκίνηση. Κι' οι αξιωματικοί του τον άκουσαν να ψιθυρίζει:
«Που πάτε, βρε παιδιά μου;... Άμιλλα θανάτου αρχίσατε;»
Δεν είναι ο στρατηγός, που μιλά την στιγμή εκείνη - είναι ένας πατέρας, που βλέπει με στοργή και περηφάνεια τους ήρωες, που έφτιαξε. Ανησυχεί γι' αυτούς.Αλλά δεν μπορεί ν' αρνηθή στον ταγματάρχη Λεωνίδα Σπαή την εύνοια, που έδειξε προς τον Ζέρβα. Είναι κι' οι δυό γενναίοι των γενναίων».
Οι δύο ταυτόχρονες αντεπιθέσεις, του Ζέρβα προς τ' αριστερά, του Σπαή προς τα δεξιά, αποτρέπουν τον άμεσο κίνδυνο. Οι Τούρκοι τρέπονται σε άτακτη φυγή - όσοι προφταίνουν να ξεφύγουν από τις σπάθες των ιππέων μας. Αλλ' η κατάσταση παραμένει σοβαρή - οι Τούρκοι στέλνουν ενισχύσεις. Και τότε ακούγεται ένας τρομερός θόρυβος. Στα μετόπισθεν έχουν πληροφορηθεί, ότι το στρατηγείο έπεσε σ'ενέδρα και τρέχουν, όσο μπορούν πιο γρήγορα. Το πεζικό, όμως αργεί. Κι ο ταγματάρχης Μάρκος Δράκος διατάζει τους πυροβολητές του να προχωρήσουν με ταχύτητα επέλασης - τα πυροβόλα τα έσερναν άλογα - την εποχή εκείνη. Και,ξεπερνώντας τους πεζούς, φθάνει πρώτος στο πεδίο της μάχης. Ο Σπυρόπουλος αναπνέει μ' ανακούφιση, αλλ' ο Ιωάννου γίνεται έξω φρενών:
- Πέστε σ' αυτόν τον τρελό να μη ρίξει, ορύεται. Θα μου τους διώξει τους Τούρκους... Τους θέλω ζωντανούς, μωρέ.
Αλλ' ο Δράκος κάνει πως δεν ακούει. Οι άνδρες του, πριν ακόμη ξεζέψουν τα πυροβόλα τους, αρχίζουν ομαδικά πυρά. Οι Τούρκοι συντρίβονται κι υποχωρούν,καταδιωκόμενοι από τους εξαγριωμένους ιππείς μας, που θερίζουν κεφάλια σαν στάχια. Η προέλαση συνεχίζεται με καινούργια ορμή κι ο Στρατός μας μπαίνει στο Κιρκ Αγάτς.
Οι Κεμαλικοί ήταν τόσο βέβαιοι, ότι θα εξόντωναν το στρατηγείο του Ιωάννου,ώστε έτρεξαν ν' αναγγείλουν το... χαρμόσυνο γεγονός, ενώ η μάχη συνεχίζεται ακόμη. Και θρασύδειλοι, όπως ήταν πάντοτε, εκείνοι, που δεν τολμούσαν να σηκώσουν κεφάλι, ξεχύθηκαν στους δρόμους του Κιρκ Αγάτς, τράβηξαν τα μαχαίρια τους κι άρχισαν να απειλούν θεούς και δαίμονες, ενώ οι Χριστιανοί έτρεχαν να διπλομανταλωθούν και να θρηνήσουν τη συμφορά. Κι όταν οι στρατιώτες μας μπήκαν στο χωριό, το βρήκαν τελείως έρημο. Οι Τούρκοι είχαν φύγει αλλ' οι Χριστιανοί παρέμεναν κρυμμένοι, πιστεύοντας ότι, τα ποδοβολητά, που ακούγονταν στο καλντερίμι, ήταν Τσέτες.
Έξαφνα, μια καμπάνα κτύπησε κι ο ήχος της ακούστηκε σαν χαρούμενο λαχτάρισμα -μια φωνή βροντερή αντήχησε: «Ήρθαν οι Έλληνες, μωρέ χωριανοί...» Για πότε το έρημο χωριό μεταβλήθηκε σε χαρούμενο πανηγύρι; Για πότε οι τρομοκρατημένοι Χριστιανοί ξεχύθηκαν στους δρόμους; Οι παπάδες έτρεξαν να φορέσουν τ' αμφιά τους και βγήκαν ψάλλοντας «Τη Υπερμάχω». Οι γυναίκες άρπαξαν την Παναγία απ' τα εικονοστάσια και βγήκαν να προϋπαντήσουν τον Στρατό μας. Μια καινούργια πατρίδα είχε ξεπεταχθεί ξαφνικά μέσα στα βάθη της Ανατολής, μπρος στους κατάπληκτους Τσολιάδες μας, που δεν μπορούσαν να πιστέψουν στα μάτια τους - αυτός ήταν ο «αποικιακός πόλεμος», όπως βρέθηκαν χείλη ελληνικά να χαρακτηρίσουν τη μικρασιατική εκστρατεία.


Η ΥΠΟΚΡΙΣΙΑ ΥΠΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΟ ΜΑΝΔΥΑ- 
Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΗΓΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ







Κυριακή 25 Νοεμβρίου 2012

ΣΤΡΑΤΗ ΜΥΡΙΒΗΛΗ: Η ΖΩΗ ΕΝ ΤΑΦΩ



Ο  ΜΠΑΛΑΦΑΡΑΣ ΣΤΙΣ ΓΡΑΜΜΕΣ



ΣΤΙΣ ΔΕΚΑ ΤΟ ΠΡΩΙ σήμερα μες στη ζέστη, είχαμε μιαν ανεπιθύμητην επίσκεψη. Έτσι του κατέβηκε του Μπαλαφάρα [1] να πάρει το επιτελείο του και νάρθει να επιθεωρήσει τον τομέα. Καταπόδι του ο Κοντούλης, ο ταγματάρχης του Μηχανικού, ο Πολίτης, ο δραγουμάνος του, ο γάλλος αξιωματικός του τομέα, κι ο λοχαγός μας φυσικά. Ο Μπαλαφάρας κάνει αυτές τις επίδειξες της παλικαριάς του δίχως κάσκα στο κεφάλι, με όλα τα χρυσαφικά στους ώμους και στο πηλίκιο. Όποτε τόνε χτυπήσει η λόξα παίρνει σβάρνα τα χαρακώματα, μέρα μεσημέρι, να δει « πως τα περνούν τα παιδιά του ». Η επιδειχτική περιφρόνηση αυτού του ανθρώπου προς το θάνατο είναι άλλο πράμα. Περπατά μες στο χαράκωμα με όλη την ησυχία του, μεγάλος κι αλύγιστος σαν πύργος, μ' ολάκερο το κεφάλι έξω από το προπέτασμα. Πάει κορδωμένος σαν σε παρέλαση. Δεν ξέρει κανείς τι να του θαμάξει. Την παλαβάδα ή την παλικαριά. Εννοείται πως κ' οι φουκαράδες οι αξιωματικοί που σέρνει μαζί του δεν κοτάνε να βγάλουν τσιμουδιά ενάντια σ' αυτές τις ανακεφαλιές. Τον ακολουθάνε λοιπόν και με την ψυχή στο στόμα αναγκάζουνται να περπατάνε κι αυτοί ολόρτοι και τεντωμένοι μέσα στην μπούκα του Περιστερίου.
Ο γάλλος αξιωματικός του τομέα μας γίνεται έξω φρενώ γι' αυτές τις ανισορροπίες, γιατί ξεσπούνε στην καμπούρα μας. Οι παρατηρητές απ' αντίκρυ διακρίνουν πολλές φορές το πηλίκιο του Μπαλαφάρα που αστραποβολά μες στον ήλιο με τα χρυσάφια του, τηλεφωνάνε στο πυροβολικό τους κι αρχίζει το γλέντι. Το χαράκωμα πολλές φορές γίνεται γης μαδιάμ από τις « γουρούνες ». Κι ο Μπαλαφάρας προχωρεί, σηκώνει αξιόπρεπα με τ' ανάστροφο του χεριού τις άκρες του μουστακιού του και προχωρεί.
— Δεν είναι τίποτα, λέει με την ξεσυρτή φωνή του που τονίζει όλες τις συλλαβές σα να τις επιθεωρεί. Είναι διεθνείς αβρότητες αυτές. Ο εχθρός τραβάει τιμητικές βολές προς τιμήν του Στρατηγού . . .
Αυτοί που τον συνοδεύουν είναι αναγκασμένοι να κάνουν πως γελούν μ' αυτά τ' αστεία, ο Θεός το ξέρει με τι λογής ανάκαρα. Μα πρέπει να δείξουν πως δεν πάνε παρακάτω στο κουράγιο, κι ας τους πάει πέντε κ' ένα. Το θάμα είναι πως ακόμα δεν του άγγισε τρίχα, μήτε μολύβι μήτε κανόνι. Τυχερός είναι, τ' αδιάκοπο περπάτημα είνα που τον κάνει «κινούμενο στόχο », δεν ξέρω. Αυτός μια φορά το πιστεύει πως δεν τόνε πιάνει το βόλι. Δεν λαβώθηκε ούτε στους Βαλκανικούς πολέμους που διοικούσε ένα τάγμα ευζωνάκια και τα ξέκαμε όλα σχεδόν σε μιάν επίθεση με τη λόγχη στο Μπιζάνι.
— Ο χάρος κυνηγά κείνους που τον αποφεύγουν, λέει. Είναι σαν τις ξεσκολισμένες κοκότες . . .
Αυτό λοιπόν το πανηγύρι των « τιμητικών βολών » τόχαμε και σήμερα με τον ερχομό του Μπαλαφάρα. Τον πήρανε μυρουδιά απ' αντίκρυ κι αρχίσανε βζζ-μπραγγ ! βζζ - μπραγγ ! να βαράνε το φτωχό μας χαράκωμα. Ο λοχαγός πρόλαβε, μόλις είδε τον Μπαλαφάρα, και διάταξε τους άντρες να τρυπώσουν όλοι στ' αμπριά. Μια στιγμή σκάει μια οβίδα έξω από το προκάλυμμα του χαρακώματος, στο μέρος του Στρατηγού. Μια πάξα της πήγε και χώθηκε σ' ένα γεώσακο και τίναξε χώματα πάνω στο πηλίκιο του.
Όλοι της συνοδείας του γένηκαν άσπροι σάν πανί. Ο Μπαλαφάρας σταμάτησε να μαλώσει αντίκρυ τους Βουλγάρους.
— Μα τ' είν' αυτά ! τ' είναι τώρ' αυτά ! Αυτό καταντά ασέβεια προς τους ανωτέρους !
Έβγαλε το πηλίκιο, το φύσηξε, το τίναξε με το νύχι από τον άμμο που τρύπωσε στάα χρυσά του κορδόνια κ'είπε στον υπασπιστή του ήσυχα - ήσυχα :
— Άιντε κάνε μου τη χάρη, κύριε υπασπιστά, πούσαι πιο σβέλτος και πιο νέος, να πεταχτείς μια στιγμή έξω από το χαράκωμα, να μου πάρεις κείνο το μεγάλο κομμάτι από το βλήμα, να δούμε . . . τι διαμετρήματος ήταν η λεγάμενη !
Αυτό πια ήταν που ήταν.
Οι αξιωματικοί κέρωσαν, κοιτάχτηκαν απελπισμένοι, κι ο υπασπιστής ο καημένος χαιρέτησε σαν τους Ρωμαίους μονομάχους και τοιμάστηκε να πηδήξει έξω. Για καλή του τύχη πετάχτηκε στη μέση ο γάλλος αξιωματικός. Με σεβασμό, μα και με ζωηρόν τόνο υπόδειξε στο Στρατηγό πως απαγορεύεται αυστηρά από τη Στρατιά να εκτίθεται έτσι άσκοπα η ζωή των στρατιωτικών, και πως θ' αναγκαστεί ν' αναφέρει όπου πρέπει αυτά που βλέπει εδώ σ' εμάς.
Ο Μπαλαφάρας τόνε χάιδεψε στη ράχη με τη χερούκλα του. — Καλά ντέε ! Δεν είπαμε δα, μον καμαράντ, και να χαλούμε καρδιές ! — και διάταξε τον αλλοσούσουμον από την τρομάρα του κύριο Πολίτη να μεταφράσει στο φραντσέζο αξιωματικό τα λόγια του, που τα συνόδευε με επεξηγηματικές χειρονομίες.
— Πες του, παιδί μου, πως εμείς οι Ρωμιοί, κι αυτοί εκεί αντίκρυ — οι λεβέντες — είμαστε παλιοί γνώριμοι και δεν παρεξηγιούμαστε. Δεν έχουμε συνόριση, πως ! Είναι παλιοί μακαντάσηδες, ντεζ ανσιέν κοννεσάνς, κομμάν !
Από την επίσκεψη του Μπαλαφάρα δεν είχαμε ευτυχώς κανένα θύμα. Μονάχα ένας λαβώθηκε στο μάτι από ένα λιθάρι που του σφεντόνισε η έκρηξη. Το κανονίδι βάσταξε ωστόσο όλο τ' απόγεμα. Όλη τη νύχτα ο λόχος, βλαστημώντας γενεές δεκατέσσερεις όλο το σόι του Μπαλαφάρα, ξημερώθηκε ξαναφκιάχνοντας τα χαλάσματα και καθαρίζοντας τα χώματα.



Έλληνες στρατιώτες γιορτάζουν
τη μεγάλη νίκη του Σκρα
ΕΝΑ ΚΡΥΦΟ ΚΑΡΔΙΟΧΤΥΠΙ που είχα όσο βαστούσε το κανονίδι ! Σα νύχτωσε πήγα και γω σέρνοντας το πόδι μαζί με τους άλλους στα έργα. Τράβηξα πέρα, στην άκρη του χαρακώματος. Εκεί που είναι η έβγαση των συρματοπλεγμάτων, κλεισμένη με τον αγκαθωτόν αχινό. Πήγα ψαχουλεύοντας στο μέρος που το χαράκωμα σηκώνεται όλο με γεώσακους. Εκεί. Στον τόπο που σερνόμουνα, κάθε φορά που μπορούσα, σαν κλέφτης και σαν εραστής, που άπλωνα το μπράτσο πίσω από έναν γεώσακο, έκλεινα τα μάτια και με κρυφό αναγάλλιο χάιδευα με τις ρώγες των δαχτυλιώ μου το άνθος της μυστικής παπαρούνας.
Τό χαράκωμα ήταν σέ κείνο το μέρος χάρβαλο, οι σάκοι ξεκοιλιασμένοι, σκορπισμένοι παντού. Ένας σίφουνας σα να πέρασε και τάκαμε όλα γης μαδιάμ. Μήτε σημαδάκι από την παπαρούνα μου. Ο πόλεμος τη βρήκε, την τσαλαπάτησε μ' όλη του τη χτηνωδία. Πήγα πίσω στ' αμπρί. Διάβαζα ένα ποίημα του Γιγάντη κ' έκλαιγα.
Και δεν ήξερα αν έκλαιγα για το Γιγάντη ή για το φτωχό λουλούδι που πήγε να μου φυτρώσει πάνω σ' ένα χαράκωμα, αντίκρυ στα πυροβολεία του Περιστερίου.

Όμως ο Μπαλαφάρας, εκείνος γυρίζει πάντα γεμάτος χρυσάφια, χωρίς να παθαίνει τίποτα. Ευχαριστημένος, χοντρός και άτρωτος . . .
[1] Σαφέστατη αναφορά στο στρατηγό Δημήτριο Ιωάννου Διοικητή της Μεραρχίας Αρχιπελάγους.










ΙΩΑΝΝΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ (1861-1927)

Γεννήθηκε στις 23/10/1861 στη  Λιβαδειά. Αποφοίτησε  από τη Σχολή των Ευελπίδων στις 25 Ιουλίου 1864 σαν ανθυπολοχαγός του Μηχανικού  . Με το βαθμό του λοχαγού έλαβε μέρος στην εκστρατεία υπό τον συνταγματάρχη Βάσσον για την απελευθέρωση της Κρήτης (1896)
Διετέλεσε επιτελάρχης του   Στρατού Ηπείρου (1912) υπό τον Αντιστράτηγο Σαπουντζάκη. Στη μάχη για την απελευθέρωση των Ιωαννίνων έλαβε μέρος σαν διοικητής αποσπάσματος αποτελούμενο από τέσσερα τάγματα ευζώνων. Διορίστηκε διοικητής της  9 Μεραρχίας  και παρέμεινε επικεφαλής μέχρι το Κίνημα της Εθνικής Άμυνας .Προσχώρησε στους επαναστάτες και η Προσωρινή Κυβέρνηση του ανέθεσε τη συγκρότηση της Μεραρχίας Αρχιπελάγους, στη Μυτιλήνη.(Σεπτ.16-Απριλ. 17)
Το Μάιο του 1917 επικεφαλής της Μεραρχίας Αρχιπελάγους πολέμησε   στο τομέα του Μοναστηρίου ,πήρε μέρος στην εαρινή επίθεση της 1ης Ομάδας Μεραρχιών και κατέλαβε  την εξέχουσα του Σκρα Ντι Λέγκεν (17/30 Μαΐου)  .Τη στιγμή της ανακωχής με τη Βουλγαρία  κατείχε ήδη  τη γραμμή Βλαδιμήροβο -Μάκοβο. Με το τέλος του πολέμου διοίκησε για ένα μικρό διάστημα το Α Σώμα Στρατού  και τη Στρατιά της  Ηπείρου
Τον Μάρτιο 1920 παρέλαβε   τη Διοίκηση του Σώματος Στρατού Σμύρνης και πήρε  μέρος στις πολεμικές επιχειρήσεις που ξεκίνησαν   στις 9 Ιουνίου.
Μετά τις πολιτικές εκλογές του 1920 στις οποίες ηττήθηκε η Βενιζελική παράταξη  και ήταν απλά θέμα χρόνου η επιστροφή του Βασιλιά Κωνσταντίνου από την εξορία , ο Ιωάννου εγκατέλειψε τη διοίκηση της Μονάδας του και έφυγε για τη Κωνσταντινούπολη , που αποτελούσε τότε  τόπο συγκέντρωσης των δυσαρεστημένων, από το εκλογικό αποτέλεσμα, Ελλήνων αξιωματικών .
Ήταν παρ΄όλα αυτά ένας γενναίος και έντιμος στρατιώτης σταθερός στις ιδέες του . Χαρακτηριστικές πτυχές του χαρακτήρα και της προσωπικότητάς του γενικότερα καταγράφονται με μάλλον θετική διάθεση από τον Στρατή Μυριβήλη  στο :"H Ζωή εν Τάφω"
Πέθανε πάμπτωχος στα 1926 αφήνοντας πίσω του μια αδελφή, της οποίας η άθλια οικονομική κατάσταση έγινε αντικείμενο συζήτησης στη Βουλή των Ελλήνων.  

Σάββατο 17 Νοεμβρίου 2012

M. BARDECHE : Ο ΕΣΘΟΝΙΚΟΣ ΦΑΣΙΣΜΟΣ


1. Η ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΣΤΗΝ  ΕΣΘΟΝΙΑ
Όπως στη Λετονία, η βάση που γέννησε  έναν αυτόνομο φασισμό αποτελείτο από πρώην αντιμπολσεβίκους πολεμιστές. Πραγματικά στα 1919, οι Εσθονοί  είχαν πολεμήσει σκληρά εναντίον των κομμουνιστικών στρατευμάτων που προσπαθούσαν να καταλάβουν τη Χώρα τους.
Κάτω από τη διοίκηση του στρατηγού Laidoner , τα ελεύθερα σώματα που  οργανώθηκαν βιαστικά , είχαν απωθήσει τους Ρώσους  και είχαν σώσει την ανεξαρτησία που πρόσφατα είχαν κατακτήσει. Δυνάμεις Εσθονών είχαν στη συνέχεια υποστηρίξει τους Λετονούς στον αγώνα τους ενάντια στους Γερμανολευκορώσους  του φον Γκολτς υποστηριζόμενοι αυτή τη φορά ,από ένα φινλανδικό σώμα εθελοντών , τους οποίους  από φυλετική άποψη θεωρούσαν   αδέλφια τους.
Μετά την απόκτηση της ανεξαρτησίας τους , εγκάρδιοι δεσμοί ένωναν  το Ελσίνσκι με το Ταλίν (Πρωτεύουσα της Εσθονίας)ενώ κατέστη ενεργή μια αμυντική στρατιωτική συμμαχία με τη Λετονία . Με εξαίρεση αυτή τη τελευταία χώρα, το γερμανικό στοιχείο  δεν ήταν πολυάριθμο και με επιρροή  στην Εσθονία και εδώ ο αριθμός των Εβραίων ήταν αμελητέος.
Το αγροτικό πρόβλημα  δεν φαινόταν ανησυχητικό  και η οικονομική κατάσταση της χώρας  ήταν σχετικά ανθηρή. Ο προσανατολισμός της πολιτικής και εμπορικής της ζωής ήταν στραμμένη ξεκάθαρα προς τις σκανδιναβικές χώρες και τη Μεγάλη Βρετανία.
Όλα αυτά λοιπόν,  με ομαλές συνθήκες   όφειλαν να οδηγήσουν σε μια αρκετά ταχεία προσαρμογή στους κανόνες της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας  αν δεν λαμβάνονταν  υπόψη  τα προβλήματα που έθετε η απειλητική γειτονία  της Σοβιετικής Ένωσης.
Ανέκαθεν  υπήρχε ο φόβος ότι επιβουλευόταν την ελευθερία της Εσθονίας με σκοπό να αποκτήσει  ξανά μια ευρεία πρόσβαση  στη Βαλτική, κάτι που αποτελούσε σταθερή επιδίωξη της ρωσικής πολιτικής όλων των καθεστώτων.
Εξ αιτίας αυτής της απειλής , και για να αντιμετωπισθεί  ένας επικίνδυνος ελιγμός της εσωτερικής αντίδρασης , παλαιοί πολεμιστές του 1919  και νεαροί εθνικιστές είχαν παραμείνει συσπειρωμένοι  στο "Σύνδεσμο μαχητών   των Ελευθέρων Σωμάτων (WABSE) που εμψύχωνε ο εθνικός ήρωας , στρατηγός Laidoner. Μια αιματηρή εξέγερση των  μπολσεβίκων στο Ταλίν, απέδειξε ότι εκείνος ο κίνδυνος  κάθε άλλο.παρά ανύπαρκτος ήταν.
Κάτω από αυτή τη Διοίκηση , ο  WABSE υπήρξε αρχικά  ένα κίνημα πρωταρχικά  εθνικιστικό και συντηρητικό με μια όψη ξεκάθαρα παραστρατιωτική.
Οι οπαδοί του σχημάτιζαν  ένα είδος πολιτοφυλακής , έτοιμη να ενισχύσει το στρατό σε περίπτωση ρωσικής εισβολής ή κομμουνιστικού πραξικοπήματος, δίχως να ανακατεύονται υπερβολικά στα πολιτικά προβλήματα. Ενώ ο WABSE θα παραμείνει μια ομάδα σχετικά μετριοπαθής , ένας ορισμένος αριθμός των βαθμοφόρων του , πολύ πιο εξτρεμιστές, οργάνωνε ένα σχηματισμό ξεκάθαρα Φασιστικό: το "Εθνικό μέτωπο εργασίας."
Το Εθνικό Μέτωπο είχε τεθεί κάτω από τη Διοίκηση ενός γνωστού στρατιωτικού  πρώην υπαρχηγού του Laidoner στη διάρκεια  του πολέμου της ανεξαρτησίας, του στρατηγού Larka. Ο αρχηγός της Νεολαίας του Μετώπου ήταν  ο φοιτητής Αrtur Sirk,  ιδεολόγος  και οργανωτής του κινήματος, που έφερε σε πέρας μια άρτιας εργασίας διείσδυσης ταραχοποιών στοιχείων  μεσα στο WABSE.


Jüri Uluots(1890-1945)
Την ώρα που το Μέτωπο επιχειρούσε μια σκληρή μάχη ενάντια στο Πρόεδρο Päts και πάνω από όλα ενάντια στους αντιπροέδρους Κarl Selter και Jüri Ulüots, τους οποίους κατηγορούσε για υπερβολικό ενδοτισμό απέναντι στη Μόσχα, τα στελέχη του εξασφάλιζαν διευθυντικές θέσεις στα πλαίσια του WABSE.
Τελικά με την εκτόπιση του Laidoner, o στρατηγός Larka , κατέστη ο μοναδικός αρχηγός της ισχυρής παραστρατιωτικής οργάνωσης. Ο Artur Sirk την προίκισε με μια ιδεολογία φασιστικού τύπου που απέβλεπε σε ένα Συντεχνιακό Κράτος , σε μια συμμαχία τόσο με το λετονικό Σταυρό του Κεραυνού όσο και με τη Φινλαδία καθώς επίσης και σε μια πολιτική προσέγγισης με τη Γερμανία (αρχή κάνοντας από το 1933)
Ο Sirk και o Larka έτρεφε την ελπίδα ότι το καινούριο 3ο Ράιχ θα αναλάμβανε πολύ σύντομα μια σταυροφορία εναντίον του Μπολσεβικισμού και επιθυμούσαν σ΄αυτή, να συμμετάσχει ενεργά και η Εσθονία. Αντίθετα οι Laidoner και Päts που θα έκαναν οτιδήποτε για να αποφύγουν τον κίνδυνο σύγκρουσης , δεν μπορούσαν να κάνουν άλλο, πέρα από το να αντιμετωπίσουν αμετάκλητα εχθρικά, τα σχέδια του WABSE.
Το WABSE πραγματοποιούσε στο εσωτερικό , μια σκληρή μάχη ενάντια στο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα το οποίο κατηγορούσε ότι ήταν υπερβολικά ανεκτικό στις κομμουνιστικές επιρροές και επίσης για το γεγονός, ότι είχε δημιουργήσει ένα Αντιφασιστικό Μέτωπο που στρεφόταν εναντίον του.
Οι βίαιες συγκρούσεις ανάμεσα σε φασίστες ακτιβιστές και στρατευμένους σοσιαλιστές δεν άργησαν να ανησυχήσουν τον Päts που παρ΄όλα αυτά είδε στις συγκρούσεις αυτές, ένα εξαιρετικό μέσον να υλοποιήσει τα όνειρά του για προσωπική εξουσία. Αφού διόρισε το Laidoner αρχηγό του Γενικού Επιτελείου του Στρατού , ο Päts στις 12 Μαρτίου 1934 , με τη συμπαράστασή του , έκανε πραξικόπημα , εξαγγέλλοντας τη διάλυση της Κυβέρνησης και των πολιτικών Κομμάτων ,συμπεριλαμβανομένου και του WABSE
Ο Στρατηγός Larka αρνούμενος να να δεχθεί τη διάλυση του WABSE προετοίμασε αμέσως ένα άλλο πραξικόπημα αυτή τη φορά ενάντια στο καθεστώς Päts παρά το γεγονός ότι αυτό το τελευταίο είχε πολλαπλασιάσει τις αντικομμουνιστικές δηλώσεις και είχε εξαγγείλει τη δημιουργία ενός αυταρχικού Κράτους.
Τον Δεκέμβριο του 1935 , οι στρατευμένοι του WABSE επετέθησαν σε δημόσια κτήρια του Ταλίν , και προσπάθησαν να καταλάβουν το προεδρικό μέγαρο και τη Ραδιοφωνία.
Η επιχείρηση είχε προετοιμαστεί με τρόπο αρκετά πρόχειρο και η αδυναμία αυτή συνέβαλε αποφασιστικά στο να καταστήσει περισσότερο δύσκολη την αποστολή των εξεγερμένων.
Όμως η προσωπική φρουρά του Päts απωθεί τις πρώτες επιθέσεις επιτρέποντας στο Laidoner να κινητοποιήσει τις μονάδες στρατού και της αστυνομίας που παρέμεναν πιστές. Μετά από κάποιες συμπλοκές , οι σχηματισμοί του στρατηγού Larka κυκλωμένες και με κίνδυνο να καταστραφούν , υποχρεώνονται να παραδοθούν και να συνθηκολογήσουν.Το αποτυχημένο πραξικόπημα είχε προκαλέσει ελάχιστα θύματα..
Στο κόμμα ασκήθηκε τότε μια σκληρή καταπίεση , ενώ αρκετοί από τους αρχηγούς του αναχώρησαν για τη Γερμανία και την Φινλανδία.
Στα 1936 ο Päts ψηφίζει ένα καινούριο Σύνταγμα και επανεκλέγεται θριαμβευτικά συνεχίζοντας μια εξωτερική πολιτική λίγο ή πολύ καιροσκοπική.
Στο εσωτερικό της Εσθονίας , το WABSE διαλυμένο και υπό διωγμό από την αποτελεσματικότατη αστυνομία του Päts, αρνιόταν παρ' όλα αυτά να καταθέσει τα όπλα. Στις τάξεις του Στρατού σχηματίζονταν δραστήριοι σχηματισμοί φασιστικών πυρήνων που προετοίμαζαν τη πτώση του Päts . Αξιωματικοί όπως ο συνταγματάρχης Victor Koern , ο αντισυνταγματάρχης Alfons Rebane και ο ταγματάρχη Hans Hirvelaan , προσχωρούσαν στις Φασιστικές στρατιωτικές εστίες αποφασισμένοι να πάρουν τη ρεβάνς για το αποτυχημένο πραξικόπημα του 1935.
Άλλες ομάδες κάτω από τη διεύθυνση του Hjalmar Mäes προσπάθησαν με μεγαλύτερη η μικρότερη επιτυχία να εμφυτεύσουν ταραχοποιά στοιχεία σε πολιτικούς και Κυβερνητικούς τομείς της χώρας και ειδικά στις δυνάμεις της αστυνομίας του καθεστώτος.
 
ΙΙ Η ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΗΝ Ε.Σ.Σ.Δ