(Προηγούμενο)
Οι στρατιές της Ανατολικής και της Κεντρικής Μακεδονίας είχανε παραδοθεί, το ήξεραν, το είχε πει το ραδιόφωνο' τι τους απόμενε λοιπόν τώρα; Να κοιτάξουν ο καθένας το σπίτι του, που από ώρα σε ώρα θα έπεφτε στα χέρια του εχθρού, τους δικούς του, που ποιος ξέρει τι μοίρα τούς περιμένει, το βιός τους, αποκούμπι μοναδικό στη μαύρη εποχή που αρχίζει. Γρήγορα στην πατρίδα πίσω, στη γωνιά, για την άλλη μάχη, την άδοξη. Να ιδούμε τι θα γίνει με την καινούργια συμφορά του γένους, που αρχίζει: τη σκλαβιά.
Τα βουνά της Αλβανίας γέμισαν τότε τμήματα ασύνταχτα που ροβολούσαν τις πλαγιές, φάλαγγες που λίγο λίγο φύραιναν, σκόρπιζαν. Στους δρόμους οι φυγάδες πηδούσαν στα καμιόνια, γραπώνονταν ν' ανέβουν, να γλιτώσουν λίγη πορεία, να φτάσουν πίσω το γρηγορότερο. Πετούσαν τα κράνη τους στις χαράδρες και τα κοίταζαν με απάθεια μηδενιστική να κατρακυλάνε τον κατήφορο χοροπηδώντας' ξαλαφρώνονταν ολοένα κι από κάτι, όπλο, κουβέρτες, γυλιό, σακίδιο, παγούρι. Κάπου κάπου έβλεπες ένα αυτοκίνητο γεμάτο χωροφύλακες οπλισμένους να τραβάει κατά πίσω, στη δημοσιά, για κάποιο πέρασμα, να πιάσει φυγάδες, να τους εκτελέσει για παραδειγματισμό. Αλλά τα Στούκας είχανε ξεπροβάλει στο μεταξύ πάνω από τις βουνοκορφές, βούιζαν, έπαιρναν βουτιές, έριχναν στα τυφλά, τα πολυβόλα τους κακάριζαν σαν όρνια σ' εφιάλτη, οι βόμβες τράνταζαν τον τόπο. Ώστε λοιπόν ο εχθρός ήτανε πια κυρίαρχος, αλώνιζε ελεύθερα στη χώρα. Στα πλευρά των δρόμων ήτανε τώρα πια η εικόνα της καταστροφής: άλογα σκοτωμένα, αυτοκίνητα πολυβολημένα, υλικό σκόρπιο, μουλάρια ξεκαπίστρωτα, αδέσποτα, να βοσκίζουν, κάποια τμήματα που κρατούσαν ακόμα τη συνοχή τους και που είχανε καταυλιστεί εκεί πρόχειρα, σαν από αμηχανία τι να κάνουν, πού να πάνε, τώρα που δεν υπήρχε πια σκοπός.
Και ήταν Μεγάλη Βδομάδα, ώρα βαθιά για την Ορθοδοξία, για την Ελλάδα, για το σπιτικό. Στα εκκλησάκια του βουνού, στα χωριά γύρω, ακούγονταν να σημαίνουν, χαμένες κάτω από τον μεγάλον ουρανό, συλλογισμένες, οι καμπάνες. Όλα θύμιζαν σπίτι, αλλοτινούς καιρούς, παιδικά χρόνια, ειρήνη. Και μαζί, ο καθένας αποξεχνιόταν σ' εύκολους παραλληλισμούς: Μεγάλη Βδομάδα για την Ελλάδα, τα Πάθη της που αρχίζουν, ο Εσταυρωμένος που παίρνει νόημα εθνικό.
Από τις 15 Απριλίου κιόλας, ο σωματάρχης, υποστράτηγος Μπάκος, αναγκάζεται ν' αναφέρει στο Γενικό Στρατηγείο: «η δημιουργηθείσα κατάστασις θα επιφέρη αναποφεύκτως άδο-ξον διάλυσιν του Στρατού, ης δεν είναι άξιος. Άπασα ιεραρχία Σώματος Στρατού προτείνει ως μόνην απομένουσαν λύσιν ανακωχής μετά Γερμανών επί όρω μη εισόδω Ιταλών εις ελληνικόν έδαφος». Ο διοικητής του Τμήματος Στρατιάς Ηπείρου καλεί την ίδια την ημέρα σε σύσκεψη τους σωματάρχες και όλοι τους αποφαίνονται πως η κατάσταση έχει γίνει πολύ κρίσιμη, πως οι μονάδες δεν θα προλάβουν να οδηγηθούν στην τελική αμυντική τοποθεσία, πως ο φόβος αιχμαλωσίας από τους Ιταλούς, ο κάματος και η κατάληψη ελληνικών εδαφών τούς έχει σπάσει το ηθικό, ώστε κάθε αντίσταση στο εξής να είναι αδύνατη. Αυτά γράφονται στο χαρτί, υπογράφονται και στέλνονται στον αρχιστράτηγο. Από κει και πέρα, αρχίζει να ωριμάζει με ρυθμό γοργό η ιδέα της ανακωχής.
Οι στρατιές της Ανατολικής και της Κεντρικής Μακεδονίας είχανε παραδοθεί, το ήξεραν, το είχε πει το ραδιόφωνο' τι τους απόμενε λοιπόν τώρα; Να κοιτάξουν ο καθένας το σπίτι του, που από ώρα σε ώρα θα έπεφτε στα χέρια του εχθρού, τους δικούς του, που ποιος ξέρει τι μοίρα τούς περιμένει, το βιός τους, αποκούμπι μοναδικό στη μαύρη εποχή που αρχίζει. Γρήγορα στην πατρίδα πίσω, στη γωνιά, για την άλλη μάχη, την άδοξη. Να ιδούμε τι θα γίνει με την καινούργια συμφορά του γένους, που αρχίζει: τη σκλαβιά.
Τα βουνά της Αλβανίας γέμισαν τότε τμήματα ασύνταχτα που ροβολούσαν τις πλαγιές, φάλαγγες που λίγο λίγο φύραιναν, σκόρπιζαν. Στους δρόμους οι φυγάδες πηδούσαν στα καμιόνια, γραπώνονταν ν' ανέβουν, να γλιτώσουν λίγη πορεία, να φτάσουν πίσω το γρηγορότερο. Πετούσαν τα κράνη τους στις χαράδρες και τα κοίταζαν με απάθεια μηδενιστική να κατρακυλάνε τον κατήφορο χοροπηδώντας' ξαλαφρώνονταν ολοένα κι από κάτι, όπλο, κουβέρτες, γυλιό, σακίδιο, παγούρι. Κάπου κάπου έβλεπες ένα αυτοκίνητο γεμάτο χωροφύλακες οπλισμένους να τραβάει κατά πίσω, στη δημοσιά, για κάποιο πέρασμα, να πιάσει φυγάδες, να τους εκτελέσει για παραδειγματισμό. Αλλά τα Στούκας είχανε ξεπροβάλει στο μεταξύ πάνω από τις βουνοκορφές, βούιζαν, έπαιρναν βουτιές, έριχναν στα τυφλά, τα πολυβόλα τους κακάριζαν σαν όρνια σ' εφιάλτη, οι βόμβες τράνταζαν τον τόπο. Ώστε λοιπόν ο εχθρός ήτανε πια κυρίαρχος, αλώνιζε ελεύθερα στη χώρα. Στα πλευρά των δρόμων ήτανε τώρα πια η εικόνα της καταστροφής: άλογα σκοτωμένα, αυτοκίνητα πολυβολημένα, υλικό σκόρπιο, μουλάρια ξεκαπίστρωτα, αδέσποτα, να βοσκίζουν, κάποια τμήματα που κρατούσαν ακόμα τη συνοχή τους και που είχανε καταυλιστεί εκεί πρόχειρα, σαν από αμηχανία τι να κάνουν, πού να πάνε, τώρα που δεν υπήρχε πια σκοπός.
Και ήταν Μεγάλη Βδομάδα, ώρα βαθιά για την Ορθοδοξία, για την Ελλάδα, για το σπιτικό. Στα εκκλησάκια του βουνού, στα χωριά γύρω, ακούγονταν να σημαίνουν, χαμένες κάτω από τον μεγάλον ουρανό, συλλογισμένες, οι καμπάνες. Όλα θύμιζαν σπίτι, αλλοτινούς καιρούς, παιδικά χρόνια, ειρήνη. Και μαζί, ο καθένας αποξεχνιόταν σ' εύκολους παραλληλισμούς: Μεγάλη Βδομάδα για την Ελλάδα, τα Πάθη της που αρχίζουν, ο Εσταυρωμένος που παίρνει νόημα εθνικό.
Από τις 15 Απριλίου κιόλας, ο σωματάρχης, υποστράτηγος Μπάκος, αναγκάζεται ν' αναφέρει στο Γενικό Στρατηγείο: «η δημιουργηθείσα κατάστασις θα επιφέρη αναποφεύκτως άδο-ξον διάλυσιν του Στρατού, ης δεν είναι άξιος. Άπασα ιεραρχία Σώματος Στρατού προτείνει ως μόνην απομένουσαν λύσιν ανακωχής μετά Γερμανών επί όρω μη εισόδω Ιταλών εις ελληνικόν έδαφος». Ο διοικητής του Τμήματος Στρατιάς Ηπείρου καλεί την ίδια την ημέρα σε σύσκεψη τους σωματάρχες και όλοι τους αποφαίνονται πως η κατάσταση έχει γίνει πολύ κρίσιμη, πως οι μονάδες δεν θα προλάβουν να οδηγηθούν στην τελική αμυντική τοποθεσία, πως ο φόβος αιχμαλωσίας από τους Ιταλούς, ο κάματος και η κατάληψη ελληνικών εδαφών τούς έχει σπάσει το ηθικό, ώστε κάθε αντίσταση στο εξής να είναι αδύνατη. Αυτά γράφονται στο χαρτί, υπογράφονται και στέλνονται στον αρχιστράτηγο. Από κει και πέρα, αρχίζει να ωριμάζει με ρυθμό γοργό η ιδέα της ανακωχής.
* * *
Συνεργασία Ελλήνων και Άγγλων δεν υπήρχε πια ούτε μπορούσε να υπάρξει. Οι δυνάμεις τους είχαν διχαστεί, ακολουθούσαν δρομολόγια αποκλίνοντα. Ενώ τα υπολείμματα της Στρατιάς Κεντρικής Μακεδονίας στράφηκαν προς τα δυτικά και τραβούσαν από δρόμους βουνίσιους προς την Ήπειρο, οι Βρετανοί κατέβαιναν προς τον νότο, με σκοπό ν' αντισταθούν σ' αυτό που το έλεγαν «τοποθεσία Θερμοπυλών» και που είναι στην πραγματικότητα η γραμμή Στυλίδα-Ιτέα. Στις 16 Απριλίου, σε μια συνάντηση Παπάγου-Ουίλσων έξω από τη Λαμία, ο αρχιστράτηγος του ελληνικού στρατού συνιστά στον 'Αγγλο στρατηγό να εκκενώσει από τα στρατεύματα του την Ελλάδα, για να σταματήσει η καταστροφή της χώρας. Ειδοποιείται με τηλεγράφημα ο αρχιστράτηγος της Μέσης Ανατολής, στρατηγός Γουέιβελ.
Αλλά το βιβλίο τούτο δεν έχει σκοπό να περιγράψει τους αγώνες των Βρετανών στις διαδοχικές τοποθεσίες όπου πολέμησαν, τον Πλαταμώνα, τα Σέρβια, τα Τέμπη, τον Μπράλλο, κατά την υποχώρηση τους προς τα λιμάνια. Ήταν αγώνες επιβραδυντικοί, ώσπου οι βρετανικές δυνάμεις να επιβιβαστούν και να φύγουν από την Ελλάδα. Από τη στιγμή όπου η συνεργασία των δύο στρατών στο πεδίο της μάχης είχε διακοπεί, ο επίλογος του πολέμου για τον ελληνικό στρατό γίνεται χωριστός. Στις 18 Απριλίου, Μεγάλη Παρασκευή, συγκροτείται στο Τατόι, στ' ανάκτορα, μεγάλη σύσκεψη. Έλαβαν μέρος ο Γεώργιος ο Β', ο Άγγλος πρεσβευτής, ο στρατηγός Ουίλσων, ο αρχιστράτηγος Παπάγος, ο στρατηγός της αεροπορίας Ντ' Αλμπιάκ, ο ναύαρχος Τερλ. Η κατάσταση στο μέτωπο γινόταν πιεστική, η ανώτατη ηγεσία του στρατού και η κυβέρνηση μάταια επέμεναν στην άποψη τους για συνέχιση του πολέμου. Όλα τα μηνύματα από εκεί απάνω έπειθαν πως αυτό είναι αδύνατο.
Ο αρχιστράτηγος Παπάγος εξέθεσε στη σύσκεψη το γιατί: Ο ελληνικός στρατός ήταν εκτεθειμένος σ' αδιάκοπες επιδρομές της εχθρικής αεροπορίας χωρίς να έχει ούτε ένα αεροπλάνο ν' αντιτάξει. 0 ανεφοδιασμός του είχε γίνει αδύνατος τώρα που χάθηκαν οι Άγιοι Σαράντα, που αυτοκίνητα δεν υπήρχαν και που μοναδική αρτηρία απόμενε ο δρόμος προς τα Γιάννινα. Οι νάρκες που πόντιζαν τα γερμανικά αεροπλάνα στον Πειραιά είχανε παραλύσει κάθε κίνηση στο λιμάνι.
Στις δύο η ώρα, σε σύσκεψη του υπουργικού συμβουλίου με παριστάμενο τον βασιλέα, ο υπουργός των Στρατιωτικών διάβασε ένα τηλεγράφημα του στρατηγού Μπάκου. Το τηλεγράφημα έλεγε: «Ανέφερα επανειλημμένως και αναφέρω μετά παρρησίας κατάστασις εξελίσσεται ραγδαίως επί τα χείρω».
0 σωματάρχης εξόρκιζε στ' όνομα του Θεού την κυβέρνηση ν' αποφασίσει αμέσως, για να μην έχουν ύστερα να θρηνήσουν ερείπια χωρίς προηγούμενο. Οποιοσδήποτε νομίζει -συμπέραινε ο σωματάρχης- πως μπορεί να σηκώσει το σταυρό του μαρτυρίου καλύτερα, ας συνέλθει κι ας πάει εκεί να κλάψει την καταστροφή, γιατί τα δικά τους τα δάκρυα στέρεψαν.
Όταν η συνεδρίαση τέλειωσε, ο πρωθυπουργός, που είχε στο μεταξύ δηλώσει αδυναμία ν' αποφασίσει, έφυγε, πήγε στο σπίτι του, κλείστηκε στο γραφείο του και σκοτώθηκε με δύο σφαίρες περιστρόφου.
Την άλλη μέρα. Μεγάλο Σάββατο, ξανάγινε σύσκεψη στο Τατόι, με τον Γουέιβελ τώρα, που είχε έρθει επίτηδες από τη Μέση Ανατολή, και τον αντιστράτηγο Αλέξ. Μαζαράκη σ' αναπλήρωση του Κορυζή. Στη σύσκεψη αυτή. αφού μελετήθηκε και πάλι η κατάσταση, αποφασίστηκε η αποχώρηση των Αγγλων από την Ελλάδα.
Συνεργασία Ελλήνων και Άγγλων δεν υπήρχε πια ούτε μπορούσε να υπάρξει. Οι δυνάμεις τους είχαν διχαστεί, ακολουθούσαν δρομολόγια αποκλίνοντα. Ενώ τα υπολείμματα της Στρατιάς Κεντρικής Μακεδονίας στράφηκαν προς τα δυτικά και τραβούσαν από δρόμους βουνίσιους προς την Ήπειρο, οι Βρετανοί κατέβαιναν προς τον νότο, με σκοπό ν' αντισταθούν σ' αυτό που το έλεγαν «τοποθεσία Θερμοπυλών» και που είναι στην πραγματικότητα η γραμμή Στυλίδα-Ιτέα. Στις 16 Απριλίου, σε μια συνάντηση Παπάγου-Ουίλσων έξω από τη Λαμία, ο αρχιστράτηγος του ελληνικού στρατού συνιστά στον 'Αγγλο στρατηγό να εκκενώσει από τα στρατεύματα του την Ελλάδα, για να σταματήσει η καταστροφή της χώρας. Ειδοποιείται με τηλεγράφημα ο αρχιστράτηγος της Μέσης Ανατολής, στρατηγός Γουέιβελ.
Αλλά το βιβλίο τούτο δεν έχει σκοπό να περιγράψει τους αγώνες των Βρετανών στις διαδοχικές τοποθεσίες όπου πολέμησαν, τον Πλαταμώνα, τα Σέρβια, τα Τέμπη, τον Μπράλλο, κατά την υποχώρηση τους προς τα λιμάνια. Ήταν αγώνες επιβραδυντικοί, ώσπου οι βρετανικές δυνάμεις να επιβιβαστούν και να φύγουν από την Ελλάδα. Από τη στιγμή όπου η συνεργασία των δύο στρατών στο πεδίο της μάχης είχε διακοπεί, ο επίλογος του πολέμου για τον ελληνικό στρατό γίνεται χωριστός. Στις 18 Απριλίου, Μεγάλη Παρασκευή, συγκροτείται στο Τατόι, στ' ανάκτορα, μεγάλη σύσκεψη. Έλαβαν μέρος ο Γεώργιος ο Β', ο Άγγλος πρεσβευτής, ο στρατηγός Ουίλσων, ο αρχιστράτηγος Παπάγος, ο στρατηγός της αεροπορίας Ντ' Αλμπιάκ, ο ναύαρχος Τερλ. Η κατάσταση στο μέτωπο γινόταν πιεστική, η ανώτατη ηγεσία του στρατού και η κυβέρνηση μάταια επέμεναν στην άποψη τους για συνέχιση του πολέμου. Όλα τα μηνύματα από εκεί απάνω έπειθαν πως αυτό είναι αδύνατο.
Ο αρχιστράτηγος Παπάγος εξέθεσε στη σύσκεψη το γιατί: Ο ελληνικός στρατός ήταν εκτεθειμένος σ' αδιάκοπες επιδρομές της εχθρικής αεροπορίας χωρίς να έχει ούτε ένα αεροπλάνο ν' αντιτάξει. 0 ανεφοδιασμός του είχε γίνει αδύνατος τώρα που χάθηκαν οι Άγιοι Σαράντα, που αυτοκίνητα δεν υπήρχαν και που μοναδική αρτηρία απόμενε ο δρόμος προς τα Γιάννινα. Οι νάρκες που πόντιζαν τα γερμανικά αεροπλάνα στον Πειραιά είχανε παραλύσει κάθε κίνηση στο λιμάνι.
Στις δύο η ώρα, σε σύσκεψη του υπουργικού συμβουλίου με παριστάμενο τον βασιλέα, ο υπουργός των Στρατιωτικών διάβασε ένα τηλεγράφημα του στρατηγού Μπάκου. Το τηλεγράφημα έλεγε: «Ανέφερα επανειλημμένως και αναφέρω μετά παρρησίας κατάστασις εξελίσσεται ραγδαίως επί τα χείρω».
0 σωματάρχης εξόρκιζε στ' όνομα του Θεού την κυβέρνηση ν' αποφασίσει αμέσως, για να μην έχουν ύστερα να θρηνήσουν ερείπια χωρίς προηγούμενο. Οποιοσδήποτε νομίζει -συμπέραινε ο σωματάρχης- πως μπορεί να σηκώσει το σταυρό του μαρτυρίου καλύτερα, ας συνέλθει κι ας πάει εκεί να κλάψει την καταστροφή, γιατί τα δικά τους τα δάκρυα στέρεψαν.
Όταν η συνεδρίαση τέλειωσε, ο πρωθυπουργός, που είχε στο μεταξύ δηλώσει αδυναμία ν' αποφασίσει, έφυγε, πήγε στο σπίτι του, κλείστηκε στο γραφείο του και σκοτώθηκε με δύο σφαίρες περιστρόφου.
Την άλλη μέρα. Μεγάλο Σάββατο, ξανάγινε σύσκεψη στο Τατόι, με τον Γουέιβελ τώρα, που είχε έρθει επίτηδες από τη Μέση Ανατολή, και τον αντιστράτηγο Αλέξ. Μαζαράκη σ' αναπλήρωση του Κορυζή. Στη σύσκεψη αυτή. αφού μελετήθηκε και πάλι η κατάσταση, αποφασίστηκε η αποχώρηση των Αγγλων από την Ελλάδα.
* * *
Τον επίλογο της εκστρατείας της Αλβανίας, που θα έκλεινε σε λίγο, τον χαρακτηρίζει κυρίως η διαφωνία που ξέσπασε ανάμεσα στην πρωτεύουσα και στις δυνάμεις του μετώπου. Κανένας δεν μπορούσε στην Αθήνα ν' αγνοεί τώρα πια τη σκληρή πραγματικότητα' όμως οι ανειλημμένες υποχρεώσεις απέναντι στους Άγγλους, η ύπαρξη ακόμα στρατού τους πάνω στο ελληνικό έδαφος, υποχρέωναν την ελληνική ηγεσία να επιμένει σ' έναν αγώνα μέχρις εσχάτων, αγώνα άσκοπο.
Στην Ήπειρο η κατάσταση ακολουθούσε τον δικό της δρόμο. Την κύρια πρωτοβουλία για τερματισμό του πολέμου την είχε αναλάβει εκεί ο δεσπότης των Ιωαννίνων Σπυρίδων. Ανήσυχος για την τύχη του ποιμνίου του, βλέποντας το μάταιο της επιμονής σ' έναν αγώνα απελπισμένο, είχε αρχίσει να πιέζει τους στρατηγούς, τους ζητούσε να δώσουν λύση. Πρώτα έκανε έκκληση στον διοικητή της Στρατιάς Ηπείρου, τον στρατηγό Πιτσίκα. Ο Πιτσίκας αρνήθηκε. Ήθελε να μείνει πιστός στις διαταγές του κέντρου' αυτό θ' αποτελέσει τον γνώμονα όλης της μετέπειτα διαγωγής του. Ο δεσπότης στράφηκε τότε στους σωματάρχες. Ο στρατηγός Μπάκος, διοικητής του Β' Σώματος Στρατού, ήταν ο πιο ώριμος να συμφωνήσει με τον Σπυρίδωνα, το φανερώνουν και οι αναφορές του προς το Γενικό Στρατηγείο. Οι 18 και 19 Απριλίου θ' αναχθούν σε ζυμώσεις' ο δεσπότης έρχεται σε προσωρινή επαφή με τους σωματάρχες των Β' και Α' Σωμάτων Στρατού, πηγαίνει με αυτοκίνητο και τους βρίσκει, ανεβαίνει στη Δερβιτσάνη, όπου το στρατηγείο του Α Σώματος, Οπισθοφυλακής όλης της στρατιάς. Ο δεσπότης συζητεί εκεί με τους επιτελείς, προκαλεί σύσκεψη στο Καλπάκι. Καρπός της θα είναι ένα τελεσίγραφο προς την κυβέρνηση, με προθεσμία γι' απάντηση δώδεκα ώρες. Όμως για την αποστολή του τελεσιγράφου είχε τεθεί όρος η προηγούμενη συγκατάθεση του στρατηγού Πιτσίκα. Η πρωτεύουσα επέμενε ανένδοτα στη συνέχιση του πολέμου. Κατέβηκε στην Αθήνα ο επιτελάρχης του Γ Σώματος κι εξέθεσε στον αρχιστράτηγο την κατάσταση, του εξήγησε πως ήταν ανάγκη να προλάβουν, πως ο ελληνικός στρατός κινδυνεύει να μεταφερθεί αιχμάλωτος στην Ιταλία, πράγμα απαράδεκτο. Ο στρατηγός Παπάγος αποκρίθηκε πως είναι αρχιστράτηγος όχι μόνο των Ελλήνων αλλά και των Άγγλων που βρίσκονται ακόμα στην Ελλάδα, δεν μπορεί λοιπόν, προτού το συμμαχικό αυτό εκστρατευτικό σώμα αποχωρήσει, να προβεί σε διαπραγματεύσεις με τον εχθρό. Η αποχώρηση των Άγγλων, κατά την εκτίμηση του αρχιστρατήγου, δεν θα ολοκληρωνόταν πριν από τις 5 Μαΐου.
Δεκαπέντε ημέρες ακόμα, μέσα σε συνθήκες καθώς αυτές που είχαν δημιουργηθεί εκεί στην Ήπειρο, ήταν διάστημα χρόνου αδιανόητο. Ο στρατηγός Τσολάκογλου πήρε τότε την απόφαση. Παραμέρισε τον διοικητή της Στρατιάς Ηπείρου κι ανέλαβε την πρωτοβουλία για συνθηκολόγηση. Αυτό σήμαινε στάση.
Η αντιπροσωπεία προς τους Γερμανούς θα ξεκινήσει στις έξι το πρωί της 20ής Απριλίου. Ήταν τριμελής: από τον συνταγματάρχη Μπαλή, τον ταγματάρχη Λαγά και τον επίλαρχο Βλάχο. Η τελευταία απόπειρα της πρωτεύουσας να προλάβει το αναπόφευκτο, θα είναι η αποστολή στα Γιάννινα με αυτοκίνητο δύο αξιωματικών. «Φτάσατε αργά» -τους πληροφορεί ο στρατηγός Πιτσίκας. «Ο Τσολάκογλου έστειλε κήρυκες στους Γερμανούς». Η ιταλική αεροπορία, ασύδοτη πια, ασυγκράτητη, βομβάρδιζε τα Γιάννινα με τυφλή μανία. Η ηπειρώτικη πρωτεύουσα καίγεται, στο Α Στρατιωτικό Νοσοκομείο δύο βόμβες έσκασαν μέσα στο χειρουργείο, σκότωσαν πολλούς. Χτυπιέται η Αρτα. Στις έξι τ' απόγεμα, γυρίζουν στο Βοτανάσι οι απεσταλμένοι αξιωματικοί μαζί με τον Γερμανό στρατηγό Ντήτριχ και με το πρωτόκολλο για υπογραφή.
Αλλά οι Γερμανοί, αφού πρώτα υπέγραψαν, δεν τίμησαν ύστερα την υπογραφή τους. Το πρώτο εκείνο πρωτόκολλο ήταν απόλυτα τιμητικό για τον ελληνικό στρατό. Το δεύτερο, που θ' αναγκάσουν οι Γερμανοί τον στρατηγό Τσολάκογλου, σαν αιχμάλωτο πολέμου πια, να υπογράψει την άλλη μέρα στα Γιάννινα, προβλέπει άνευ όρων παράδοση του ελληνικού στρατού κι αιχμαλωσία του.
Ήταν πολύ αργά πια για οποιαδήποτε αντίδραση. Η κυβέρνηση κι ο Γεώργιος ο Β' έφυγαν από την Αθήνα. Με πεισματωμένη πίκρα, πένθιμα, οι νικητές της Ιταλίας άρχιζαν να παρελαύνουν σε μακριές θεωρίες από τους τόπους όπου τους είχαν ορίσει να παραδώσουν τον οπλισμό τους, να πετάνε χάμου σε σωρούς σαν παλιοσίδερα τα τιμημένα όπλα τους. Ένας νέος, λεβέντης πυροβολάρχης έξω από τα Γιάννινα, τίναξε την ώρα εκείνη τα μυαλά του πάνω στα κανόνια του[1]. Οι άλλοι, οι πολλοί, αποφασισμένοι έτσι κι αλλιώς να μην πέσουν στα χέρια του Γερμανού με τη στολή τους, βάλθηκαν να λακίζουν κρυφά, να σκορπάνε όπου μπορούσαν, σ' όλες τις κατευθύνσεις, με ό,τι μέσο βρίσκανε πρόχειρο ή και με τα πόδια, κι ας είχαν πορευτεί έτσι όλο τον δρόμο από την Αλβανία ως εδώ. Γέμισε το στήθος της χώρας από φυγάδες όχι του πολέμου αλλά της αιχμαλωσίας. Με οδύσσειες αφάνταστες οι άντρες αυτοί, οι νηστικοί μια και δυο βδομάδες, οι κυνηγημένοι, θα τραβούσαν τώρα για τα σπίτια τους, για τα χωριά τους, που τα είχε κιόλας ισκιώσει ο ζυγός της σκλαβιάς.
* * *
Η υπαναχώρηση των Γερμανών από τους όρους του αρχικού πρωτοκόλλου δεν ήταν αυθαίρετη, όπως νομίστηκε τότε. Μεταγενέστερα στοιχεία απεκάλυψαν πως την είχε προκαλέσει η αξίωση του Μουσολίνι να λάβει και η χώρα του μέρος στη συνθηκολόγηση. Αξίωση ιταμή, επονείδιστη, ακόμα πιο επονείδιστη κι από την ήττα του φασισμού στα πολεμικά πεδία.
Η αντιπληρωμή θα ερχόταν δυόμισι χρόνια αργότερα, στα 1943, όταν η κατάρρευση της χώρας του Ντούτσε θα είχε τον γνωστό τραγικό επίλογο: τον έσχατο εξευτελισμό του ιταλικού στρατού από τον ίδιο του τον σύμμαχο, τον απαγχονισμό του δραπέτη Μουσολίνι. Το κακέκτυπο αυτό των καισάρων ήτανε γραμμένο να τελειώσει τη σταδιοδρομία του και τη ζωή του σαν ληστοφυγόδικος, που δεν έχει καν την ύστατη τιμή να κριθεί από την τακτική Δικαιοσύνη, παρά εξοντώνεται από τα εξαγριωμένα στίφη εκείνων που κάποτε τον προσκύνησαν.
Αυτό θα είναι το τέλος του ιταλικού φασισμού. Η εισβολή στην Ελλάδα είχε στοιχίσει στην Ιταλία 13.755 νεκρούς, 50.874 τραυματίες, 12.368 κρυοπαγημένους, 25.067 αγνοούμενους. Σύνολο: 102.064 άντρες. Στο μεταξύ, την ίδια αυτή άνοιξη του 1941, η σύγκρουση για την κυριαρχία του μεσογειακού χώρου θα συνεχιζόταν στην Κρήτη. Ήταν το προγεφύρωμα που χρειάζονταν οι Γερμανοί για να κατέβουν στη Μέση Ανατολή, τον απώτερο αυτό σκοπό της καθόδου τους στον νότο. Ένα μήνα ακριβώς μετά τη συνθηκολόγηση της Ηπείρου, στις 20 Μαΐου, κύματα απανωτά από αεροπλάνα σε πυκνούς σχηματισμούς, με χιλιάδες αλεξιπτωτιστές, ρίχτηκαν σαν γεράκια πάνω στην ελληνική μεγαλόνησο, την ράμφισαν ανήμερα στο κεφάλι. Υπεράσπιζαν την Κρήτη, μαζί με τους επιτόπου Έλληνες, Νεοζηλανδοί και Αγγλοι. Η αφήγηση όμως της μάχης εκείνης χρειάζεται ειδική εξιστόρηση, που ξεφεύγει από τα πλαίσια αυτού του βιβλίου. Η Βερμάχτ πλήρωσε βαριά σε αίμα την επιχείρηση της Κρήτης, έχασε εκεί τον ανθό των αλεξιπτωτιστών της. Έχασε κι άλλο ένα δεκαήμερο από τον ακριβό κιόλας λογαριασμό του χρόνου που της ήταν απαραίτητος για την εξόρμηση κατά της Ρωσίας.
Μετά την κατάληψη της Κρήτης, ο πόλεμος πέρασε νοτιότερα, στην Αφρική, συνεχίστηκε. Ελληνικές δυνάμεις, τότε, συγκεντρώθηκαν στη Μέση Ανατολή, οργανώθηκαν και πολεμούσαν κατά της Γερμανίας.
Εδώ τελειώνει η ιστορία του πολέμου του 1940-1941. Είναι η τελευταία σύγκρουση στην Ευρώπη με δυνάμεις, μέσα και όπλα τόσο δυσανάλογα. Από τη μια ο βαρύς οπλισμός της σύγχρονης τεχνοκρατίας, από την άλλη μέσα αναχρονιστικά στα χέρια ενός λαού μικρού, που αγωνίζεται για την ύπαρξη του και για τις παραδόσεις του. Στον αγώνα αυτόν, ο ελληνικός λαός έδωσε το προσωπικό του ύφος, όμοιο σε γενικές γραμμές με του 1821. Η αναμέτρηση του 1940-1941 γίνεται ανάμεσα στη λιτότητα και τον στόμφο, τη φιλοπατρία και τον ιμπεριαλισμό. Η τεχνοκρατία, χάρη στον σιδερένιο της όγκο, θα πετύχει για μια στιγμή να γονατίσει τη μαχόμενη ψυχή. Η αντιστροφή όμως θα έρθει γρήγορα και το μάθημα θα μείνει.
Περισσότερο κι από την υπόθεση ενός έθνους που αγωνίζεται για την ανεξαρτησία του, η 28η Οκτωβρίου του 1940 προβάλλει στη σκηνή της Ιστορίας έναν αγώνα γενικότερο: μιας φυλής ανθρώπων. Αυτής που προσδιορίζεται από το πάθος της ελευθερίας.
Πέρα από τον πάταγο των αυτοκρατοριών που γκρεμίζονται, θ' απομείνει ν' ακούγεται μέσα στον αποκαμωμένο κόσμο, λιανό και κρυστάλλινο, ερημικό κι άτρεμο, το εωθινό που σήμανε η σάλπιγγα πάνω στον ελληνικό βράχο μια φθινοπωρινή αυγή. (ΤΕΛΟΣ)
Τον επίλογο της εκστρατείας της Αλβανίας, που θα έκλεινε σε λίγο, τον χαρακτηρίζει κυρίως η διαφωνία που ξέσπασε ανάμεσα στην πρωτεύουσα και στις δυνάμεις του μετώπου. Κανένας δεν μπορούσε στην Αθήνα ν' αγνοεί τώρα πια τη σκληρή πραγματικότητα' όμως οι ανειλημμένες υποχρεώσεις απέναντι στους Άγγλους, η ύπαρξη ακόμα στρατού τους πάνω στο ελληνικό έδαφος, υποχρέωναν την ελληνική ηγεσία να επιμένει σ' έναν αγώνα μέχρις εσχάτων, αγώνα άσκοπο.
Στην Ήπειρο η κατάσταση ακολουθούσε τον δικό της δρόμο. Την κύρια πρωτοβουλία για τερματισμό του πολέμου την είχε αναλάβει εκεί ο δεσπότης των Ιωαννίνων Σπυρίδων. Ανήσυχος για την τύχη του ποιμνίου του, βλέποντας το μάταιο της επιμονής σ' έναν αγώνα απελπισμένο, είχε αρχίσει να πιέζει τους στρατηγούς, τους ζητούσε να δώσουν λύση. Πρώτα έκανε έκκληση στον διοικητή της Στρατιάς Ηπείρου, τον στρατηγό Πιτσίκα. Ο Πιτσίκας αρνήθηκε. Ήθελε να μείνει πιστός στις διαταγές του κέντρου' αυτό θ' αποτελέσει τον γνώμονα όλης της μετέπειτα διαγωγής του. Ο δεσπότης στράφηκε τότε στους σωματάρχες. Ο στρατηγός Μπάκος, διοικητής του Β' Σώματος Στρατού, ήταν ο πιο ώριμος να συμφωνήσει με τον Σπυρίδωνα, το φανερώνουν και οι αναφορές του προς το Γενικό Στρατηγείο. Οι 18 και 19 Απριλίου θ' αναχθούν σε ζυμώσεις' ο δεσπότης έρχεται σε προσωρινή επαφή με τους σωματάρχες των Β' και Α' Σωμάτων Στρατού, πηγαίνει με αυτοκίνητο και τους βρίσκει, ανεβαίνει στη Δερβιτσάνη, όπου το στρατηγείο του Α Σώματος, Οπισθοφυλακής όλης της στρατιάς. Ο δεσπότης συζητεί εκεί με τους επιτελείς, προκαλεί σύσκεψη στο Καλπάκι. Καρπός της θα είναι ένα τελεσίγραφο προς την κυβέρνηση, με προθεσμία γι' απάντηση δώδεκα ώρες. Όμως για την αποστολή του τελεσιγράφου είχε τεθεί όρος η προηγούμενη συγκατάθεση του στρατηγού Πιτσίκα. Η πρωτεύουσα επέμενε ανένδοτα στη συνέχιση του πολέμου. Κατέβηκε στην Αθήνα ο επιτελάρχης του Γ Σώματος κι εξέθεσε στον αρχιστράτηγο την κατάσταση, του εξήγησε πως ήταν ανάγκη να προλάβουν, πως ο ελληνικός στρατός κινδυνεύει να μεταφερθεί αιχμάλωτος στην Ιταλία, πράγμα απαράδεκτο. Ο στρατηγός Παπάγος αποκρίθηκε πως είναι αρχιστράτηγος όχι μόνο των Ελλήνων αλλά και των Άγγλων που βρίσκονται ακόμα στην Ελλάδα, δεν μπορεί λοιπόν, προτού το συμμαχικό αυτό εκστρατευτικό σώμα αποχωρήσει, να προβεί σε διαπραγματεύσεις με τον εχθρό. Η αποχώρηση των Άγγλων, κατά την εκτίμηση του αρχιστρατήγου, δεν θα ολοκληρωνόταν πριν από τις 5 Μαΐου.
Δεκαπέντε ημέρες ακόμα, μέσα σε συνθήκες καθώς αυτές που είχαν δημιουργηθεί εκεί στην Ήπειρο, ήταν διάστημα χρόνου αδιανόητο. Ο στρατηγός Τσολάκογλου πήρε τότε την απόφαση. Παραμέρισε τον διοικητή της Στρατιάς Ηπείρου κι ανέλαβε την πρωτοβουλία για συνθηκολόγηση. Αυτό σήμαινε στάση.
Η αντιπροσωπεία προς τους Γερμανούς θα ξεκινήσει στις έξι το πρωί της 20ής Απριλίου. Ήταν τριμελής: από τον συνταγματάρχη Μπαλή, τον ταγματάρχη Λαγά και τον επίλαρχο Βλάχο. Η τελευταία απόπειρα της πρωτεύουσας να προλάβει το αναπόφευκτο, θα είναι η αποστολή στα Γιάννινα με αυτοκίνητο δύο αξιωματικών. «Φτάσατε αργά» -τους πληροφορεί ο στρατηγός Πιτσίκας. «Ο Τσολάκογλου έστειλε κήρυκες στους Γερμανούς». Η ιταλική αεροπορία, ασύδοτη πια, ασυγκράτητη, βομβάρδιζε τα Γιάννινα με τυφλή μανία. Η ηπειρώτικη πρωτεύουσα καίγεται, στο Α Στρατιωτικό Νοσοκομείο δύο βόμβες έσκασαν μέσα στο χειρουργείο, σκότωσαν πολλούς. Χτυπιέται η Αρτα. Στις έξι τ' απόγεμα, γυρίζουν στο Βοτανάσι οι απεσταλμένοι αξιωματικοί μαζί με τον Γερμανό στρατηγό Ντήτριχ και με το πρωτόκολλο για υπογραφή.
Αλλά οι Γερμανοί, αφού πρώτα υπέγραψαν, δεν τίμησαν ύστερα την υπογραφή τους. Το πρώτο εκείνο πρωτόκολλο ήταν απόλυτα τιμητικό για τον ελληνικό στρατό. Το δεύτερο, που θ' αναγκάσουν οι Γερμανοί τον στρατηγό Τσολάκογλου, σαν αιχμάλωτο πολέμου πια, να υπογράψει την άλλη μέρα στα Γιάννινα, προβλέπει άνευ όρων παράδοση του ελληνικού στρατού κι αιχμαλωσία του.
Ήταν πολύ αργά πια για οποιαδήποτε αντίδραση. Η κυβέρνηση κι ο Γεώργιος ο Β' έφυγαν από την Αθήνα. Με πεισματωμένη πίκρα, πένθιμα, οι νικητές της Ιταλίας άρχιζαν να παρελαύνουν σε μακριές θεωρίες από τους τόπους όπου τους είχαν ορίσει να παραδώσουν τον οπλισμό τους, να πετάνε χάμου σε σωρούς σαν παλιοσίδερα τα τιμημένα όπλα τους. Ένας νέος, λεβέντης πυροβολάρχης έξω από τα Γιάννινα, τίναξε την ώρα εκείνη τα μυαλά του πάνω στα κανόνια του[1]. Οι άλλοι, οι πολλοί, αποφασισμένοι έτσι κι αλλιώς να μην πέσουν στα χέρια του Γερμανού με τη στολή τους, βάλθηκαν να λακίζουν κρυφά, να σκορπάνε όπου μπορούσαν, σ' όλες τις κατευθύνσεις, με ό,τι μέσο βρίσκανε πρόχειρο ή και με τα πόδια, κι ας είχαν πορευτεί έτσι όλο τον δρόμο από την Αλβανία ως εδώ. Γέμισε το στήθος της χώρας από φυγάδες όχι του πολέμου αλλά της αιχμαλωσίας. Με οδύσσειες αφάνταστες οι άντρες αυτοί, οι νηστικοί μια και δυο βδομάδες, οι κυνηγημένοι, θα τραβούσαν τώρα για τα σπίτια τους, για τα χωριά τους, που τα είχε κιόλας ισκιώσει ο ζυγός της σκλαβιάς.
* * *
Η υπαναχώρηση των Γερμανών από τους όρους του αρχικού πρωτοκόλλου δεν ήταν αυθαίρετη, όπως νομίστηκε τότε. Μεταγενέστερα στοιχεία απεκάλυψαν πως την είχε προκαλέσει η αξίωση του Μουσολίνι να λάβει και η χώρα του μέρος στη συνθηκολόγηση. Αξίωση ιταμή, επονείδιστη, ακόμα πιο επονείδιστη κι από την ήττα του φασισμού στα πολεμικά πεδία.
Η αντιπληρωμή θα ερχόταν δυόμισι χρόνια αργότερα, στα 1943, όταν η κατάρρευση της χώρας του Ντούτσε θα είχε τον γνωστό τραγικό επίλογο: τον έσχατο εξευτελισμό του ιταλικού στρατού από τον ίδιο του τον σύμμαχο, τον απαγχονισμό του δραπέτη Μουσολίνι. Το κακέκτυπο αυτό των καισάρων ήτανε γραμμένο να τελειώσει τη σταδιοδρομία του και τη ζωή του σαν ληστοφυγόδικος, που δεν έχει καν την ύστατη τιμή να κριθεί από την τακτική Δικαιοσύνη, παρά εξοντώνεται από τα εξαγριωμένα στίφη εκείνων που κάποτε τον προσκύνησαν.
Αυτό θα είναι το τέλος του ιταλικού φασισμού. Η εισβολή στην Ελλάδα είχε στοιχίσει στην Ιταλία 13.755 νεκρούς, 50.874 τραυματίες, 12.368 κρυοπαγημένους, 25.067 αγνοούμενους. Σύνολο: 102.064 άντρες. Στο μεταξύ, την ίδια αυτή άνοιξη του 1941, η σύγκρουση για την κυριαρχία του μεσογειακού χώρου θα συνεχιζόταν στην Κρήτη. Ήταν το προγεφύρωμα που χρειάζονταν οι Γερμανοί για να κατέβουν στη Μέση Ανατολή, τον απώτερο αυτό σκοπό της καθόδου τους στον νότο. Ένα μήνα ακριβώς μετά τη συνθηκολόγηση της Ηπείρου, στις 20 Μαΐου, κύματα απανωτά από αεροπλάνα σε πυκνούς σχηματισμούς, με χιλιάδες αλεξιπτωτιστές, ρίχτηκαν σαν γεράκια πάνω στην ελληνική μεγαλόνησο, την ράμφισαν ανήμερα στο κεφάλι. Υπεράσπιζαν την Κρήτη, μαζί με τους επιτόπου Έλληνες, Νεοζηλανδοί και Αγγλοι. Η αφήγηση όμως της μάχης εκείνης χρειάζεται ειδική εξιστόρηση, που ξεφεύγει από τα πλαίσια αυτού του βιβλίου. Η Βερμάχτ πλήρωσε βαριά σε αίμα την επιχείρηση της Κρήτης, έχασε εκεί τον ανθό των αλεξιπτωτιστών της. Έχασε κι άλλο ένα δεκαήμερο από τον ακριβό κιόλας λογαριασμό του χρόνου που της ήταν απαραίτητος για την εξόρμηση κατά της Ρωσίας.
Μετά την κατάληψη της Κρήτης, ο πόλεμος πέρασε νοτιότερα, στην Αφρική, συνεχίστηκε. Ελληνικές δυνάμεις, τότε, συγκεντρώθηκαν στη Μέση Ανατολή, οργανώθηκαν και πολεμούσαν κατά της Γερμανίας.
Εδώ τελειώνει η ιστορία του πολέμου του 1940-1941. Είναι η τελευταία σύγκρουση στην Ευρώπη με δυνάμεις, μέσα και όπλα τόσο δυσανάλογα. Από τη μια ο βαρύς οπλισμός της σύγχρονης τεχνοκρατίας, από την άλλη μέσα αναχρονιστικά στα χέρια ενός λαού μικρού, που αγωνίζεται για την ύπαρξη του και για τις παραδόσεις του. Στον αγώνα αυτόν, ο ελληνικός λαός έδωσε το προσωπικό του ύφος, όμοιο σε γενικές γραμμές με του 1821. Η αναμέτρηση του 1940-1941 γίνεται ανάμεσα στη λιτότητα και τον στόμφο, τη φιλοπατρία και τον ιμπεριαλισμό. Η τεχνοκρατία, χάρη στον σιδερένιο της όγκο, θα πετύχει για μια στιγμή να γονατίσει τη μαχόμενη ψυχή. Η αντιστροφή όμως θα έρθει γρήγορα και το μάθημα θα μείνει.
Περισσότερο κι από την υπόθεση ενός έθνους που αγωνίζεται για την ανεξαρτησία του, η 28η Οκτωβρίου του 1940 προβάλλει στη σκηνή της Ιστορίας έναν αγώνα γενικότερο: μιας φυλής ανθρώπων. Αυτής που προσδιορίζεται από το πάθος της ελευθερίας.
Πέρα από τον πάταγο των αυτοκρατοριών που γκρεμίζονται, θ' απομείνει ν' ακούγεται μέσα στον αποκαμωμένο κόσμο, λιανό και κρυστάλλινο, ερημικό κι άτρεμο, το εωθινό που σήμανε η σάλπιγγα πάνω στον ελληνικό βράχο μια φθινοπωρινή αυγή. (ΤΕΛΟΣ)
Υποσημειώσεις:
[1] Την ημέρα της υπογραφής του τελικού πρωτοκόλλου της συνθηκολογήσεως (23 Απριλίου) συνέβη στο μέτωπο ένα αξιομνημόνευτο και συμβολικό επεισόδιο' αξίζει να παρατεθεί όπως αναφέρεται στην έκθεση του διοικητή του Α' Σώματος Στρατού: «Ο ταγματάρχης του Πυροβολικού, Βέρσης, διαταχθείς υπό των Γερμανών να παραδώσει τα πυροβόλα της μοίρας του, αφού συνεκέντρωσε ταύτα και τοις επέδωκε τιμάς, ηυτοκτόνησε, ενώ η μοίρα του έψαλλε τον Εθνικόν Ύμνον»(ΔΙΣ Φ 641 έκθεση του διοικητή Α Σώματος Στρατού αντιστρατήγου Δεμέστιχα φ.22.
[1] Την ημέρα της υπογραφής του τελικού πρωτοκόλλου της συνθηκολογήσεως (23 Απριλίου) συνέβη στο μέτωπο ένα αξιομνημόνευτο και συμβολικό επεισόδιο' αξίζει να παρατεθεί όπως αναφέρεται στην έκθεση του διοικητή του Α' Σώματος Στρατού: «Ο ταγματάρχης του Πυροβολικού, Βέρσης, διαταχθείς υπό των Γερμανών να παραδώσει τα πυροβόλα της μοίρας του, αφού συνεκέντρωσε ταύτα και τοις επέδωκε τιμάς, ηυτοκτόνησε, ενώ η μοίρα του έψαλλε τον Εθνικόν Ύμνον»(ΔΙΣ Φ 641 έκθεση του διοικητή Α Σώματος Στρατού αντιστρατήγου Δεμέστιχα φ.22.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου