(Προηγούμενο)
Η ρομαντική εικόνα που είχε ο Μαρινέττι για το δικτάτορα είχε σχηματιστεί στην περίοδο 1915-9, όταν οι δυο τους βρέθηκαν πιο κοντά παρά ποτέ άλλοτε πριν ή μετά. Ο Μαρινέττι πήρε μέρος στο Fascio d' Azione Rivoluzionario του Μουσσολίνι. που ιδρύθηκε στα τέλη τού 1914, και εμφανίστηκε μαζί του το Μάρτιο του 1915, σε μια από τις επεμβασιστικές συγκεντρώσεις αυτής της οργάνωσης με το δυσοίωνο όνομα. Ο Πόλεμος εξασφάλισε και στους δύο άντρες τις προϋποθέσεις για να παίξουν τους αγαπημένους τους ρόλους: ο Μαρινέττι ως άνθρωπος της δράσης και ο
Μουσσολίνι (που πολέμησε στο μέτωπο μόνο 38 μέρες) ως ρήτορας. Πριν ακόμα τελειώσει ο Πόλεμος, ο Μαρινέττι είχε ιδρύσει το Φουτουριστικό Πολιτικό Κόμμα, το μανιφέστο του οποίου δημοσιεύτηκε στο Italia Futurista το Φεβρουάριο του 1918. Το κείμενο αυτό επεξεργαζόταν θέσεις διατυπωμένες 10 χρόνια νωρίτερα στο Πρώτο Πολιτικό Μανιφέστο και στο Φουτουριστικό Πολιτικό Πρόγραμμα του 1913. Τα αιτήματα ήταν αναρχικά, σοσιαλιστικά και ουτοπικά: κατάργηση της μοναρχίας, έξωση του παπισμού μαζί με τις εικόνες και τα αγάλματα της Παναγίας, τα κεριά και τις καμπάνες, κοινωνικοποίηση της γης, της εκκλησιαστικής ιδιοκτησίας, του ορυκτού πλούτου και του νερού. Θα καθιερωνόταν η βαριά φορολογία της κληρονομημένης περιουσίας, η 8ωρη εργασία, η μισθολογική εξίσωση των γυναικών με τους άντρες, η δωρεάν νομική βοήθεια, η προστασία του καταναλωτή, το εύκολο διαζύγιο και η βαθμιαία υποβάθμιση του γάμου, για να ανοίξει ο δρόμος για τον ελεύθερο έρωτα και τα κρατικά παιδιά. Το μανιφέστο ζητούσε την ελευθερία του Τύπου, μαζί με την κατάργηση των πολιτικών κομμάτων και την άρση της δικαιοδοσίας του κρατικού στρατού να επεμβαίνει σε πολιτικές ταραχές. Η πιο συγκεκριμένη πρόταση ήταν ότι σε περίπτωση που ακόμα και μια ανασχηματισμένη κοινοβουλευτική κυβέρνηση δεν θα κατόρθωνε να λειτουργήσει ομαλά, θα την αντικαθιστούσαν 20 «τεχνικοί» της διοίκησης, εκλεγμένοι με καθολική ψηφοφορία, και θα ακολουθούσε περιφερειακή αποκέντρωση. Το Φουτουριστικό Κόμμα θα καταπιανόταν με βραχυπρόθεσμα πρακτικά ζητήματα, σε αντιδιαστολή με το καλλιτεχνικό φουτουριστικό κίνημα, που θα συνέχιζε το μακροπρόθεσμο πρωτοποριακό έργο της ανανέωσης. Στο ταραγμένο κλίμα που επικρατούσε μετά το τέλος του Πολέμου, όταν ολοκληρώθηκε η αποστράτευση και η απογοήτευση άρχισε να διογκώνεται, το πρόγραμμα αυτό ήταν τόσο αόριστο ώστε να βρει τους πιο ετερόκλητους υποστηρικτές. Οι πιο ισχυροί και αδίσταχτοι απ' αυτούς ήταν άνθρωποι σαν τον Μπολτζόν και τον Μποττάι, που σύντομα θα αποκτούσαν δύναμη στο φασιστικό κίνημα, ή τον συγγραφέα Μάριο Κάρλι και τον γλύπτη Φερρούτσιο Βέκκι, που έφεραν στο Φουτουριστικό Κόμμα τους Arditi — τις περιβόητες εθελοντικές ομάδες κρούσης, που ορμούσαν στη μάχη γυμνωμένοι ως τη μέση, με μια χειροβομβίδα σε κάθε χέρι κι ένα στιλέτο ανάμεσα στα δόντια. Οι Arditi ("Παράτολμοι") έγιναν οι Fasci Futuristi, η επιθετική συμμορία που μεταπήδησε στο Φασιστικό Κόμμα του Μουσσολίνι, όταν αυτό ιδρύθηκε (στις 23 Μαρτίου 1919, στο Circolo Industriale e Commerziale, στην Πιάτσα Σαν Σεπόλκρο του Μιλάνου). Σίγουρα αυτοί ήταν υπεύθυνοι για τη βία με την οποία επιβλήθηκε το ίδιο το κίνημα, τις επιθέσεις εναντίον των σοσιαλιστών και το κάψιμο,. τον Απρίλιο του 1919, της σοσιαλιστικής εφημερίδας L' Avanti, την οποία διηύθυνε άλλοτε ο Μουσσολίνι. Ο Μαρινέττι, που ήταν ακόμα ένας χρήσιμος σύμμαχος για τον Μουσσολίνι, εκλέχτηκε στην κεντρική επιτροπή του Φασιστικού Κόμματος, και η νέα επίσημη εφημερίδα του Μουσσολίνι Il Popolo d' Italia έδωσε μεγάλη δημοσιότητα σε μια μάλλον "κουρασμένη" φουτουριστική έκθεση που έγινε το Μάρτιο εκείνου του χρόνου. Τον Ιούλιο, ο Μουσσολίνι έγραφε: «Ο Φασισμός είναι ένα κίνημα χωρίς προηγούμενο. Δεν απαξίωσε να έρθει σε επαφή με ομάδες που είχαν αγνοηθεί ή καταδικαστεί από τη φιλισταϊκή ηλιθιότητα των bien-pensants. Οι μετριότητες ισχυρίζονταν πάντα ότι δεν παίρνουν σοβαρά τo Φουτουρισμό, και τώρα, σε πείσμα αυτών των ανθρώπων, η κεφαλή των φουτουριστών, ο Μαρινέττι, είναι μέλος της Κεντρικής Επιτροπής των Fasci di Combattimento».
Όταν το Φασιστικό Κόμμα παρουσίασε τον πρώτο κατάλογο υποψηφίων του για το κοινοβούλιο, το Νοέμβριο του 1919, ο Μαρινέττι ήταν ένας απ αυτούς, και ο Μουσσολίνι έδωσε οδηγίες σ' έναν από τους δημοσιογράφους του να δώσει «ένα ρωμαλέο πορτραίτο του, για να αποδείξουμε σ' αυτούς τους ιταλούς παπαγάλους ότι ο Μαρινέττι είναι ένα από τα δυνατότερα πολιτικά μυαλά μας». Ο Μαρινέττι ήταν ακόμα χρήσιμος: η δική του ευφράδεια έπεισε τον μαέστρο Αρτούρο Τοσκανίνι να βάλει κι αυτός υποψηφιότητα. Απ' αυτούς τους αρχικούς 20, μόνον ο Μπολτζόν επρόκειτο ωστόσο να φτάσει ως τις πρώτες γραμμές του Φασισμού. Ο Τοσκανίνι αποχώρησε αργότερα από το Κόμμα, αρνήθηκε να συνθέσει το φασιστικό ύμνο, άσκησε ανοιχτή κριτική και ξυλοκοπήθηκε άγρια από φασίστες τραμπούκους. Χαρακτηριστικό πάντως της πολιτικής σύγχυσης εκείνων των χρόνων είναι ότι ακόμα κι εκείνοι που είχαν σοβαρές αμφιβολίες για το κίνημα ήταν δυνατό να πρασυρθούν από τον πατριωτικό ενθουσιασμό, τουλάχιστον για ένα διάστημα. Στις εκλογές του 1919, οι Φασίστες κατατροπώθηκαν από τους Σοσιαλιστές, που συνέλαβαν τον Μουσσολίνι, τον Μαρινέττι, τον Μπολτζόν, τον Βέκκι και 15 Arditi καί τους έκλεισαν στη φυλακή του Σαν Βιττόρε για 21 μέρες, με την κατηγορία της απειλής κατά της ασφάλειας του κράτους και της σύστασης ενόπλων συμμοριών. Σ' αυτές τις 3 εβδομάδες, ο Μαρινέττι βρέθηκε, κυριολεκτικά, πιο κοντά στον Μουσσολίνι παρά ποτέ άλλοτε, πριν ή μετά.
.......................................................
Ενώ ο Μουσσολίνι προετοίμαζε τους συμβιβασμούς που θα έκανε στη δεκαετία του 1920, ο Μαρινέττι διατύπωνε όλο και πιο ακραία αιτήματα. Ένα άρθρο του του 1919, με τίτλο «Φουτουριστική Δημοκρατία», ήταν ακόμα πιο απροκάλυπτα εχθρικό απέναντι στην τριάδα του μονάρχη, του Πάπα και της γραφειοκρατίας από κάθε προηγούμενο κείμενο του. Στη φουτουριστική δημοκρατία, η παραδοσιακή ηθική θα παραχωρούσε τη θέση της στην «ηθική του κινδύνου: ελαστική ελευθερία χωρίς φυλακές και καραμπινιέρους. Οι φυλακές είναι επονείδιστες παγίδες, που προϋποθέτουν ότι ένα τσούρμο θηριώδεις γάτες μεταχειρίζεται τις πιο γοητευτικές και άδολες ιδιοσυγκρασίες σαν ποντίκια... Ε, λοιπόν, είναι καιρός να καταστραφούν, να κατεδαφιστούν οι φυλακές και τα σωφρονιστικά ιδρύματα, αυτά τα λείψανα του Μεσαίωνα». Φυσικά, λιγότερο από 10 χρόνια αργότερα, οι «γάτες» και η φυλάκιση είχαν γίνει το μέσο με το οποίο ο Μουσσολίνι έπνιγε κάθε αντιπολίτευση. Αυτά για την «ελαστική ελευθερία» του Μαρινέττι.
Ένα χρόνο αργότερα, ο Μαρινέττι δημοσίευσε το «Πέρα από τον Κομμουνισμό», ένα άρθρο αφιερωμένο «Στους Γάλλους, Άγγλους, Ισπανούς, Ρώσους, Ρουμάνους, Ούγγρους και Γιαπωνέζους φουτουριστές». Το κείμενο αυτό χαιρέτιζε την Μπολσεβίκικη Επανάσταση και το ρόλο που έπαιζαν σ' αυτήν οι «ρώσοι φουτουριστές» καλλιτέχνες (όπως είπαμε και στην αρχή του βιβλίου). Παράλληλα όμως, έκανε αντιδιαστολή ανάμεσα στην επανάσταση εκείνη, που βασιζόταν στην ταξική πάλη, και την επανάσταση που οραματιζόταν ο Μαρινέττι για την Ιταλία. Για μια ακόμα φορά, έχουμε μπροστά μας ένα απίθανο μίγμα από ιδέες που, εκ των υστέρων, μπορούμε να τις ονομάσουμε εξίσου εύκολα «προοδευτικές» ή «αντιδραστικές», «αριστερές» ή «δεξιές». Λίγοι άνθρωποι θα έβρισκαν αδικαιολόγητη την αποστροφή του Μαρινέττι για τη γραφειοκρατία και τους στρατώνες, για «τη συντηρητική παραδοσιοκρατία, τον υλικό εγωισμό, το μισογυνισμό, την ευθυνοφοβία και τον πιθηκίστικο επαρχιωτισμό». Μερικοί θα συμφωνούσαν μαζί του ότι μια επανάσταση βασισμένη στην ταξική πάλη και την εξουσία του προλεταριάτου δεν είναι γενική, ολοκληρωτική επανάσταση, γιατί διατηρεί ακόμα την ιδέα της τάξης. Αλλά ο Μαρινέττι, όπως και σε άλλα κείμενα του, αποδεικνύεται ασυνεπής στην ιδέα της παγκόσμιας επανάστασης που ευαγγελιζόταν. Ο εθνικισμός τον κάνει να απορρίψει ως «πιθηκίστικο επαρχιωτισμό» την προθυμία των ιταλών κομμουνιστών να ακολουθήσουν το παράδειγμα «του ρώσου Λένιν, μαθητή του γερμανού Μαρξ». Η απομονωτιστική ερμηνεία της αρχής «σε κάθε λαό η δική του επανάσταση» από μέρους του αποτελεί μια θλιβερή αντιστροφή του παλιότερου πολιτιστικού διεθνισμού του.
Από την άλλη μεριά, ο Μαρινέττι ήταν αρκετά διορατικός πολιτικά ώστε να αντιληφθεί ότι η Μπολσεβίκικη Επανάσταση κινδύνευε ήδη να κατακλυστεί από κάτι που ο ίδιος ονόμαζε «γραφειοκρατικό καρκίνωμα — μια γερμανική αρρώστεια». Χωρίς να αποκηρύξει ούτε για μια στιγμή τον αναρχικό ατομικισμό του, εξίσωνε αυτή την «αρρώστεια» με «τη σταθερή, ασάλευτη ομοιομορφία που επαγγέλλεται ο κομμουνισμός». Και ακολουθούσε, ένα τυπικά μαρινεττικό κείμενο, ένα μίγμα από εμπνευσμένες και παράλογες απόψεις, όπου, για τελευταία ίσως φορά, φαίνεται καθαρά η δύναμη και η αδυναμία του Μαρινέττι:
«Θέλουν μια ζωή χωρίς εκπλήξεις, μια γη λεία σαν μπάλα του μπιλιάρδου.
Αλλά οι πιέσεις του διαστήματος δεν έχουν ισοπεδώσει ακόμα τα βουνά της γης, και η ζωή που είναι Τέχνη αποτελείται (όπως κάθε έργο τέχνης) από αιχμές και αντιθέσεις...
Η ζωή των εντόμων δείχνει ότι όλα ανάγονται στην αναπαραγωγή με κάθε θυσία και στην άσκοπη καταστροφή.
Η ανθρωπότητα μάταια ονειρεύεται να ξεφύγει απ' αυτούς τους δύο νόμους που την αναζωογονούν και την εξαντλούν εναλλάξ. Η ανθρωπότητα ονειρεύεται να σταθεροποιήσει την ειρήνη χάρη σ' ένα και μόνο τύπο παγκόσμιου ανθρώπου, που αμέσως κατόπιν θα έπρεπε να ευνουχιστεί, μήπως και ο επιθετικός ανδρισμός του κηρύξει καινούργιους πολέμους.
Ένας μόνο τύπος ανθρώπου θα έπρεπε να ζει πάνω σε μια εντελώς λεία γη. Το κάθε βουνό αψηφά τον κάθε Ναπολέοντα και Λένιν. Κάθε φύλλο καταριέται την πολεμόχαρη θέληση του ανέμου...
Ό κομμουνισμός μπορεί να πραγματοποιηθεί στα νεκροταφεία. Αλλά, αν πάρουμε υπόψη μας ότι πολλοί άνθρωποι θάβονται ζωντανοί, ότι κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί τον ολοσχερή θάνατο ενός ανθρώπου, ότι οι ευαισθησίες επιβιώνουν για να πεθάνουν αργότερα, τα νεκροταφεία κρύβουν αναμφισβήτητα... συνάξεις μανιασμένων πλασμάτων, φυλακισμένους στασιαστές, φιλοδοξίες που θέλουν να βγουν στην επιφάνεια. Θα γίνουν πολλές προσπάθειες για να εγκαθιδρυθεί ο κομμουνισμός, αντεπαναστάσεις που εξαπολύουν πόλεμο και επαναστάσεις που υπερασπίζονται τον εαυτό τους με πόλεμο.
Η σχετική ειρήνη δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο παρά η εξάντληση του τελικού πολέμου ή της τελικής επανάστασης. Αν ήμουν κομμουνιστής, θα ασχολιόμουν με τον επόμενο πόλεμο ανάμεσα στους ομοφυλόφιλους και τις λεσβίες, που θα ενωθούν κατόπιν εναντίον των φυσιολογικών ανθρώπων».
Στο «Πέρα από τον Κομμουνισμό» βλέπουμε τον Μαρινέττι να θυμάται τα παλιά επινοήματα του, τους ήρωες του Ο Βασιλιάς Φαγοπότι, που τώρα μοιάζουν σχεδόν με αυτοπαρωδία: «ο καλλιτεχνικός νεωτεριστικός δυναμισμός του Ηλίθιου Ποιητή, του διαπομπευμένου από τον όχλο, σμίγει και γίνεται ένα με τον επαναστατικό δυναμισμό του ελευθερόφρονα Φαμόνε (=Λιμού), για να προτείνει στην ανθρωπότητα τη μόνη λύση του παγκόσμιου προβλήματος: Όλη η εξουσία στην Τέχνη και τους Καλλιτέχνες. Ναί! Η εξουσία στους Καλλιτέχνες! Το τεράστιο προλεταριάτο των προικισμένων ανθρώπων θα κυβερνήσει». Για να υποβοηθηθεί η αύξηση αυτού του «προλεταριάτου των προικισμένων ανθρώπων», θα υπήρχε σε κάθε πόλη ένα Πολιτιστικό Μέγαρο του Λαού, μια μόνιμη «ελεύθερη έκθεση των δημιουργικών ταλέντων», ανοιχτή σε όλους τους πολίτες, στην οποία θα παρουσιάζονταν έργα τέχνης απ' όλους τους τομείς, θα διαβάζονταν ποιήματα και επιστημονικά κείμενα, ακόμα κι εκείνα που συνήθως χαρακτηρίζονταν «παράλογα, ανόητα, παλαβά και ανήθικα». «Χάρη σ' εμάς», κατέληγε ο Μαρινέττι, «θα έρθει η εποχή που η ζωή δεν θα σημαίνει απλώς ψωμί και μόχθος, αλλά ούτε και θα είναι μια αργόσχολη ζωή· θά είναι ένα εργο τέχνης».
SOFFICI:Tipografia |
Όταν το Φασιστικό Κόμμα παρουσίασε τον πρώτο κατάλογο υποψηφίων του για το κοινοβούλιο, το Νοέμβριο του 1919, ο Μαρινέττι ήταν ένας απ αυτούς, και ο Μουσσολίνι έδωσε οδηγίες σ' έναν από τους δημοσιογράφους του να δώσει «ένα ρωμαλέο πορτραίτο του, για να αποδείξουμε σ' αυτούς τους ιταλούς παπαγάλους ότι ο Μαρινέττι είναι ένα από τα δυνατότερα πολιτικά μυαλά μας». Ο Μαρινέττι ήταν ακόμα χρήσιμος: η δική του ευφράδεια έπεισε τον μαέστρο Αρτούρο Τοσκανίνι να βάλει κι αυτός υποψηφιότητα. Απ' αυτούς τους αρχικούς 20, μόνον ο Μπολτζόν επρόκειτο ωστόσο να φτάσει ως τις πρώτες γραμμές του Φασισμού. Ο Τοσκανίνι αποχώρησε αργότερα από το Κόμμα, αρνήθηκε να συνθέσει το φασιστικό ύμνο, άσκησε ανοιχτή κριτική και ξυλοκοπήθηκε άγρια από φασίστες τραμπούκους. Χαρακτηριστικό πάντως της πολιτικής σύγχυσης εκείνων των χρόνων είναι ότι ακόμα κι εκείνοι που είχαν σοβαρές αμφιβολίες για το κίνημα ήταν δυνατό να πρασυρθούν από τον πατριωτικό ενθουσιασμό, τουλάχιστον για ένα διάστημα. Στις εκλογές του 1919, οι Φασίστες κατατροπώθηκαν από τους Σοσιαλιστές, που συνέλαβαν τον Μουσσολίνι, τον Μαρινέττι, τον Μπολτζόν, τον Βέκκι και 15 Arditi καί τους έκλεισαν στη φυλακή του Σαν Βιττόρε για 21 μέρες, με την κατηγορία της απειλής κατά της ασφάλειας του κράτους και της σύστασης ενόπλων συμμοριών. Σ' αυτές τις 3 εβδομάδες, ο Μαρινέττι βρέθηκε, κυριολεκτικά, πιο κοντά στον Μουσσολίνι παρά ποτέ άλλοτε, πριν ή μετά.
.......................................................
Ενώ ο Μουσσολίνι προετοίμαζε τους συμβιβασμούς που θα έκανε στη δεκαετία του 1920, ο Μαρινέττι διατύπωνε όλο και πιο ακραία αιτήματα. Ένα άρθρο του του 1919, με τίτλο «Φουτουριστική Δημοκρατία», ήταν ακόμα πιο απροκάλυπτα εχθρικό απέναντι στην τριάδα του μονάρχη, του Πάπα και της γραφειοκρατίας από κάθε προηγούμενο κείμενο του. Στη φουτουριστική δημοκρατία, η παραδοσιακή ηθική θα παραχωρούσε τη θέση της στην «ηθική του κινδύνου: ελαστική ελευθερία χωρίς φυλακές και καραμπινιέρους. Οι φυλακές είναι επονείδιστες παγίδες, που προϋποθέτουν ότι ένα τσούρμο θηριώδεις γάτες μεταχειρίζεται τις πιο γοητευτικές και άδολες ιδιοσυγκρασίες σαν ποντίκια... Ε, λοιπόν, είναι καιρός να καταστραφούν, να κατεδαφιστούν οι φυλακές και τα σωφρονιστικά ιδρύματα, αυτά τα λείψανα του Μεσαίωνα». Φυσικά, λιγότερο από 10 χρόνια αργότερα, οι «γάτες» και η φυλάκιση είχαν γίνει το μέσο με το οποίο ο Μουσσολίνι έπνιγε κάθε αντιπολίτευση. Αυτά για την «ελαστική ελευθερία» του Μαρινέττι.
Ένα χρόνο αργότερα, ο Μαρινέττι δημοσίευσε το «Πέρα από τον Κομμουνισμό», ένα άρθρο αφιερωμένο «Στους Γάλλους, Άγγλους, Ισπανούς, Ρώσους, Ρουμάνους, Ούγγρους και Γιαπωνέζους φουτουριστές». Το κείμενο αυτό χαιρέτιζε την Μπολσεβίκικη Επανάσταση και το ρόλο που έπαιζαν σ' αυτήν οι «ρώσοι φουτουριστές» καλλιτέχνες (όπως είπαμε και στην αρχή του βιβλίου). Παράλληλα όμως, έκανε αντιδιαστολή ανάμεσα στην επανάσταση εκείνη, που βασιζόταν στην ταξική πάλη, και την επανάσταση που οραματιζόταν ο Μαρινέττι για την Ιταλία. Για μια ακόμα φορά, έχουμε μπροστά μας ένα απίθανο μίγμα από ιδέες που, εκ των υστέρων, μπορούμε να τις ονομάσουμε εξίσου εύκολα «προοδευτικές» ή «αντιδραστικές», «αριστερές» ή «δεξιές». Λίγοι άνθρωποι θα έβρισκαν αδικαιολόγητη την αποστροφή του Μαρινέττι για τη γραφειοκρατία και τους στρατώνες, για «τη συντηρητική παραδοσιοκρατία, τον υλικό εγωισμό, το μισογυνισμό, την ευθυνοφοβία και τον πιθηκίστικο επαρχιωτισμό». Μερικοί θα συμφωνούσαν μαζί του ότι μια επανάσταση βασισμένη στην ταξική πάλη και την εξουσία του προλεταριάτου δεν είναι γενική, ολοκληρωτική επανάσταση, γιατί διατηρεί ακόμα την ιδέα της τάξης. Αλλά ο Μαρινέττι, όπως και σε άλλα κείμενα του, αποδεικνύεται ασυνεπής στην ιδέα της παγκόσμιας επανάστασης που ευαγγελιζόταν. Ο εθνικισμός τον κάνει να απορρίψει ως «πιθηκίστικο επαρχιωτισμό» την προθυμία των ιταλών κομμουνιστών να ακολουθήσουν το παράδειγμα «του ρώσου Λένιν, μαθητή του γερμανού Μαρξ». Η απομονωτιστική ερμηνεία της αρχής «σε κάθε λαό η δική του επανάσταση» από μέρους του αποτελεί μια θλιβερή αντιστροφή του παλιότερου πολιτιστικού διεθνισμού του.
Από την άλλη μεριά, ο Μαρινέττι ήταν αρκετά διορατικός πολιτικά ώστε να αντιληφθεί ότι η Μπολσεβίκικη Επανάσταση κινδύνευε ήδη να κατακλυστεί από κάτι που ο ίδιος ονόμαζε «γραφειοκρατικό καρκίνωμα — μια γερμανική αρρώστεια». Χωρίς να αποκηρύξει ούτε για μια στιγμή τον αναρχικό ατομικισμό του, εξίσωνε αυτή την «αρρώστεια» με «τη σταθερή, ασάλευτη ομοιομορφία που επαγγέλλεται ο κομμουνισμός». Και ακολουθούσε, ένα τυπικά μαρινεττικό κείμενο, ένα μίγμα από εμπνευσμένες και παράλογες απόψεις, όπου, για τελευταία ίσως φορά, φαίνεται καθαρά η δύναμη και η αδυναμία του Μαρινέττι:
«Θέλουν μια ζωή χωρίς εκπλήξεις, μια γη λεία σαν μπάλα του μπιλιάρδου.
Αλλά οι πιέσεις του διαστήματος δεν έχουν ισοπεδώσει ακόμα τα βουνά της γης, και η ζωή που είναι Τέχνη αποτελείται (όπως κάθε έργο τέχνης) από αιχμές και αντιθέσεις...
Η ζωή των εντόμων δείχνει ότι όλα ανάγονται στην αναπαραγωγή με κάθε θυσία και στην άσκοπη καταστροφή.
Η ανθρωπότητα μάταια ονειρεύεται να ξεφύγει απ' αυτούς τους δύο νόμους που την αναζωογονούν και την εξαντλούν εναλλάξ. Η ανθρωπότητα ονειρεύεται να σταθεροποιήσει την ειρήνη χάρη σ' ένα και μόνο τύπο παγκόσμιου ανθρώπου, που αμέσως κατόπιν θα έπρεπε να ευνουχιστεί, μήπως και ο επιθετικός ανδρισμός του κηρύξει καινούργιους πολέμους.
Ένας μόνο τύπος ανθρώπου θα έπρεπε να ζει πάνω σε μια εντελώς λεία γη. Το κάθε βουνό αψηφά τον κάθε Ναπολέοντα και Λένιν. Κάθε φύλλο καταριέται την πολεμόχαρη θέληση του ανέμου...
Ό κομμουνισμός μπορεί να πραγματοποιηθεί στα νεκροταφεία. Αλλά, αν πάρουμε υπόψη μας ότι πολλοί άνθρωποι θάβονται ζωντανοί, ότι κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί τον ολοσχερή θάνατο ενός ανθρώπου, ότι οι ευαισθησίες επιβιώνουν για να πεθάνουν αργότερα, τα νεκροταφεία κρύβουν αναμφισβήτητα... συνάξεις μανιασμένων πλασμάτων, φυλακισμένους στασιαστές, φιλοδοξίες που θέλουν να βγουν στην επιφάνεια. Θα γίνουν πολλές προσπάθειες για να εγκαθιδρυθεί ο κομμουνισμός, αντεπαναστάσεις που εξαπολύουν πόλεμο και επαναστάσεις που υπερασπίζονται τον εαυτό τους με πόλεμο.
Η σχετική ειρήνη δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο παρά η εξάντληση του τελικού πολέμου ή της τελικής επανάστασης. Αν ήμουν κομμουνιστής, θα ασχολιόμουν με τον επόμενο πόλεμο ανάμεσα στους ομοφυλόφιλους και τις λεσβίες, που θα ενωθούν κατόπιν εναντίον των φυσιολογικών ανθρώπων».
Στο «Πέρα από τον Κομμουνισμό» βλέπουμε τον Μαρινέττι να θυμάται τα παλιά επινοήματα του, τους ήρωες του Ο Βασιλιάς Φαγοπότι, που τώρα μοιάζουν σχεδόν με αυτοπαρωδία: «ο καλλιτεχνικός νεωτεριστικός δυναμισμός του Ηλίθιου Ποιητή, του διαπομπευμένου από τον όχλο, σμίγει και γίνεται ένα με τον επαναστατικό δυναμισμό του ελευθερόφρονα Φαμόνε (=Λιμού), για να προτείνει στην ανθρωπότητα τη μόνη λύση του παγκόσμιου προβλήματος: Όλη η εξουσία στην Τέχνη και τους Καλλιτέχνες. Ναί! Η εξουσία στους Καλλιτέχνες! Το τεράστιο προλεταριάτο των προικισμένων ανθρώπων θα κυβερνήσει». Για να υποβοηθηθεί η αύξηση αυτού του «προλεταριάτου των προικισμένων ανθρώπων», θα υπήρχε σε κάθε πόλη ένα Πολιτιστικό Μέγαρο του Λαού, μια μόνιμη «ελεύθερη έκθεση των δημιουργικών ταλέντων», ανοιχτή σε όλους τους πολίτες, στην οποία θα παρουσιάζονταν έργα τέχνης απ' όλους τους τομείς, θα διαβάζονταν ποιήματα και επιστημονικά κείμενα, ακόμα κι εκείνα που συνήθως χαρακτηρίζονταν «παράλογα, ανόητα, παλαβά και ανήθικα». «Χάρη σ' εμάς», κατέληγε ο Μαρινέττι, «θα έρθει η εποχή που η ζωή δεν θα σημαίνει απλώς ψωμί και μόχθος, αλλά ούτε και θα είναι μια αργόσχολη ζωή· θά είναι ένα εργο τέχνης».