Κυριακή 27 Νοεμβρίου 2016

ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ : Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΔΟΜΟΚΟΥ


Ήρεμος και φαιδρά υπό πάσαν έποψιν ανέτειλεν η 5η Μαίου, και ο επιφανείς ήλιος εξουδετέρου βαθμηδόν του νυκτερινού ψύχους την οχληράν επιρροήν. Ουδέν εις τον ορίζοντα νέφος απειλούν την βασιλεύουσαν αιθρίαν, ουδεμία εν τη ψυχή προαίσθησις μηνύουσα επικειμένην σύρραξιν παθών και συναισθημάτων. Του έξω κόσμου η ευδία και η φαιδρότης ανταπεκρίνετο τελείως εις την εσωτερικήν γαλήνην και της ψυχής την άκραν νηνεμίαν· Η εκκλησία της Ελλάδος ετέλει την ημέραν εκείνην την εορτήν της αγίας Ειρήνης, και ουδείς ηδύνατο να φαντασθή την παράδοξον αλη­θώς και μοιραίαν σύμπτωσιν, καθ' ην η γλυκεία της αγάπης και της φιλανθρωπίας η οσία μυσταγωγός, έμελλε να δώση το σύνθημα εις την μεγαλειτέραν ανθρωποθυσίαν του λήξαντος πολέμου· Ο αγαθός ιερεύς του χωρίου, φυγαδευθείς και ούτος μετά των λοιπών κατοίκων, άμα τη εκ Φαρσάλου υποχωρήσει του ελληνικού στρατού, επανήλ­θε κατά την ημέραν εκείνην, ίνα επανίδει τον εγκαταλελειμμένον ναΐσκον και ανάψη τας εσβεσμένας κανδήλας· αλλά του ερημωθέντος χωρίου η όψις προυκάλεσε την έκπληξιν και τας ηρέμους αυ­τού διαμαρτυρίας επί τη γενομένη διαρπαγή. Ούδ' εκείνος εφαντάζετο ότι μετά τινας ώρας έμελλον και αυτοί οι οικίσκοι να καταπέσωσιν εις σωρόν ε­ρειπίων υπό τας εχθρικάς οβίδας. 


Υπό τοιαύτας εντυπώσεις και τοιαύτην ψυχικήν κατάστασιν, οι μεν σκοποί εξετέλουν την υπηρεσίαν αυτών, οι δε λοιποί των ανδρών της διμοιρίας πε­ριβεβλημένοι τα κλινοσκεπάσματα αυτών και δεχόμενοι τας ασθενείς ηλιακάς ακτίνας, απελάμβανον εν κύκλω την θαλπωρήν αναφθείσης πυράς. 
Αίφνης περί την 9ην ώραν μοι ανήγγειλαν οι σκοποί, ότι υπόκωφοι πυροβολισμοί ηκούσθησαν μακρόθεν. Ερρίπτοντο εις μεγάλην σχετικώς απόστασιν και δεξιά ημών προς το χωρίον Κουπρεντζή, ούτως ώστε μόλις ηκούοντο είς την γραμμήν των διπλών σκοπών, όπου αυτοστιγμεί μετέβην. 
Εις το γεγονός μικράν κατ' αρχάς απέδωκα. σημασίαν, υπ' όψιν έχων ότι καθ' εκάστην σχε­δόν ή ημετέρα έφιππος περίπολος μεταβαίνουσα. εκείσε προς κατόπτευσιν, συνεπλέκετο προς στρα­τιωτικά αποσπάσματα Τούρκων, οίτινες χάριν λαφυραγωγήσεως των εγκαταλελειμμένων χωρίων, περιήρχοντο τα μέρη εκείνα. Σαφώς εν τούτοις διεκρίνετο, ότι ήσαν πυρά ομαδόν και κανονικώς ριπτόμενα, όπερ απεδείκνυεν ότι δεν προέκειτο περί λαφυραγωγικής επιθέσεως· Ενώ δε τοιαύται με απησχόλουν σκέψεις, παρετήρησα μακρόθεν καλπάζοντα έφιππον δεκανέα της εν Βελησσιώταις ίλης. Ήτο αγγελιαφόρος και έσπευσα εις τον δρόμον ο­πόθεν θα διήρχετο, ίνα πληροφορηθώ τα συμβαί­νοντα.
— Τί τρέχει σε παρακαλώ, κύριε συνάδελφε ;.
— Ή δική μας έφιππος περίπολος συνεπλάκη. με τους Τούρκους.
— Πεζούς ή ιππείς ;
— Πεζούς, νομίζω.
— Πού ;
— Κοντά στο Κουπρεντζή,
Είπε και εγένετο άφαντος διευθυνόμενος προς το χωρίον κομιστής της βαρείας αγγελίας.
Πάραυτα σώμα εκ τριάκοντα και οκτώ ιππέων διευθύνεται, χάριν ακριβεστέρας αναγνωρίσεως προς το μέρος όθεν ηκούοντο οι πυροβολισμοί. Η μάχη φαίνεται επικείμενη συγκίνησις δε και συναισθήμα­τα ανερμήνευτα καταλαμβάνουσι την ψυχήν του στρατιώτου, παρακολουθούντος δια του βλέμματος τους ιππείς τριποδίζοντας εις την πεδιάδα και αν­τιλαμβανομένου της μάχης τας τελευταίας προετοιμασίας. 
Η εν Βελησσιώταις ίλη παρασκευάζεται εν σπουδή να αναχωρήση εκείθεν, αξιωματικοί δε και οπλίται και ίπποι αποτελούσι συμπλέγματα ολονέν αλλάσσοντα σχήμα. Του ημετέρου τάγματος ο διοίκησης δίδει ταχείας και αυστηράς διαταγάς προς τους αξιωματικούς και αι σάλπιγγες ηχούσι γενικήν συνάθροισιν. 
Δύσκολον είνε να φαντασθή ο αναγνώστης εκ του σπουδαστηρίου του τα συναισθήματα, άτινα παράγει εις την ψυχήν του στρατιώτου το σάλπι­σμα εκείνο συνδυαζόμενον προς την εντύπωσιν του επελαύνοντος εχθρού. Εις τους γλυκείς και γορ­γούς ήχους του ανευρίσκει συμβολιζομένην την τα­χύτητα εν τη εκτελέσει της διατασσομένης συνα­θροίσεως, και νομίζει άνευ πολλής ποιητικής εξάρσεως, ότι ακούει την φωνήν της πατρίδος καλούσης τα τέκνα της εις απόκρουσιν επικειμένου κατ΄ αυτής κινδύνου. Και οι ήχοι αυτοί δονούσι βαθύτατα τας ευγενεστέρας της ψυχής του χορδάς, προκαλού­σαι συγκινήσεως, και ενθουσιασμού και χαράς συμμιγή και απροσδιόριστα συναισθήματα. Πρώτην φοράν κατενόησα τόσον καλώς εις τίνα ψυχολογικήν μελέτην οφείλεται η εισαγωγή των σαλπισμάτων εν τω στρατώ. Μετά μικρόν επέστρεφον οι προς αναγνώρισιν αποσταλέντες ιππείς κομίζοντες την είδησιν, ότι ο εχθρός συμπλακείς παρά το χωρίον Κουπρετζή μετά των ημετέρων προφυλακών, επέρχεται μετά μεγά­λων δυνάμεων. 
— Εμείς σας τους φέραμε, μοί λέγει μειδιών εις δεκανεύς του ιππικού. Η δουλειά μας ετελείωσε και σας αφίνουμε. . . . Τώρα πλέον κάμετε καλά σεις..... 

Η εν Βιλησσιώταις ίλη, εις ην ανήκεν ο δεκανεύς, είχε διαταγήν άμα τη εμφανίσει του ε­χθρού ν' απέλθη εις Σκαρμιτσαν. 

Ευθύς ως εσήμανεν η σάλπιγξ γενικην συνά­θροιση ο διοικητής του λόχου μου κατήλθεν εκ του χωρίου εις τας προφυλακάς αναλαβών την διοίκησιν του στηρίγματος αυτών, εξ ου απέστειλε την μίαν διμοιρίαν υπό τον λοχίαν Ασωνίτην, ίνα συνενωθή μεθ' ημών εν τη πρώτη γραμμή , τον λοχίαν Δέρβον εις την εμήν διμοιρίαν και τον ανθυπολοχαγόν Ζαχαρόπουλον προς διοίκησιν της ό­λης γραμμής, ην απετέλεσαν ούτω τρεις διμοιρίαι. 
Οι διπλοί σκοποί άνεκλήθησαν εις τας τάξεις ανεπτύχθησαν πάντες εις ακροβολισμόν καταλαβόντες μέτωπον τριακοσίων περίπου μέτρων, και γονυπετήσαντες αναμένομεν καλυπτόμενοι υπό των υψηλών στάχεων. 
Μετά τινα λεπτά ηγέρθην και παρετηρησα πέριξ. 

Αι προφυλακαί των δεξιά και αριστερά ημών ελληνικών στρατευμάτων, εφ' όσον τουλάχιστον ηδυνάμην να διακρίνω τας θέσεις αυτών, είχον ήδη αποσυρθή εκ της πεδιάδος εις τα κατά το άκρον αυτής οχυρώματα. Προ ημών ουδεμία εδα­φική πτυχή ή ανωμαλία παρεκώλυε την θέαν εις πολλών ωρών απόστασιν. Πεδιάς ομοιάζουσα προς ακύμαντον θάλασσαν. Ο εχθρός είχεν ήδη επιφανή ερχόμενος μακρόθεν εις απόστασιν δίωρον ίσως κατά πυκνάς φάλαγγας,
Ενώ έβαινον δια μέσου της πεδιάδος, πέραν εκεί εις το βάθος αυτής και κατά την βορειοανα­τολικήν γωνίαν, όπου η οδός Δομοκού—Φαρσάλου κάμπτονται εις τον αυχένα λοφίσκου προ των Βρυσιών, άλλαι φαίνονται στρατιωτικαί δυνάμεις ολονέν κατερχόμεναι και δια της μεγάλης δημοσίας οδού βαίνουσαι προς τον Δομοκόν.
Οι στρατιώται παρέμενον γονυπετείς, οι οξυδερκέστεροι δε τούτων εκαλούντο εις κατόπτευσιν των κινήσεων του εχθρού, και υπό ηρέμους διαλό­γους περί της δυνάμεως αυτού και της ώρας, καθ' ην ήθελεν αρχίση η αναμενομένη μάχη, ο χρόνος παρήρχετο. Την 11 ακριβώς ώραν ηκούσθη ο πρώτος κα­νονιοβολισμός.

(Από το βιβλίο του Νικολάου Δημητρακοπούλου με τίτλο " Πολεμικές αναμνήσεις", που εκδόθηκε στην Αθήνα στα 1897)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου