Κανονικώς,
κατόπιν της δηλώσεως του Έλληνος Πρωθυπουργού, οι Σύμμαχοι ήσαν υποχρεωμένοι,
δύο ημέρας προ της πραγματοποιήσεως της αποβάσεως των στρατευμάτων των εις
Θεσσαλονίκην, να ενημερώσουν την Κυβέρνησιν δια να δώση τας σχετικάς οδηγίας
προς τας στρατιωτικάς και ναυτικός της δυνάμεις και κυρίως προς τον διοικητήν
του Γ' Σώματος Στράτου, το οποίον είχε την έδραν του εις την Θεσσαλονίκην ως
και προς τον διοικητήν του φρουρίου της πόλεως. Όμως δεν συνέβησαν τα γεγονότα
ως ανεμένοντο. Οι Σύμμαχοι άνευ ουδεμιάς προειδοποιήσεως έδωσαν εντολήν να εισπλεύσουν
τα πολεμικά σκάφη του Συμμαχικού Στόλου εις τον λιμένα και να αποβιβάσουν αντιπροσωπείαν
εξ αξιωματικών, η οποία θα ανεκοίνωνεν εις τον διοικητήν του φρουρίου «την επικειμένην
αποβίβασιν των συμμαχικών στρατευμάτων».
Ούτω,
την πρωΐαν της 30ης Σεπτεμβρίου 1915, ο διοικητής του Γ' Ελληνικού Σ.Σ. Αντιστράτηγος
Κων. Μοσχόπουλος, ειδοποιήθη παρά του
διοικητού του φρουρίου Θεσσαλονίκης, Συνταγματάρχου Ευλ. Μεσαλά, ότι εισέπλεον
εις τον λιμένα μονάδες του Συμμαχικού Στόλου. Περί την 9ην πρωϊνήν,
παρουσιάσθη ενώπιον του Στρατηγού αντιπροσωπεία εκ τριών αξιωματικών του
Ναυτικού των Συμμάχων, υπό την προεδρίαν του Γάλλου πλοιάρχου Ντυμενίλ,
συνοδευομένη υπό του εν Θεσσαλονίκη Γάλλου υποπροξένου Λεόν.
Ο
Γάλλος πλοίαρχος εδήλωσεν ότι εκτελών διαταγάς του Άγγλου Αρχιναυάρχου Ντε Ρόμπεκ
και του διοικητού των στρατιωτικών συμμαχικών δυνάμεων Στρατηγού Σαράϊγ, είναι
εντεταλμένος ν' ανακοίνωση ότι αφικνούνται μεταγωγικά πλοία πλήρη συμμαχικών
στρατευμάτων, τα οποία επρόκειτο, κατόπιν συνεννοήσεως της Ελληνικής Κυβερνήσεως μετά του εν 'Αθήναις
Γάλλου Πρέσβεως και τη συγκατάθεσει αυτής, ν' αποβιβασθούν εις Θεσσαλονίκην. Ο Ντυμενίλ προσέθεσεν ότι εν συνεργασία
μετά των Ελληνικών Στρατιωτικών Αρχών
Θεσσαλονίκης, θα ωργανούτο ο λιμήν αμυντικώς,
προς εξασφάλισιν από πάσης επιθέσεως του εχθρού.
Έκπληκτος
και αγνοών πλήρως τα περί συνεννοήσεων, ο Στρατηγός Μοσχόπουλος απήντησεν ότι
ουδεμία σχετικήν διαταγήν του Βασιλέως και της Κυβερνήσεως του έχει λάβει και
δεν γνωρίζει ν' απειλήται η Θεσσαλονίκη παρά τίνος εχθρού, εφ' όσον μάλιστα η
Ελλάς είναι ουδέτερα. Ο Στρατηγός
παρεκάλεσε να διακοπή πάσα επί του ζητήματος συζήτησις και να επαναληφθή αύτη την
4ην απογευματινήν, ώστε εν τω μεταξύ να συνεννοηθή μετά της Κυβερνήσεως του, όπερ
και πράγματι έπραξεν, αποστέλλων σχετικόν τηλεγράφημα εις τον Υπουργόν
Στρατιωτικών Δαγκλήν.
Τό
τηλεγράφημα ληφθέν εις Αθήνας κατεθορύβησε την Ελληνικήν Κυβέρνησιν. *Ητο φανερόν ότι οι
Σύμμαχοι δεν ετήρησαν τας οδηγίας του Πρωθυπουργού Βενιζέλου, μη είδοποιήσαντες
τούτον προ 24 ωρών. Ό Βενιζέλος έσπευσεν αμέσως εις το τηλεγραφείον προς
συνεννόησιν μετά του Μοσχοπούλου. Ο Στρατηγός εζήτησε να του καθορισθή ποίαν
στάσιν έπρεπε να τηρήση έναντι των Συμμάχων και εάν έπρεπε να θεωρήση τούτους ως εχθρούς,
εφ' όσον επέμενον ν' αποβιβασθούν. Ό Πρωθυπουργός του απήντησεν ότι η
Κυβέρνησις ηγνόει την Συμμαχικήν ενέργειας ότι εγκρίνει την τηρηθείσαν παρ' αυτού
στάσιν και ότι θα προέλθη εις συνεννοήσεις μετά των Συμμάχων, ταχύτατα δε θα
του διαβιβάση οδηγίας. Πάντως, ετόνισεν ο Βενιζέλος ότι, οι Σύμμαχοι πρέπει να θεωρούνται ως φίλοι και να τύχουν ευμενούς
μεταχειρίσεως.
Ο
Βενιζέλος μόλις επέστρεψεν εις τό γραφείον του εκάλεσε τους Πρέσβεις της
Γαλλίας και της Αγγλίας προς τους οποίους εξέφρασε δριμύτατα παράπονα, διότι
παρεβίασαν τα συμφωνηθέντα: Συγχρόνως δε εδήλωσεν εις αυτούς, ότι εφ' όσον
μετέβησαν εις Θεσσαλονίκην άνευ προειδοποιή-σεως, δεν θα επιτραπή η αποβίβασις
αυτών και ότι οι Σύμμαχοι υπέχουν ακεραίαν την ευθύνην δι' ό,τι συμβή.
Την
4ην απογευματινήν, κατά τα συμφωνηθέντα, παρουσιάσθη εις τον Στρατηγόν
Μοσχόπουλον η συμμαχική επιτροπή, προς την οποίαν ο Στρατηγός εδήλωσεν ότι η
Κυβέρνησίς του ευρίσκεται ήδη εις συνεννοήσεις μετά των Συμμαχικών Κυβερνήσεων και ότι θα του αποστείλη συντόμως τας σχετικάς οδηγίας, προσέθεσε δε ότι μέχρι
λήψεως τούτων, αδυνατεί, μετά μεγάλης του λύπης, να επιτρέψη την είσοδον των
μεταγωγικών σκαφών εις τον λιμένα και την απόβασιν των στρατευμάτων εις
Θεσσαλονίκην. Ο πλοίαρχος Ντυμενίλ απήντησε τότε ότι τα μεταγωγικά ευρίσκονται
παρά το ακρωτήριον της Κασσάνδρας και ότι είναι αδύνατον να παραμείνουν κατά
την νύκτα εις το ανοικτόν πέλαγος, εκτεθειμένα εις τας επιθέσεις των
Γερμανικών υποβρυχίων. Ο είσπλους εις τον λιμένα, κατά συνέπειαν επεβάλλετο
και ο Ντυμενίλ ηρώτησε τον Έλληνα Στρατηγόν πώς εσκέπτετο να παρεμποδίση την ενέργειαν
αυτήν, εάν τελικώς επεχειρείτο υπό των Συμμάχων.
Ο
Στρατηγός εδήλωσεν ότι θα χρησιμοποιήση μέτρα πειθούς, προβάλλων το διεθνές δίκαιον.
Εις νέαν έρώτησιν δε του Ντυμενίλ «τί θα πράξη εάν οι Σύμμαχοι δεν λάβουν ταύτα
υπ' όψιν» απήντησε :
—-
«Μετ' αφαντάστου λύπης, θα σας εμποδίσω».
Τότε
ο παριστάμενος υποπρόξενος Λεόν ανέκραξε.
— Πώς;
Θα προβάλλητε βίαν εναντίον Γαλλίας και της Αγγλίας; Τότε θα χρησιμοποιήσωμεν
και ημείς τήν βίαν.
Η
στιγμή ήτο κρίσιμος. Μετά την αποχώρησιν της επιτροπής ο Στρατηγός Μοσχόπουλος έδωσε τας σχετικάς οδηγίας εις τα
υπερασπίζοντα τον λιμένα φρούρια και έσπευσε να συνεννοηθή τηλεγραφικώς μετά
του Πρωθυπουργού και του Υπουργού Στρατιωτικών.
Η
δευτέρα τηλεγραφική συνδιάλεξις Βενιζέλου — Μοσχοπούλου επραγματοποιήθη την 7ην
εσπερινήν. Ο Πρωθυπουργός είπεν εις τον Στρατηγόν ότι έπρεπε διά της
διπλωματίας και της συζητήσεως να
κερδίση χρόνον δια να επιτευχθή έν τω μεταξύ συμφωνία μετά των Συμμάχων. Ο Στρατηγός
ηρώτησε καί πάλιν:
—«Εάν
όμως επιμένουν να εισέλθουν θα τους εμποδίσω διά της βίας;».
Η απάντησις του Πρωθυπουργού ήτο:
—
«Τηρήσατε, Στρατηγέ μου, αδρανή άμυναν».
Ο Μοσχόπουλος διεμαρτυρήθη αμέσως δηλών ότι «φράσις αδρανούς αμύνης δεν προβλέπεται υπό των
στρατιωτικών κανονισμών» και προσέθεσεν ότι «δέον να γνωρίζη σαφώς εάν θα χρησιμοποιήση,
ναι ή ου, βίαν».
Ο
Πρωθυπουργός προσεπάθησε τότε να καθησυχάση τον Στρατηγόν, υποσχεθείς εις αυτόν
ότι προ του μεσονυκτίου τα πάντα θα ελύοντο
ευνοϊκώς.
Η θέσις του διοικητού του Γ' Σ. Σ. απέβαινεν ήδη
δεινή , καθ' όσον,
ευρισκόμενος προ σοβαράς απειλής, δεν ελάμβανε παρά της Κυβέρνήσεως
σαφείς διαταγάς επί του πρακτέου. Εν τω
μεταξύ, εις τας Αθήνας, η αναγγελία του νέου γεγονότος περιέπλεκεν ακόμη
περισσότερον την κατάστασιν.Πράγματι, την ιδίαν ημέραν, (30
Σεττ.), η Ελληνική Κυβέρνησις επληροφορείτο ότι κατα την συνεδρίασιν της Βουλής των Κοινοτήτων της 28ης Σεπτεμβρίου, ο Βρεταννός Υπουργός των
Εξωτερικών σερ Έντουαρντ Γκρέϋ, ανέφερεν εις λόγον του «περι τών πατροπαραδότων
θερμών αισθημάτων συμπαθείας της Μεγάλης
Βρεταννίας προς την Βουλγαρίαν». Ο
Γκρέϋ προσέθεσεν ότι «η Βρεταννική πολιτική αποβλέπει εις την επίτευξιν συμφωνίας μεταξύ των Βαλκανικών κρατών και ότι προς εξασφάλισιν αυτής θα
'επρεπε να ικανοποιηθούν οι νόμιμοι
πόθοι όλων των Βαλκανικών κρατών». Αι δηλώσεις του Γκρέϋ κατετάραξαν και την Ελληνικήν
Κυβέρνησιν και την Ελληνικήν κοινήν γνώμην, διότι εθεωρήθησαν ως πρόθεσις παραχωρήσεως Ελληνικών εδαφών εις την
Βουλγαρίαν, καθ' ην μάλιστα στιγμήν η τελευταία δεν απέκρυπτε πλέον τας εχθρικάς
προς τους Συμμάχους διαθέσεις της,
Αμέσως
ο Έλλην Πρωθυπουργός διεμήνυσε εις τον Γάλλον Πρέσβυν ότι:
O λόγος του
Γκρέϋ του απεκάλυψε τας αληθείς προθέσεις των Συμμάχων, ότι ενόμιζεν ήδη ότι
είχεν οίκτρως εξαπατηθή ώς προς την ακολουθητέαν παρ' αυτού έναντι αυτών πολιτικήν
φιλίας και εμπιστοσύνης και ότι εφοβείτο ότι η διενεργούμενη εν Θεσσαλονίκη απόβασις
των Συμμαχικών στρατευμάτων εσκόπει να εξασκήση πίεσιν επί της Ελλάδος, δια να επιτύχη
εδαφικάς παραχωρήσεις παρ' αυτής εις όφελος της Βουλγαρίας, και κατέληγεν ότι
δεν δύναται να παράσχη την συγκατάθεσίν του εις την απόβασιν και εζήτει όπως ανασταλή
πάσα σχετική μεταφορά στρατευμάτων, δεδομένου ότι θα ευρίσκετο εις την δυσάρεστον
θέσιν να διατάξη την βιαίαν παρεμπόδισιν της αποβάσεως.
Ο
Γάλλος Πρέσβυς θορυβηθείς, έσπευσε να τηλεγραφήση εις Μούδρον όπως ανασταλή
πάσα αποστολή στρατευμάτων και ανακληθούν τα τυχόν ήδη αναχωρήσαντα
μεταγωγικά. Η επιχείρησις, κατά
συνέπειαν, διεκόπη ενώ αι Κυβερνήσεις Γαλλίας και Αγγλίας διεβίβαζον προς την
Ελλάδα καθησυχαστικάς διαβεβαιώσεις ως προς τας προθέσεις των εν
Μακεδονία. Κατόπιν τούτου ο Πρωθυπουργός Βενιζέλος παρέσχε, τέλος, την
συγκατάθεσίν του διά την απόβασιν των συμμαχικών στρατευμάτων εις Θεσσαλονίκην.
Ούτω,
εδημιουργήθη μία κατάστασις λίαν λεπτή και ασυνήθης από πλευράς διεθνούς
δικαίου, Η Ελλάς, παραμένουσα ουδέτερα
πάντοτε, συγκατετίθετο εις την μετατροπήν του εδάφους της εις Συμμαχικήν βάσιν η
οποία θα επέτρεπεν εις την Αντάντ να μεταφέρη στρατεύματα διά να επιτεθή κατά των εν Σερβία
δυνάμεων των Κεντρικών Αύτοκρατοριών. Εν πάσει περιπτώσει , η Ελλάς , την 2αν
Οκτωβρίου, διεμαρτυρήθη διά την παραβίασιν της ουδετερότητός της, τονίζουσα ότι:
«Επειδή η Ελλάς είναι ουδετέρα έναντι του Ευρωπαϊκού
πολέμου, η Βασιλική Κυβέρνησις δεν δύναται να παράσχη την έγκρισιν αυτής εις τας προτιθεμένας
υμετέρας ενεργείας, καθ΄ όσον αύται θίγουσι την ουδετερότητα της
Ελλάδος, τοσούτω μάλλον καθ΄' όσον
προέρχονται εκ μέρους δύο εμπολέμων Δυνάμεων. Κατόπιν τούτου η
Βασιλική Κυβέρνησις έχει καθήκον να διαμαρτυρθή εναντίον της διά μέσου του
Ελληνικού εδάφους διόδου ξένων στρατευμάτων» .
Την
νύκτα της 30ής Σεπτεμβρίου προς την 1ην Οκτωβρίου, ελήφθη υπό του διοικητού του
Γ' Σ.Σ. Στρατηγού Μοσχοπούλου το ακόλουθον τηλεγράφημα:
«Αφήσατε την είσοδον
ελευθέραν. Βενιζέλος».
Ούτω,
την πρωΐαν της 1ης Οκτωβρίου, εισέπλευσαν εις τον λιμένα της Θεσσαλονίκης τα μεταγωγικά
και ήρχισεν η αποβίβασις των στρατευμάτων και η αμυντική οργάνωσις του λιμένος
της Θεσσαλονίκης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου