Κυριακή 6 Δεκεμβρίου 2015

Β. ΡΩΤΑΣ: Ο I TYXOΔΙΩΚΤΕΣ


Τι τα θέλουμε και τα γυρίζουμε; Γιατί να κοροϊδευόμαστε ; Γιατί δεν αποφασίζουμε επί τέλους να κοιτάξουμε τον εαυτό μας στον καθρέφτη της αλήθειας; Τι φωνάζουμε και κορδονόμαστε; Ποιος ακούει τα ασήμαντα διαλαλήματά μας; Μοιάζουμε με τους μεγαλεμπόρους του δρόμου που γκαρίζουν: "Παληά σίδερα, παληά κρεββάτια, παληά πράματα, παληά αααααα" με την απαλάμη στ' αυτί ναρκισσευόμενοι με τη φωνή μας. Αυτή είνε η αλήθεια . Είμαστε τυχοδιώκτες. 
Τυχοδιώκτες μάλιστα. Εμείς οι Έλληνες ! Τεμπέληδες. Ανίκανοι να στρωθούμε στη δουλειά, που την αποφεύγουμε όπως ο διάολος το λιβάνι. Άνθρωποι του ποδαριού, του εύκολου κέρδους. Εκμεταλλευταί. Γεννημένοι τύρρανοι . Σαν τα κακομαθημένα , τα χαϊδεμένα παιδιά εννοούμε να τα βρίσκουμε όλα έτοιμα. Και στην αδυναμία μας να τάχουμε όπως τα θέλουμε , μη μπορώντας να είμαστε τύραννοι ελλείψει σκλάβων ή γιατί βρεθήκαμε στην ανάγκη να μας τυραννούν άλλοι , αντί να στρωθούμε στη δουλειά, την ταχτική και τίμια , μεταχειριζόμαστε το μοναδικό όπλο της αδυναμίας : To ψέμα. Η ψυχή μας, ψυχή θυρωρού ξενοδοχείου. Σ΄οποιοδήποτε μεγάλο ευρωπαϊκό ξενοδοχείο κι αν μπήτε , θα σας δεχτή ο θυρωρός με το χρυσοφορεμένο ανάστημά του διπλωμένο στα δύο. Σε λίγο, ενώ θα πέρνετε τον καφέ σας στο μπαρ ρίχτε μια ματιά στο θυρωρείο. Ο ίδιος ο Θυρωρός , ο αξιοπρεπής με τη στολή του, που έσκυψε ως τη γης , μπροστά σας γιατί από τα καινούργια μπαγκάζια σας κατάλαβε πως έχετε τον παρά, ο ίδιος τώρα δίνει κάποια διαταγή στον υπηρετάκο του ξενοδοχείου. Κοιτάχτε: Τη διαταγή του τη συνοδεύει με μια βρισιά και μια κλωτσιά. 
Λοιπόν το ίδιο κι' εμείς. Στον ανώτερό μας μπροστά (και δεν αναγνωρίζουμε γι ανώτερό μας παρά μόνον εκείνον που έχουμε την ανάγκη του, που θέλουμε να τον εκμεταλλευτούμε) φερόμαστε με τόση ταπεινότητα και κολακεία, με τόση μικροπρέπεια που δεν διαφέρουμε καθόλου από τα σκυλάκια που σέρνονται με την κοιλιά στα πόδια του αφέντη τους. Αν τώρα βρούμε κανέναν κατώτερό μας, άνθρωπο δηλαδή που δεν περιμένουμε τίποτα απ' αυτόν αλλ' απεναντίας που νομίζουμε πως αυτός έχει την ανάγκη μας) του φερνόμαστε το ίδιο, σαν νάτανε σκυλί. 
Τη δουλειά , την εργασία δεν την εκτιμούμε γιατί δεν την ξέρουμε. Την εργασία που ελευθερώνει τον άνθρωπο και τον κάνει κύριο μεταξύ κυρίων την περιφρονούμε. Γυρίζουμε σαν αδέσποτοι, σαν γάτοι στις γειτονιές, έτοιμοι ν΄αρπάξουμε ό,τι μας περάση από το χέρι. Ριχνόμαστε στις περιπέτειες από τεμπελιά. Κυνηγάμε την τύχη παντού όπου βλέπουμε να γίνεται κάποια προσπάθεια, να φανερώνεται κάποια πρόοδος. Μόλις ακούσουμε ότι κάπου υπάρχει πλούτος τρέχουμε αμέσως εκεί σαν τις μυίγες σα σκουπίδια. Μόλις πληροφορηθούμε ότι κάπου γίνεται αναμπουμπούλα , ταραχή, πόλεμος, πρώτοι και καλύτεροι. Ό,τι βρωμερό εμπόριο, κάθε ύποπτη επιχείρησι , εμείς την κυβερνούμε, όχι μόνο στα λιμάνια της Μεσογείου και της Ανατολής, παρά σ' όλα τα λιμάνια του κόσμου .Το εμπόριο του χασισιού στην Αίγυπτο και στην Κίνα, το λαθρεμπόριο του οινοπνεύματος στην Αμερική, η σωματεμπορία και κάθε παγαποντιά είνε τα τίμια επαγγέλματα κυρίως των Ελλήνων. 
Εν τω μεταξύ ο τόπος μας εδώ ρημάζει. Όλα εδώ δίνουν την εντύπωσι πως σήμερα είμαστε κι αύριο φεύγουμε. Ζούμε σαν εφήμερα.Τα σπίτια μας πρόχειρα, ίσα ίσα να μας προφυλάξουν από τη βροχή, ή από τον ήλιο. Τρώμε, πίνουμε, κοιμόμαστε σαν ταξιδιώτες μέσα στην έρημο, ή σαν φυλακισμένοι στην Παλιά Στρατώνα. Σαν κατσαρίδες που φωλιάζουν μέσα στο κεφαλοτύρι, τρώμε από τα έτοιμα, ό, τι ακόμα παράγει αυτός ο τόπος , τα δάση μας την εξαντλήσαμε, χωρίς καμιά φροντίδα για το μέλλον ,  καμιά καλλιέργεια, καμιά πρόνοια. Σήμερα είμαστε κι' αύριο φεύγουμε. Και φεύγουμε πράγματι. Φεύγουμε για την πρωτεύουσα , κι από κει για τα ξένα, γυρίζουμε τυχοδιώκτες στα πέρατα του κόσμου, άνεργοι, λωποδύτες, ψεύστες, κατεργαρέοι. Έτσι χάνεται μια φυλή που θέλει να νομίζη πως έχει ζωτικότητα. Τώρα που ούτε οι χωριάτισσες πια δεν σκέπτονται να κάνουν πια παιδιά. Τα χωριά μας ρημάζουν , τα βουνά μας κατάντησαν άγονοι βράχοι .Η γεωργία, η κτηνοτροφία , κάθε παραγωγική εργασία έχει σταματήσει. Κανείς δεν θέλει πια να δουλέψη στο έδαφος. Εν τω μεταξύ όλο μας το ενδιαφέρον είνε για τον κανονισμό της επετηρίδος . Δε βλέπουμε στις εφημερίδες παρά ζητήματα καθεστωτικά, στρατοκρατικά, κομματικά. 
Κι ο Μουσολίνι, ο γείτονας μας βροντοφωνεί: "Θα υποστηρίξω τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Όλη η Ιταλία θα καλλιεργηθή." Χμ! Πολύ το φοβάμαι πως εμείς οι έξυπνοι, εμείς οι τυχοδιώκτες , οι ευγενείς και σπουδαίοι , θα βάλουμε τύραννο στο κεφάλι μας. Ο πληθυσμός της Ιταλίας αυξάνει όλο ένα. Ε Καραγκιόζηδες, δεν βλέπετε ακόμα τα τσαρούχια του Βεληγκέκα;

(Το   αμφιλεγόμενο αυτό άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Βραδυνή της  11 Ιουνίου 1927)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου