Μίαν φοράν αι Αθήναι επολιορκούντο υπό των Δωριέων. Η Πυθία είχεν ειπή ότι οι εχθροί θα καταλάβουν την πόλιν εάν δεν φονεύσουν τον βασιλέα της. Αν τον φονεύσουν , δεν θα την καταλάβουν..Ο Κόδρος ήτο βασιλεύς πατριώτης. Απεφάσισεν αμέσως να θυσιασθή. Δεν θα άφηνε να περιέλθουν αι Αθήναι εις τον εχθρόν. Αλλά ο χρησμός ήτο γνωστός και εις τους Δωριείς.Και οι Δωριείς είχαν τον νουν των να μη φονεύσουν τον βασιλέα. Ο Κόδρος εν τουτοις επέτυχε να θυσιασθή. Περιεβλήθη στολήν αγρότου , έλαβεν ένα δρέπανον , επροχώρησεν εις το στρατόπεδον των Δωριέων, και δια του δρεπάνου του, εφόνευσεν ένα εξ αυτών. Τότε είς άλλος Δωριεύς εφόνευσε τον Κόδρον. Όταν το αντελήφθησαν οι Δωριείς , εφοβήθησαν και έλυσαν την πολιορκίαν . Ο βασιλεύς είχε θυσιάσει την ζωήν του, αλλά έσωσε την πατρίδα του. Οι Αθηναίοι εθαύμασαν την άφθαστον φιλοπατρίαν του βασιλέως των. Και την εθαύμασαν τόσω ώστε κατήργησαν την βασιλείαν , κρίνοντες ότι δεν ήτο δυνατόν να ευρεθή άλλος βασιλεύς αντάξιος του Κόδρου.
Μετά από εικοσιπέντε και πλέον αιώνας , ένας άλλος βασιλεύς -ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος – ευρέθη πολιορκημένος εις την πρωτεύουσάν του από τους εχθρούς. Εκείνοι του παρήγγειλαν να παραδώση την πόλιν , να πάρη τους θησαυρούς του, τους μεγιστάνας του , την αυλήν , και να στήση αλλού το βασίλειόν του : Εις την Πελοπόννησον .
Μετά από εικοσιπέντε και πλέον αιώνας , ένας άλλος βασιλεύς -ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος – ευρέθη πολιορκημένος εις την πρωτεύουσάν του από τους εχθρούς. Εκείνοι του παρήγγειλαν να παραδώση την πόλιν , να πάρη τους θησαυρούς του, τους μεγιστάνας του , την αυλήν , και να στήση αλλού το βασίλειόν του : Εις την Πελοπόννησον .
Ο βασιλεύς
ηρνήθη . Είπεν : «Όχι.» Είπε:«θα πολεμήσωμεν μέχρις εσχάτων.»
Έμεινε
λοιπόν , ο βασιλεύς.
Έμεινεν
, ηγωνίσθη μεtαξύ των στρατιωτών του ως στρατιώτης, και έπεσεν εις την πύλην του
Ρωμανού. Οι βυζαντινοί εθαύμασαν την
άφθαστον φιλοπατρίαν του βασιλεώς των. Και την εθαύμασαν τόσω ,
ώστε επίστευσαν όλοι , και τότε, και επί γενεάς γενεών, ότι βασιλεύς, όπως ο
Κωνσταντίνος δεν ήτο δυνατόν να αποθάνη.
Θα ξαναζούσε μίαν ημέραν: O μαρμαρωμένος βασιληάς….
Αυτά
τα παραδείγματα- και ανάλογα άλλα- παρέχουν αι μυριοπληθείς σελίδες της ελληνικής ιστορίας. Είνε λοιπόν
φυσική , και εκφράζει την οργήν και την
σκέψιν όλων ανεξαιρέτως των Ελλήνων μία
παρατήρησις , την οποίαν διατυπώνει εις την προκήρυξιν της η σχηματισθείσα χθες
κυβέρνησις. Η παρατήρησις , ότι εκείνοι , οι οποίοι έφυγαν , απαιτούν από όλους μας να συνεχισθή ο αγών»!
Να
συνεχισθή ο αγών; Ποίος αγών ; Η καταστροφή ; Ποίος αγών; Ο «σφαγιασμός» και η «αυτοκτονία» εις την
οποίαν ερρίφθη η ατυχής χώρα , αβοήθητος τελείως , και εστερημένη των μέσων ν’
αντεπεξέλθη εις τοιαύτην επίθεσιν;
Ποίος
αγών;
Δεν
υπάρχει είς άνθρωπος εις τον κόσμον , ούτε είς , ο οποίος, τουλάχιστον εκ των υστέρων , να μη κατανοή ασφαλώς, ότι: Αυτός
ο αγών απεφασίσθη , μόνον και μόνον
διότι εκείνοι που τον απεφάσισαν
, καίτοι τον εγνώριζαν απέλπιδα και άσκοπον, είχαν υπ’ όψιν των απ’ αρχής να διεξαχθή ο αγών από τα παιδιά του ελληνικού λαού , να υποστή
τον όλεθρον η χώρα , αυτοί δε να φύγουν εγκαίρως.
Δεν
υπάρχει εις τον κόσμον άνθρωπος, ούτε
είς, αγνοών ότι, αν είχαν καρφωθή επί του εδάφους ττων Αθηνών τα πόδια εκείνων οι οποίοι έλαβαν την απόφασιν περί του αγώνος, δεν θα τον απεφάσιζαν. Τον
απεφάσισαν διότι είχαν προαποφασίσει να φύγουν. Και έφυγαν. Και έφυγαν μαζί των φίλοι , συνέταιροι , φίλοι των φίλων
, άνθρωποι της συντροφιάς. Και πραγματοποιούν τώρα , μερικοί εξ αυτών
, ταξίδια, τα οποία ούτε μαχαραγιάδες
δεν θα απετόλμων. Και συναπεκόμισαν όλον τον χρυσόν, δια να μη τον πάρη,
υποτίθεται , ο νικητής , και όλο το κάλυμμα της δραχμής , και όλα τα
χαρτονομίσματα.
Όλα.
Η τράπεζα αναγκάζεται να θέτη εις
κυκλοφορίαν τώρα χαρτονομίσματα τρύπια, και τραπεζογραμμάτια ακυρωθέντα, και
παντός είδους «παληάτσες», διότι δεν έμεινε
χιλιόδραχμον εις τον τόπον.
Τα
επήραν όλα. Δεν έγινε δε μόνον η υποτιθεμένη μεταφορά του δημοσίου θησαυρού υπό
του κράτους , το οποίον , το οποίον μετεκομίζετο χάριν της «συνεχίσεως του αγώνος». Ειδών-ειδών
άνθρωποι , άλλοι με αμφιβόλους ιδιότητας, άλλοι με καμμίαν, εγέμισαν κιβώτια με
χρήματα, τα επήραν , κι έφυγαν. Πώς τα επήραν; Ποίαι τράπεζαι αρνούμεναι εις τον
πτωχόν κοσμάκην, δάνειον εκατόν δραχμών, τους έδωσαν;
Εκπληκτόμεθα
πώς τα επήραν…. Αλλά ιδικός των ήτο ο τόπος .Ιδικά των και τα εν αυτώ.
Και πώς
να μη τα πάρουν; Εκείνοι απεφάσισαν να
καή η Ελλάς και να σφαγούν οι Έλληνες, χωρίς να ερωτήσουν κανένα. Φεύγοντες , διέταξαν να εξακολουθήσουν φονευόμενα τα τέκνα σας και να μη παύσουν καιόμεναι αι ελληνικαί
πόλεις. Και δεν θα έπαιρναν το προϊόν
του μόχθου σας , ό εστί τα χρήματα των
ταμείων;
Έφυγαν…Πόσα
προβλήματα αφήκαν οπίσω των!...
Αυτά
τα προβλήματα- όπως η τύχη του εν αιχμαλωσία
στρατού, η πρόνοια δια τα θύματα του πολέμου , η εξασφάλισις του
επισητισμού , των συγκοινωνιών και της τάξεως
, ακόμη δε η παροχή εργασίας και η ανοικοδόμησις της εθνικής οικονομίας- είνε
τα ακανθωδέστατα θέματα τα οποία καλείται να επιλύση η νέα κυβέρνησις με όσας
δυνάμεις και μέσα απέμειναν εις τον
τόπον.
Από
την Αλβανίαν έως την Αττικήν πλανώνται
εις τα βουνά. Ως αν φαντάσματα, θύματα του πολέμου: Στρατιώται που έχασαν τον δρόμον, γυναικόπαιδα πόλεων και χωρίων, που κατεστράφησαν. Εκατοντάδες
χιλιάδων οικογενειών δεν έχουν πλέον
σπίτι.Τα ορφανά, αι χήρες, αι μητέρες που δεν πενθούν διότι δεν έχουν μαύρα να φορέσουν είναι μυριάδες.
Ο
Θεός, ας βοηθήση εκείνους, οι οποίοι
ανέλαβαν να επουλώσουν τας πληγάς της Ελλάδος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου