Κυριακή 19 Νοεμβρίου 2017

H MAXH TOY ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ

Τρίτη 7 Νοεμβρίου 2017

Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ ΔΡΑΓΟΥΜΗ ΓΙΑ ΤΗ ΦΥΛΗ

Ο Ίων Δραγούμης μελέτησε τα προβλήματα του Ελληνισμού με την προσεκτική διερεύνηση του διανοουμένου πολιτικού και αναδείχτηκε -πρόδρομος εκπληκτικός, σ' εποχή μάλιστα που το Έθνος, απροσανατόλιστο, αφώτιστο κι' ακαθοδήγητο, δε μπορούσε να δεχτή καμιά Ιδέα, έξω από την πρακτική του κοινοβουλευτισμού. Η ασχολία του δεν ήταν ψυχρά επιστημονική προσπάθεια για την ανακάλυψη της αλήθειας, αλλά μέριμνα για την ποικιλότροπη εξυπηρέτηση του Σκοπού. Ξέφυγεν έτσι, από τον τύπο του Έλληνος πολιτικού, όπως τον είχαν διαμορφώσει οι κομματικές ανάγκες και γενικά η κοινοβουλευτική νοοτροπία.
Ο Έλλην πολιτικός, φρόντιζε να είναι πνευματικά ησυχασμένος, σοβαρός μαζί κι' ευτράπελος, επιβλητικός και οικείος, μυκτηριστής των ιδεών, που δεν ημπορούν να έχουν άμεση εφαρμογή και πρακτική σκοπιμότητα, που δεν ημπορούν να ωφελήσουν στην κατάκτηση ή την κατακράτηση της εξουσίας.
Ο Έλλην πολιτικός δεν αγαπούσε την Τέχνη, δεν αγαπούσε τη σκέψη, φροντίζοντας να φαίνεται λογικός και ισορροπημένος σ' ένα κοινό που το έθελγεν η μεγαλοστομία και η τυπικότητα, σ' ένα κύκλο από παράγοντες καλοκαθισμένους στη βεβαιότητα που δυσπιστούν σε κάθε τι, το οποίον ημπορεί να φαντάζη σαν πνευματική ανησυχία, σε κάθε τι που δεν ανταποκρίνεται στην καθημερινή ανάγκη της αντιμετωπίσεως των αντιπάλων και της εξυπηρετήσεως του μοναδικού, του ύστατου σκοπού : Της εκλογής.
Η Πολιτική και η Τέχνη, βρίσκονταν σε διάσταση. Η πολιτική του κομματικού κράτους, δεν  ήτο δυνατόν να εννοήση την Τέχνη (και την Επιστήμη) σα μια από τις ωραιότερες εκδηλώσεις της ζωής. Ζητούσε ψηφοφόρους και όργανα. Ό,τι ξεπερνούσε τα όρια της ανάγκης της, ό,τι δεν ήταν σύμφωνο με τη νοοτροπία της, φαινόταν μάταιο και άχρηστο. Ακολουθούσαν δρόμους διαφορετικούς, διότι η πολιτική, πρακτικό επάγγελμα, κατέτεινε στην κολακεία του πλήθους, ενώ η Τέχνη, εργασία αριστοκρατική, κατέτεινε στην καλλιέργεια της πνευματικότητας και τη δημιουργία εκλεκτών ανθρώπων.
Η κοινοβουλευτική αριστοκρατία, αντιπνευματική και οχλική από προέλευση και από διαμόρφωση, δεν ημπορούσε να περιλάβη εντός της ένα πραγματικό διανοούμενο, που θα ήθελε να παραμένη ασυμβίβαστος και αναφομοίωτος.
Οι άνθρωποι των Γραμμάτων εμαρτύρησαν στην Ελλάδα. Αφημένοι στον εαυτό τους, ανυπεράσπιστοι, καταδιωκόμενοι, αγωνίσθηκαν μ' απελπισία, σ' ένα περιβάλλον στενό και αδιάφορο και κρατήθηκαν στο περιθώριο, βασανισμένοι, περιφρονημένοι, από τους ισχυρούς της ημέρας· που έπαιρναν την ιερή τους μανία σαν παιδαριώδη απασχόληση. Απροστάτευτοι, κατανικήθηκαν oι περισσότεροι από την αρρώστια και τη φτώχεια. Κι' αν υπάρχη στην Ελλάδα μια ηθική προσπάθεια, άξια να τιμηθή. είναι αυτή η προσπάθεια των εργατών της Τέχνης και της Επιστήμης, που δεν εφρόντισε να την αναγνωρίση η Ιστορία των νεωτέρων χρόνων. Σ' ένα τέτοιο περιβάλλον, ο Δραγούμης παρουσιάστηκε σαν πολιτικός — διανοούμενος και για τούτο έμεινε ίσα με το τέλος της ζωής του ξένος, ακατάληπτος από τους γύρω του, σα φαινόμενο. Αλλ' αφήκε το σπόρο και ο σπόρος βλάστησε πολύ αργότερα.
Ο Δραγούμης εμελέτησε το πρόβλημα της Φυλής. Το γεγονός ότι εμελέτησε το πρόβλημα τούτο σημαίνει ότι θέλησε να αισθανθή το Έθνος του βαθύτερα, οργανικώτερα, όχι μόνο σαν παράδοση και σαν αποτέλεσμα πολιτισμού, κοινής ιστορίας και επιδράσεως του φυσικού περιβάλλοντος, αλλά και σαν βιολογική ενότητα αδιάσπαστη, ξέχωρη από τους άλλους πολιτισμούς και από τις άλλες φυλές τού κόσμου.
Και είπεν ότι οι Έλληνες είναι «άπειροι τύποι». Ξεχωρίζουν αναμεταξύ τους, όχι μόνον από τη διαφορά του κλίματος και των τόπων, αλλά και διότι η σμίξη με άλλες Φυλές, δεν έγινε παντού, ούτε στην ίδια δόση, ούτε με την ίδια ξένη φυλή, ούτε στην ίδια εποχή. «Ακόμη δεν έγινε το ισοπέδωμα των διαφορετικών αυτών Ρωμιών κι' η αποκρυστάλλωση τους, σ' ένα τύπο, σε μια μορφή, σ' ένα καλούπι. Ούτε έλαχε ποτέ το αίμα καμιάς απ' αυτές τις φυλές, που χύθηκε ποτάμι μέσα στη μεγάλη μάζα της Ελληνικής φυλής, της χιλιοαναστατωμένης, να είναι τόσο δυνατό σε ποσό ή σε ποιό, που να κυβερνήση τα άλλα αίματά της».
Έτσι, η ράτσα η ελληνική, δεν είναι καθάρια ακόμη, δεν έχει σχηματισθή ολότελα, δεν έχουν κατακαθίσει όλα τα αίματα κι' οι κληρονομικότητες που χύθηκαν μέσα της, δεν έχει βγη ο μέσος όρος του χαρακτήρα της και του μυαλού της.
— «..Ακόμα γίνεται, ακόμα σχηματίζεται η Φυλή σας. Τί απελπίζεστε;... Μια μέρα θα γίνη καθάρια ή Φυλή σας, όταν κατασταλλάξουν σε στρώματα πειθαρχημένα ol κληρονομικότητες όλες που κληρονομήσατε και βγη ο μέσος όρος και τότε θα έχετε ασφαλίσει τις πόρτες στα ξένα αίματα και θα χαίρεστε ξεμοναχιασμένοι, περήφανοι, ξεχωριστοί, μέσα σ' έναν καινούργιο πολιτισμό, που θα δημιουργήσετε εσείς μοναχοί σας. Από την πρωτινή ελληνική ψυχή σας απόμειναν σημαντικά σημάδια στα σωθικά σας. Μα τί κι αν εχάσατε μερικά άλλα της στοιχεία; Μήπως δεν αποκτήσατε καινούργια και διαφορετικά; Την ψυχή την ανθρώπινη, την ελεύθερη, την πλατύτερα ελληνική, δεν την εχάσατε. Γιατί κλαίτε;..· Ανοίξτε τα μάτια σας».
Η Ελληνική φυλή υπάρχει. Ίσως καμιά άλλη φυλή δεν είναι τόσον ενιαία. Και αν άπειροι είναι οι ελληνικοί τύποι, οι ποικιλίες είναι ελληνικές. Τον μέσο τύπο του νέου Έλληνα, ή τουλάχιστον τον επικρατέστερο τύπο. τον βλέπει, τον διακρίνει ο ξένος, Η απέραντη αυτή ποικιλία του όμοιου Ελληνισμού, είναι και το θαύμα του. που τον εμφανίζει μεγάλον, όσο μια ήπειρος, είναι ο βασικός πλούτος, που θα θρέψη τον καινούργιο πολιτισμό του. Χρειάζεται μονάχα η αποκατάσταση μιας κάποιας Ισορροπίας, για να βρούμε, για να εκφράσουμε πιστά κι αληθινά τον εαυτό μας.
Σήμερα ο ελληνισμός δεν είναι σκόρπιος, όπως τότε που τον έβλεπεν ο Δραγούμης, ανάμεσα σε πυκνά πλήθη αλλοφύλων, έρμαιο των ισχυρών. Σήμερα γίνεται, κάτω από τον ελληνικό ουρανό, μέσα στα όρια της ελεύθερης πατρίδας, μια άλλη ενοποίηση του ελληνισμού και βγαίνει μια ράτσα πολύ πιο ομοιότυπη και στερεή, με τη συγχώνευση όλων εκείνων που ήρθαν από τον Καύκασο, τον Πόντο, την Ιωνία. Κλείστηκαν oι πόρτες στα ξένα αίματα. Οι παλιές κληρονομικότητες υπάρχουν μέσα μας, υπάρχει η παράδοση η συνενωτική, υπάρχουν η μνήμη και το θρησκευτικό συναίσθημα και το εθνικό ιδανικό. Δημιουργήθηκαν νέοι όροι, που συντελούν στο να γίνη η ελληνική φυλή ολοκάθαρη, όμοια, συνεκτική, με το ίδιο ψυχικό βάθος. Και δεν θα χρειασθή να περάσουν χρόνια πολλά για να πραγματοποιηθή η αφομοίωση των Ελλήνων από τους Έλληνες.
Ο Ελληνισμός είναι μια φυλή ξεχωριστή, που δεν σχετίζεται με καμιάν άλλη. Δε μπορεί να τοποθετηθή σε καμιά, μεγάλη οικογένεια. Δε συγγενεύει με τους σλαύους, με τους γερμανούς, με τα «λατινικά» Έθνη. Φυλή μοναδική, με ιδιαίτερο πνεύμα, συνέρχεται σιγά-σιγά από το λήθαργο της δουλείας και το σάλο των περιπετειών, ενώνεται από τη Μοίρα και από το ένστικτο, πειθαρχείται για να στερέωση την ενότητα και να ολοκληρώση την αφομοίωση και αισθάνεται από τώρα να σκιρτούν μέσα της κρυφές δυνάμεις και να σαλεύουν τα σπέρματα, που ετοιμάζουν την καινούργια Αναγέννηση.
(Ωρολογάς Πέτρος: Ιων Δραγούμης. Θεσσαλονίκη 1938)

Τετάρτη 1 Νοεμβρίου 2017

ΚΩΣΤΑΣ ΚΡΥΣΤΑΛΛΗΣ: ΧΕΙΜΑΡΡΑ ΠΑΡΕ Τ΄ΑΡΜΑΤΑ


Το κύμα , οπού ξαπλώνεται -στου πέλαου την αγκάλη
Και καρτερεί ένα φύσημα  να στηλωθή ν' αγριέψη
Να πνίξη κάθε κάτεργο και κάθε περιγιάλι,
Ποιός άνεμος βουλήθηκε ποτέ να το μερέψη;

Τ' άλογο εκειό τ' ανήμερο, πώμαθε από πουλάρι
Ελεύθερο, ανυπόταχτο  να τρέχη, ν' ανεμίζη
Τη χαίτη του σ' την έρημο και δίχως καβαλλάρη,
Ποιός λέει του βάζει τη θηλιά και σκλάβο το γυρίζει;

Tου λόγγου τ' αγριοδάμαλο που τούναι νεροκράτης
Το ρέμμα τ' Ασπροπόταμου κ' έμαθε να κεντρώνη
Τα δέντρα με τα κέρατα, ποιός είπε ζευγολάτης
Πώς του φορτώνει το ζυγό και τ' οδηγάει κι οργώνει;

Τον  σταυραετό που πέταται απ' τα μικρά του χρόνια
Μεσουρανεί στα συννεφα  και σμίγει με τ' αστέρια
Τα φλογερά τα μάτια του  και πίνει από τα χιόνια,
Να τον σκλαβώση ποιός μπορεί μ' όσα κι αν έχη χέρια;

Το φλογερό αστραπόβροντο , που σχίζει κι ασβολώνει
Τα σύγνεφα και τα βουνά οπού χαλάει μια χτίσι,
Που πύργους , βράχια κι έλατα βαθειά ξεθεμελιώνει,
Ποιός ήταν  οπού ετόλμησε και ειπή πως θα τα σβύση;

Και της Ηπείρου το στοιχειό, την ξακουστή Χειμάρρα,
Πώχει γονιό τον πόλεμο, πώχει τροφή το αίμα
Και μάτι της την αστραπή και χνώτο την αντάρα
Να την πατήση ποιός μπορεί; ποιός είπε τέτοιο ψέμα;

Χειμάρρα , πάρε τάρματα , κατά το Σούλι βάξε
Να παρατήση γρήγορα  τον έρμον χερουλαύτη
Και να ζωθή  τ΄αρμούτι του , τον γέρω-Πίνδον κράξε
Να μη χολιάζη βάρυπνος , νάχβ άγρυπνο μάτι.

Βουνά μου, πάρτε τ΄άρματα, τα γέρικά σας χιόνια
Και τα πολλά τα κρούσταλλα ν' ανάψη και να λυώση
Η πύρη από τα νειάτα σας κι' απ' τα παληά σας χρόνια.
Ποιόν καρτεράτε, δύστυχα, ναρθή να σας σηκώση;

Αθήναι  1891