Δευτέρα 27 Σεπτεμβρίου 2010

ΤΡΙΑΝΤ. Α. ΓΕΡΟΖΗΣΗΣ: Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ

Βαριά, σαν ένα τεράστιο φίδι, κυλούσε η φάλαγγα πάνω στην άσπρη κορδέλα του δρόμου. Ένα φίδι πολύχρωμο, από τα χρώματα του καμουφλάζ. Μπροστά, σε μεγάλες αποστάσεις το ένα από το άλλο, προχωρούσαν, με μικρή ταχύτητα, μερικά τανκς, έπειτα μοτοσυκλέτες-βαρκούλες και πίσω μεγάλα καμιόνια με στρατιώτες και κάθε είδους υλικό. Στο τέρμα μπορούσε κανένας να δει νοσοκομειακά και μερικά αυτοκίνητα αξιωματικών.
Μερικά χιλιόμετρα δεξιά δύο στούκας κάνανε βουτιές αφήνοντας το θανατερό τους φορτίο πάνω από ένα Σέρβικο χωριό απ' όπου έβγαι νε μαύρος καπνός και σε κάθε έκρηξη μια λεπτή κόκκινη σκόνη σηκωνότανε πάνω απ' αυτό, από τα κεραμίδια που έσπαζαν.
Σε λίγο η φάλαγγα θα έμπαινε σε Ελληνικό έδαφος. Πέρα μπροστά, προς την Ελλάδα, μέσα στο απόγευμα φαίνονταν μαύρα βουνά, αλλού ομαλά, αλλού απότομα. Κάμπος όμως πουθενά.
Η Ελλάδα ύστερα από σκληρό αγώνα μερικών ημερών, είχε συνθηκολογήσει σε έναν τομέα. Φήμες έλεγαν πως πιο κάτω, στο νότο, οι Έλληνες θα αμύνονταν. Κι επειδή κανένας δεν ξέρει τι μπορεί να γίνει μ' αυτούς τούς παράξενους ανθρώπους πού την κατοικούν, τα πρώτα τανκς προχωρούσαν «εν πλήρει ετοιμότητι», κλειστά, έχοντας πάντα επαφή με την διοίκηση. Πιο πίσω όμως οι τανκίστες το είχανε ρίξει στο τραγούδι.
Ο υπολοχαγός Φράντς Κέπεν χωμένος βαθειά μέσα στη βαρκούλα της μοτοσυκλέτας σκεφτόταν από ώρα χωρίς μιλιά. Οδηγούσε ο ανθυπασπιστής Ερρίκος Μπόμ. Κάπου - κάπου οι ρόδες τίναζαν χαλίκια που έκαναν έναν οξύ θόρυβο χτυπώντας από κάτω στη λαμαρίνα. 
Ο Κέπεν ήθελε να επισκεφτεί την Ελλάδα από παλιότερα. Τόθελε, αλλά όχι μ' αυτόν τον τρόπο, με το κράνος στο κεφάλι και το αυτόματο στα χέρια.Ήταν έφεδρος αξιωματικός και οχτώ μήνες πριν ακόμη, δίδασκε αρχαία Ελληνικά σε γυμνάσιο του Μονάχου Δεν ήθελε πόλεμο ούτε τον Χίτλερ πολυσυμπαθούσε παρ' όλο που είχε κάνει τη Γερμανία από νικημένη χώρα, να είναι τώρα ένας από τους τέσσερες παράγοντες στη διεθνή στρατιωτικοπολιτική κλίμακα. Ο Φράντς είχε ακούσει πολλά κι είχε διαβάσει περισσότερα για την Ελλάδα και την ένιωθε σαν πνευματική του μητέρα. Θα ήθελε να δει τους Έλληνες ν' αμύνονται ως το τέλος, μα αυτό φαινόταν να είναι έξω από κάθε λογική, αν λογαριάζον ταν οι δυνάμεις του καθένα. Μα πάλι, του έρχονταν στο μυαλό όλα τα μεγαλεία των Ελλήνων, ε, λοιπόν, όλα ήταν έξω από κάθε λογική, η Σαλαμίνα, ο Μαραθώνας, οι Θερμοπύλες, το 21 και χτες η Αλβανία, αλλά και πριν οπό λίγες ακόμη ώρες η μάχη στο Στρυμώνα. Ένα λοιπόν ήταν το συμπέρασμα που έβγαινε. Οι Έλληνες θα συνέχιζαν την αντίσταση μ' οποιοδήποτε τρόπο.
Θυμήθηκε μια γνωστή του Ελληνίδα, την είχε γνωρίσει στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου, την Μάρθα, και τα παράξενα λόγια που έλεγε για την πατρίδα της. Γι αυτόν που ήξερε την ιστορία της Ελλάδας δεν ήταν καθόλου παράξενα όσα έλεγε η Μάρθα... «Εμείς έχουμε δυο εθνικές εποχές. Την εποχή που κυβερνά η κατάρα αρχίζουμε να τρωγόμαστε μεταξύ μας, όπως οι προγονοί μας, όταν κυβερνά η ευλογία είμαστε μονιασμένοι και πετυχαίνουμε πράγματα απίθανα για τον αριθμό μας και τις δυνατότητες μας, πάλι σαν τους προγόνους μας. Οι αντιλήψεις μας για την ελευθερία και τις ηθικές αξίες διαφέρουν σε πολλά από κείνες πού έχουν άλλοι λαοί...» Όλα αυτά έρχονταν μέσα στο μυαλό του καθώς η μοτοσυκλέτα έτρεχε και μέσα από το κεφάλι του περνούσαν ένα πλήθος ονόματα, ο Αλέξανδρος, ο Περικλής, ο Λεωνίδας, ο Δημοσθένης, η Σπάρτη, η Αθήνα , ο Παρθενώνας... Από τις σκέψεις αυτές τον έβγαλε ο Μπόμ.
- Δες Φράντς, εκεί δεξιά, τι νάναι άραγε;
- Βγες απ' τη φάλαγγα και στάσου. 
Είχανε μπει πια στην Ελλάδα. Εκείνο που τράβηξε την προσοχή τους ήταν ένα κοπάδι από κοράκια που φέρναν γύρους πάνω από ένα σημείο κοντά στο δρόμο Ο Μπομ έφερε την μοτοσυκλέτα στην άκρη του δρόμου κάνοντας σήμα στους άλλους να προχωρήσουν, Δεν ήταν όμως τίποτα άλλο από δυο μουλάρια ψόφια. Συνηθισμένο θέαμα. Συνέχισαν τον δρόμο τους.
Mε τον Μπομ ήταν φίλοι από τρία χρόνια πριν. Είχανε κάποια διαφορά στην ηλικία. Αυτό όμως δεν είχε καμιά σημασία. Ο Μπομ ήταν μέλος της Χιτλερικής νεολαίας και με τον πόλεμο κατατάχτηκε εθελοντής. Είχε πάρει μέρος στην εκστρατεία της Τσεχοσλοβακίας και τώρα στην Γιουγκοσλαβία, Τύπος που συνδύαζε τη σκληράδα με την ευθυμία. Ο Φράντς τον πρωτογνώρισε μια βραδιά που τον είχαν καλέσει να μιλήσει για την Ελλάδα, στά μέλη της νεολαίας
Υπεύθυνος για την διοργάνωση της διάλεξης είχε οριστεί ο Μπομ, νεαρώτατος αλλά και το πιο δραστήριο στοιχείο στο τμήμα εκείνο. Ξανασυναντήθηκαν όταν πριν λίγο καιρό ο Φράντς ταποθετήθηκε σ' αυτό το τμήμα. Είχε πιά σουρουπώσει και μερικά σύννεφα στα δυτικά με το ηλιόγερμα παίρναν ένα πλήθος από χρώματα. Η φάλαγγα κάπως ξαφνικά σταμάτησε. Ο Φράντς κύταξε τον χάρτη του. Ναι, εδώ θα έπρεπε να σταματήσουν . Είχε αφαιρεθεί. Θα προχωρούσαν πάλι μόλις γινόταν ο ανεφοδιασμός, κυρίως σε καύσιμα. Από μακριά άκουσε να τον φωνάζουν . Μια μονή μοτοσυκλέτα πλησίασε.
- Κύριε υπολοχαγέ, συγκέντρωση αξιωματικών στις εφτά και μισή στο αυτοκίνητο του διοικητή.
Είχε δέκα λεφτά ακόμα. Άνοιξαν μια κονσέρβα με τον Μπόμ, έφαγαν βιαστικά και ο Φράντς έφυγε αμέσως.Ο δρόμος κι' από τις δυο μεριές είχε γεμίσει άντρες. Ήταν νόμος πια σε κάθε στάση οι άντρες να πηδούν κάτω για να ουρήσουν, είναι δύσκολο να κάνεις αυτή τη δουλειά όταν το αυτοκίνητο τρέχει. Άλλοι κάπνιζαν κι' άλλοι είχαν ξαπλώσει στο πρώτο χορτάρι που φύτρωνε μετά το χειμώνα. Είχε νυχτώσει και μέσα στο σκοτάδι έβλεπες σ' όλη την έχταση της φάλαγγας να φεγγίζουν οι καύτρες των τσιγάρων σαν ένα τεράστιο κοπάδι από πυγολαμπίδες.
Όταν ο Φραντς έφτασε στο αυτοκίνητο του διοικητή του οι περισσότεροι αξιωματικοί ήταν εκεί. Εφτά και μισή φάνηκε να έρχεται από μπρος ο αντισυνταγματάρχης Ρίχτε.
-Κύριοι, άρχισε να λέει ήρεμα, καθώς θα αντιληφτήκατε βρισκόμαστε πια μέσα στην Ελλάδα. Αποστολή μας ήταν στον λιγότερο δυνατό χρόνο να φτάσουμε πέρα από τη Φλώρινα. Αυτή παραμένει αλλά και προεκτείνεται. Μετά την Φλώρινα, εφ' όσον ανατραπεί η αντίσταση που προβλέπεται, θα είμαστε εμείς η κεφαλή. Αντικειμενικός σκοπός είναι τώρα η Λάρισα. Η Θεσσαλονίκη από ώρα σε ώρα θα καταληφτεί. Εμείς θα προχωρήσουμε όσο το δυνατό ταχύτερα αγνοώντας τυχόν μικροαντιστάσεις, ή ξηλώνοντας αυτές γρήγορα, ώστε σύμφωνα με τη διαταγή να βρισκόμαστε στη Λάρισα μαζί με τις δυνάμεις μας που θα ενεργήσουν στην κατεύθυνση Θεσσαλονίκη - Τέμπη - Λάρισα. Η κατάσταση μπροστά μας είναι ρευστή. Το πρωί εδώ έγινε πολύωρη μάχη με τα πεζοπόρα μας τμήματα. Μπορεί πίσω απ' αυτά να υπάρχουν αποκομμένα εχτρικά τμήματα. Με διαταγή, για να πετύχουμε στην αποστολή μας, αποτελούμε ανεξάρτητο μηχανοκίνητο απόσπασμα. Επαφή με την μεραρχία θα έχουμε επείγουσα με τους α συρμάτους, ταχτική με τους αγγελιοφόρους μοτοσυκλετιστές. Όσο χρόνο θα έχουμε μπροστά δικά μας τμήματα θα εξακολουθήσουν να ισχύουν τα ίδια μέτρα για την ασφάλεια μας, αργότερα θα ενισχυθούν και η φάλαγγα θα πάρει τους αναλόγους σχηματισμούς. Στους διοικητές θα μοιραστούν χάρτες με τις νέες αποστολές τους. Θα μείνουμε εδώ ως τις τρεις το πρωί. Οι άντρες να κοιμηθούν, στις τέσσερες θα συναντηθούμε πάλι για να υποβάλετε τυχόν απορίες σχετικά με τους χάρτες που θα σας μοιραστούν. Ερώτηση κανείς;
Κανένας δεν είχε κείνη τη στιγμή να ρωτήσει κάτι.
-Κύριε Κέπεν, μείνετε.
Έφυγαν οι άλλοι κι έμεινε ο Φραντς με το διοικητή του.
-Υπολοχαγέ, η αποστολή που μας ανάθεσαν είναι τιμητική για μας, γιατί μας δίνεται η δυνατότητα πρώτοι εμείς να μπούμε σε μερικές μεγάλες πόλεις και ίσως στην Αθήνα. Η επιτυχία μας θα κριθεί αρκετά από σας και το τμήμα σας, κυτάξτε το χάρτη. Πρέπει να καλύψουμε τον άξονα Φλώρινα - Κοζάνη - Ελασσόνα - Λάρισα σε όσο το δυνατό λιγότερο χρόνο, μετά την ανατροπή της εχτρικής άμυνας, που όλα δείχνουν πως θα αντιμετωπίσουμε μετά τη Φλώρινα. Σ' αυτή μας λοιπόν την κίνηση πρέπει να έχω κάθε στιγμή πληροφορίες για τους δρόμους, τις γέφυρες, τα πάντα. Μέχρι τώρα είχαμε ότι μας έδινε η αεροπορία. Τώρα κι' εμπρός θα έχουμε ανάγκη κι από τις δικές σας πληροφορίες κι' ενέργειες.
Τώρα άρχισε να μιλάει στον ενικό. Συνέχισε:
-Πρέπει να προλάβεις ορισμένες γέφυρες. Θα κινείσαι όσο θα μπορείς σε -μεγαλύτερη απόσταση από μας. Πάντα -πίσω από τον εχτρό, θα ελέγχεις τους δρόμους που διασταυρώνονται και θα αναφέρης κάθε τι πούυ θα σου παρουσιάζεται χωρίς να βρίσκεται μέσα στο χάρτη. Πόσες μοτοσυκλέτες έχεις;
-Εικοσιτέσσερες διπλές και οχτώ μονές, κύριε διοικητά.
-Θα πάρεις τις δεκάξη διπλές και δύο μονές. Θα σου δώσω και 5 τάνκς, δύο καμιόνια με εξήντα άντρες και ένα καμιόνι με βενζίνη. Με αιχμαλώτους δεν θα ασχολείσαι. Πιθανόν να συναντήσεις τμήματα Ελληνικού στρατού άοπλα. Θα αναφέρεις με τον ασύρματο που θα σου δώσω και με αγγελιοφόρο. Θα φύγετε στις έντεκα για να συνδεθείς με τους πεζούς που είναι ή που θα είναι πέρα από τη Φλώρινα. Υπολοχαγέ, καλή επιτυχία.
Δυο ξεροί κρότοι τακουνιών και χώρισαν.
                                                                                                                                         * * *

-Έι Μπόμ, ζήτω η ελευθερία.
-Τί έγινε Φραντς και τάβαλες με την ελευθερία;
-Εάν είμαστε τυχεροί θα πάμε ως τη Λάρισα, κάπου τριακόσια χιλιόμετρα, ανεξάρτητοι κι ελεύθεροι. Ο Ρίχτε λέει όσο μπορούμε πιο μακριά απ' αυτόν.
-Έτσι θα απολαύσουμε Ελλάδα. Στις έντεκα θα φύγουμε.
Ξημέρωνε δέκα τ' Απρίλη όταν συναντήθηκαν με τα πρώτα τμήματα των πεζών, λίγο πριν φτάσουν στη Φλώρινα. Αραιωμένοι οι στρατιώτες, με κλαριά στα κράνη και τους γυλιούς, βάδιζαν σε απλή φάλαγγα από κάθε πλευρά του δρόμου. Μ' όλη την ψύχρα του ανοιξιάτικου πρωινού έδειχναν ευδιάθετοι, με τα μανίκια ανασηκωμένα, ωραίοι στις λαδί τους στολές, προχωρούσαν ξεκούραστα και απαντούσαν στα — πειράγματα εκείνων πού πήγαιναν πάνω στ' αυτοκίνητα. Από κάποιον αξιωματικό τους ο Φραντς έμαθε ότι από χτες η Θεσσαλονίκη βρισκόταν στα χέρια των Γερμανών ενώ μονάχα ένα τμήμα του Ελληνικού στρατού είχε παραδώσει τα όπλα. Βρίσκονταν πια μέσα στη Φλώρινα όταν έφτασε την κεφαλή των πεζών. Ήταν η πρώτη Ελληνική πόλη που έβλεπε. Μια πόλη έρημη, παγωμένη, νεκρωμένα τα πάντα και μόνο κάτι μικρά παιδιά μέσα από τις αυλόπορτες τους κύταζαν ανέκφραστα. Τίποτ’ άλλο. Πέρασαν την πόλη χωρίς ούτε έναν άντρα να δουν, χωρίς να βρουν καμια αντίσταση. Ίσως ο Διοικητής των πεζών να είχε συναντηθεί με τις αρχές, ποιος ξέρει.
Βγαίνοντας από τη Φλώρινα άκουγαν από το βάθος αραιούς πυροβολισμούς ττου έδειχναν πως oι Έλληνες συνέχιζαν να υποχωρούν στα νότια. Γερμανικά τμήματα δεν υπήρχαν μπροστά τους. Πολύ μακριά, στο Κελί - Δερβέν, έβλεπε κινήσεις Ελληνικών τμημάτων, πότε πάνω στο δρόμο και πότε έξω απ' αυτόν, ενώ σμήνη από στούκας περνούσαν αδιάκοπα πάνω από τα κεφάλια τους.Ο Φραντς άφησε ένα μοτοσυκλετιστή με τις αναφορές για τον Ρίχτε και συνέχισε την πορεία του, σε σχηματισμό πια, για κάθε ενδεχόμενο, μια που από στιγμή σε στιγμή μπορούσε να δεχτούν πυρά. Πραγματικά στις τέσσερες το απόγευμα, ξαφνικά, χωρίς κανένας ν΄ αντιληφτεί τι συμβαίνει, ο δεύτερος μοτοσυκλετιστής αφήνοντας το τιμόνι έγειρε αριστερά κι έπεσε, ενώ η μηχανή με τον μυδραλιοβολιτή τσακιζόταν στην άκρη του δρόμου. Όλα αυτά έγιναν τόσον αστρα­πιαία που μόνο το κακάρισμα του πολυβόλου από απέναντι φώτισε το Φραντς. Προχώρησε μπρος το ένα τάνκς, αλλά τα πυρά έρχονταν από τέτοιο ύψωμα που ήταν αδύνατο ν΄ ανεβεί. Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να υποστηρίξει ενέργεια των πεζών. Είχε τέτοια ισχύ πυρός ο Φράντς που σε ένα εικοσάλεφτο είχε ανέβει στό ύψωμα, αλλά κιόλας από τα τριακόσια μέτρα έπαψε νά δέχεται πυρά και τώρα τους χτυπούσαν από άλλο ύψωμα. Τόξερε αυτό ο Φραντς, το καταλάβαινε, αγώνας επιβραδυντικός, γι' αυτό ενεργούσε. Ως το σούρουπο αυτή η δουλειά έγινε σε τρία υψώματα που δέσποζαν στο δρόμο του.Είχε πιά νυχτώσει. Πέρα στη μεριά των Ελλήνων, δεξιά, μια φω τοβολίδα φάνηκε κι αμέσως άλλες δύο από τ' αριστερά.
 Ήταν αδύνα το να προχωρήσει άλλο, γιατί τώρα δέχονταν περισσότερα και μεγα λύτερου διαμετρήματος πυρά. Υπήρχε τώρα πυροβολικό που για λί γο τον πέτυχε και τρόμαξε να περάσει τη ζώνη βολής του. Το ανά φερε και σε λίγο μια μονομαχία πυροβολικού άρχισε, αφήνοντας τους αυτούς ήσυχους. Πίσω τους, από την κατεύθυνση της Φλώρινας, το πυροβολικό για ώρες χτυπούσε ενα σημείο που μέσα στη νύχτα δεν φαινόταν το σχήμα του. Απ' ό,τι είχε καταλάβει ο Φραντς κι από τις γενικές πληροφορίες έβγαζε το συμπέρασμα ότι υπήρχαν μιχτές Αγγλικές κι' Ελληνικές δυνάμεις απέναντί τους. Αύριο, λοιπόν, η μέρα είχε δουλειά. Αργότερα αποκαμωμένος κοιμήθηκε μέσα στο βαρκάκι, αφού πρώτα ανάφερε στο Ρίχτε.
 Ξύπνησε απότομα. Κάποιος τον σκουντούσε. O Μπoμ από πάνω του φώναζε. Κύταξε το ρολόι του. Ήταν τέσσερες, ησυχία παντού, τίποτα δέν πρόδινε ότι δυό στρατοί ετοιμάζονταν για τη μέρα που ξημέρωνε.
- Κύριε υπολοχαγέ, τα παιδιά έπιασαν έναν από τους απέναντι. Τον έχω εδώ δίπλα.Τον κρατούσαν σ' ένα βαθούλωμα. Φαινόταν ξανθός, αυτό όμως μέσα στο σκοτάδι δεν μπορούσε να το καθορίσει. Του δημιουργήθηκε όμως η εντύπωση πως ήταν Άγγλος.
- Για ρωτείστε τον, πώς βρέθηκε εδώ κοντά μας.
- Δεν καταλαβαίνουμε τι λέει, πάντως δεν μοιάζει να μιλάει Ελ ληνικά. Του μίλησε ο Φραντς Ελληνικά, μα αυτός τίποτε.
- Φωνάξτε τον δεκανέα Μπάουμ.
Ήρθε ο Μπάουμ, λεπτός, νευρικός στις κινήσεις.
- Κύταξε Μπάουμ μήπως είναι Άγγλος.
Ο αιχμάλωτος στη λέξη Άγγλος γύρισε στον Κέπεν κι άρχισε να μιλάει. Στις ερωτήσεις όμως του Μπάουμ απαντούσε συνεχώς τα ίδια.
-Λέγομαι Τζων Σμιθ, αριθμός μητρώου εφτά χιλιάδες τριανταένα, στρατιώτης.Ο Μπομ νευρίαζε κι ο Μπάουμ δήλωσε πως με το καλό τουλάχι στο, δεν θα έβγαζαν τίποτα απ' αυτόν.
- Ή είναι ξεκομμένος, ή ήταν μέλος σε ανιχνευτική περίπολο και χάθηκε. Πάρτον Μπάουμ με δυό άντρες και πήγαινε τον στον Ρίχτε.

Πέρα στήν ανατολή άρχισε νά φαίνεται κάτι γαλάζιο και η μέρα πλησίαζε γοργά. Για λίγο μια κίνηση επικράτησε παντού που με το ξημέρωμα εντάθηκε για να σταματήσει πάλι σε λίγο. Κι άλλα άρματα φάνηκαν νάρχονται και σε λίγο ο βόμβος των αεροπλάνων κι oι εκρήξεις του πυροβολικού γέμισαν την ατμόσφαιρα με το θόρυβο τους, σκεπάζοντας τα πρωινά κελαϊδήματα από κάτι μικρά κιτρινωπά πουλάκια.Η μέρα πιά είχε προχωρήσει κι ο Μπομ από τη θέση του έβλεπε μπροστά του ένα χωριό, ακριβώς πάνω στο δρόμο. Σχεδόν πάνω από το χωριό , ένα ύψωμα κάπνιζε συνεχώς από τις εκρήξεις . Τα στούκας και τα βομβαρδιστικά Γιούγκερς, με τη χοντρή κοιλιά, ρίχνανε στο ύψωμα και στο χωριό κι η γνώριμη πια κόκκινη σκόνη σηκωνόταν κάθε φορά από πάνω του. Από παντού ακουγόταν τώρα θόρυβος και νέα σμήνη αεροπλάνων περνούσαν . Όλη τη μέρα αυτή η δουλειά γινόταν κι ο Φραντς μπόρεσε να κοιμηθεί λίγο , μέσα στο βαρκάκι της μοτοσυκλέτας του, ενώ ο Μπομ ήταν πάνω στο παρατηρητήριο των πεζών κι από κει παρακολουθούσε το θέαμα της ανταλλαγής βολών μεταξύ του πυροβολικού των αντιπάλων , τους αεροπορικούς βομβαρδισμούς ορισμένων θέσεων και την προσπάθεια του πεζικού να καταλάβει όλο και νέες καλύτερες θέσεις. - ·

Είχανε συσσωρευτεί σε κάθε σημείο του εδάφους, πού τους έκρυβε <3πτό απέναντι, άντρες όλων των όπλων. Περνούσαν πεζικάριοι πού Τραβούσαν στις προχωρημένες Θέσεις, τανκς και δίπλα μουλάρια, μοτοσυκλέτες, νοσοκομειακά, τηλεφωνητές κι ανάμεσα τους ό γνωστός σε όλους ανταποκριτής του πρακτορείου εφημερίδων, με το καρνέ στο χέρι Και φορτωμένος με κάθε είδους φωτογραφικές μηχανές, ο Φόερμαν. Έτρεχε εδώ κι εκεί, αψηφώντας τα βλήματα του πυροβολικού που έπεφταν σκόρπια. Όλη η μέρα πέρασε με την προώθηση τμημάτων εμπρός και με ανελέητο σφυροκόπημα από τον αέρα και την ξηρά των εχτρικών θέσεων. Όλοι ξέραν ότι ο «μεγάλος γέρος» ετοίμαζε τη γροθιά του.
Τον ξέραν τον στρατηγό τους, όπου βρίσκανε ισχυρή αντίσταση και καθυστερούσαν, έπιανε τον πρώτο στρατιώτη πού εύρισκε μπρο­στά του και τούλεγε:
- Τι λες, να πάρω φόρα να σε χτυπήσω είναι καλύτερα,  ή έτσι, για να σε κάνω μεγαλύτερη ζημιά;
Ο στρατιώτης όπως ήταν φυσικό τα έχανε.
-Μα στρατηγέ μου , εγώ... ξέρετε... εμένα... ξέρω...
-Βιάζεσαι να πιείς σοκολάτα από  εχτρικό εφοδιασμό;
-Βεβαίως στρατηγέ μου.
-Ε κι εγώ βιάζομαι γι αυτό ετοιμάζω τη γροθιά μου.
Όλοι λοιπόν ξέραν ότι ο "γέρος" ετοίμαζε τη γροθιά του και πως το πρωί της πρώτης μέρας που θα ανάτρεπαν τον εχτρό και την αντίστασή του, θα πίνανε σοκολάτα...........................

Ο Μπομ τάραξε την ησυχία γύρω από τον Φραντς , βάλθηκε να παίζει με τη φυσαρμόνικα. Μέσα στην ησυχία που ερχόταν κι αντικαθιστούσε σιγά σιγά τους κρότους της μέρας, ο Φραντς νοστάλγησε τους δικούς του. Παράξενο, όλη μέρα δεν είχε νιώσει την ανάγκη τους και τώρα, μ' όλο το σκοτάδι, ήθελε, έπρεπε να τους δει, να δει τη φω­τογραφία τους.

Βάλθηκε με το φακό μέσα στη βαρκούλα της μοτοσυκλέτας να κυτάζει μια πρόσφατη φωτογραφία τους. Την είχε πάρει πριν λίγες μέ­ρες, Η γυναίκα του, η μητέρα του, η αδερφή του ζωντάνεψαν μπροστά του. Στη γυναίκα του, εκεί στάθηκε το μάτι του σαν να τραβούσε τα βλέματά του μαγνήτης. Πονούσε, μα τούκανε καλό να κυτάζει τη Βέρθα του, φαινόταν καθαρά η εγκυμοσύνη της... Έτσι, όπως υπολόγιζε αυτός, θάπρεπε αυτές τις μέρες να γίνει πατέρας, αν δεν είχε γίνει κιόλας. Κάπως αστείο του φάνηκε.
- Εγώ πατέρας!......και, για φαντάσου, ποιος ξέρει αν δω το γιο μου ή την κόρη μου και πότε, έτσι είναι, όσο κι αν πάμε με τον πόλεμο να σταματήσουμε την πρόοδο, κι ας λέμε το αντίθετο, η ζωή προχωρεί και ζητά κι αποχτά πάντα καινούργια δικαιώματα.
- Φιλοσοφείς Φραντς;
- Θα σε ρωτήσω κάτι, Μπόμ, σταμάτα λίγο τη φυσαρμόνικα.
- Λέγε.
- Τί νομίζεις, με τον πόλεμο βοηθάμε στην παγκόσμια πρόοδο ή όχι;
- Να σου πω, σε ορισμένους τομείς βοηθάμε, σε άλλους όχι. Μιλώ για παγκόσμια κλίμακα. Έτσι νομίζω. Αν το πάρουμε όμως στενά, δεν βοηθάμε. Πάρε αυτές τις δυό χώρες, Σερβία και Ελλάδα, θα καταστρα­φούν και κάθε κίνηση προς τα μπρος θα σταματήσει. Ως πότε όμως; Πάλι θα ξεκινήσει ή πρόοδος σπρωγμένη από την ανάγκη γι' αυτήν την ίδια την πρόοδο.
- Δεν συμφωνώ μαζί σου. Με τον πόλεμο πνίγουμε κάθε κίνηση προόδου.
- Γνώμη σου και γνώμη μου.
- Αν γινόσουν πατέρας, τί θάθελες , Μπομ, να είναι το παιδί σου, αγόρι ή κορίτσι;
Ο Μπομ κούνησε το δάχτυλο του επιτιμητικά.
- Α, κύριε υπολοχαγέ, κάτι μού κρύβεις, έγινες πατέρας, ή πρό­κειται να γίνεις;
- Πρόκειται σε λίγο, αν πάνε όλα καλά.
- Γιατί; μήπως η Βέρθα είναι άρρωστη;
- Όχι, δεν εννοώ αυτό. Ίσως αύριο πεθάνω και φασικά ένας πεθαμένος δεν γίνεται πατέρας.

- Να σου πω, εγώ, αν θα γίνω πατέρας εκείνο που θα  σκεφτώ είναι να γεννηθεί το παιδί εντάξει και  η μητέρα του να μην πάθει τίποτα. Δεν ξέρω αν μέχρι τότε αλλάξω αντιλήψεις, αλλά τώρα αυτό πιστεύω. Όσο για  τις άλλες  κουβέντες σου, για το αν πεθάνεις, μη φοβάσαι, εσύ κι εγώ έχουμε τύχη βουνό. Χτες ακόμα δεν χτύπησαν εμάς που είμασταν πρώτοι, αλλά τον άτυχο Έφφελ.
- Να σου πω τη γνώμη μου , Μπομ,  σ' αυτό ειλικρινά;
- Ναι.
- Ε, λοιπόν ούτε εγώ ούτε εσύ θα ζήσουμε από αυτόν τον πό­λεμο.
- Σ' αυτό δεν  μπορώ να πω ούτε ναι, ούτε όχι, κατηγορηματικά όπως εσύ. Ξέχασα να σου πω  κάτι, τώρα θυμήθηκα. Σήμερα είδα την Έλγκα, έχεις χαιρετισμούς.
- Η Έλγκα εδώ, απίστευτο.
-Ήμουν στο παρατηρητήριο. Από  κει, κάτω, περνά ένας χωραφόδρομος. Λοιπόν με τα  κυάλια γνώρισα το αυτοκίνητο της από το χτύπημα που έχει στο σταυρό.  Κατέβηκα γρήγορα και την πρό­φτασα. Δεν μπορούσαν όμως να σταματήσουν , είχαν μαζί τους έναν αντισυνταγματάρχη χτυπημένο, γι' αυτό πήγα κάμποσο μαζί τους και μετά γύρισα εδώ.
- Μα δεν είχε μείνει στη Νίσσα;
- Ναι, μα πήγε στη Σόφια κι από κει ήρθε στη Φλώρινα.
- Δηλαδή η μέρα σου ήταν τυχερή.
- Μπα, δεν έγινε και  τίποτα. Ξέρεις, πήρε μετάλλιο. Θυμάσαι κείνον τον Μπράχεν, το λοχαγό του επιτελείου;
- Αν θυμάμαι, είναι κείνος που μας έκανε παρατηρήσεις για τα κοτόπουλα που πήραν τα παιδιά από τους Σέρβους χωριάτες.
- Μπράβο, αυτός λοιπόν, ο Μπράχεν, πλακώθηκε από χώματα σε μια έκρηξη και η Έλγκα μ' όλο που το σημείο που σκεπάστηκε αυτός χτυπιόταν από πολυβόλα κι ήταν ακάλυφτο, κατάφερε να τον βγάλει και τον γλύτωσε. Αυτό το είδε ο ίδιος ο στρατηγός από το πα­ρατηρητήριο του, γιατί όλοι είχαν πάψει κάθε ασχολία και κυτούσαν την Έλγκα να παλεύει με τον Μπράχεν.
Αργότερα ο στρατηγός έβγαλε ένα μετάλλιο δικό του και της το καρφίτσωσε, ενώ εμένα μου το χρωστάει από δω και μήνες.
-- Άλλο εσύ κι άλλο η Έλγκα, άλλωστε εδώ θα έχουμε πολλές ευκαιρίες για μετάλλια.
- Ε, ή μετάλλιο ή κανένα μέταλλο εγγλέζικο. 
-Θα προσπαθήσω να κοιμηθώ, κάνε και συ το ίδιο.    

Δευτέρα 20 Σεπτεμβρίου 2010

ΧΡΗΣΤΟΣ ΖΑΛΟΚΩΣΤΑΣ:ΡΟΥΠΕΛ

Μαύρη λύπη πλάκωσε τα φρούρια όταν εξαφανίστηκαν όσοι προτίμησαν ν' απομακρυνθούνε. Την άγρια δραστηριότητα που βασίλευε στις στοές όντας πολεμούσαν, τη διαδέχτηκε τώρα η βουβαμάρα. Όμως αυτή η σιωπή ήταν πιο εκφραστική κι από ξεφωνητά ακόμα. Αξιωματικοί τραυματίες που ως τώρα δεν καταδέχονταν να πλαγιάσουν, παρά έτρεχαν γεμάτοι αίματα από το ένα πολυβολείο στ' άλλο εμψυχώνοντας τους οπλίτες, χώθηκαν τώρα στα κρεβάτια τους, μαραμένοι από τους πόνους όχι της πληγής μα της ψυχής τους. Παιδιά που τα μάτια τους άστραφταν μπροστά στον κίνδυνο, τώρα έστεκαν αποβλακωμένα όσο να τα πάρει στην ξεχάστρα αγκαλιά του ο ύπνος.
Δέκα η ώρα το πρωί, παρουσιάζονται πάλι οι ξένοι πληρεξούσιοι και ζητάν να παραλάβουν τα φρούρια. Μετά την υπογραφή του πρωτοκόλλου ζητάν την παράδοση των Άγγλων. Ποιων Άγγλων; Αυτών που πολεμούσαν τάχα μαζί μας. Με κόπο πείστηκαν ότι μήτε ένας Άγγλος δεν υπήρχε σ' όλη τη γραμμή των συνόρων. Τέλος ζητάν να τους παραδοθούν τα σχέδια των οχυρών και τα αρχεία τους. Μα ούτε αυτά δεν υπάρχουν, οι φρούραρχοι τα έχουν κάψει αποβραδίς. Τους δείχνουν καταγής τ' αποκαΐδια των χαρτιών. Οι πληρεξούσιοι φεύγουν κι αμέσως ύστερα ανεβαίνουν σε κάθε οχυρό οι Γερμανοί συνταγματάρχες των μονάδων που τα πολεμούσαν από κάτω. Αρχίζει τότε μια τελετή που δεν την περίμενε κανένας. Ο νικητής τιμά τον ηττημένο! Αντίθετα από τον ιταλικό στρατό που κοκορεύεται κι όταν ακόμα τον ξυλίζουν, ο γερμανικός δε φιλαργυρεύεται το θαυμασμό του, αν ο αντίπαλος τον αξίζει. Δεν κατεβάζουν την ελληνική σημαία από τα φρούρια, αφήνουν τα ξίφη στους αξιωματικούς, απαγορεύουν στους στρατιώτες τους να μπουν στις στοές ενόσω βρίσκονται μέσα φαντάροι. Παρατάσσουν ένα τιμητικό τάγμα στους πρόποδες κάποιου οχυρού και παρακαλούν το φρούραρχο να κατεβεί να το επιθεωρήσει.
Μιλάν με απορία για την ελληνική άμυνα, που την χαρακτηρίζουν ως «μεγαλειώδη». Πριν δουν από κοντά τα φρούρια, φαντάζονται πως είναι ανώτερα από τα γαλλικά της Μαζινό. Μόλις όμως τα επισκέπτονται σαστίζουν. Πόσο λίγο προσωπικό τα υπηρετούσε! Με τι ελάχιστα κανόνια και πυρομαχικά, έδωσαν εντύπωση «μεγίστης ισχύος και αφθονίας μέσων». Η πενιχρότητα των όπλων που διάθεταν οι Έλληνες κάνει τον εχθρό να καταλάβει το ρόλο που έπαιξε η παλικαριά σ' αυτό τον αγώνα. Ο στρατηγός Μπαίμε, ο ίδιος που διεύθυνε τον κατά μέτωπο αγώνα, δεν πιστεύει τα μάτια του όταν βλέπει το Περιθώρι με 120 μόνο φαντάρους φρουρά να έχει πιάσει 300 Γερμανούς αιχμαλώτους. Αυτό τον κάνει να πει στο μέραρχό μας πως λυπάται ότι τέτοιος στρατός σαν τον ελληνικό δεν ήτανε σύμμαχος του Άξονα παρά αντίπαλος. Μα την αλήθεια!
άλλος από τους Γερμανούς συνταγματάρχες που μάχονταν το Καρατάς, έδειξε στο φρούραρχο αυτού του οχυρού κάποιο λιβάδι, όπου το ελληνικό πυροβολικό είχε θερίσει το σύνταγμά του κατά μια νυχτερινή επίθεση, και ζήτησε να γνωρίσει τον αξιωματικό που διεύθυνε με τόση ευθυβολία τα πυρά. Ο φρούραρχος έφερε τότε και του παρουσίασε ένα αμούστακο ανθυπολοχαγό του πυροβολικού που στάθηκε σε προσοχή. Ο Γερμανός τον διάταξε:
«Ελάτε μαζί μου.» Και ξεκίνησε για το λιβάδι, εμπρός αυτός, πίσω το ανθυπολοχαγάκι που απορούσε τι θ' απογινόταν. Όταν κατέβηκαν στο πεδίο της σφαγής, είδαν τους άταφους Γερμανούς ακόμα στη στάση που τους είχε βρει ο θάνατος, φριχτά ακρωτηριασμένους: πόδια κομμένα, κεφάλια ανοιγμένα στα δυο, πτώματα εδώ πολτοποιημένα από ολόσωμη οβίδα που τα παραμόρφωσε, κι εκεί στρατιώτες, που κάποιο θραύσμα, κοφτερό σα λεπίδι, τους είχε θανατώσει χωρίς να τους βλάψει, νεαρά παιδιά με τα πρόσωπά τους ακόμα ροδοκόκκινα και γαλήνια. Ούτε πιθαμή στο γύρω χώμα δεν ήταν άβαφη από αίματα. Καμιά ανθρώπινη ψυχή δε θα έμενε ασυγκίνητη βλέποντας τέτοιο απαίσιο θέαμα.
«Ανθυπολοχαγέ», είπε στον πυροβολητή ο Γερμανός συνταγματάρχης δείχνοντας τους νεκρούς, «αυτό το μακελειό είναι έργο δικό σας. Σε μισή ώρα μέσα μου θανατώσατε τετρακόσιους άντρες. Σας συγχαίρω!» Και του έσφιξε το χέρι, ενώ ο Έλληνας αξιωματικός ανατρίχιασε απ' αυτό το πρωτάκουστο παράδειγμα σκληρής καρδιάς, αλλά και στρατιωτικής αρετής.

Σάββατο 18 Σεπτεμβρίου 2010

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΑΤΑΡΑΓΚΑΣ: Η ΑΝΟΙΞΗ ΑΡΓΗΣΕ ΝAΡΘΗ

Ήταν η χρονιά που η γη δεν είχε καρπίσει.
Η μπόττα τοϋ σκληροτράχηλου καταχτητή, ξεθωριασμένη από τις λάσπες της Ευρώπης, τρυπούσε το αδυνατισμένο κορμί της γαλαζοπελαγίττικης χώρας και την έκανε να νοιώθη μέσα στα στήθεια, βαρύ τον ανα σασμό του ανθρώπινου τρόμου. Και τα φθισικά πνευμόνια της ξερνούσαν καϋμούς και βόγγους, σάν ξέσπασμα μανιάτικου μοιρολογιού, για μια άνθινη αυγή που έτσι ξαφνικά ένα απριλιάτικο πρωινό - ίδια ειρωνία μέσα στην άνοιξη - την κλάδεψαν από το ουράνιο δέντρο, κλαδεύοντας ταυτόχρονα και την αναπνοή της ζωής.
Σταμάτησε το απαλό θρόισμα από τη ρωμαντική αύρα του Χάϊνε, ράγισε το σμάλτο των λεπτόηχων στίχων του Γκαίτε, η θλίψη από τους θρύλλους των Νυμπελούγκεν έπνιξε στο τραγικό της μοτίβο τον «Ύμνο στη χαρά" του Σίλλερ και φοβισμένα όλα ετούτα, κάνανε τόπο να περά­ση το μακάβριο αναβρόντημα της πολεμικής μηχανής του Γ' Ράϊχ. Ο ειδυλλιακός Ρήνος βάφτηκε κόκκινος από το αίμα της καταστροφής και έπε σε πάνω του μαύρη η κατάρα του θανάτου, ενώ η ελπίδα ξεψύχισε πάνω σ' έναν αγκυλωτό σταυρό.
Η παραφροσύνη συνεπήρε τα μυαλά της Αρείας Φυλής και τα φονικά όπλα ακονίζονταν στο αμόνι της Πρωσσικής υπεροψίας. Κι' εκείνη τη στιγμή, πέθαινε ο άνθρωπος και γεννιώταν το χτήνος.

                                                                                      * *

Λίγες μέρες πριν από τα Χριστούγεννα του 1941 .
- Θεέ μου ! .. Κι' άλλος έπεσε στο δρόμο .. .
Ξεπήδησε μια κραυγή μέσα από ένα μισάνοιχτο φύλλο πόρτας. Κά ποιο γεροδεμένο παλληκάρι έσπρωξε το ξεβαμμένο πορτόφυλλο και βρέθη κε μ' ένα σάλτο στα κράσπεδα του δρόμου. Ένα κουβάρι από κολλημένα πετσιά σε λιανά κόκκαλα, ανάπνεε ακόμα. 
Ο Τάκης έσκυψε πάνω στην ανθρώπινη αγωνία κι' αφουγκράστηκε το λαχάνιασμα της. Έσπρωξε στην άκρη το γερμένο εκείνο κεφάλι και η προσοχή του γαντζώθηκε στα μυτερά μήλα του ασκητικού προσώπου κι' από κει γλύστρησε για να καρφωθή σε μια ακίνητη ματιά και να παγώση μετά από το φόβο του θανάτου που έφτανε. Έσκυψε πολύ πιο κοντά στον άνθρωπο και τον ταρακούνησε με τα στιβαρά του χέρια.
-Ε! .. Κάνε κουράγιο.... Περίμενε και θα σου δώσω το ψωμί από· το δελτίο μου.
Τά' λεγε αυτά ό Τάκης και η φωνή του αναρριχιόταν στα φορτίσσιμα μιας επίκλησης.Δυο μάτια από κείνο το ταλαιπωρημένο κουβάρι, πήραν την γλυκεία έκφραση που δέχεται το χρώμα της ευγνωμοσύνης από τον χρωστήρα της ανθρωπιάς. Στις άκρες των άνυδρων χειλιών έσκασαν τα μπουμπούκια ενός πικραμένου χαμόγελου.
Ό Τάκης γύριζε και αναψοκοκκινισμένος από την ταραχή, τράβηξε για το σπίτι του. Σκόνταψε σε μια μεσόκοπη γυναίκα — τη μάνα του. Εκείνη τούριξε ένα ανήσυχο βλέμμα. Κοντοστάθηκε και την κύτταξε. ΟΓ βολβοί των ματιών του κολυμπούσαν σε ταραγμένες λίμνες από δάκρυα. Μια παγερή σιωπή τύλιξε και τους δυό τους. Αμέσως δ Τάκης έτρεξε και μπήκε βιαστικά στην κουζίνα κι' ή γυναίκα έμεινε να τον βλέπη αμίλητη.
Πέρασαν μερικά δευτερόλεπτα και ή μάνα του Τάκη γλύστρησε στην κουζίνα. Είδε το παιδί της να κρατάη ένα κομμάτι ψωμί στα χέρια του.
- Τί κάνεις εκεί; τον ρώτησε με κοφτή κι' ανήσυχη ανάσα.
- Πάω το μερτικό μου από το ψωμί, σ' αυτόν εκεί απόξω.
Κάτι σα να συντάραξε τη μάνα και σκέπασε με μπλάβο σύννεφο στενοχώριας τη ματιά της.
«Το λιγοστό ψωμί πού αναλογούσε εκείνες τις μαύρες ώρες στο παιδί της, έφευγε τώρα από τα χέρια του για να το πάρη κάποιος μισοπε θαμένος ... Τί φοβερή στιγμή για τις χριστιανικές συνειδήσεις !... Πόση δυσαναλογία στις δυνάμεις της ζωής . .. Κανένας οίκτος στην πάλη των ενστίκτων ... Δίπλα σου σωριάζεται ένα ταλαιπωρημένο κουφάρι και την ώρα πού γλύφει ό θάνατος τις σάρκες του, εσύ πού όλη σου τη ζωή είχες αναλωθεί στις καλοσύνες και τις ευεργεσίες και ύψωνες σταυρούς μαρτυ ρίου για να περάση τον παραδοσιακό δρόμο της η αγάπη, από τον Γολγο θά στην Ανάσταση, πιστεύοντας στο μέγεθος της ανθρώπινης κατανόη σης, με την επαινετή διάκριση πως είσαι από τις μετρημένες εκλεχτές πού πατήσανε τα υψίπεδα της, έχεις για τούτη τη στιγμή το θλιβερό προνόμιο, να κουβαλάς στους αδυνατισμένους ώμους σου τον ασήκωτο τίτλο της μάνας. Έτσι μπροστά στη ζωή του παιδιού σου, κλείνεις ερμητικά τ' αυτιά σου στην ανθρώπινη επίκληση και σφαλίζεις τα μάτια σου στο αποκορύφωμα της δυστυχίας. Εκείνο το δευτερόλεπτο είναι αποφασιστικό για τα ανθρώπινα ενδιαφέροντα σου και ξεγυμνώνεσαι από τούς ιδεαλισμούς σου, για να φορέσης την αντικειμενικότητα του ρεαλισμού και να ρίξης όλη σου την προσοχή, στο κομμάτι της σάρκας από τη σάρκα σου».
- Μα, παιδί μου, δε καταλαβαίνεις πως δεν έχεις άλλο απ' αυτό το ψωμί ;
Ό Τάκης πού ήταν έτοιμος να φύγη, κοντοστάθηκε. Κύτταξε τη μάνα του μ' εν α λυπημένο ύφος και της απάντησε:
-Έχω το κουπόνι του ψωμιού για την άλλη μέρα. Αυτός, όμως, μπορεί να μην έχη κι' άλλο κουπόνι ζωής !....
Μια βίαιη κίνηση της μάνας για ν' αρπάξη το ψωμί από τη χούφτα του παιδιού της, έβαλε σε δίλημμα την αγάπη και το μητρικό φίλτρο την τραβούσε στην υποκειμενικότητα του. Ο Τάκης ξαφνιάστηκε. Κατακεραύνωσε τη μάνα του μ' ένα άγριο βλέμμα και τραβώντας το χέρι του πού ήταν σφιχτοδεμένο με το κομμάτι το ψωμί, έδωσε ένα σάλτο και βρέθηκε έξω.
Προχώρησε προς τον άνθρωπο πούχε πέσει στο δρόμο και τον σκούντηξε. Δεν έβλεπε καμμιά κίνηση. Τον έπιασε από τους ώμους κι' όπως πήγε να του σηκώσει το κεφάλι, το ένοιωσε βαρύ. Αντίκρυσε--την ίδια γαλήνη στα μάτια, το ίδιο πικραμένο χαμόγελο στα χείλη. Μόνο πού αυτή τη φορά και οι δυό εκφράσεις, είχαν την παγερή ακινησία του θανάτου. Ό Τάκης κάρφωσε το βλέμμα του στα γυάλινα μάτια πού έμοιαζαν σα να τον κυττούσανε με μια μεταθανάτια καλοσύνη.Ύγρανε τα χείλη του ένα πικρό σάλιο και ή καρδιά του σπαρτάρισε, λες και πάλευε να ξεκολλήση από τη θέση της κι' αλαφιασμένη περιδιάβαζε στα στήθεια, ενώ το καρύδι της α γωνίας και του τρόμου, είχε σκαλώσει στον λάρυγγα κι' έφραζε ένα άγχος την αναπνοή.
Κατάλαβε ό Τάκης πώς ό θάνατος πρόλαβε να καταστρέψη σ' εκείνο το κορμί, ότι μπορούσε να αναστήλωση, προσωρινά, ένα κομμάτι ψωμιού.
Η φρίκη κατακομμάτιασε το φρέσκο εφηβικό πρόσωπο. Στα μηνίγ για του πέφτανε αμέτρητες σφυριές κι' έβγαζαν μια στριγγή κραυγή, έτσι πού άγγιζαν την ευαισθησία, σέρνοντας την ανήμπορη και καταπονημένη στα όρια της τρέλλας. Κι' όταν κάποια στιγμή συνήλθε, δ Τάκης, από το ξάφνιασμα και κύτταξε το ψωμί πού κρατούσε, το χούφτιασε περισσότερο και ρίχνοντας μια μελαγχολική ματιά στο πτώμα πού βρισκόταν μπρος του, με αργή κίνηση έβαλε στο χέρι του πεθαμένου το κομμάτι του ψωμιού.
Σκέφτηκε, πως ίσως μ' αυτό να του εξασφάλιζε τα ναύλα για το πέ ρασμα στην Αχερουσία λίμνη.
Όταν σηκώθηκε από κείνο το μέρος κι' έστρεψε γύρω το βλέμμα του, είδε πως ήταν πολιορκημένος από περίεργες ματιές και βουβά χείλη. Έσπρωξε στην άκρη κάποιον που βρέθηκε μπροστά του και αμίλητος τράβηξε για την πόρτα του σπιτιού του. Την ίδια στιγμή το μελίσσι που ως τότε στε κόταν βουβό πάνω στο νεκρό και λίγο πιο πέρα, άρχισε να βουΐζη, ενώ η πόρτα έκλεισε πίσω από την πλάτη του Τάκη.
Ό Ναζισμός πέρασε λίγο πριν από το ήσυχο αθηναϊκό δρομάκι κι' ήτανε ο αγκυλωτός σταυρός του, ίδιο το θανατερό δρεπάνι του χάροντα.......................

Σάββατο 4 Σεπτεμβρίου 2010