Το κύμα , οπού ξαπλώνεται -στου πέλαου την αγκάλη
Και καρτερεί ένα φύσημα
να στηλωθή ν' αγριέψη
Να πνίξη κάθε κάτεργο και κάθε περιγιάλι,
Ποιός άνεμος βουλήθηκε ποτέ να το μερέψη;
Τ' άλογο εκειό τ' ανήμερο, πώμαθε από πουλάρι
Ελεύθερο, ανυπόταχτο
να τρέχη, ν' ανεμίζη
Τη χαίτη του σ' την έρημο και δίχως καβαλλάρη,
Ποιός λέει του βάζει τη θηλιά και σκλάβο το γυρίζει;
Tου λόγγου
τ' αγριοδάμαλο που τούναι νεροκράτης
Το ρέμμα τ' Ασπροπόταμου κ' έμαθε να κεντρώνη
Τα δέντρα με τα κέρατα, ποιός είπε ζευγολάτης
Πώς του φορτώνει το ζυγό και τ' οδηγάει κι οργώνει;
Τον σταυραετό που
πέταται απ' τα μικρά του χρόνια
Μεσουρανεί στα συννεφα
και σμίγει με τ' αστέρια
Τα φλογερά τα μάτια του
και πίνει από τα χιόνια,
Να τον σκλαβώση ποιός μπορεί μ' όσα κι αν έχη χέρια;
Το φλογερό αστραπόβροντο , που σχίζει κι ασβολώνει
Τα σύγνεφα και τα βουνά οπού χαλάει μια χτίσι,
Που πύργους , βράχια κι έλατα βαθειά ξεθεμελιώνει,
Ποιός ήταν οπού ετόλμησε
και ειπή πως θα τα σβύση;
Και της Ηπείρου το στοιχειό, την ξακουστή Χειμάρρα,
Πώχει γονιό τον πόλεμο, πώχει τροφή το αίμα
Και μάτι της την αστραπή και χνώτο την αντάρα
Να την πατήση ποιός μπορεί; ποιός είπε τέτοιο ψέμα;
Χειμάρρα , πάρε τάρματα , κατά το Σούλι βάξε
Να παρατήση γρήγορα
τον έρμον χερουλαύτη
Και να ζωθή τ΄αρμούτι
του , τον γέρω-Πίνδον κράξε
Να μη χολιάζη βάρυπνος , νάχβ άγρυπνο μάτι.
Βουνά μου, πάρτε τ΄άρματα, τα γέρικά σας χιόνια
Και τα πολλά τα κρούσταλλα ν' ανάψη και να λυώση
Η πύρη από τα νειάτα σας κι' απ' τα παληά σας χρόνια.
Ποιόν
καρτεράτε, δύστυχα, ναρθή να σας σηκώση;
Αθήναι 1891
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου