Τετάρτη 29 Ιουνίου 2011

ΚΥΠΡΟΣ 1974

Από το ημερολόγιο του πολεμιστή  Περαμερίτη Γεωργίου
Κύπρος 20η   Ιουλίου 1974 ώρα 05.30'.
Ξυπνήσαμε πολύ πρωί μέσα σε μια απόλυτη ησυχία που βασίλευε παντού.
Ξάφνου ακούμε την γειτόνισσα απέναντι που φώναζε: κ. Μελανή οι Τούρκοι χτυπούν την Κερύνεια, ήρθαν οι Τούρκοι, ανοίξτε το Μπαϊράκι (Τουρκοκυπριακός Ρ. Σταθμός) να ακούσετε.
Ο Κυπριακός Σταθμός είχε Στρατιωτικά εμβατήρια και μετά ολίγο ακούγαμε τον τότε Πρόεδρο της Δημοκρατίας κ. Ν. Σαμψών να καλεί σε γενική επιστράτευση τον λαό. Γυρίζω στον σύγαμπρό μου και του λέω:— Σίμο καλεί επιστράτευση πάμε. Μου απαντά:— Εσύ να μην έρθεις εσύ είσαι Ελλαδίτης.— Δεν έχει σημασία θα έρθω, του λέω.
Άνηκα στο 336 Τ.Ε. 2ος λόχος, 2α Διμοιρία, 1η ομάδα, σαν Λοχίας.  Ήμουν ο μόνος Ελλαδίτης στο Τάγμα και έγινα ευπρόσδεκτος από την ομάδα μου με μια ανεπιφύλακτη χαρά εκ μέρους των ανδρών που ήθελαν να με ακούν να μιλώ τα «Καλαμαρίστικα» όπως αποκαλούν την ελληνική προφορά. Μου έδωσαν έναν Α/Τ και 3 κιβώτια βλήματα.
Εκεί που καθόμασταν φάνηκαν 3 οχήματα με Αγγλική Σημαία και 2 ιδιωτικά με τα σήματα του Ο.Η.Ε. στις πόρτες, μόλις χάθηκαν στο βάθος του δρόμου φάνηκαν ψηλά στον ουρανό τα εχθρικά αεροπλάνα. Έμειναν πολύ ψηλά και δεν εδόθη διαταγή να χτυπήσουν τα αντιαεροπορικά πού είχαν πιάσει θέσεις κάτω από τα δένδρα. Βλέπαμε μακριά μέσα στον κάμπο φλόγες και καπνούς να υψώνονται στον ουρανό.Ξεκινήσαμε πέντε φορτηγά 1 λεωφορείο σε σχηματισμό φάλαγγας για την Αμμόχωστο. Βρισκόμασταν πάνω στον δημόσιο δρόμο όταν ακούσαμε πάλι ψηλά τα αεροπλάνα και προτού να καταλάβουμε τα είδαμε να ορμούν από τον δρόμο απέναντι μας. Τα 4 φορτηγά και το λεωφορείο έκοψαν μέσα στα χωράφια μα το τελευταίο φορτηγό δέχτηκε τις ριπές εμπρός στην μηχανή που κυριολεκτικά την πέταξε έξω.
Υψώθηκαν και χάθηκαν έτσι ξαφνικά όπως ήρθαν αφή­νοντας πίσω την καταστροφή και τον θάνατο του οδηγού.
Μετακίνησαν το φορτηγό πάνω από τον δρόμο και συνεχίσαμε την πορεία προς την Αμμόχωστο.
Από εκείνη την στιγμή καταλάβαμε ότι έχομε πόλεμο και μας το έδειχνε ο πρώτος νεκρός που είδαμε εκεί κομμένο στα δύο από τις ριπές.
Φθάσαμε στο στρατόπεδο όπου μείναμε μέχρι που έπεσαν τα πρώτα σκοτάδια. Και πάλι με τα φορτηγά μεταφερθήκαμε μέσα στην πόλη. Έπρεπε ο λόχος μας να αντικαταστήσει άλλους και να πιάσουμε θέσεις γύρω από τα τούρκικα που ήταν έξω από τα τείχη της παλαιάς πόλεως.
Πιάσαμε θέσεις στο δρόμο που οδηγεί προς την Λάρνακα 150—200 μ. από το ράουντ-απάουντ.
Ήρθε ο Λοχαγός και μου είπε πως έπρεπε να πλησιάσω σε απόσταση και να ρίξω με το μπαζούκας σε κτήρια που είχε υποψία ότι υπάρχουν πολυβολεία, και αυτό μόλις πέσουν τρεις πυροβολισμοί από τον Ταγματάρχη.
Μάζεψα τα βλήματα από τους στρατιώτες που τα είχα μοιράσει καθώς ερχόμασταν και μαζί με τον γεμιστή μου τα φορτωθήκαμε και έρποντας μέσα στα δένδρα και τον σωρό των σκουπιδιών πλησιάσαμε όσο πιο κοντά μπορούσαμε και περιμέναμε με κομμένη την ανάσα.
Μέσα σε όλη εκείνη την φασαρία από τις εκκωφαντικές εκρήξεις του πυροβολικού και τις ριπές των πολυβόλων νόμισα πως έπεσαν οι τρεις πυροβολισμοί του Διοικητή και γέμισα να ρίξω. Προειδοποίησα τον γεμιστή να μετακινηθεί αμέσως γιατί ίσως μας αντιληφθούν από τα αέρια που αφήνει πίσω του ο Α/Τ. Καθώς σκόπευα τα κτήρια στα πιθανά σημεία υπάρξεως πολυβολείων συγχρόνως σκεπτόμουν αν υπάρχουν μικρά παιδιά από πίσω, μα μια άλλη σκέψη με φούντωσε μίσος. Και στα δικά μας σπίτια υπάρχουν παιδιά και όμως τα βομβαρδίζουν με βόμβες και σκοτώνουν άμαχο πληθυσμό. Έριξα 1-2-3 βλήματα και άκουσα τον Λοχαγό να μας καλεί να σταματήσουμε.Τραβηχτήκαμε μέχρι τον δρόμο πάλι, κοντά στους άλ­λους. Οι περισσότεροι κοιμήθηκαν από την κούραση της ημέρας είπα να κάνω και εγώ το ίδιο μα η σκέψη πώς θα μέναμε χωρίς να κοιτά κανείς για τον εχθρό με έκανε να αλλάξω γνώμη. Έμεινα όλη την νύχτα ξάγρυπνος.
21-7-74
Μόλις θα είχε αρχίσει να σπάζει το σκοτάδι της νύχτας όταν άκουσα τρεχάματα από τις θέσεις μας, ήταν ο Λοχαγός που ερχόταν και ξυπνούσε όλους για να πάρουμε θέσεις. Ήρθε σε μένα και μου είπε να ξαναπλησιάσω πιο κοντά από άλλη μεριά. -Κύριε Λοχαγέ θέλω να μας καλύπτετε γιατί γινόμαστε αντιληπτοί από τα αέρια του είπα. 60m πίσω μου βάλτε 1-2 Μπρέν. -Εντάξει πήγαινε μ' απαντά. Έρποντας πάλι φθάσαμε σε άλλο σημείο που είχε μια ελάχιστη κάλυψη. Γέμισε ο γεμιστής 1-2 βλήματα και έγειρε στο πλάι. Τί έχεις, κτυπήθηκες; του λέω. 
-΄Οχι, όχι δεν μπορώ μου απαντά. Αναγκάστηκα να γεμίζω και να ρίχνω μόνος μου.
Έριχνα δίχως να καθυστερώ καθόλου οπότε άκουσα τον Λοχαγό να φωνάζει παύσατε πυρ.
Θα είχα ρίξει 9-10 βλήματα και στο κάθε βλήμα που έφευγε μου φώναζε ένας Λοχίας των Λ.Ο.Κ 
- Μπράβο, Καλα­μαρά αυτό πέτυχε, κι' αυτό, κι' αυτό, αχ αυτό δέν το είδα.
Ό Λοχαγός σηκώθηκε φωνάζοντας: Έφοδος, κατάληψις των κτηρίων.
Σηκώθηκαν όλοι μαζί και έτρεχαν πίσω από τον Λοχαγό ρίχνοντας όπου νάναι. 
-Κύριε Λοχαγέ σκορπισθήτε φώναξα από ταν θέση μου.
Αυτοστιγμεί κοντοστάθηκε και κοίταξε πίσω το μπουλού­κι.
Αραιώσατε αμέσως τους φώναξε. 
- Εγώ οπό την θέση μου κοίταζα τις τρύπες στους τοίχους που άνοιξαν τα βλήματα και χαιρόμουν για το έργο μου.
Ξαφνικά φάνηκαν οπό το ροντ απάουντ 2 Λαντ Ρόβερ με Αγγλική Σημαία και τρία τεθωρακισμένα του Ο.Η.Ε. Πέρασαν εμπρός μου και χάθηκαν στο βάθος του δρόμου προς την Λάρνακα. Μόλις χάθηκαν ακούσαμε από την πλευρά της θάλασσας να έρχονται τα εχθρικά αεροπλάνα. Μας καθή­λωσαν εκεί. Γιο ώρες έβλεπα κάθε τόσο να βουτούν προς τα κάτω πολυβολώντας και βομβαρδίζοντάς ασταμάτητα. Όλοι μας ρίχναμε με ό,τι όπλο κρατούσε ο καθένας.
- Εγώ κρατούσα το Μπαζούκας και τα έβαζα με τον εαυτό μου που δεν ήταν κανένα πολυβόλο να ρίχνω και εγώ.
Έμενα ξαπλωμένος καλυμμένος πίσω οπό μια πέτρα που κάλυπτε μόνο μια πιθαμή οπό το σώμα μου.
Ο Διοικητής έτρεχε εδώ κι εκεί φωνάζοντας: -Μείνετε εκεί μέχρι να φύγουν.
Και φύγανε μετά από 3-4 ώρες. Ήρθαν άλλες δυνάμεις προς αντικατάστασή μας και εμείς υποχωρήσαμε μέχρι του σημείου που περίμεναν τα φορτηγά.
Μετρηθήκαμε, έλειπαν τρεις, ευτυχώς τραυματίες. Ανα­χωρήσαμε για το στρατόπεδο όπου μείναμε μέχρι το δειλινό περιμένοντας διαταγή.
Έλεγαν θα μείνουμε εκεί για να πολιορκήσουμε την παλιά πόλη όπου είχαν εγκλωβισθεί οι Τουρκοκύπριοι της περιοχής. 
Κατά τις 10 το βράδυ λάβαμε διαταγή: "Αναχώρηση γιο την Λευκωσία. Ο πόλεμος μας έκανε να μιλάμε ο ένας στον άλλο σα να γνωριζόμασταν από καιρό.
Έναν αντάρτη της Ε.Ο.Κ.Α. Β' που είχε ένα Κινέζικο ημιαυτόματο τυφέκιο τον φωνάζαμε Κινέζο, κάποιον άλλον Ρωμιό, εγώ ήμουν ο Λοχίας ο Καλαμαράς.
22-7-74
Η Δευτέρα ήρθε και εμείς περιμέναμε στο προεδρικό διαταγή για μετακίνηση. Μαζέψαμε λεφτά και πήγαν να αγοράσουν τσιγάρα και τίποτα φαγώσιμα διότι από το πρωί του Σαββάτου είχα να φάω.
Μαζί με τον Κινέζο γυρίσαμε στο χώρο του προεδρικού που ήταν κατεστραμμένο από το κίνημα του Στρατού. Ο Κινέζος γνώριζε την περιοχή διότι σε μια στιγμή εκεί που είχε χαθεί από εμπρός μου φάνηκε να έρχεται με δύο άτομα που ήταν σε άσχημη κατάστασή. Μου είπε ότι τους έβγαλε από κάτι ορύγματα που κρύβονταν  οπό μέρες. Ήταν της Αστυ­νομίας του Μακαρίου όπως μάθαμε μετά. Ορισμένοι βρήκαν περιοδικά με πορνογραφικό περιεχόμενο, γυναικεία εσώ­ρουχα κ.α. Άρχισαν να τα γυρίζουν μεταξύ μας και κατηγο­ρούσαν τον Αρχιεπίσκοπο και την Αστυνομία του. Ο Διοικητής διέταξε να μαζέψουν όλα αυτά και να τα κάψουν. Το δειλινό βλέπαμε την πόλη να βομβαρδίζεται και τα οχήματα της πυροσβεστικής να τρέχουν παντού. Απέναντι από το προεδρικό υπήρχε κάποιο αντιαεροπορικό και καθώς ψάχναμε μαζί με τον Κινέζο να βρούμε από που κτυπά, είδαμε το αεροπλάνο που κατέβαινε πολυβολώντας, μόλις και προλάβαμε να καλυφτούμε σε ένα πρόχωμα αποφεύγοντας τις ριπές. Μόλις σηκωθήκαμε περιμέναμε να ακούσουμε το αντιαεροπορικό μα τίποτα. Ίσως εμετακινείτο. Περάσαμε την νύχτα με μια κουβέρτα πάνω στο χώμα και τον έναστρο ουρανό οπό πάνω. Με ανέκδοτα και αστεία μας πήρε ο ύπνος που μας τον έκοβαν οι ριπές και οι εκρήξεις κάπου εκεί κοντά.
23-7-74
Ξημέρωσε η Τρίτη και διαταγή μετακινήσεως καμία.
Μέχρι το μεσημέρι γυρνούσαμε άσκοπα στον χώρο του προεδρικού.
Γύρω στις 2-3 η ώρα συν ταχθήκαμε όλοι γύρω στα φορτηγά με τα οποία μας μετέφεραν στην περιοχή κοντά στις Κεντρικές φυλακές.
Ο Λόχος μου έμεινε μέσα στις Κεντρικές φυλακές από όπου θα μας έστελναν όπου χρειάζονταν.
Περιμέναμε έξω στον χώρο του επισκεπτηρίου και κουβε­ντιάζαμε, περιμέναμε την ώρα να πιάσουμε θέσεις.
Κάποιος που είχε ένα τρανζίστορ εκεί κοντά φώναξε: ο Σαμψών έπεσε ανέβηκε ο Κληρίδης και στην  Ελλάδα πήγε ο Καραμανλής.
Ήταν κάτι που δεν το περίμενε κανείς από όλους μας αυτό.
Οι περισσότεροι άρχισαν να μαλώνουν για την αλλαγή άλλοι φαίνονταν ικανοποιημένοι.
Τόσο γρήγορα χάθηκε αυτή η ενότητα που είχαμε, που τα είχα χαμένα.
..............................................................................................
25-7-74
Έχουμε εκεχειρία, από την τηλεόραση του σπιτιού και το ράδιο, βλέπουμε και ακούμε τα νέα. Οι Τούρκοι συνεχίζουν την απόβαση, έβγαλαν άρματα και προχώρησαν μέσα στις γραμμές μας με αποτέλεσμα να τα παρατήσουν και να το βάλουν στα πόδια.
Είδαμε που τα οδηγούσαν οι δικοί μας και είχαν επάνω την Ελληνική Σημαία. Όλοι είχαμε μεγάλο ενθουσιασμό.
.............................................................................................
13-8-74
Από τις κουβέντες που παίρναμε οπό τους Τούρκους, είδαμε πως είχαν έρθει ενισχύσεις πολλές στην πλευρά τους από τους εισβολείς. Οι κινήσεις των δεν έδειχναν πως κρατούν την εκεχειρία. Κάθε βράδυ δούλευε ένας εκσκαφέας φτιάχνοντας χαρακώματα που ξεκινούσαν οπό τα Τούρκικα και έφθαναν πίσω μας σχεδόν, μέχρι το Νικόσια Κλαμπ το οποίο είχαν καταλάβει και ύψωσαν την Τούρκικη Σημαία.Για κάθε περίπτωση έπρεπε να πιάσουμε το κτήριο του κ. Αγρότη που μας έδιδε πλεονεκτική θέση για παρατήρηση της περιοχής, μα και έναν τρόπο διαφυγής στην έσχατη ανάγκη.
Το κυριότερο όμως θα βάζαμε οπό εκεί με μεγαλύτερη άνεση στις θέσεις του εχθρού.  Η  Αγγλική πρεσβεία απέναντι ίσως μας εξασφάλιζε σε περίπτωση που θα μας χτυπούσαν με όλμους.
 Ενώ λοιπόν είχαμε μεταφέρει κάθε τι εκεί και έμενε να γεμίσουμε τα σακιά για την οχύρωση μας, λάβαμε διαταγή οπό τον Διοικητή που μας απαγόρευε την κατάληψη του κτηρίου λόγω της εκεχειρίας. Αυτή βέβαια τη τηρούσαμε μόνο εμείς και όχι ο  εχθρός που μας είχε κυριολεκτικά κυκλώσει και που δεν αποκλειόταν να τα κατάφερναν αν έπιαναν εκείνοι πρώτοι το κτήριο.
14-8-74
Όλη τη νύχτα στην ενέδρα δεν συνέβη τίποτα και γυρίσαμε στις 4.30 στο φυλάκιο. Καθίσαμε και πίναμε τον καφέ όταν ακούσαμε τους σκοπούς: Αεροπορία!!!
Τρέξαμε όλοι στα χαρακώματα που ακόμα δεν τα είχαμε ολοκληρώσει και πήραμε θέσεις πίσω οπό τα σακιά που και  αυτά δεν είχαμε αποτελειώσει. Τα εχθρικά αεροπλάνα φά­νηκαν να έρχονται σαν αρπακτικά όρνεα επάνω μας. Ήταν μόνο μια σκέψη όμως, διότι εκεί, άλλο από την παρουσία τους δεν έκαναν τίποτα. Βομβάρδισαν τις Κεντρικές φυλακές καταστρέφοντας την δεξαμενή ύδατος και μέρος του τείχους Ν.Α.
Περιμέναμε στις θέσεις έτοιμοι χωρίς να ρίξει κανείς μας περιμένοντας τους Τούρκους να αρχίσουν πρώτοι.
Από την πλευρά του Λ.Υ.Τ. είχαν μπει κιόλας στο χορό της μάχης.
Πέρασε μισή ώρα αναμονής και μας έφερε στην πραγμα­τικότητα η πρώτη έκρηξη του όλμου και οι ριπές των πολυβόλων. Απαντήσαμε με όλα τα όπλα μας ταυτόχρονα και με την σκέψη να φέρουμε αποτέλεσμα. ' Τα βλήματα των όλμων πύκνωσαν σε σημείο να μη μπορούμε να σηκώνουμε κεφάλι. ριπές τους έβρισκαν τα σακιά που διπλοφτιαγμένα τα δια περνούσαν λες και ήταν χαρτόνι. Πρώτος τραυματίσθηκε ο Κύπρος που ανασηκώ­θηκε από το χαράκωμα-όρυγμα. Κάθησε κάτω και έδωσε σε άλλον το όπλο. Μου φώναξε. Ρίξε με το Μπαζούκας στο σπίτι δεξιά, μας ρίχνουν από εκεί. Έβγαλα το σακίδιο και το άφησα πίσω μου και παίρνοντας το Μπαζούκας και το κιβώτιο με τα βλήματα πήγα 2-3 m πιο πέρα, κοντά στη θυρίδα.  Η όχθη μπροστά στα σακιά είχε πάρει φωτιά οπό τα εμπρηστικά που μας έριχναν. Γέμισα γρήγορα και έριξα στο σπίτι δεξιά 1-2—3 βλήματα.
Στο γκαράζ του απέναντι είχαν τοποθετήσει βαρέλια στην είσοδο του. 

Έριξα εκεί 2 βλήματα και 2 βαρέλια χάθηκαν στο βάθος του γκαράζ. Υπήρχε μια σκάλα που οδηγούσε στον επάνω όροφο εμπρός από την είσοδο του γκαράζ και την είχαν οχυρώσει με σακκιά. Με την εξαφάνιση των βαρελιών από την θέση τους αυτοί που ήταν οχυρωμένοι έτρεξαν ένας-ένας να φύγουν περνώντας από το κενό πού είχα δημιουργήσει στα βαρέλια. Γιά πρώτη φορά έβλεπα να πέφτουν εκεί μπροστά άνθρωποι από τις ριπές μου. Στην Αμμόχωστο που είχαν βρει 6-7 νεκρούς από τα βλήματα του Μπαζούκας όπως μου είχε πει ο Λοχαγός δεν τους είδα και τώρα έβλεπα πως δεν με συγκινούσε καθόλου ο θάνατος του άλλου.
Δίπλα μου ο άλλος έκλαιγε για τα μάτια του. Είχε γαζωθεί η γεμιστήρα του Μπρεν και είχαν εκραγεί  σφαίρες και τα αέρια του στέρησαν το φως του, τα μάτια του από πράσινα έγιναν μπλε. Συνέχισα να ρίχνω πότε με το Μπαζούκας, πότε με το πολυβόλο, πότε με κάποιο Μαρτίνι, ή με το Στεν μου.
Το σακκίδιό μου είχε τρυπηθεί από σφαίρα όταν γύρισα να το πιάσω. Και τρίτος τραυματίας πιο πέρα. Το άσχημο ήταν ότι δεν μπορούσαμε να τους μεταφέρουμε πίσω έτσι όπως μας είχαν καθηλώσει με τους όλμους.
 Ο διπλανός μου σήκωσε το κεφάλι να δει από την θυρίδα όταν μια ριπή πέρασε τα σακκιά και μια σφαίρα τον βρήκε στο κράνος που δεν μπόρεσε να του προσφέρει προστασία και τρυπώντας το του άνοιξε το κεφάλι στα δυο.
Εκείνη τη στιγμή προσπάθησα να πιάσω το Μπαζούκας όταν κάπου δεξιά μου είδα την λάμψη από την έκρηξη και ένοιωσα κάτι σαν τσίμπημα στο δεξί μου μπράτσο.
Δεν σκέφθηκα πως τραυματίσθηκα και ούτε το είδα εκείνη τη στιγμή, φώναξα αν χτύπησε κανένας άλλος και δεν είχε πάθει κανείς τίποτα. Είδα τους τραυματίες και σκέφθηκα πόσο αλήθεια να πονούν.
Έριξα τα 2 τελευταία βλήματα στα σακκιά που είχαν φτιαγμένα οι Τούρκοι στο απέναντι και είδα να ανοίγωνται κάτι μεγάλες τρύπες κατάλληλες να βλέπουμε αυτούς που εκινούντο από πίσω. Άφησα το Μπαζούκας και με το Στεν έριχνα στα σακκιά στην εμφάνιση κάθε κινήσεως.
Ξάπλωσα μέσα στο χαράκωμα και το αίμα που είχε μαζευτεί στο μανίκι μέσα χύθηκε στα πόδια του άλλου που είχε χάσει το φως του. Έσκέφθηκα πως είχε χτυπηθεί και στα πόδια και δεν ήθελα να του το πω. Μετά από λίγο ήρθαν ενισχύσεις... δυο άτομα. Από 17 άτομα  9 είχαμε τραυμα­τισθεί και ο ένας χαροπάλευε. Τότε πρόσεξε το χέρι μου και μου το είπε ένας άλλος ότι χτυπήθηκα. Τα βλήματα των Π.Α.Ο. και των όλμων μας γκρέμιζαν τα σακκιά και κυριολε­κτικά μας είχαν φέρει σε άσχημη θέση.  Η όχθη μπροστά μας συνέχιζε να φλέγεται και  καπνοί έρχονταν κατ' επάνω μας και οι φλόγες έκαιγαν τα σακκιά που άδειαζαν από την άμμο. Ο Πέπης κατάφερε να ανοίξει το νερό και με την μάνικα προσπαθούσαμε να κάνουμε ό,τι ήταν δυνατόν να περιορί­σουν τις φλόγες.
Κάποιος τράβηξε αυτόν που δεν έβλεπε και μέσα στην στιγμιαία ανάπαυλα των εκρήξεων έτρεξε για το σπίτι πίσω.
Ο Αχιλλέας που ήταν ο ένας από τους δυο που μας ενίσχυσαν με πήρε μέχρι την άκρη του χαρακώματος από όπου, έτρεξα στο σπίτι.  Εκεί μέσα ο Πέπης μου έβγαλε το πουκάμισο και μου έδεσε το χέρι λίγο ψηλότερα.
Από το παράθυρο πέρασα στου Ιταλού και εκεί βρήκα καθηλωμένους τον Λοχαγό και καμμιά 15αριά άλλους. Μόλις με είδε ο Λοχαγός με χτύπησε δυό χαστούκια νομίζοντας ότι είχα πάθει σόκ σαν με είδε κατακίτρινο από την αιμορραγία.
— Τί χτυπάς κύριε Λοχαγέ καλά τραυματίστηκα τί έγινε λοιπόν;
Με αγκάλιασε και μου έδωσε κουράγιο. Σε λίγο όλοι όσοι είχαμε τραυματισθεί είμασταν μαζεμένοι εκεί.



0 Ανθ/γός Πιέρρος ήρθε τρέχοντας και ανήγγειλε πως υπήρχε ένας που ξεψυχούσε μέσα στο χαράκωμα. Τότε μόνο έμαθα ότι ο άλλος ο διπλανός μου ήταν που ξεψυχούσε κοντά μου.
Τον έφεραν μέσα στην κουβέρτα.
Η παρουσία του ανάμεσα μας προκαλούσε κάτι το ανατρι­χιαστικό. Περάσαμε το οικόπεδο πίσω από το σπίτι του  Ιταλού πρέσβη και από σπίτι σε σπίτι φθάσαμε στις Κεντρικές φυλακές όπου υπήρχαν αυτοκίνητα και μεταφερθήκαμε στο Γενικό Νοσ. Λευκωσίας.
"Εκεί μετά από την περιποίησι του τραύματος και την αναμονή για λίγο να συνέλθω ήλθε και ο Αχιλλέας αυτοτραυματισθείς κατά λάθος με το Μπρεν.
Μετά τις περιποιήσεις που μας προσέφεραν στο Νοσοκο­μείο επιστρέψαμε και οι δυο στις Κεντρικές φυλακές. Τρι-γυρνούσα άσκοπα ανάμεσα στους άλλους που μου έδιναν κουράγιο.
Δεν μπορούσα να μείνω σε μια θέση ούτε λεπτό. Έβλεπα και άλλους τραυματίες που τους έφερναν και παρακαλούσα τον Λοχαγό να φύγω για την θέση μου στο φυλάκιο.
Δεν ήξερα όμως ότι είχαν υποχωρήσει αρκετά σπίτια πίσω.
Κατά τις 5 το απόγευμα είχαν φύγει με αυτοκίνητα για να βρουν όπλα και άνδρες στα... καφενεία και τις μπυραρίες. Γύρισαν με έναν μόνο που είχε φέρει και ένα αυτόματο παλαιού τύπου κάποιου Λένα της Ε.Ο.Κ.Α. ο οποίος είχε πεθάνει πολεμώντας για την Ένωση.
Του το πήρα μαζί με τα πυρομαχικά που κρατούσε πάνω του.
 Ο Λοχαγός όταν με είδε δεν μου αρνήθηκε να φύγω πάλι μαζί με τον Ανθ/γό Μοντάνιο, τον Κύπρο και τον νεοφερμέ­νο.
15-8-74
Επάνω σ' όλα αυτά ήρθαν και τα πρώτα βλήματα του όλμου να σπάσουν άλλα στο ποτάμι και άλλα πίσω στο σπίτι του Ιταλού. Όλοι συνήλθαμε και πιάσαμε τις θέσεις μας. Από τις πολικατοικίες στα Τούρκικα μας παρακολουθούσαν με τα κυάλια. Μέσα στα επόμενα λεπτά είχε μεταβληθεί σε αληθινή κόλαση η περιοχή.  Ο Γιώργος Γιαννή τραυματίσθηκε πρώτος στον αριστερό καρπό από θραύσμα όλμου! Ήρθε πίσω από το σπίτι. Τον ακολούθησαν σε λίγο όλοι οι άλλοι αφήνοντας τον οπλισμό τους. Στη δεξαμενή που μέχρι εκείνη την στιγμή έμεναν οι 4 άνδρες μόλις είχαν προλάβει να τρέξουν μέσα στο σπίτι γιατί αμέσως μετά έπεσαν τρία βλήματα του όλμου καταστρέφοντας ό,τι είχε απομείνει από τα όπλα. Η κατάσταση κατήντησε τραγική με την διάθεση των ανδρών να φύγουν όλοι μαζί μέσα από αυτή τη βροχή των όλμων. Καθένας φώναζε και έβριζε και μόνη επιθυμία τους να φύγουν να σωθούν. Τότε ο Ανθ/γός Μοντάνιος ζήτησε πρώτα από μένα αν θα μείνω.
— ΝΑΙ του απήντησα. Όλοι τα έχασαν. Επικράτησε ησυχία και ρώτησε τους άλλους με την σειρά. Όλοι με κοιτούσαν πριν απαντήσουν, "Ίσως να σκέφθηκαν, ο Καλα­μαράς θα μείνη και εμείς θα φύγουμε;
Γύρω θα ήταν ζήτημα δευτερολέπτου αν μπορούσες να σηκωθείς όρθιος. Προωθήσαμε τα όπλα που είχαμε μαζέψει το βράδυ στο σπίτι του  Ιταλού με σκοπό να τα πάρουμε πίσω.
Μας ειδοποίησαν ότι ήλθε ένα ΠΑΟ για ενίσχυση. Αν ήταν δυνατόν να το κάνει θα γινόταν άγιος πριν ακόμα ρίξει ένα βλήμα.
Οι άνδρες ξανάρχισαν πάλι τις φωνές και αποφασίσαμε να περάσουμε το οικόπεδο για να καλυφθούμε στην επόμενη οικία μιας Αγγλικής οικογένειας. Τα εμπρηστικά του εχθρού είχαν ανάψει φωτιά στα χόρτα μέσα στο οικόπεδο.
Ο Ανθ/γός Πιέρρος μου λέει σε μια στιγμή. Εσύ Γιώργο πώς βλέπεις την κατάσταση, να μείνουμε ή να φύγουμε; ' Εγώ το είπα το πρωί στον Μοντάνιο του απάντησα και ακόμα και τώρα λέω να μείνωμε είτε εδώ είτε μέσα στα σπίτια.  Εν τω μεταξύ όλοι τσακώνονταν να φύγουν.
Τότε βγήκε ο Μοντάνιος στο παράθυρο και μίλησε πως θα οπισθοχωρούσαμε, πριν ακόμα τελειώσει τον λόγο του ένας όλμος έσκασε λίγο πιο πέρα και ένα θραυσματάκι του σφηνώθηκε στο κάτω χείλος. Ξαφνιασμένος έπεσε μέσα στο δωμάτιο βογγώντας από τον πόνο. Ο Κύπρος τότε έξω από το παράθυρο του είπε να σταθεί να του το βγάλει.
Και προσπαθώντας εκεί στο παράθυρο οι δυό τους, άκουσα το βλήμα που σφύριζε καθώς έπεφτε και τους φώναξα.
— Καλυφθήτε όλμος.
Ακόμα δεν είχε προλάβει ο Μοντάνιος να κινηθεί και δέχθηκε τα θραύσματα στο δεξί χέρι. Πρόχειρα του έδεσαν πιο πάνω το χέρι και καλύπτοντας τους με το F.N. που μου έδωσε ο Κύπρος έτρεξαν και έφυγαν αντίπερα.
 Ο Κύπρος μου φώναξε από εκεί να φύγω κι εγώ αφού ήμουν τραυματίας. Θα μείνω του φώναξα και γυρνώντας στους άλλους είπα να φύγει ένας-ένας παίρνοντας ότι μπορεί ο καθένας από τούτα εδώ.
 Επάνω μου είχα 3 σακκίδια, 1 γεμάτο χειροβομβίδες, 1 με σφαίρες για το F.N. και το άλλο το δικό μου με τα ατομικά μου είδη.
Μοίρασα τις χειροβομβίδες μια στον καθένα και ξαλάφρωσα λίγο. Πρώτοι οι... Ανθ/γοί σηκώθηκαν και τρέχο­ντας μέσα από την φωτιά, έφθασαν απέναντι. Με την κάθε ανάπαυλα από τα εχθρικά πυρά άφηνα και έναν να φεύγει! Σκέφθηκα πως ίσως να είχαν φύγει όλοι όταν στο παράθυρο φάνηκαν και άλλοι που είχαν μείνει στου Μιχαηλίδη. Τους φώναξα να έρθουν γρήγορα γιατί όλοι είχαν φύγει.
Ο Κύπρος μαζί με έναν άλλο μας κάλυπταν από του Άγγλου με τα Μπρεν, ρίχνοντας στις πολικατοικίες που είχαν οχυρωθεί.  Ο τελευταίος που άφησα έφθασε στα συρματο­πλέγματα και φώναξε: «Εντάξει Κύπρο, δέν έχει άλλον». Αυτά τα λόγια ηχούσαν μέσα στα αυτιά μου παίρνοντας τεράστιες διαστάσεις.

Ήμουν μούσκεμα σε ένα  παγωμένο ιδρώτα.
Η σκέψη να γυρίσω πίσω στου Μιχαηλίδη έσβησε σαν γυρνώντας το κεφάλι αριστερά είδα το σπίτι πίσω από του Μακρίδη που χτυπήθηκε από Π.Α.Ο. να του φεύγει ολόκληρη η γωνιά. Μου φάνηκε πως οι ριπές ακούγονταν πιο κοντά.  Η σκέψη μου έφερνε την εικόνα του νεκρού. ' Η φωτιά πλησίαζε στα κιβώτια με τα βλήματα του όλμου που είχαμε στήσει μέσα στο οικόπεδο και που το εγκατέλειψαν με δύο βλήματα μόνο ριγμένα. Δεν έπρεπε να μείνω άλλο εκεί. Με την πρώτη ανάπαυλα σηκώθηκα και έτρεξα μέσα στο οικόπεδο. Ήθελα ακόμα 10-15 m να φθάσω στα σύρματα όταν από ένστικτο και νοιώθοντας πως από κάπου με σημαδεύουν έδωσα την σωτήρια βουτιά στον αέρα. Ακόμα δεν είχα πέσει κάτω άκουσα την ριπή και την ένοιωσα μέσα από τα πόδια μου. Το μούδιασμα στο δεξί μου πόδι μου έδωσε να καταλάβω πως κτυπήθηκα κάπου. Το αίμα έτρεχε μέσα από το παντελόνι στην αρβύλα.
Η φωτιά με πλησίαζε και ένοιωθα την κάπνα και την ζέστη. Έπρεπε να συρθώ μακριά για να μην καώ κι εγώ σαν τον Τούρκο που είχαμε κάψει γιατί είχε σκουληκιάσει.
 Η αιμορραγία με εξαντλούσε φέρνοντας μου μια υπνη­λία. Έρποντας με ένα πόδι και ένα χέρι έφυγα από την φωτιά.Πόσο ήθελα να κοιμηθώ εκεί, έπρεπε όμως να φθάσω στα σύρματα. Ένας δυνατός αέρας, καυτός με κτύπησε στο πρόσωπο προκαλώντας μου ένα αφόρητο πόνο στα αυτιά. Την άλλη στιγμή το κράνος μου είχε φθάσει κιόλας στα σύρματα. Ο άτιμος ο Τούρκος δεν έλεγε να με αφήσει ούτε στιγμή ήσυχο. Κάθε τόσο σφύριζαν γύρω μου οι σφαίρες πότε έσκαβαν το χώμα δίπλα μου πότε τραβούσαν γραμμή μέχρι το σπίτι γαζώνοντας τον τοίχο.
Έβαζα τα χέρια μου χωνί στο στόμα και τον έβριζα κάθε τι τον άτιμο. Έφθασα στο συρματόπλεγμα και έμεινα για λίγο εκεί μέχρι να βρω ευκαιρία. Μόλις ησύχασαν κάπως οι εκρήξεις σηκώθηκα και πέρασα το χτυπημένο μου πόδι και το πάτησα ένοιωσα ένα., κράκ και έπεσα κάτω.
Σύρθηκα μέσα στο γκαράζ, έβγαλα τον ατομικό επίδεσμο και έδεσα το πόδι ψηλά στον μηρό.  Η εξάντληση μου έφερε ύπνο και έπεσα εκεί για λίγο να κοιμηθώ. Δεν πρόλαβα γιατί άκουσα τρεχάματα και φωνές γύρω. Από την είσοδο του γκαράζ φώναζα, σφύριζα για να με προσέξουν οι δικοί μου.
Κάποιος φάνηκε στο παράθυρο και με έβλεπε μα δεν έκανε τίποτα άλλο. Έρποντας πάλι βγήκα από το γκαράζ για να φθάσω στο σπίτι.
Έβλεπα ένα καροτσάκι οικοδομής και έκανα να πάω εκεί για να καλυφθώ, όταν μια ριπή το γέμισε τρύπες.
Σκέφθηκα να κάνω βαρελάκια και να φθάσω στην πόρτα της κουζίνας μα το σακκίδιο με εμπόδιζε όπως το είχα εμπρός και το τράβηξα στο πλάι.
Ακόμα δεν ολοκλήρωσα την κίνησή μου και μια ριπή μου γάζωσε το σακκίδιο αδειάζοντας όλα έξω, που γέμισαν αίματα από τα τραύματα.
Κάποιος φάνηκε δίπλα στον άλλον στο παράθυρο, κάτι του είπε και δοκίμασε να ανοίξει την πόρτα της κουζίνας, ήταν κλειδωμένη.
Δεν άντεχα άλλο, έχανα τις αισθήσεις μου όταν ένοιωσα να με σηκώνουν από τις μασχάλες και να με σέρνουν πίσω προς την βεράντα του σπιτιού.  Εκεί μου έβγαλαν το σακκίδιο από πάνω μου. Κάποιος μου είπε να κρατηθώ από τον λαιμό του, θα με έπερνε στις πλάτες και θα περνούσαμε τον δρόμο. Όλη αυτή την ώρα είμουν σε μία νάρκη, από όλες μου τις αισθήσεις μόνο η ακοή μου λειτουργούσε.
Βρέθηκα επάνω στις πλάτες του άλλου και τρέχοντας περάσαμε στο σπίτι του κ. Αγρότη. Από εκεί σε μια κουβέρτα μέχρι τις Κεντρικές φυλακές. Δέν ένοιωθα τίποτα πιά όλα έσβυσαν γύρω. Μόνο στο Νοσοκομείο άκουσα κάτι ομιλίες. Είναι Καλαμαράς και ότι ήταν χτυπημένος και από χθες ότι είμουν απ' την Αθήνα και μετά πάλι σταμάτησαν όλα.
Ξύπνησα την άλλη μέρα στον θάλαμο όπου υπήρχαν και άλλοι τραυματίες. Οι πρώτες μέρες ήταν φριχτές από τον ανυπόφορο πόνο. Είχα συνέχεια ορρό καί αίμα.
.............................................................................................


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου