«21 Οκτωβρίου · 11 Δεκεμβρίου 1938. Κηφισιά. Τα σπουδαιότερα συμβάντα. Γιατί δεν έγραφα σ' αυτό το διάστημα; Τι με εμπόδιζε; Μια μεγάλη αλλαγή μέσα μου. Έβγαλα το συμπέρασμα του περασμένου φερσίματός μου, επήρα απόφαση, εμπήκα σε άλλο δρόμο και τραβώ εμπρός. Έπρεπε όμως να φθάσω στο χείλος του γκρεμνού, σαν υπνοβάτης. Ας τα μετρήσουμε ένα-ένα. Πρώτασ-πρώτα η εκλογή του Αρχιεπισκόπου. Κινδυνεύει ο Χρυσόστομος. Αρχίζει κίνησις προεκλογική. Καλώ Γεωργακόπουλον, μου λέγει ότι σχεδόν όλη η Ιεραρχία είναι συγκεντρωμένη ολόγυρα στον Κορινθίας. Ο Γεωργακόπουλος το είχε προετοιμάσει όλο από καιρό-δυο χρόνια. Τον ανύψωσε, τον ενδυνάμωσε, τον έκανε αφέντη των υλικών μέσων της Εκκλησίας. Συγχρόνως εδυνάμωσε τον εαυτό του, απέκτησε την ιδιαιτέραν εκτίμησιν του Βασιλέως, του Διαδόχου, την ιδιαιτέραν συνάφειαν με την Αυλή, εμένα με κατέβασε με πολλή τέχνη και χωρίς να φαίνεται, μου έρριξε και μερικά κόκκαλα της Νεολαίας για να μη τον ενοχλώ, στο Υπουργικό Συμβούλιο έρριχνε πάγο. Και τώρα θέλησε να μου κολλήση τον Κορινθίας, τον άνθρωπο που συνώμοσε μαζί του, και που αισθανόμουνα την εχθρότητα.
Τι να κάμω; Γύρω μου κανείς. Κοτζιάς γραμμή στον Δαμασκηνό, που του έβλεπε βεβαία την επιτυχία. Σπυρίδωνος ύπουλα μου έσκαβε τον λάκκο. Οι άλλοι μη ξαίροντας τίποτε. Μανιαδάκης έτοιμος για ό,τι πω. Τραπεζούντος με σταυρωμένα τα χέρια. Η περασμένη ψυχική αδράνεια με έσπρωχνε σε αποφυγή του αγώνος. Ούτε ήξαιρα τι δυνάμεις είχα. Αγκαλά έχει κανείς δυνάμεις εκειές που θέλει να έχη. Και δίσταζα για όλα. Κατέφυγα στην ουδετερότητα. Επροσπάθησα να πάρω τον Γεωργακόπουλο με το καλό. Να τον κερδίσω. Κερδίζει κανείς τους εχθρούς του όταν τον νομίσουν χωρίς θάρρος; Έκαμνε και αυτός τον ουδέτερο, μα από κάτω ενεργούσε με όλη του τη δύναμη για τον Δαμασκηνό. Έλεγε σε όλους: Δεν με ενδιαφέρει ποιός θα εκλεγή, και οι δύο καλοί είναι. Στο τέλος δεν δίνω σημασία στην Εκκλησία... Δεν με φοβίζει ο Δαμασκηνός Αρχιεπίσκοπος. Είμαι αρκετά ισχυρός. Στην αρχή τα επίστευα. Έπειτα όμως λίγο-λίγο άρχισα να διστάζω. Εκαταλάβαινα ότι αυτά ήταν για να σκεπάσω την αδράνεια μου. Αλλά δεν ημπορούσα να κάμω και αλλιώς. Δεν ήταν πλέον καιρός για να έβγω υπέρ του Χρυσάνθου. Έτσι φανταζόμουνα. Από αυτήν την ασυνέπειαν με έβγαλε ο Νικολούδης. Γράμματα το ένα- επάνω στο άλλο. Μου έδειχνε τον κίνδυνο. Ενδιαφερόταν για τον Χρύσανθο. Αλλά αισθανόμουνα ότι όσα μου έλεγε ήταν αλήθεια. Του απαντούσα και προφορικά και με γράμματα αντιλέγοντας και επιμένοντας ότι έπρεπε να μείνω ουδέτερος. Μα αισθανόμουνα σιγά-σιγά ότι δεν είχα δίκιο. Και έτσι άφησα τον Νικολούδη να ενεργήση και έσπρωξα τον Μανιαδάκη να τον βοηθήση. Αλλά μυστικά. Δεν ήθελα να δείξω ανάμιξιν. Εμπλέχτηκα στα δίχτυα που άπλωσα μόνος μου. Είπα η Εκκλησία να μείνη απολύτως ελευθέρα. Και κάτω από αυτό το προνόμιο -υπουργός και κλίκα του προετοίμαζαν την εκλογή. Δεν είχα καταλάβει την δύναμη μου. Και έτσι έγινε η εκλογή. Γεωργακόπουλος με ηπάτησε και έβαλε να ψηφίση ο Δρυινουπόλεως. Ενώ την προηγουμένην ημέρα με είχε βεβαιώσει ότι ακόμα και αν τό Νομικό Συμβούλιο έδινε γνωμοδότηση υπέρ του να ψηφίση,αυτός δεν θα τον άφηνε. Με εμεταχειρίσθηκε θρασύτατα καί αναιδέστατα. Και είχα στα χέρια μου τα δελτία της Αστυνομίας και συνομιλίες των στα τηλέφωνα! - Είχα χάσει το κύρος μου.
»Αλλά ύστερα από την ψηφοφορίαν, εκατάλαβα τις δυνάμεις μου και τον κίνδυνο. Αφού αφήκα τον αντίπαλον να μου επιτεθή σε όλο το μέτωπο και εξαντλήθηκαν οι δυνάμεις του, του αντεπετέθηκα, του έριξα τις εφεδρείες μου. Ευρήκα το ασθενές σημείο σε όλη αυτήν την καλά ετοιμασμένη συνωμοτική επίθεση. Και τους επήγα στο Συμβούλιο της Επικρατείας. Εκεί είδα τι είχε προετοιμασθή εναντίον μου και τι εκινδύνευσα. Αλλά η υπόθεσις ετράβηξε με καλή τέχνη και πάλι εκερδίθηκε οχι με ευκολία. (...) Εν τω μεταξύ είχα πάει στην Άγκυρα ακριβώς όταν επρόκειτο να έβγη η απόφασις του Συμβουλίου Επικρατείας. (...) Εγύρισα στις 25 Σεπτεμβρίου και επήρα το φραγγέλιο στα χέρια και έδιωξα τους απίστους από τον ναόν μου. Πρώτα-πρώτα έφυγε ο Γεωργακόπουλος, αφού μου έστειλε ένα γράμμα αναιδέστατο, συκοφαντικό και που δείχνει όλη του την αλαζονεία και τις ελπίδες που έτρεφαν οι συνωμότες. Επήρα αμέσως το Υπουργείον Παιδείας με Γενικόν Γραμματέα τον Σπέντζα και χωρίς να χάνω καιρό, ταχύτατα άλλαξα νόμους, έδιωξα πρόσωπα από το υπουργείον, έδιωξα τους ΟΔΕΠ κ.λ.π. Τότε έφυγε ο Σπυρίδωνος. Ξεσκεπάστηκε. Και με αυτή την ευκαιρία, άλλαξα τον Ρεδιάδη και τον Κρητικό. Και στο τέλος με λύπη μου, γιατί εχαρίσθηκε στον Παπαγεωργίου, έφυγε και ο Νικολόπουλος. Και επήρα νέους Υπουργούς, όλους Μεταξικούς. Στην αρχή για τον Γεωργακόπουλο ο Βασιλεύς έδειξε την επιθυμίαν του να τον κρατήσω σε άλλο Υπουργείο. Φεύγοντας για την Άγκυρα του ετηλεγράφησα κατά τρόπον μη αφήνοντα διέξοδο και μου απάντησε αμέσως συγκατανεύων.
Και του Σπυρίδωνος η αποχώρηση φαίνεται ότι τον εστεναχώρησε. Για τους άλλους εδέχθη χωρίς αντίρρηση. Φαίνεται ο Γεωργακόπουλος, Σπυρίδωνος και πριν Λογοθέτης είχαν σχηματίσει μέτωπον αυλικόν εναντίον μου. Ο Βασιλεύς ποτέ δεν τους είχε εννοήσει, είμαι βέβαιος. Τους ενόμιζε ειλικρινείς και ότι με επονούσαν τον δυστυχή, πεσμένον εις τα νύχια της κλίκας μου. Διότι έτσι θα έλεγαν, είμαι βέβαιος. Αλλά στο τέλος ο Βασιλεύς έμεινε πιστός και σταθερός μαζί μου. Και έτσι ίσως καλά το έκαμα όμως το έκαμα εξαρχής. Γιατί τον λάκκον που μου είχαν ανοίξει, όταν τον είδα ήταν αργά και δεν μπορούσα να τον πηδήσω. Έπρεπε να τον παρακάμψω. Και αυτό έγινε με κίνδυνο αρκετό». (Ι.Μεταξάς: Ημερολόγιο Α, σελ 278-279 και 694-696.)
Τι να κάμω; Γύρω μου κανείς. Κοτζιάς γραμμή στον Δαμασκηνό, που του έβλεπε βεβαία την επιτυχία. Σπυρίδωνος ύπουλα μου έσκαβε τον λάκκο. Οι άλλοι μη ξαίροντας τίποτε. Μανιαδάκης έτοιμος για ό,τι πω. Τραπεζούντος με σταυρωμένα τα χέρια. Η περασμένη ψυχική αδράνεια με έσπρωχνε σε αποφυγή του αγώνος. Ούτε ήξαιρα τι δυνάμεις είχα. Αγκαλά έχει κανείς δυνάμεις εκειές που θέλει να έχη. Και δίσταζα για όλα. Κατέφυγα στην ουδετερότητα. Επροσπάθησα να πάρω τον Γεωργακόπουλο με το καλό. Να τον κερδίσω. Κερδίζει κανείς τους εχθρούς του όταν τον νομίσουν χωρίς θάρρος; Έκαμνε και αυτός τον ουδέτερο, μα από κάτω ενεργούσε με όλη του τη δύναμη για τον Δαμασκηνό. Έλεγε σε όλους: Δεν με ενδιαφέρει ποιός θα εκλεγή, και οι δύο καλοί είναι. Στο τέλος δεν δίνω σημασία στην Εκκλησία... Δεν με φοβίζει ο Δαμασκηνός Αρχιεπίσκοπος. Είμαι αρκετά ισχυρός. Στην αρχή τα επίστευα. Έπειτα όμως λίγο-λίγο άρχισα να διστάζω. Εκαταλάβαινα ότι αυτά ήταν για να σκεπάσω την αδράνεια μου. Αλλά δεν ημπορούσα να κάμω και αλλιώς. Δεν ήταν πλέον καιρός για να έβγω υπέρ του Χρυσάνθου. Έτσι φανταζόμουνα. Από αυτήν την ασυνέπειαν με έβγαλε ο Νικολούδης. Γράμματα το ένα- επάνω στο άλλο. Μου έδειχνε τον κίνδυνο. Ενδιαφερόταν για τον Χρύσανθο. Αλλά αισθανόμουνα ότι όσα μου έλεγε ήταν αλήθεια. Του απαντούσα και προφορικά και με γράμματα αντιλέγοντας και επιμένοντας ότι έπρεπε να μείνω ουδέτερος. Μα αισθανόμουνα σιγά-σιγά ότι δεν είχα δίκιο. Και έτσι άφησα τον Νικολούδη να ενεργήση και έσπρωξα τον Μανιαδάκη να τον βοηθήση. Αλλά μυστικά. Δεν ήθελα να δείξω ανάμιξιν. Εμπλέχτηκα στα δίχτυα που άπλωσα μόνος μου. Είπα η Εκκλησία να μείνη απολύτως ελευθέρα. Και κάτω από αυτό το προνόμιο -υπουργός και κλίκα του προετοίμαζαν την εκλογή. Δεν είχα καταλάβει την δύναμη μου. Και έτσι έγινε η εκλογή. Γεωργακόπουλος με ηπάτησε και έβαλε να ψηφίση ο Δρυινουπόλεως. Ενώ την προηγουμένην ημέρα με είχε βεβαιώσει ότι ακόμα και αν τό Νομικό Συμβούλιο έδινε γνωμοδότηση υπέρ του να ψηφίση,αυτός δεν θα τον άφηνε. Με εμεταχειρίσθηκε θρασύτατα καί αναιδέστατα. Και είχα στα χέρια μου τα δελτία της Αστυνομίας και συνομιλίες των στα τηλέφωνα! - Είχα χάσει το κύρος μου.
»Αλλά ύστερα από την ψηφοφορίαν, εκατάλαβα τις δυνάμεις μου και τον κίνδυνο. Αφού αφήκα τον αντίπαλον να μου επιτεθή σε όλο το μέτωπο και εξαντλήθηκαν οι δυνάμεις του, του αντεπετέθηκα, του έριξα τις εφεδρείες μου. Ευρήκα το ασθενές σημείο σε όλη αυτήν την καλά ετοιμασμένη συνωμοτική επίθεση. Και τους επήγα στο Συμβούλιο της Επικρατείας. Εκεί είδα τι είχε προετοιμασθή εναντίον μου και τι εκινδύνευσα. Αλλά η υπόθεσις ετράβηξε με καλή τέχνη και πάλι εκερδίθηκε οχι με ευκολία. (...) Εν τω μεταξύ είχα πάει στην Άγκυρα ακριβώς όταν επρόκειτο να έβγη η απόφασις του Συμβουλίου Επικρατείας. (...) Εγύρισα στις 25 Σεπτεμβρίου και επήρα το φραγγέλιο στα χέρια και έδιωξα τους απίστους από τον ναόν μου. Πρώτα-πρώτα έφυγε ο Γεωργακόπουλος, αφού μου έστειλε ένα γράμμα αναιδέστατο, συκοφαντικό και που δείχνει όλη του την αλαζονεία και τις ελπίδες που έτρεφαν οι συνωμότες. Επήρα αμέσως το Υπουργείον Παιδείας με Γενικόν Γραμματέα τον Σπέντζα και χωρίς να χάνω καιρό, ταχύτατα άλλαξα νόμους, έδιωξα πρόσωπα από το υπουργείον, έδιωξα τους ΟΔΕΠ κ.λ.π. Τότε έφυγε ο Σπυρίδωνος. Ξεσκεπάστηκε. Και με αυτή την ευκαιρία, άλλαξα τον Ρεδιάδη και τον Κρητικό. Και στο τέλος με λύπη μου, γιατί εχαρίσθηκε στον Παπαγεωργίου, έφυγε και ο Νικολόπουλος. Και επήρα νέους Υπουργούς, όλους Μεταξικούς. Στην αρχή για τον Γεωργακόπουλο ο Βασιλεύς έδειξε την επιθυμίαν του να τον κρατήσω σε άλλο Υπουργείο. Φεύγοντας για την Άγκυρα του ετηλεγράφησα κατά τρόπον μη αφήνοντα διέξοδο και μου απάντησε αμέσως συγκατανεύων.
Και του Σπυρίδωνος η αποχώρηση φαίνεται ότι τον εστεναχώρησε. Για τους άλλους εδέχθη χωρίς αντίρρηση. Φαίνεται ο Γεωργακόπουλος, Σπυρίδωνος και πριν Λογοθέτης είχαν σχηματίσει μέτωπον αυλικόν εναντίον μου. Ο Βασιλεύς ποτέ δεν τους είχε εννοήσει, είμαι βέβαιος. Τους ενόμιζε ειλικρινείς και ότι με επονούσαν τον δυστυχή, πεσμένον εις τα νύχια της κλίκας μου. Διότι έτσι θα έλεγαν, είμαι βέβαιος. Αλλά στο τέλος ο Βασιλεύς έμεινε πιστός και σταθερός μαζί μου. Και έτσι ίσως καλά το έκαμα όμως το έκαμα εξαρχής. Γιατί τον λάκκον που μου είχαν ανοίξει, όταν τον είδα ήταν αργά και δεν μπορούσα να τον πηδήσω. Έπρεπε να τον παρακάμψω. Και αυτό έγινε με κίνδυνο αρκετό». (Ι.Μεταξάς: Ημερολόγιο Α, σελ 278-279 και 694-696.)