Παρασκευή 7 Δεκεμβρίου 2018

ΔΙΔΩ ΣΩΤΗΡΙΟΥ :ΟΙ ΝΕΚΡΟΙ ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΝ

ΚΙ ΗΡΘΕ Η ΑΝΟΙΞΗ του 1919. Ανήμερα την πρωτομαγιά ο πατέρας μας πήγε εκδρομή με αμάξι στη μπυραρία «Αϊντίν», μέσα σ' ένα δάσος, που πάνω στα δέντρα του η εμπορική εφευρετικότητα των ιδιοκτητών είχε φτιάξει πατάρια όμοια με στρογγυλούς άμβωνες. Εκεί πάνω ανέβαιναν για τα «πικ - νικ» τους οι εύθυμοι Σμυρνιοί κι άδειαζαν βαρελάκια ολόκληρα μπύρα.
Ήμουν κρεμασμένη η μισή έξω απ' τη σκάλα ενός τέτοιου παταριού και κουνώντας το ένα πόδι μου στον αέρα κοίταζα μια τη φύση, που είχε στρώσει πλούσια τα πράσινα και τα πορφυρένια ταπέτα της και μια την παρέα του πατέρα μου, που βρισκόταν στο ζενίθ του κεφιού.
Ένα αμάξι φάνηκε απ' το φιδωτό, σκονισμένο δρόμο ν' ανηφορίζει με καλπασμό. Κι είδα τον κύριο Στέλιο, το γραμματικό μας, να πηδάει έξαλλος, και χωρίς τις συνηθισμένες αβρές χαιρετούρες του, να ορμάει προς το μέρος που ήταν ο πατέρας μου και να του λέει κάτι στ' αυτί.
Πριν καν τελειώσει το μακρύ μυστικό του, ο πατέρας αναπήδησε κόκκινος σαν αστακός.
—Είναι εξακριβωμένο; τον ρώτησε.
—Μα ναι, βέβαια, σας λέω ότι...
Ο πατέρας έπαθε τότε ένα είδος τρέλας. Πέταξε το ποτήρι του στον αέρα κι άρχισε να σταυροκοπιέται, να κλαίει και να μονολογεί.
—Έρχονται, έρχονται... Δόξα σοι ο Θεός! Τέλειωσαν τα ψέματα...
Γύρισαν όλοι ξαφνιασμένοι και περίεργοι.
—Ποιοί έρχονται, Βασιλάκη, και κανείς έτσι; Μέθυσες;
—Οι Έλληνες! Οι Έλληνες φτάνουν! Ως το πρωί ο ελληνικός στόλος θα βρίσκεται στο λιμάνι της Σμύρνης.
—Οι Έλληνες; έκαναν όλοι μαζί, σα να μην το χωρούσε αμέσως το μυαλό τους. Οι Έλληνες; Ποιοί; Οι Έλληνες! Ά οι... οι Έλληνες!
Και τότε έπαθαν κι αυτοί ομαδικά την ίδια κρίση με τον πατέρα μου. Κι άρχισαν να κλαίνε και να 
γελούν και ν' αγκαλιάζονται και να ευχαριστούνε το Θεό και να κάνουν τάματα. Και στριφογύριζαν άσκοπα στον ίδιο χώρο, μ' επιφωνήματα κι αλαλαγμούς χαράς. Κι άλλοι μάζευαν τα πράματά τους βιαστικά και τα ξαναπαρατούσαν και τα ξαναμάζευαν κι άλλοι φώναζαν τα παιδιά τους για να φύγουν.
Δε θυμούμαι πόσο βάσταξε η σκηνή εκείνη, μα μόλις κόπασαν οι πρώτοι ενθουσιασμοί ο κύριος Τηλέμαχος ο «κουγιουμτζής», άναψε το τσιμπούκι του σκεφτικός κι άρχισε να λέει:
—Για καλό και για κακό πρέπει ν' αδειάσουμε τα μαγαζιά μας απ' τα πολύτιμα είδη. Να φτιάξουν οι γυναίκες μας ζώνες εσωτερικές για λίρες και πολύτιμες πέτρες... Βέβαια, δεν ξέρει κανείς ποτέ τι γίνεται. Οι ανώμαλες εποχές δεν είναι παίξε -γέλασε...
Τέτοιες ζώνες από κάμποτο, που μέσα αράδιαζαν τις λίρες σα φυσεκλίκια, τις θυμόμουνα να τις φοράει συχνά η μητέρα στα ταξίδια της. Τώρα άρχισαν όλοι να διατυπώνουν κι από μια γνώμη για τα προληπτικά μέτρα που θάπρεπε να πάρουν. Μόνο ο πατέρας μου δεν ήθελε ν' ασχοληθεί με σκέψεις πραχτικές που κατέβαζαν τον ενθουσιασμό και μείωναν την πίστη στην παντοδυναμία της λευτεριάς. 
Η μόνη ερώτηση που ανέβηκε στα χείλη του αυθόρμητα ήταν:
—Μαίρη, τις σημαίες τις ετοίμασες όλες;
—Όλες, Βασιλάκη, κι είναι και μεταξωτές.
Τα μάτια της μητέρας έπαιζαν, σα να γύριζε σελίδα. Έμεινε λίγο σκεφτική και στο τέλος με κάποια δισταχτικότητα είπε:
—Πάμε να φύγουμε, Βασιλάκη. Απόμερα είναι... Τέτοιες ώρες δεν ξέρει κανείς ποτέ...
Ο πατέρας πέρασε το χέρι του προστατευτικά στο μπράτσο της και της είπε με σιγουριά:
—Δεν έχει πια φόβους και τρομάρες. Τελείωσε η σκλαβιά, μην ανησυχείς.
Μόλις κατρακυλήσαμε κάτω από κείνο το περίεργο πατάρι, ο πατέρας πέταξε στα γκαρσόνια μια χούφτα λεφτά.
—Πάρτε, πάρτε, δε μου χρειάζονται πια οι τούρκικες λίρες. Είμαστε λεύτεροι παλικάρια, λεύτεροι!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου