ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΣΤΟΥΣ ΤΟΥΡΚΟΥΣ- ΑΙΧΜΑΛΩΣΙΑ
Από τη νέα αυτή θέση μας είδαμε κάτω μπρος μας λουρίδα θάλασσας του κόλπου της Σμύρνης. Σύγχρονα όμως μπρος μας, σε αρκετή απόσταση, μέσα από μικρή κοιλάδα, μάλλον χαράδρα, φάνηκαν καβαλλάρηδες, όχι περισσότεροι από 200-250, οι οποίοι ρχόντουσαν προς το μέρος μας. Οι αξιωματικοί μας που παρατηρούσαν με τα κιάλια τους είπαν ότι ήταν τούρκικο ιππικό και ότι πίσω απ’ αυτούς που φαίνονταν, έρχονταν και άλλη φάλαγγα. Διαδόθηκε σύγχρονα μεταξύ των στρατιωτών ότι στ’ αριστερά μας υψώματα ήσαν πολυβολεία. Αλλά εκ των υστέρων αποδείχτηκε ότι η διάδοση αυτή δεν ανταποκρινόταν σε αληθινά πράγματα, γιατί στρατιώτες που έφυγαν προς αυτή την κατεύθυνση, έφτασαν στη θάλασσα στον Τσεσμέ, χωρίς να προσβληθούν από εχθρικά τμήματα.
Οι συνταγματάρχες Ζεγκίνης και Θεοδώρου με τους αξιωματικούς του επιτελείου των άρχισαν να συσκέπτονται για ν' αποφασίσουν τί να κάνουν. Και ακούστηκε απ’ αυτούς η λέξη «παράδοση». Μόνος ο επιτελάρχης ταγματάρχης Σιώρης ακούστηκε να ζητάει έναν πολυβολητή, για να βάλει κατά των επερχομένων καβαλλάρηδων. Αλλά η διάλυση ήταν τόσο ολοκληρωτική ώστε τίποτα δεν έγινε για αντίσταση.
Αν και οι περισσότεροι στρατιώτες φώναζαν «δεν παραδινόμαστε» κανένας αξιωματικός δεν πήρε την πρωτοβουλία να μας συντάξει και να μας οδηγήσει σε αντίσταση. Αντίθετα προσπαθούσαν να μας πείσουν ότι φτάσαμε σε αδιέξοδο και ότι μόνο με την παράδοση μας θα σωνόμαστε, γιατί έτσι θα πηγαίναμε στη Σμύρνη, εκεί θα παραδίναμε τα όπλα μας και θα φεύγαμε ελεύθεροι για την πατρίδα μας.
Κείνες τις στιγμές είδα τον υπασπιστή του 18ου συντάγματος. Λοχαγό Πέτρο Αλεξόπουλο, χωρίς να ειπεί τίποτα, να σπιρουνίζει τα’ άλογο του και ν’ απομακρύνεται.
Όταν γύρισα από την αιχμαλωσία τον είδα στην Αθήνα και όπως έμαθα, ήταν κατήγορος της διοίκησης μας, για την αιχμαλωσία μας. Ότι όμως ο ίδιος παράτησε το σύνταγμα του κι’ έφυγε, χωρίς να ενεργήσει τίποτα για να το σώσει ή ν' αγωνιστεί, κανείς δεν το γνώριζε.
Η διοίκηση μας αποφάσισε την παράδοση και στάλθηκε προς τους επερχόμενους τούρκους καβαλλάρηδες κήρυκας, με λευκή σημαία, ο ανθυπολοχαγός - διερμηνέας Σταυρίδης όταν αυτοί βρίσκονταν σε μικρή απόσταση από μας, μάλλον για ν’ αναγγείλει ότι παραδινόμαστε παρά για να διαπραγματευτεί όρους.
Με τη σκέψη ότι απ’ εκείνη τη στιγμή θάμαστε αιχμάλωτοι των τούρκων έννοιωσα σαν να μη ζω πια. Αδιαφορώντας για το τι γινόταν γύρω μου, έσπασα το όπλο μου, μάνλιχερ, κτυπώντας το σε βράχο, αφού πρώτα έβγαλα το ουραίο του, το διάλυσα και σκόρπισα τά κομμάτια του και έβγανα από δερμάτινη θήκη του το στο ζωστήρα μου κρεμασμένο πιστόλι με το δεξί μου χέρι και μ’ αυτό θ' αυτοχτονούσα.
Δίπλα μου , βρισκόταν ο φίλος μου λοχίας του επιτελείου μας Γιώργος Κωνσταντινίδης. Ακαριαία μ' αγκάλιασε κατά τρόπο που μούκλεισε στην αγκαλιά του τα χέρια μου, και μούπε: «Βασίλη, τί πας να κάνεις; δεν σκέπτεσαι τους δικούς σου; ότι μας συμβεί θα τα περάσουμε μαζί». Τα λόγια αυτά του Γιώργου Κωνσταντινίδη παράλυσαν τις δυνάμεις μου και ξουθενωμένος πια διάλυσα και το πιστόλι μου και πέταξα τα κομμάτια του.
Την ίδια στιγμή κοντά μας ακούσθηκαν διαδοχικά δυο πυροβολισμοί και είδα δυο λεβεντόκορμους συναδέρφους να κοίτονται στο χώμα ματωμένοι. Είχαν αυτοκτονήσει με τα όπλα τους. Ήταν ο Γιώργος Τσιτσεκλής και ο Νίκος Μαγγανιώτης, που κατάγονταν από τη Σμύρνη. Και οι δυο τους ωραία παλικάρια είχαν τελειώσει την Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης και είχαν καταταγεί εθελοντές στο στρατό μας.
Ο Γιώργος Τσιτσεκλής, ψηλός, μελαχροινός με μαύρα μαλλιά και μαύρα μεγάλα μάτια. Ο Νίκος Μαγγανιώτης ψηλός καστανόξανθος με γαλανά μάτια. Και οι δυο τους δεν θα μπορούσαν ν’ ανεχτούν αιχμαλωσία στους τούρκους και όπως ήσαν παιδιά γνωστών ελληνικών οικογενειών της Σμύρνης δεν τους ήταν δυνατό ν’ ανεχτούν ξευτελισμούς και βασανιστήρια από τούς τούρκους. Έμειναν εκεί νεκροί κοντά στους βράχους της κορφής των «Δυο Αδερφών» της Αγαπημένης των αλλά ξανασκλαβωμένης πατρίδας των Σμύρνης, που η λιγόχρονη λευτεριά της έσβυσε σαν όνειρο, αδερφωμένοι ο ένας πλάι στον άλλο, άταφοι !
Ο Ζεγκίνης και οι άλλοι αξιωματικοί που άκουγαν τους πυροβολισμούς και είδαν τους νεκρούς άρχισαν να φωνάζουν. «Παιδιά μη το κάνετε αυτό' μη στενοχωριέστε, η αιχμαλωσία μας θα είναι λιγοήμερη? θα πάμε στην πατρίδα μας».
Πλησίασαν οι τούρκοι καβαλλάρηδες και η παράδοση σ’ αυτούς έγινε κατά ώρα 5 απογευματινή της 28ης Αύγουστου ημέρα Κυριακή.
Παραδόθηκε όλη η στρατιωτική δύναμη που βρισκόταν εκεί εκτός του τάγματος Βαμβακόπουλου, το οποίο σαν εμπροστοφυλακή και αριστερή πλαγιοφυλακή που είχε ταχτεί, είχε προχωρήσει μαχόμενο και όταν πλέον είχε νυχτώσει από τους βραδυπορούντες στρατιώτες του πληροφορήθηκε την παράδοση τού συντάγματος.
Όπως μάθαμε και αυτού του τάγματος τμήμα υπό τον λοχαγό Κατσίκαν παραδόθηκε την επομένη, και μόνο ο Βαμβακόπουλος με εξακόσιους (600) περίπου στρατιώτες και αξιωματικούς έφτασε στον Τσεσμέ και απ’ εκεί, όπως και άλλα τμήματα διεκπεραιώθηκαν στη ΧΙο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου