Δευτέρα 28 Δεκεμβρίου 2015

ΠΕΡΙΜΕΝΟΝΤΑΣ ΝΑ ΗΧΗΣΟΥΝ ΤΑ ΤΥΜΠΑΝΑ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ

Στα τέλη Σεπτεμβρίου σημειώθηκαν οι πρώτες μετακινήσεις μεγάλων ιταλικών μονάδων προς τα σύνορα μας.
Ήταν 6 το απόγευμα, όταν ο Διευθυντής Πολιτικών Υποθέ­σεων μπήκε, βιαστικός όπως πάντα, στο Κρυπτογραφικό, και ρώτησε αν υπήρχε τίποτε το σημαντικό. Εγώ σκυμμένος απάνω σ' ένα μακρύ τηλεγράφημα από τα Τίρανα κόπιαζα να το αποκρυπτογραφήσω. Ανέφερε τις τελευταίες μετακινήσεις ιτα­λικών μονάδων και τις θέσεις που είχαν καταλάβει. Είχα ακόμη μερικές σελίδες να αποκρυπτογραφήσω αλλά είπα στον Διευθυ­ντή τα όσα μηνούσαν τα Τίρανα. Νευρικός μου είπε να τελειώσω την αποκρυπτογράφηση αμέσως και να του πάω το κείμενο. Βγήκε για να ξαναμπεί δυο λεπτά αργότερα και να μου πει να μην δακτυλογραφήσω το κείμενο, αλλά μόλις τελειώσω να πάω να το διαβάσω στον Πρωθυπουργό που περίμενε στο γραφείο του.
Είκοσι λεπτά αργότερα χτυπούσα δειλά την πόρτα του πρωθυπουργικού γραφείου κι έμπαινα μέσα σ' ένα μισοσκόταδο όπου η μόνη φωτισμένη μορφή ήταν του Μεταξά καθισμένου στο γραφείο του και οι άλλες, ο Μανιαδάκης, ο Μαυρουδής, ο Παπάγος, ο Μελάς κι ένας άλλος στρατιωτικός τον οποίο δεν ήξερα (ήταν ο Πιτσίκας, Διοικητής Στρατιάς Ηπείρου), έμοια­ζαν, απολύτως ακίνητες, σαν άυλα φάσματα, συγκεντρωμένα γύρω από τον ταγό, περιμένοντας ένα νεύμα του για να δράσουν.
Άρχισα να διαβάζω. Τα ονόματα αυτά, τα αλβανικά, που μας είχαν γίνει τόσο οικεία, ηχούσαν τώρα σαν εξωτικά: Μαρκάτι, Μούρζι, Λιμπόχοβο... Νεμέτσκα... Φούρκα, Λεσκοβίκι... Γερμένι.... Μπαρμπάσι.... Ερσέκα... Χέλμεσι... Μπάμπαν... Βίγλιστα... Χέλμεσι... ανάμικτα με ονόματα ιταλικών μονάδων, 23η μεραρχία Σιέννα, 8η Μεραρχία Αλπίνι, 50 άρματα μάχης, δύο λόχοι Βερσαλιέρων, 3η Μεραρχία Τζούλια, 11η Μεραρχία Λύ­κοι Τοσκάνης... Όλη αυτή η ηχητική ανάμιξη δημιουργούσε μια παράξενη εντύπωση, σαν να ήταν ηχώ που βγαίνει από σπηλιά. Χωρίς να το θέλω αισθανόμουν ρίγη να διαπερνούν το σώμα μου. Όταν τελείωσα την ανάγνωση, κινήθηκα για να βγω αλλά ο Μεταξάς διέταξε: «Διαβάστε πάλι, παρακαλώ, με αργό ρυθμό».
Δεν είχα προλάβει να τελειώσω την δεύτερη ανάγνωση, όταν ακούστηκε, μέσ' από το μισοσκόταδο, ανυπόμονη, σχεδόν επιτι­μητική, η φωνή τού άγνωστου μου στρατιωτικού: «Κύριε Πρόε­δρε! Θα διατάξετε επί τέλους επιστράτευση!». Και τότε ο Μετα­ξάς αποκρίθηκε έντονα: «Άκουσε Πιτσίκα! Δεν κινδυνεύεις εσύ να σε βγάλει προδότη η Ιστορία! Κινδυνεύω εγώ! Αν διατάξω επιστράτευση, για έναν στρατιώτη που θα στέλνω στα σύνορα ο Μουσολίνι θα στέλνει δυο και τότε η ελάχιστη ελπίδα που έχομε να μην επιτύχει το σχέδιο τους θα εξατμισθεί!».
Βγήκα από το πρωθυπουργικό γραφείο συγκλονισμένος και, καθώς, μετά από λίγο, οι άλλοι συνάδελφοι έφυγαν κι έμεινα μόνος για να χτυπήσω το τηλεγράφημα στην μηχανή, ο νους μου πήγε πίσω μακριά σ' άλλες στιγμές που βρήκαν τον ελληνισμό εν αγωνία. Προδότης ο Θεμιστοκλής αν δεν είχε επιτύχει η παγίδα που είχε στήσει στον Ξέρξη, προδότης ο Παυσανίας στις Πλαταιές αν διατάζοντας, νύχτα, μυστικά, αλλαγή μετώπου, επικίνδυνη για όλη την παράταξη, δεν είχε προκαλέσει την ίδια κίνηση του εχθρού κι έτσι βρέθηκαν οι δύο αντίπαλοι στις ίδιες αντίστοιχες θέσεις, προδότης ο Κολοκοτρώνης που αρνήθηκε πεισματικά να προσπαθήσει να εμποδίσει τον Δράμαλη να ξεχυθεί στον κάμπο του Άργους για να τον εξασθενήσει, να τον κάνει να εξαντλήσει τα εφόδια του κι ύστερα να του επιτεθεί κόβοντας του την υποχώρηση στα Δερβενάκια. Τιμή σ' εκείνους που, όταν βλέπουν ότι δεν υπάρχει άλλη πιθανή σωτηρία παρά το ριψοκίνδυνο τέχνασμα και τα έχουν όλα σταθμίσει, κατορθώ­νουν να υπερνικήσουν το άγχος τους και το άγχος των γύρω τους κι αποδέχονται το ενδεχόμενο της αυτοθυσίας.
Όταν, μετά από μισή ώρα, ξαναχτύπησα την πόρτα του γραφείου του Μεταξά για να παραδώσω το καθαρογραμμένο τηλεγράφημα, το δωμάτιο ήταν άπλετα φωτισμένο. Οι άλλοι είχαν φύγει και είχαν μείνει, ο Μεταξάς, ο Παπάγος και ο Πιτσίκας, σκυμμένοι επάνω σ' ένα χάρτη της μεθορίου. Ο Μεταξάς σήκωσε τα μάτια ερωτηματικά. «Το τηλεγράφημα, Κύριε Πρόεδρε», ψιθύρισα. «Ευχαριστώ, παιδί μου...», είπε ήρεμα και τα μάτια του ήσαν, ίσως να μου φάνηκε πώς ήσαν, χαμογελαστά. Γιατί άραγε; Δεν ήταν ποτέ δυνατόν να φανταζό­ταν ότι κάποτε εγώ, ο ακούσιος μάρτυς, θα έγραφα τις γραμμές αυτές.
Δεν είπα σε κανέναν τίποτε κι έγραψα στο ημερολόγιο μου μια συνθηματική φράση: Πιτσίκας-Μεταξάς- κριτής Ιστορία, 2-10-40.
(Άγγελος Σ .Βλάχος: Μια φορά και ένα καιρό ένας διπλωμάτης.  Α τόμος.)




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου