Ο ΠΡΩΤΟΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ ΚΑΙ Ο ΔΙΧΑΣΜΟΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ.
Η έκρηξις του Ευρωπαϊκού πολέμου κατά το 1914 εύρε τον Ελληνικόν λαόν διατηρούντα ακόμη τα αισθήματα ευγνωμοσύνης προς τας λεγομένας προστάτιδας δυνάμεις Γαλλίαν, Αγγλίαν και Ρωσσίαν, η πολεμική επέμβασις των οποίων εις Ναυαρίνον απήλλαξε την Ελλάδα από την τυραννίαν των Τούρκων. Η πρωτεύουσα της Ελλάδος διεκοσμείτο από ανδριάντας πολιτικών ανδρών των προστατίδων δυνάμεων, πλείσται οδοί εις τας κυριωτέρας πόλεις έφερον ονόματα φιλελλήνων Γάλλων και Άγγλων. Η Γαλλική γλώσσα υπήρξεν η μόνη ξένη γλώσσα, ήτις εδιδάσκετο υποχρεωτικώς εις τα Ελληνικά γυμνάσια, και η Ελληνική νεολαία επεδίδετο εις την ανάγνωσιν μυθιστορημάτων του Ιουλίου Βερν και του Β. Ουγκώ. Ουδεμία ξένη γλώσσα ωμιλείτο εις την Ελλάδα τόσον , ευρέως, όσον η Γαλλική.
Η έκρηξις του Ευρωπαϊκού πολέμου κατά το 1914 εύρε τον Ελληνικόν λαόν διατηρούντα ακόμη τα αισθήματα ευγνωμοσύνης προς τας λεγομένας προστάτιδας δυνάμεις Γαλλίαν, Αγγλίαν και Ρωσσίαν, η πολεμική επέμβασις των οποίων εις Ναυαρίνον απήλλαξε την Ελλάδα από την τυραννίαν των Τούρκων. Η πρωτεύουσα της Ελλάδος διεκοσμείτο από ανδριάντας πολιτικών ανδρών των προστατίδων δυνάμεων, πλείσται οδοί εις τας κυριωτέρας πόλεις έφερον ονόματα φιλελλήνων Γάλλων και Άγγλων. Η Γαλλική γλώσσα υπήρξεν η μόνη ξένη γλώσσα, ήτις εδιδάσκετο υποχρεωτικώς εις τα Ελληνικά γυμνάσια, και η Ελληνική νεολαία επεδίδετο εις την ανάγνωσιν μυθιστορημάτων του Ιουλίου Βερν και του Β. Ουγκώ. Ουδεμία ξένη γλώσσα ωμιλείτο εις την Ελλάδα τόσον , ευρέως, όσον η Γαλλική.
Μεταξύ των Ελλήνων εξ επαγγέλματος στρατιωτικών υπήρχε μερίς ελαχίστη γερμανομαθών, ήτις εμπνεομένη από τας γερμανικάς νίκας του 1870 κατά των Γάλλων και του 1866 κατά των Αυστριακών, επροπαγάνδιζε την υπεροχήν της οργανώσεως και του στρατιωτικού πνεύματος του Γερμανικού στρατού και ηρέσκετο να εκθειάζη τας γερμανικάς πολεμικάς μεθόδους. Η επανάστασις του 1909 και η προκύψασα εκ τούτου Κυβέρνησις περιώρισεν την επιρροήν των γερμανομαθών αυτών αξιωματικών και, αναθέσασα εις Γάλλους οργανωτάς την εκπαίδευσιν του Ελληνικού στρατού, ανεζωπύρωσε την αγάπην και τον θαυμασμόν προς τας Γαλλικάς μεθόδους εις ό,τι αφορά τον στρατόν, και τας Αγγλικάς εις ό,τι αφορά το ναυτικόν.
Εκλήθησαν τότε και ανέλαβον την καθοδήγησιν προς ανασυγκρότησιν και εκπαίδευσιν των πολεμικών δυνάμεων της Ελλάδος μία ομάς Γάλλων αξιωματικών, υπό τον στρατηγόν Εϊντού, διά τον στρατόν της ξηράς, και ετέρα ομάς Άγγλων αξιωματικών, υπό τον ναύαρχον Τώφνελ, διά το ναυτικόν. Η συνεργασία μεταξύ των Ελλήνων και των ξένων αυτών αξιωματικών υπήρξε πληρέστατα καρποφόρος. Επηκολούθησαν οι δύο νικηφόροι πόλεμοι του 1912 και 1913, μετά το πέρας των οποίων αμφότεραι οι ξέναι άποστολαί εξηκολούθησαν το έργον της μελέτης και καθοδηγήσεως προς πλήρη και αρτίαν ανασυγκρότησιν των πολεμικών δυνάμεων της Ελλάδος.Μετά το πέρας του κατά Βουλγάρων πολέμου 1913, οι Τούρκοι αναθαρρήσαντες και μένεα πνέοντες διά τας ήττας αυτών κατά το 1912 και το 1913 (22) και δια την απώλειαν όλων σχεδόν των επί της Ευρώπης κτήσεων ήγειραν αξιώσεις επί των νήσων Χίου και Μυτιλήνης, και ήρξαντο παρασκευαζόμενοι προς νέον κατά της Ελλάδος πόλεμον. Η Ελλάς αφ' ετέρου επεδόθη πυρετωδώς εις την ανασυγκρότησιν των δυνάμεων της, κατά ξηράν και θάλασσαν, δια ν' αντιμετωπίση τον ενδεχόμενον νέον κατά της Τουρκίας πόλεμον.Κατά την άνοιξιν του 1914 η προσπάθεια Ελλάδος και Τουρκίας προς αντιμετώπισιν του επικειμένου μεταξύ των πολέμου είχε φθάσει εις το κατακόρυφον, ότε έφθασεν εις Αθήνας πληροφορία καθ' ην, η Γαλλία με την κυβέρνησιν Caillaux-Doumergue παρείχε μέγα δάνειον προς την Τουρκίαν, προς παρασκευήν των πολεμικών της δυνάμεων δια τον παρασκευαζόμενον πόλεμον κατά της Ελλάδος. Το δάνειον τούτο διεπραγματεύθη και έκλεισε εις Παρισίους ο τότε Τούρκος υπουργός των οικονομικών Τζαβίτ - μπέης. Η σύναψις του δανείου, υφ' ους όρους και υφ' ας περιστάσεις συνήφθη, ηκούσθη ως βόμβα εις τας Αθήνας, διότι εξελήφθη ότι εδίδετο εις την Τουρκίαν δια να ετοιμάση τον πόλεμον κατά της Ελλάδος και είχε ως συνέπειαν την μεγάλην ανησυχίαν του Ελληνικού λαού, όστις εκ τούτου ησθάνθη την ανάγκην να αναμετρήση τας περιπτώσεις, αίτινες τον υπεχρέουν να ευγνωμονή την συμπαθεστέραν των προστατίδων δυνάμεων, και να εξετάζη μήπως η ιστορουμένη προς την Ελλάδα προστασία δεν ήτο αποτέλεσμα συμπαθείας προς αυτήν και προς την ιστορίαν της, αλλ' ήτο αποτέλεσμα συνδυασμού συμφερόντων υλικών. Εντεύθεν προήλθε κάποια σκιά εις την ευρείαν έκτασιν των αισθημάτων του Ελληνικού λαού προς την Γαλλίαν.
Υπήρξε μοιραίον, το δάνειον τούτο να χρησιμοποίηση υπό των Τούρκων δια την προμήθειαν από γερμανικόν εργοστάσιον όπλων και πυρομαχικών, άτινα εχρησιμοποιήθησαν όχι κατά των Ελλήνων, ως προέβλεπον, αλλά κατ' αυτών τούτων των Γάλλων και των συμμάχων των, εκραγέντος εν τω μεταξύ του Α' παγκοσμίου πολέμου ( Βarreilles d' Athénes à Ancora σελ. 208).
Δια τους Γερμανούς o Ελληνικός λαός δεν έτρεφε αισθήματα μη φιλικά, διότι η στοργική και λαοφιλής Βασίλισσα του Σοφία ήτο αδελφή του Αυτοκράτορος των Γερμανών και κυρίως διότι κατά τας συζητήσεις του Βουκουρεστίου τον Αύγουστον του 1913, η επέμβασις του Γερμανού Αυτοκράτορος Γουλιέλμου είχεν ως αποτέλεσμα να περιληφθή οριστικώς εντός του ελληνικού εδάφους η Ανατολική Μακεδονία (Δράμα, Καβάλα). Τούτο είχε συντελέσει κατά πολύ εις το να βελτιωθούν τα προηγουμένως αδιάφορα αισθήματα του Ελληνικού λαού προς τούς Γερμανούς, οίτινες κατά τα τέλη του 19ου αιώνος εφέροντο ως οργανωταί του Τουρκικού στρατού επί κεφαλής του οποίου, κατά τον ατυχή πόλεμον του 1897, εισήλθεν εις την Λάρισαν ο Γερμανός συνταγματάρχης του ιππικού Γρούμκωφ. Κατά την έκρηξιν του πολέμου όμως, η συμμαχία των Γερμανών με τους Αυστριακούς εμείωσε τα προς αυτούς αισθήματα του λαού της Ελλάδος. Διότι το όνομα του μισέλληνος Αυστριακού Αρχικαγκελλαρίου Μέτερνιχ, του χαρακτηρίσαντος τούς Έλληνας επαναστάτας του 1821 ως ληστάς κατά το συνέδριον της Verona ( 1822), δεν εξηλείφετο από τας παραδόσεις των Ελλήνων και έτι μάλλον, διότι έμεινε ανεξάλειπτος εις την μνήμην των Ελλήνων η υπό των Αυστριακών παράδοσις του Εθνομάρτυρας Ρήγα Φερραίου εις τους Τούρκους δημίους του. Αλλά τα αισθήματα των Ελλήνων έλαβον εντελώς εχθρικόν χαρακτήρα κατά των Γερμανών και των συμμάχων των όταν, την 9ην Αύγουστου 1914, ανηγγέλθη η είσοδος των γερμανικών θωρηκτών Γκαίμπεν και Μπρεσλάου εις την Προποντίδα. Ηδραιώθη τότε η πεποίθησις, ότι εις την συμμαχίαν των Κεντρικών Αυτοκρατοριών ητοιμάζετο να μετάσχη και η Τουρκία. Ήρκει και μόνον το όνομα αυτό διά να αποκορυφώση την αντιπάθειαν του Ελληνικού λαού προς τας Κεντρικάς Αυτοκρατορίας. Ήρχισε μάλιστα τότε να γίνεται λόγος περί οργανώσεως ομάδων εθελοντών και αποστολήν αυτών εις την Γαλλίαν, όπως πολεμήσουν εις το πλευρόν των Γάλλων ως εγένετο το 1870.
Είχεν εκ τούτου εξαχθή το συμπέρασμα, ότι όσω ετελειοποιούντο τα όπλα, τόσον η επιβολή του ισχυροτέρου αντιπάλου θα επήρχετο ταχύτερον.Και επειδή μεταξύ του 1870 και του 1914 η τελειοποίησις των όπλων είχε κάμει άλματα σημαντικώτατα , ιδία εις τα μέσα μεταφοράς, εξήγετο το συμπέρασμα ότι ο εκραγείς πόλεμος θα ήτο βραχυτάτης διαρκείας.Μόνον εις κριτικός, ο Ελβετός Feyler, προέβλεψε το αντίθετον.Αι ειδήσεις των πρώτων πολεμικών ημερών, καθ' ας ο Γερμανικός στρατός εισέβαλεν εις το Βέλγιον και εις διάστημα 15 ημερών (5 έως 20 Αυγούστου) συνέτριψε τ' ανθισταμένα Γαλλοβελγικά στρατεύματα, προεκάλεσεν ανησυχίας και κατήφειαν εις την Ελλάδα. Την ανησυχίαν δε ταύτην ενέτεινεν αρθρογραφία ειδικού τίνος υπό το ψευδώνυμον Α.Ω εις την εφημερίδα «Αθήναι», δι' ης προελέγετο η καθ' εκάστην πρόοδος των γερμανικών φαλάγγων και προελέγετο η εντός μικράς προθεσμίας καταβολή των συμμαχικών δυνάμεων και ο τερματισμός του πολέμου, ότε, κατά τας 5 - 10 Σεπτεμβρίου, το σταμάτημα των Γερμανών κατά την μάχην του Μάρνη (4 Σεπτεμβρίου) ανεπτέρωσε την ελπίδα ότι θα απεσοβείτο η ραγδαία καταστροφή των συμμαχικών στρατών και θα εδίδετο καιρός προς ενίσχυσιν των συμμαχικών δυνάμεων προ παντός δια της γενικεύσεως εν Αγγλία της στρατολογίας.
Την αισιοδοξίαν των εν Ελλάδι ηύξησε και η αστοχία τών κατά τής Σερβίας κινηθεισών Αυστριακών μεραρχιών, αίτινες πριν ή λήξη ακόμη το έτος 1914 ηττήθησαν, ο δε βασιλεύς Πέτρος επανήλθε θριαμβευτής εις Βελιγράδιον. Εδημιουργήθη ούτω μεγάλη αισιοδοξία και της αισιοδοξίας ταύτης μέτοχος υπήρξε και ή Ελληνική Κυβέρνησις, ήτις ανεκοίνωσεν εις τους συμμάχους ότι η Ελλάς θα ήτο διατεθειμένη να θέση τας στρατιωτικας αυτής δυνάμεις εις την διάθεσιν τούτων. Η απάντησις των συμμάχων, τη παρακινήσει των Ρώσσων, υπήρξεν αρνητική, υπό το πρόσχημα ότι εφοβούντο την επέκτασιν του πολέμου εις την Βαλκανικήν , όπου, επί του παρόντος, η Τουρκία και Βουλγαρία εφαντάζαντο ότι θα παρέμενον ουδέτεραι. Της ουδετερότητος αυτής οι σύμμαχοι είχον απόλυτον ανάγκην, διότι τούτο απήτει ο πιθανός δια των Δαρδανελλίων εφοδιασμός των Ρώσσων.
Όντως, ο ανεφοδιασμός αυτών υπό των συμμάχων δια όπλων και πυρομαχικών ήτο απαραίτητος, ιδία μετά τήν μάχην τοΰ Τάνεβεργ (25 - 30 Αυγούστου 1914), καθ' ην εξουδετερώθησαν αι εισβαλούσαι εις την Ανατολικήν Πρωσσίαν δύο Ρωσσικαί στρατιαί υπό τους στρατηγούς Ρενέκαμπ και Σαμψόνωφ. Αι μάχαι αύται απωλέσθησαν δια τους Ρώσσους, διότι εστερούντο πυρομαχικών, και ο ανεφοδιασμός των εκ μέρους των συμμάχων ήτο δυσχερής διότι, η μεν Βαλτική θάλασσα είχε κλεισθή υπό του Γερμανικού στόλου, ο δε κόλπος του Αρχαγγέλου (Murmansk) δεν είχε ακόμη συνδεθή δια σιδηροδρομικών γραμμών με την μετόπισθεν χώραν του Ρωσσικοΰ μετώπου. Απέμενεν μόνον ο δια Δαρδανελλίων εφοδιασμός. Ούτος όμως εξηρτάτο εκ της στάσεως των Τούρκων, δια την οποίαν οι σύμμαχοι κατέβαλον πάσαν προσπάθειαν να μη εξελιχθή εις έξοδον τούτων εις τον πόλεμον υπέρ των Γερμανών. Ηγνόουν άραγε οι σύμμαχοι ότι, πολύ πριν η δολοφονία του διαδοχικού ζεύγους της Αυστρίας εις Σεράγεβο αποτελέσει το έναυσμα του πολέμου, οι Γερμανοί εσχεδίαζον, εν συνεννοήσει με τους Νεότουρκους του Εμβέρ, οίτινες εκυβέρνων την Τουρκίαν, επίθεσιν κατά των Ρώσσων, δια να προλάβουν την συμπλήρωσιν του σιδηροδρομικού δικτύου της Ρωσσίας, ήτις συντελουμένη θα παρείχεν εις αυτούς μεγάλην ευχέρειαν ταχείας κινητοποιήσεως και συγκεντρώσεως του στρατού των εις ενδεχομένην σύρραξιν με την Γερμανίαν" Τας λεπτομερείας της παρασκευής ταύτης αναφέρει ο Τσώρτσιλ εις το βιβλίον του «Crise mondiale» (σελ. 354) και ο Bareillés, εις το «Les turcs» (σελ. 283).
Την Ι0ην Αυγούστου (ν. ή.) τα θωρηκτά Geben και Breslau, καταδιωκόμενα υπό του αγγλικού στόλου, κατέφυγον εις Κωνσταντινούπολην. Είναι περίεργον το ότι και μετά την είσοδον των πλοίων τούτων εις την Προποντίδα οι σύμμαχοι εξηκολούθουν να ελπίζουν ότι οι Τούρκοι θα έμενον ουδέτεροι ( « Les turcs » σελ. 286) και εσταμάτησαν την δίωξίν των προ των Στενών των Δαρδανελλίων. Την 29ην Οκτωβρίου 1914 τα Γερμανικά θωρηκτά Geben και Breslau, υπό Τουρκικήν σημαίαν, εβομβάρδισαν τους Ρωσσικούς λιμένας του Ευξείνου. Τούτο έκαμε τους συμμάχους να εξυπνήσουν επί τέλους και ν' αρχίσουν νέαν προσπάθειαν, όπως απομονώσουν την Τουρκίαν, δια της προσελκύσεως της Βουλγαρίας εις το πλευρόν των ή της τηρήσεως αυτής εις πλήρη ουδετερότητα. Η τοιαύτη επίμονος, εν απάτη, παραμονή των συμμάχων εγένετο αιτία μεγάλης συμφοράς εις την Ελλάδα, διότι εξ αυτής προέκυψεν ισχυρότατη και ανίερος πίεσις επί της Ελλάδος, προς την οποίαν ήρχισαν να φέρωνται όχι ως προς ελευθέραν και ανεξάρτητον χώραν, άλλ' ως προς χώραν εκ παραδόσεως οφείλουσαν αγογγύστως να υποτάσσεται καί να υποκύπτη εις πάσαν αυτών αξίωσιν. Τούτο εστήριζον σοφιστικώς εις τον τίτλον ον έφερον, ως προστάτιδες δυνάμεις, ενώ πραγμιατικώς το εστήριζον εις το ότι η Ελλάς κρέμεται ως σταφυλή εις την Μεσόγειον και είναι ως εκ τούτου εκτεθειμένη εις την ισχύν, την αδιαφιλονίκητον, των στόλων των.
Πράγματι ο εφοδιασμός των Ρώσσων συνεπήγετο την ανάγκην της ταχείας καταβολής των Τούρκων, αλλά δια να επιτευχθή τούτο έπρεπε να δελεασθή η Βουλγαρία να κηρύξη τον πόλεμον κατά των Κεντρικών Αυτοκρατοριών ή τουλάχιστον να μείνη ουδέτερα. Οι σύμμαχοι, κρίνοντες βάσει του στρατιωτικού παράγοντος, δεν εδίστασαν να προσφέρουν ως δέλεαρ εις τους Βουλγάρους τους ελληνικούς νομούς Δράμας και Καβάλας. Κρίνων τις, ως στρατιωτικός, την απόφασιν ταύτην των συμμάχων ευρίσκει αυτήν εντονώτατα άδικον δια την Ελλάδα, λογικήν όμως στρατιωτικώς, διότι δι' αυτής έξυπηρετείτο η πολεμική αδήριτος ανάγκη, του εφοδιασμού της Ρωσσίας. Όμως και αν στρατιωτικώς δικαιολογήται η ανάγκη αυτή, δια τους Έλληνας η αξίωσις να δώσουν την περιοχήν Καβάλας—Δράμας εις την Βουλγαρίαν υπήρξε πλήγμα σκληρόν, προ της σκληρότητος του οποίου ουδεμία δικαιολογία ήτο νοητή.
Την 23ην Ιανουαρίου 1915 ο εν Αθήναις Άγγλος πρεσβευτής διετύπωσε προς την Ελληνικήν Κυβέρνησιν την αξίωσιν, όπως αύτη ενδώση εις την παραχώρησιν των νομών Καβάλας και Δράμας προς τους Βουλγάρους, χάριν της εξυπηρετήσεως γενικής πολεμικής ανάγκης, και συνεπλήρωσε την αξίωσιν με υπόσχεσιν περί επεκτάσεως μεταπολεμικώς τής Ελλάδος πρός τήν Μ. Άσίαν.
Με το πικρόν τούτο ποτήριον εποτίσθη η νικήτρια τών Βουλγάρων Ελλάς καί τό δηλητήριον αυτό επέδρασεν ως χημικός καταλύτης επί της έως τότε λαμπράς των Ελλήνων ομονοίας διότι διεσπάσθησαν πάραυτα εις δύο αντιπάλους μερίδας τους Βασιλικούς, αποκρούοντας πάσαν ιδέαν εκχωρήσεως αιματοβαμμένων εδαφών προς τους Βουλγάρους και εις Βενιζελικούς, λατρεύοντας τον αστέρα του Βενιζέλου, όστις φαίνεται ότι έκτοτε κατεθέλγετο από την ιδέαν της επεκτάσεως της Ελλάδος προς τας πλουσίας επί της παραλίας του Αιγαίου επαρχίας της Μ. Ασίας. Είναι φυσικόν ότι το πλήγμα υπήρξεν οδυνηρότερον εις τους στρατευθέντας και σκληρά πολεμήσαντας Έλληνας κατά των Βουλγάρων, τους καλουμένους Επιστράτους, των οποίων αι πληγαί του πολέμου του 1913 δεν είχον ακόμη επουλωθή. Συνέπεια τούτου υπήρξεν η γένεσις των συλλόγων των Επιστράτων, οίτινες διεκήρυξαν την αφοσίωσιν αυτών προς τον στρατηλάτην Βασιλέα Κωνσταντίνον, τον νικητήν των Βουλγάρων, κατηγορηματικώς δηλώσαντα ότι ηναντιούτο εις πάσαν παραχώρησιν Ελληνικού ελευθέρου εδάφους εις τους Βουλγάρους.
Προπαγάνδαι
Ευθύς άμα τη κηρύξει του πολέμου, την πρώτην εβδομάδα του Αυγούστου του 1914, πάντες οι ειδικοί επροφήτευον , μέσω των εφημερίδων , ότι η διάρκεια αυτού θα ήτο βραχυτάτη .Είχον υπ' όψιν των ότι ο Γαλλογερμανικός πόλεμος του 1870 διήρκεσε 6 μήνας, ο δε Γερμανοαυστριακός του 1866 του 1866 μόνον 4 μήνας.Είχεν εκ τούτου εξαχθή το συμπέρασμα, ότι όσω ετελειοποιούντο τα όπλα, τόσον η επιβολή του ισχυροτέρου αντιπάλου θα επήρχετο ταχύτερον.Και επειδή μεταξύ του 1870 και του 1914 η τελειοποίησις των όπλων είχε κάμει άλματα σημαντικώτατα , ιδία εις τα μέσα μεταφοράς, εξήγετο το συμπέρασμα ότι ο εκραγείς πόλεμος θα ήτο βραχυτάτης διαρκείας.Μόνον εις κριτικός, ο Ελβετός Feyler, προέβλεψε το αντίθετον.Αι ειδήσεις των πρώτων πολεμικών ημερών, καθ' ας ο Γερμανικός στρατός εισέβαλεν εις το Βέλγιον και εις διάστημα 15 ημερών (5 έως 20 Αυγούστου) συνέτριψε τ' ανθισταμένα Γαλλοβελγικά στρατεύματα, προεκάλεσεν ανησυχίας και κατήφειαν εις την Ελλάδα. Την ανησυχίαν δε ταύτην ενέτεινεν αρθρογραφία ειδικού τίνος υπό το ψευδώνυμον Α.Ω εις την εφημερίδα «Αθήναι», δι' ης προελέγετο η καθ' εκάστην πρόοδος των γερμανικών φαλάγγων και προελέγετο η εντός μικράς προθεσμίας καταβολή των συμμαχικών δυνάμεων και ο τερματισμός του πολέμου, ότε, κατά τας 5 - 10 Σεπτεμβρίου, το σταμάτημα των Γερμανών κατά την μάχην του Μάρνη (4 Σεπτεμβρίου) ανεπτέρωσε την ελπίδα ότι θα απεσοβείτο η ραγδαία καταστροφή των συμμαχικών στρατών και θα εδίδετο καιρός προς ενίσχυσιν των συμμαχικών δυνάμεων προ παντός δια της γενικεύσεως εν Αγγλία της στρατολογίας.
Την αισιοδοξίαν των εν Ελλάδι ηύξησε και η αστοχία τών κατά τής Σερβίας κινηθεισών Αυστριακών μεραρχιών, αίτινες πριν ή λήξη ακόμη το έτος 1914 ηττήθησαν, ο δε βασιλεύς Πέτρος επανήλθε θριαμβευτής εις Βελιγράδιον. Εδημιουργήθη ούτω μεγάλη αισιοδοξία και της αισιοδοξίας ταύτης μέτοχος υπήρξε και ή Ελληνική Κυβέρνησις, ήτις ανεκοίνωσεν εις τους συμμάχους ότι η Ελλάς θα ήτο διατεθειμένη να θέση τας στρατιωτικας αυτής δυνάμεις εις την διάθεσιν τούτων. Η απάντησις των συμμάχων, τη παρακινήσει των Ρώσσων, υπήρξεν αρνητική, υπό το πρόσχημα ότι εφοβούντο την επέκτασιν του πολέμου εις την Βαλκανικήν , όπου, επί του παρόντος, η Τουρκία και Βουλγαρία εφαντάζαντο ότι θα παρέμενον ουδέτεραι. Της ουδετερότητος αυτής οι σύμμαχοι είχον απόλυτον ανάγκην, διότι τούτο απήτει ο πιθανός δια των Δαρδανελλίων εφοδιασμός των Ρώσσων.
Όντως, ο ανεφοδιασμός αυτών υπό των συμμάχων δια όπλων και πυρομαχικών ήτο απαραίτητος, ιδία μετά τήν μάχην τοΰ Τάνεβεργ (25 - 30 Αυγούστου 1914), καθ' ην εξουδετερώθησαν αι εισβαλούσαι εις την Ανατολικήν Πρωσσίαν δύο Ρωσσικαί στρατιαί υπό τους στρατηγούς Ρενέκαμπ και Σαμψόνωφ. Αι μάχαι αύται απωλέσθησαν δια τους Ρώσσους, διότι εστερούντο πυρομαχικών, και ο ανεφοδιασμός των εκ μέρους των συμμάχων ήτο δυσχερής διότι, η μεν Βαλτική θάλασσα είχε κλεισθή υπό του Γερμανικού στόλου, ο δε κόλπος του Αρχαγγέλου (Murmansk) δεν είχε ακόμη συνδεθή δια σιδηροδρομικών γραμμών με την μετόπισθεν χώραν του Ρωσσικοΰ μετώπου. Απέμενεν μόνον ο δια Δαρδανελλίων εφοδιασμός. Ούτος όμως εξηρτάτο εκ της στάσεως των Τούρκων, δια την οποίαν οι σύμμαχοι κατέβαλον πάσαν προσπάθειαν να μη εξελιχθή εις έξοδον τούτων εις τον πόλεμον υπέρ των Γερμανών. Ηγνόουν άραγε οι σύμμαχοι ότι, πολύ πριν η δολοφονία του διαδοχικού ζεύγους της Αυστρίας εις Σεράγεβο αποτελέσει το έναυσμα του πολέμου, οι Γερμανοί εσχεδίαζον, εν συνεννοήσει με τους Νεότουρκους του Εμβέρ, οίτινες εκυβέρνων την Τουρκίαν, επίθεσιν κατά των Ρώσσων, δια να προλάβουν την συμπλήρωσιν του σιδηροδρομικού δικτύου της Ρωσσίας, ήτις συντελουμένη θα παρείχεν εις αυτούς μεγάλην ευχέρειαν ταχείας κινητοποιήσεως και συγκεντρώσεως του στρατού των εις ενδεχομένην σύρραξιν με την Γερμανίαν" Τας λεπτομερείας της παρασκευής ταύτης αναφέρει ο Τσώρτσιλ εις το βιβλίον του «Crise mondiale» (σελ. 354) και ο Bareillés, εις το «Les turcs» (σελ. 283).
Την Ι0ην Αυγούστου (ν. ή.) τα θωρηκτά Geben και Breslau, καταδιωκόμενα υπό του αγγλικού στόλου, κατέφυγον εις Κωνσταντινούπολην. Είναι περίεργον το ότι και μετά την είσοδον των πλοίων τούτων εις την Προποντίδα οι σύμμαχοι εξηκολούθουν να ελπίζουν ότι οι Τούρκοι θα έμενον ουδέτεροι ( « Les turcs » σελ. 286) και εσταμάτησαν την δίωξίν των προ των Στενών των Δαρδανελλίων. Την 29ην Οκτωβρίου 1914 τα Γερμανικά θωρηκτά Geben και Breslau, υπό Τουρκικήν σημαίαν, εβομβάρδισαν τους Ρωσσικούς λιμένας του Ευξείνου. Τούτο έκαμε τους συμμάχους να εξυπνήσουν επί τέλους και ν' αρχίσουν νέαν προσπάθειαν, όπως απομονώσουν την Τουρκίαν, δια της προσελκύσεως της Βουλγαρίας εις το πλευρόν των ή της τηρήσεως αυτής εις πλήρη ουδετερότητα. Η τοιαύτη επίμονος, εν απάτη, παραμονή των συμμάχων εγένετο αιτία μεγάλης συμφοράς εις την Ελλάδα, διότι εξ αυτής προέκυψεν ισχυρότατη και ανίερος πίεσις επί της Ελλάδος, προς την οποίαν ήρχισαν να φέρωνται όχι ως προς ελευθέραν και ανεξάρτητον χώραν, άλλ' ως προς χώραν εκ παραδόσεως οφείλουσαν αγογγύστως να υποτάσσεται καί να υποκύπτη εις πάσαν αυτών αξίωσιν. Τούτο εστήριζον σοφιστικώς εις τον τίτλον ον έφερον, ως προστάτιδες δυνάμεις, ενώ πραγμιατικώς το εστήριζον εις το ότι η Ελλάς κρέμεται ως σταφυλή εις την Μεσόγειον και είναι ως εκ τούτου εκτεθειμένη εις την ισχύν, την αδιαφιλονίκητον, των στόλων των.
Πράγματι ο εφοδιασμός των Ρώσσων συνεπήγετο την ανάγκην της ταχείας καταβολής των Τούρκων, αλλά δια να επιτευχθή τούτο έπρεπε να δελεασθή η Βουλγαρία να κηρύξη τον πόλεμον κατά των Κεντρικών Αυτοκρατοριών ή τουλάχιστον να μείνη ουδέτερα. Οι σύμμαχοι, κρίνοντες βάσει του στρατιωτικού παράγοντος, δεν εδίστασαν να προσφέρουν ως δέλεαρ εις τους Βουλγάρους τους ελληνικούς νομούς Δράμας και Καβάλας. Κρίνων τις, ως στρατιωτικός, την απόφασιν ταύτην των συμμάχων ευρίσκει αυτήν εντονώτατα άδικον δια την Ελλάδα, λογικήν όμως στρατιωτικώς, διότι δι' αυτής έξυπηρετείτο η πολεμική αδήριτος ανάγκη, του εφοδιασμού της Ρωσσίας. Όμως και αν στρατιωτικώς δικαιολογήται η ανάγκη αυτή, δια τους Έλληνας η αξίωσις να δώσουν την περιοχήν Καβάλας—Δράμας εις την Βουλγαρίαν υπήρξε πλήγμα σκληρόν, προ της σκληρότητος του οποίου ουδεμία δικαιολογία ήτο νοητή.
Την 23ην Ιανουαρίου 1915 ο εν Αθήναις Άγγλος πρεσβευτής διετύπωσε προς την Ελληνικήν Κυβέρνησιν την αξίωσιν, όπως αύτη ενδώση εις την παραχώρησιν των νομών Καβάλας και Δράμας προς τους Βουλγάρους, χάριν της εξυπηρετήσεως γενικής πολεμικής ανάγκης, και συνεπλήρωσε την αξίωσιν με υπόσχεσιν περί επεκτάσεως μεταπολεμικώς τής Ελλάδος πρός τήν Μ. Άσίαν.
Με το πικρόν τούτο ποτήριον εποτίσθη η νικήτρια τών Βουλγάρων Ελλάς καί τό δηλητήριον αυτό επέδρασεν ως χημικός καταλύτης επί της έως τότε λαμπράς των Ελλήνων ομονοίας διότι διεσπάσθησαν πάραυτα εις δύο αντιπάλους μερίδας τους Βασιλικούς, αποκρούοντας πάσαν ιδέαν εκχωρήσεως αιματοβαμμένων εδαφών προς τους Βουλγάρους και εις Βενιζελικούς, λατρεύοντας τον αστέρα του Βενιζέλου, όστις φαίνεται ότι έκτοτε κατεθέλγετο από την ιδέαν της επεκτάσεως της Ελλάδος προς τας πλουσίας επί της παραλίας του Αιγαίου επαρχίας της Μ. Ασίας. Είναι φυσικόν ότι το πλήγμα υπήρξεν οδυνηρότερον εις τους στρατευθέντας και σκληρά πολεμήσαντας Έλληνας κατά των Βουλγάρων, τους καλουμένους Επιστράτους, των οποίων αι πληγαί του πολέμου του 1913 δεν είχον ακόμη επουλωθή. Συνέπεια τούτου υπήρξεν η γένεσις των συλλόγων των Επιστράτων, οίτινες διεκήρυξαν την αφοσίωσιν αυτών προς τον στρατηλάτην Βασιλέα Κωνσταντίνον, τον νικητήν των Βουλγάρων, κατηγορηματικώς δηλώσαντα ότι ηναντιούτο εις πάσαν παραχώρησιν Ελληνικού ελευθέρου εδάφους εις τους Βουλγάρους.
Πρώτη πρόσκλησις της Ελλάδος όπως μετάσχη του πολέμου εις το πλευρόν των συμμάχων.
Ο Ιανουάριος του 1915 εύρε τους Γερμανοαυστριακούς καθηλωμένους εις το δυτικόν μέτωπον, τους Ρώσσους μετά τας μάχας του Τάνεμπεργχ (26—30 Αύγ.) και του Βιστούλα (11 —15 Νοεμβρίου) συντετριμμένους και στερουμένους όπλων και πυρομαχικών, τους Τούρκους μετέχοντας του πολέμου εις το πλευρόν των Κεντρικών Αυτοκρατοριών, και δι' επιστρατεύσεως από 29 Αυγούστου 1914 σχηματίσαντας 4 στρατιάς εκ 15 σωμάτων στρατού. Μία των στρατιών τούτων προωρίζετο δια την άμυναν της Κωνσταντινουπόλεως και των Στενών των Δαρδανελλίων, ετέρα δια το Ερζερούμ (δι' επιχειρήσεις προς Ρωσσίαν), ετέρα επί της χερσονήσου του Σινά έναντι της διώρυγος του Σουέζ και άλλη επί την Μεσοποταμίαν.
Τους Σέρβους ευρήκεν ο Ιανουάριος του 1919 πανηγυρίζοντας δια την απόκρουσιν των Αυστριακών μεραρχιών του Πότιορεσκ, αλλά και τους Γερμανοαυστριακούς σχεδιάζοντας νέαν και ισχυροτάτην επίθεσιν κατά των Σέρβων, εν συνεργασία μάλιστα με τους Βουλγάρους, οίτινες παρ' όλον ότι μετείχον της προπαρασκευής των σχεδίων τούτων, εξηκολούθουν δολιώτατα, αλλά και μεθοδικώτατα ρυμουλκούντες τους αδιορθώτους Συμμάχους προς την ιδέαν της παραμονής αυτών εις την ουδετερότητα, και συνεπώς της πιέσεως της Ελλάδος πρός αυτοκτονίαν.
Κατά την περίοδον ταύτην οι Σύμμαχοι επιέζοντο υπό της ανάγκης του εφοδιασμού των Ρώσσων, εξηντλημένων από απόψεως πολεμικών εφοδίων και αγωνιώντων δια την απόκτησιν επαφής εφοδιασμού από τους διαθέτοντας εφόδια Συμμάχους. Έπρεπε λοιπόν πάση θυσία να βιασθή ο φραγμός των Δαρδανελλίων και να τεθή εκτός μάχης η Τουρκία. Κατά το τέλος Φεβρουαρίου οι Σύμμαχοι εβολιδοσκόπησαν την Ελλάδα, εάν ήτο διατεθειμένη να λάβη μέρος εις εκστρατείαν κατά των Δαρδανελλίων.
Οι ζήσαντες την εποχήν εκείνην θα ενθυμούνται την συγκίνησιν του Ελληνικού λαού, όταν δια της προτεινομένης κατά των Δαρδανελλίων εκστρατείας αυτών ανέθορεν εις την ψυχήν του η ελπίς της εκπληρώσεως του ονείρου όλων των από της αποφράδος ημέρας της 29ης Μαΐου 1453 Ελληνικών γενεών. Φαίνεται δε ότι η συγκίνησις αύτη δεν επλημμύρισε τας καρδίας του λαού και του στρατού της Ελλάδος μόνον, αλλά και του στρατηλάτου Βασιλέως Κωνσταντίνου και του μεγαλεπηβόλου Κρητός πρωθυπουργού της Ελλάδος Βενιζέλου. Εις τα χείλη όλων εψιθυρίζετο η παράδοσι: « πάλι με χρόνους με καιρούς»... και έκαστος συγκινούμενος διερώτα τον εαυτόν του : « Μήπως ήγγικεν η ώρα ; »
Ο Βενιζέλος δια της τολμηράς του πολιτικής από του 1910 και των αποτελεσμάτων αυτής έκαμε φίλους και αντιπάλους του να πιστεύσουν εις τα σχέδια του και η ανακοινωθείσα γνώμη του έκαμε τον λαόν να πιστεύση εις το ορθόν του λόγου του. Ενεφανίσθη όμως αδοκήτως και ως ψυχρολουσία ο υπολογισμός και η γνώμη του Επιτελείου του Ελληνικού στρατού, καθ' ην : «Δοθέντος ότι η Τουρκία ήτο επιστρατευμένη άπό τά τέλη Αυγούστου τοΰ 1914 και η άμυνα των Δαρδανελλίων ήτο παρεσκευασμένη υπ' αυτών, θα έπρεπε η επιχείρησις να γίνη δι' ευρυτέρας ενεργείας δια της Θράκης και κατά της χερσονήσου της Καλλιπόλεως από βορρά και δυσμών' τούτο δε απήτει την διάθεσιν δυνάμεων ισχυρών, τας οποίας οι Σύμμαχοι δεν διέθετον δια των προτάσεων των. Η διάθεσις των δυνάμεων τούτων εκ του Ελληνικού Στρατού θα απετέλει κίνδυνον μέγιστον δια την χώραν ολόκληρον, εφ' όσον η Βουλγαρία παρέμενεν εις την αινιγματώδη στάσιν της καραδοκούσα».
Εις την απογοητευτικήν ταύτην γνώμην προσετέθη και η σκληρά απόφασις του Τσάρου ότι : «Επ' ουδενί λόγω θα εδέχετο την συμμετοχήν του Ελληνικού στρατού εις επιχειρήσεις κατά της Κωνσταντινουπόλεως, και προ παντός δεν θα επέτρεπε την είσοδον Ελληνικών στρατευμάτων εις Κωνσταντινούπολη, δια να μη ευρεθή εις την δυσάρεστον θέσιν να τους αναγκάση να αποχωρήσουν εξ αυτής ».
Ο Κρης πρωθυπουργός, έχων πεποίθησιν εις το άστρον του και εις τας αβεβαιότητας των πολεμικών γεγονότων και εξελίξεων, ευρεθείς προ του ακάμπτου επιτελείου και χολωθείς παρητήθη. Ο λαός συμμετέχων εις τας διαισθήσεις του τον επανέφερεν εντός τριών μηνών δια των εκλογών της 6ης Ιουνίου 1915. Η γνώμη ότι η επανεκλογή του Βενιζέλου ωφείλετο εις την δήλωσιν αυτού ότι θα απέφευγε τον πόλεμον, κατά την γνώμην ημών, δεν ευσταθεί. Η αποφυγή του πολέμου δεν απετέλει υπό τας τότε συνθήκας το αίσθημα του λαού, όστις διέβλεπεν ότι η πυρκαϊά, ήτις ελυμαίνετο την γείτονα σύμμαχον Σερβίαν, δεν ήτο εφικτόν να μη φθάση μέχρι των Ελληνοσερβικών συνόρων. Την απομένουσαν προς πόλεμον δυναμικότητα του Ελληνικού λαού, απέδειξαν η θαυμαστή αντοχή του κατά τα επακολουθήσαντα γεγονότα και η μακρά και κοπιώδης Μικρασιατική εκστρατεία, εις την οποίαν υπεβλήθη υπό των συμμάχων του, συνεχίσας μάλιστα ταύτην δια της σθεναράς από του Έβρου κατά το 1923 απειλής της Κων]πόλεως.
Διισταμένης και της Ρωσσίας δια την συμμετοχήν της Ελλάδος εις την κατά Κωνσταντινουπόλεως δια των Δαρδανελλίων επίθεσιν, οι Σύμμαχοι ενήργησαν σφοδρόν βομβαρδισμόν των εξωτερικών φρουρίων αυτών, από 5 Μαρτίου μέχρι 1 Απριλίου 1915, αι δε καθ' όλον το θέρος του 1915 γενόμεναι αποβάσεις εις την χερσόνησον Δαρδανελλίων απέβησαν άκαρποι, μη επιτευχθείσης της καταλήψεως της χερσονήσου ολοκλήρου και συνεπώς της ελευθέρας χρήσεως της δια των Στενών διελεύσεως των Συμμαχικών ναυτικών δυνάμεων. Ο άκαρπος ούτος άγων διήρκεσε επί εννέα μήνας στοιχίσας εις τους Συμμάχους 180.000 ανδρών, νεκρών και τραυματιών. Η εκκένωσις της χερσονήσου υπό των Συμμαχικών στρατών εγένετο άνευ πιέσεως του εχθρού την 8 Ιανουαρίου 1916. Κατωτέρω, από απόψεως Τουρκικής, εκτίθεται λεπτομερέστερον η αποτυχούσα εκστρατεία κατά των Δαρδανελλίων. Τα κατά Βουλγαρίαν. 2α παραίτησις του Βενιζέλου
Εν τω μεταξύ η Βουλγαρία εξηκολούθει δια της αινιγματώδους συμπεριφοράς της να αφίνη ελπίδας προσανατολισμού αυτής προς τους Συμμάχους, ενώ πράγματι είχε συνδεθή μυστικώς προς τας Κεντρικάς Αυτοκρατορίας. Την 6ην Σεπτεμβρίου 1915 υπέγραψε μυστικήν συνθήκην μετ' αυτών και συνεφώνησε περί του τρόπου, καθ' ον υπεχρεούτο να μετάσχη πολεμικών επιχειρήσεων κατά της Σερβίας. Την 22αν Σεπτεμβρίου επεστρατεύθη και την 21ην Οκτωβρίου, αφαιρέσασα το προσωπείον, εκήρυξε τον πόλεμον κατά της Σερβίας και των Συμμάχων. Τότε και μόνον τότε, οι Σύμμαχοι άνοιξαν τα μάτια των και έπαυσαν να ομιλούν περί εκχωρήσεως του Μοναστηρίου και της Καβάλας εις την Βουλγαρίαν.
Αλλά η αποκάλυψις της δολιότητος των Βουλγάρων εγένετο αφετηρία νέων περιπετειών δια την Ελλάδα, διότι εδημιούργησε ζήτημα, εάν η συνθήκη Ελλάδος—Σερβίας του 1913 υπεχρέου την Ελλάδα να μετάσχη του πολέμου βοηθούσα την σύμμαχον της Σερβίαν. Οι περί τον Βασιλέα έλεγον όχι και οι περί τον Βενιζέλον ναι. Νέα αιτία διχασμού και ταραχών εις το εσωτερικόν της (30) Ελλάδος. Ο Βενιζέλος παρητήθη εκ νέου και παραιτούμενος εξεφράσθη ανοικτά κατά των Κεντρικών Αυτοκρατοριών, κατηγορήσας ως γερμανοφίλους τους ισχυριζομένους ότι η συνθήκη του 1913 δεν υπεχρέου την Ελλάδα εις συμμετοχήν εις τον πόλεμον. Η οξύτης του διχασμού έφθασε τότε εις το κατακόρυφον.
Διισταμένης και της Ρωσσίας δια την συμμετοχήν της Ελλάδος εις την κατά Κωνσταντινουπόλεως δια των Δαρδανελλίων επίθεσιν, οι Σύμμαχοι ενήργησαν σφοδρόν βομβαρδισμόν των εξωτερικών φρουρίων αυτών, από 5 Μαρτίου μέχρι 1 Απριλίου 1915, αι δε καθ' όλον το θέρος του 1915 γενόμεναι αποβάσεις εις την χερσόνησον Δαρδανελλίων απέβησαν άκαρποι, μη επιτευχθείσης της καταλήψεως της χερσονήσου ολοκλήρου και συνεπώς της ελευθέρας χρήσεως της δια των Στενών διελεύσεως των Συμμαχικών ναυτικών δυνάμεων. Ο άκαρπος ούτος άγων διήρκεσε επί εννέα μήνας στοιχίσας εις τους Συμμάχους 180.000 ανδρών, νεκρών και τραυματιών. Η εκκένωσις της χερσονήσου υπό των Συμμαχικών στρατών εγένετο άνευ πιέσεως του εχθρού την 8 Ιανουαρίου 1916. Κατωτέρω, από απόψεως Τουρκικής, εκτίθεται λεπτομερέστερον η αποτυχούσα εκστρατεία κατά των Δαρδανελλίων. Τα κατά Βουλγαρίαν. 2α παραίτησις του Βενιζέλου
Εν τω μεταξύ η Βουλγαρία εξηκολούθει δια της αινιγματώδους συμπεριφοράς της να αφίνη ελπίδας προσανατολισμού αυτής προς τους Συμμάχους, ενώ πράγματι είχε συνδεθή μυστικώς προς τας Κεντρικάς Αυτοκρατορίας. Την 6ην Σεπτεμβρίου 1915 υπέγραψε μυστικήν συνθήκην μετ' αυτών και συνεφώνησε περί του τρόπου, καθ' ον υπεχρεούτο να μετάσχη πολεμικών επιχειρήσεων κατά της Σερβίας. Την 22αν Σεπτεμβρίου επεστρατεύθη και την 21ην Οκτωβρίου, αφαιρέσασα το προσωπείον, εκήρυξε τον πόλεμον κατά της Σερβίας και των Συμμάχων. Τότε και μόνον τότε, οι Σύμμαχοι άνοιξαν τα μάτια των και έπαυσαν να ομιλούν περί εκχωρήσεως του Μοναστηρίου και της Καβάλας εις την Βουλγαρίαν.
Αλλά η αποκάλυψις της δολιότητος των Βουλγάρων εγένετο αφετηρία νέων περιπετειών δια την Ελλάδα, διότι εδημιούργησε ζήτημα, εάν η συνθήκη Ελλάδος—Σερβίας του 1913 υπεχρέου την Ελλάδα να μετάσχη του πολέμου βοηθούσα την σύμμαχον της Σερβίαν. Οι περί τον Βασιλέα έλεγον όχι και οι περί τον Βενιζέλον ναι. Νέα αιτία διχασμού και ταραχών εις το εσωτερικόν της (30) Ελλάδος. Ο Βενιζέλος παρητήθη εκ νέου και παραιτούμενος εξεφράσθη ανοικτά κατά των Κεντρικών Αυτοκρατοριών, κατηγορήσας ως γερμανοφίλους τους ισχυριζομένους ότι η συνθήκη του 1913 δεν υπεχρέου την Ελλάδα εις συμμετοχήν εις τον πόλεμον. Η οξύτης του διχασμού έφθασε τότε εις το κατακόρυφον.
Ο διχασμός
Συνετελέσθη ούτω πλήρως ο διχασμός των Ελλήνων εις δύο αντιμαχόμενα στρατόπεδα μέχρι σημείου τοιούτου ώστε και σήμερον, μετά πάροδον δηλαδή 40 όλων ετών, τα ίχνη αυτού δεν έχουν εξαλειφθή.
Οι Σύμμαχοι δια των προπαγανδών των, των σκηνοθετημένων αντισυμμαχικών επεισοδίων, των πλαστών επιστολών και τηλεγραφημάτων έσπειραν ζιζάνια εις τας ψυχάς των Ελλήνων εκ των οποίων ανεπτύχθησαν μίση ακατάσβεστα.
Με επιχειρήματα «τραβηγμένα από τα μαλλιά» κατηγόρησαν την Ελληνικήν κυβέρνησιν επί απιστία προς την σύμμαχόν της Σερβίαν. Είναι όμως παράδοξον το ότι η ευθιξία αύτη των Συμμάχων έναντι της αμφισβητούμενης υποχρεώσεως της Ελλάδος να σπευσει ανεξετάστως εις βοήθειαν της μη σωζόμενης οπωσδήποτε Σερβίας, η ευθιξία επαναλαμβάνομεν αυτή προς τας συμμαχικάς υποχρεώσεις, τον Νοέμβριον του 1920, δεν εξεδηλώθη πουθενά όταν ούτοι, με το αποτέλεσμα των εκλογών του ελευθέρου Ελληνικού λαού, απέβαλον αυθαιρετώτατα και άπιστα πάσας τας συμμαχικάς υποχρεώσεις αυτών και το χειρότερον μετέστησαν προς το στρατόπεδον του εχθρού καταστάντες πολύτιμοι αυτού σύμβουλοι ( Σφόρτζα — Φρανγκλίν—Μπουϊγιόν ) και ανεξάντλητοι αυτού δανεισταί και προμηθευταί εις πολεμικά εφόδια !
Η τοιαύτη ασύστολος απιστία των Συμμάχων, ιδία των Γάλλων και Ιταλών, είχε τόσον ολεθρίας συνεπείας επί της Μικρασιατικής εκστρατείας ώστε προς προφύλαξιν των μελλουσών γενεών θα ήτο σκόπιμον κάπου εις το υπουργείον των Εξωτερικών να ενετειχίζετο πλαξ φέρουσα παρηλλαγμένον σχετικόν στίχον του Βιργιλίου ως εξής:
Μία διαφωνία
Ο Συγγραφεύς και παλαιός διπλωμάτης κ. Σακελλαρόπουλος εις το διαφωτιστικόν σύγγραμμα του « η Σκιά της Δύσεως », κρίνει τον διχασμόν ως το κυριον ίσως και μοναδικόν αίτιον των προκυψασών συμφορών και συγκρίνων την Ελλάδα προς την Βουλγαρίαν και Τουρκίαν εξάγει το συμπέρασμα ότι αι δυο αύται χώραι δεν εδοκιμάσθησαν ως η Ελλάς διότι διετήρησαν εκάστη την ενότητα της μέχρι πέρατος του πολέμου. Εις το σημείον τούτο ο γράφων διαφωνεί προς τον έξαίρετον συγγραφέα κρίνων ότι η δοκιμασία της Ελλάδος προήλθε κυρίως εκ της θέσεως της χώρας περιβαλλόμενης υπό θαλάσσης κυριαρχούμενης υπό των συμμαχικών στόλων. Η Σόφια και η Άγκυρα προστατεύονται υπό αλλεπαλλήλων οροσειρών απρόσβλητοι από τους κυριάρχους της θαλάσσης, ενώ αι Αθήναι ευρίσκονται εις απόστασιν βολής και πολυβόλου ακόμη από τας όχθας του Αιγαίου και συνεπώς υπόκεινται εις πάσαν βίαν και διαστροφικήν ενέργειαν αυτών.
Ο στρατηγός Σαράγι.
.....................................................................................
.....................................................................................
.....................................................................................
Ολέθριος πολιτικός ανταγωνισμός.
Κατά το από του Φεβρουαρίου του 1915 μέχρι του Μαΐου του 1919 4ετές διάστημα συνέβησαν γεγονότα πολεμικά και γεγονότα εμφυλίου πάλης συνταρακτικά, τα οποία, ίσως, εάν υφίστατο οιοσδήποτε άλλος στρατευόμενος λαός, θα εξεμηδενίζετο. Ο Ελληνικός στρατός ή μάλλον η στρατευομένη Ελλάς, αποδυθείσα εις τον Μικρασιατικόν πόλεμον, ενέτεινε τας δυνάμεις της υπέρ τα ανθρώπινα όρια, τον κύριον όμως εχθρόν του στρατού αυτού δεν απετέλεσεν ο υπέρ των εστιών αυτού αμυνόμενος πολέμιος, αλλ' απετέλεσεν η αθεράπευτος φαγομάρα και αχαλίνωτος φιλαρχία των πολιτικών κομμάτων της χώρας. Εις την μακράν ιστορίαν της Ελλάδος πλειστάκις η φιλαρχία έγινε αφορμή καταστροφών, αλλά κάποτε, όταν η Ελληνική φυλή εμάχετο απεγνωσμένως κατά του ισχυρού επιδρομέως Μήδου, έλαμψε το παράδειγμα εξορίστου πολιτικού ηγήτορος, του Αριστείδου. Εις την Μικρασιατικήν περιπέτειαν, την μεγαλυτέραν προσπάθειαν που κατέβαλεν η Ελληνική φυλή δια μέσου των αιώνων, ουδείς πολιτικός αρχηγός, μα ουδείς, ενεπνεύσθη από το λάμπον παράδειγμα εκείνου, αντιθέτως πάντες, μη λογαριάζοντες το χυνόμενον αίμα και την αγωνίαν των οίκοι, ένα σκοπόν επεδίωκον έκαστος « πως θα κατώρθου να προστεθή εις το όνομα αυτού το επίθετον του μεγάλου». Το επελθόν αποτέλεσμα υπήρξε τοιούτον, ώστε να αμφιβάλλη τις αν η υπέρμετρος αντοχή, την οποίαν έδειξεν η στρατευομένη Ελλάς, ήτο αρετή ή ελάττωμα».
Δια το 22μηνον διάστημα, το οποίον εμεσαλάβησε από της 18ης Οκτωβρίου 1915 καθ' ην ο Βενιζέλος εξεφράσθη εν τη Βουλή καθαρά κατά των Κεντρικών Αυτοκρατοριών και ανέλαβε την πολιτικήν διεξαγωγήν του αγώνος κατ' αυτών, μέχρι της 4ης Αυγούστου 1917 καθ' ην εκήρυξε επισήμως τον κατ' αυτών πόλεμον, εμεσολάβησαν γεγονότα αχαρακτήριστα εν ονόματι δήθεν της ελευθερίας και της ιδιότητος της προστάτιδος δυνάμεως των μεγάλων έναντι της Ελλάδος. Ο αναγνώστης ας ανατρέξη, εις άλλους ιστορικούς και φιλοσόφους, ασχοληθέντας με την διαφοράν, εάν υπάρχη τοιαύτη, μεταξύ του κτήνους και του λεγομένου ανθρώπου. Πραγματικότης είναι, το επαναλαμβάνομεν, ότι η Ελλάς κρέμεται, ώσπερ σταφυλή, εις την Μεσόγειον και αι προστάτιδες (;) δυνάμεις είχον ισχυρούς στόλους, και ηδύναντο εις πάσαν στιγμήν να την εξουδετερώσουν. Με αυτό το δικαίωμα και όχι με τον τίτλον της προστάτιδος, με τον οποίον εκάλυ-πτον την συμπεριφοράν των, επέβαλον ισχυρόν αποκλεισμόν, στερήσασαι του άρτου τον καλούμενον να συμπολεμήση μετ' αυτών Ελληνικόν λαόν, εβιοπράγησαν, διέσυραν, εφόνευσαν, και εν τέλει, αποβιβάσαντες αγήματα και επιτεθέντες κατά των Αθηνών ηξίουν την παράδοσιν εις αυτούς από τους Έλληνας των όπλων των και του στόλου των. Έτυχον, ως ήτο επόμενον, της απαντήσεως ης ήσαν άξιοι.
Ως παράδειγμα της αυθάδους συμπεριφοράς των φέρομεν το ότι τάγματα Γάλλων εισελθόντα εις Θεσσαλίαν, τη διαταγή του Σαράγι, συνέλαβον ευζώνους Έλληνας και τους υπεχρέωσαν να εργάζωνται ως δούλοι εις τους δρόμους. Εις τους δυστροπούντας απευθύνετο υπό την απειλήν μαστιγίου η φράσις « travaille cochon ». Η φράσις αύτη εκαρφώθη εις την μνήμην των ευζώνων και όταν, κατόπιν της συμπαρατάξεως των αυτών ευζώνων εις το πλευρόν των Άγγλων εις το μέτωπον του Στρυμώνος, οι εύζωνοι έβλεπον διερχόμενον Γάλλον αντί του « ένας Γάλλος περνά» ελεγον το «ένας τράβα-κοσόν» περνά. Αυτά δε κατά μέγα μέρος ωφείλοντο εις τον ευερέθιστον και έκφρονα στρατάρχην του συμμαχικού στρατού της Ανατολής, τον περιβόητον Σαράγι.
Η ψυχολογική κατάστασις του στρατού.
Η ψυχολογική κατάστασις του στρατού.
Η συμπαράταξις των Τούρκων και των Βουλγάρων μετά των Γερμανοαυστριακών, και η υπό φίλων και εχθρών εκτίμησις της διορατικότητος του Βενιζέλου συνεκράτησαν τον εν αγανακτήσει λαόν, ούτω δε ούτος, στρατευθείς εκ νέου κατά τας αρχάς του 1917, απέδωσεν εννέα πλήρεις μεραρχίας, δι' ων επλουτίσθη το Μακεδονικόν συμμαχικόν μέτωπον. Εις την αποκατάστασιν τοΰ ηθικού του και της πειθαρχίας του συνετέλεσε πολύ η αντικατάστασις του Σαράγι δια τοΰ συνετού στρατηγοΰ Γκιγιωμά, και κατόπιν δια του εκλεκτού και δικαιοκρίτου και εν παντί ικανού στρατηγοΰ Français d' Esperey, του νικητού του Βαλκανικού μετώπου. Η προσθήκη των εννέα Ελληνικών μεραρχιών έδωσεν εις αυτόν το μέσον να διαρρήξη πρώτος το από της Βαλτικής μέχρι της Μεσογείου εχθρικόν μέτωπον εις την Τσέρνα και να προκαλέση την γενικήν κατάρρευσιν αυτού. Κατά τους αγώνας τούτους αι Ελληνικαί μεραρχίαι μετέσχον αντιμετωπίσασαι τους, υπέρ πάντα εχθρόν, μισουμένους Βουλγάρους, και εξεπλήρωσαν πλήρως το καθήκον των, εστίν δ' ότε και υπερέβησαν αυτό.
Την 3ην Δεκεμβρίου 1918 ο αρχιστράτηγος των συμμαχικών δυνάμεων της Ανατολής Français d'Esperey έστειλεν επιστολήν προς τον πρωθυπουργόν τής Ελλάδος Βενιζέλον, εγκωμιαστικήν δια την δράσιν του Ελληνικού στρατού κατά τας εις Μακεδονίαν επιχειρήσεις. Έγραφεν επί λέξει :
«Διαρκουσών τών επιχειρήσεων αί Έλληνικαί μεραρχίαι ανέλαβον την εκτέλεσιν διαφόρων στρατηγικών επιχειρήσεων. Η ανδρεία των Ελληνικών στρατευμάτων πανταχού επαξίως απέσπασε τα εγκώμια των συμμάχων. Τα τέκνα τής Ελλάδος είναι αντάξια των προγόνων των» ( Kemalisme σελ. 244).
Η καταδίωξις των Βουλγαρικών μεραρχιών υπό των Ελληνικών εντός της Σερβίας και μέχρι Πιρότ είναι φυσικόν ότι ανεπτέρωσε το ηθικόν των Ελλήνων μαχητών, οίτινες είδον τους πανικοβλήτους εχθρούς των φεύγοντας, φάλαγγας δε αιχμαλώτων εξ αυτών οδηγουμένας δίκην προβάτων εις τα μετόπισθεν. Η αποστολή δύο μεραρχιών του Ελληνικού Στρατού εις Ουκρανίαν εκρίθη ως διεθνής αναγνώρισις της αξίας των Ελληνικών δυνάμεων, διότι δια πρώτην φοράν Ελληνικός Στρατός εστέλλετο τη αιτήσει των δυνάμεων εις αποστολήν εκτός της Ελληνικής Χώρας. Ηκούετο δε κάπου - κάπου το δίστιχον «από την Ρωσσία σύρνει πλατύς δρόμος για τη Σμύρνη ». Τούτο ου μόνον δεν εστενοχώρησε αλλ' αντιθέτως, συνετέλεσεν έτι περισσότερον εις την αναπτέρωσιν του ηθικού των μετασχόντων τμημάτων. Τα Ελληνικά τάγματα, διερχόμενα τον Βόσπορον, αντίκρυζον τα λείψανα της δόξης του Βυζαντίου, εσταυροκοπούντο επί τη θέα της Αγίας Σοφίας. Πολλοί έκλαιον, άλλοι εγονάτιζον και προσηύχοντο, άλλοι έψαλλον.
Από τους εξώστας της Κωνσταντινουπόλεως κατά χιλιάδας εσείοντο ολόκληρα σεντόνια, και έφθανε εις τα ώτα των διερχομένων ο αντίλαλος των κραυγών των ενθουσιώντων Κωνσταντινουπολιτών. Εν τάγμα Ελληνικόν εγκατεστημένον εις την πόλιν είχε μοναδικήν τύχην να βλέπη ενώπιον του ταπεινωμένον και ζητούντα προστασίαν τον πατροπαράδοτον τύραννον της φυλής μας. Ήτο αδύνατον και εις τον πλέον ψυχρόν και τον πλέον βαρύγνωμον Έλληνα να μη αισθανθή πάλλουσαν την καρδίαν, και τα δάκρυα πληρούντα τους οφθαλμούς του. Το όνομα Βενιζέλος δια τον διαπλέοντα τότε το στενόν του Βοσπόρου συνεταυτίζετο με το όνομα : «Η Δόξα της Ελλάδος». Ουδείς εμάντευσε την σκληράν ανταπόδοσιν της επιχειρήσεως ταύτης από την εξ αυτής δημιουργηθείσαν τότε εχθρότητα των Μπολσεβίκων.
Τα στελέχη του Στρατού.
Είχεν αρχίσει vα λησμονήται μέσα εις τον Στρατόν η προ των επιχειρήσεων περιπέτειαι ν' αναγνωρίζεται η ορθότης της γνώμης του Βενιζέλου. Έμενον όμως ως ακατάλυτοι πυρήνες αντιδράσεως αι συνεπεία διακρίσεων και ευνοιών παροχαί προτεραιότητος προς τα στελέχη του Στρατού και του Στόλου άτινα ηκολούθησαν τον Βενιζέλον εις το κίνημα της διασπάσεως του Ελληνικού Κράτους κατά το 1916, εις βάρος των παραμεινάντων πιστών εις τον προς τον Συνταγματικόν Βασιλέα όρκον αυτών.
Οι πολιτικοί παράγοντες και τα όργανα αυτών εις την προσπάθειαν να εξεγείρουν τον Στρατόν και το Στόλον κατά των αντιπάλων των διεσάλευον την πίστιν των μονίμων στελεχών εις τον όρκον αυτών και η προσπάθειά των επετύγχανεν ιδίως μεταξύ των στελεχών εκείνων, άτινα είχον προδιάθεσιν προς την πολιτικήν, εις ην πλείστα μάλιστα ανεμίχθησαν και επλεύρισαν τα κόμματα και τους φανατικούς οπαδούς των. Αλλά και μη κομματιζόμενα στελέχη και άριστα τοιαύτα προ της συγχύσεως, την οποίαν έφερεν η προπαγάνδα αμφοτέρων των αντιπάλων, προ των σκηνοθετημένων επιθέσεων και ψευδοτορπιλλισμών, των πλαστών επιστολών και των ψευδοπληροφοριών, είχον σαστίσει και, ακούοντα διαφόρους εξ επαγγέλματος δεινούς εις το παραπλανάν και εις το διαστρέφειν την έννοιαν των Νόμων και των εξ αυτών υποχρεώσεων, εξέκλινον του στίβου του καθήκοντος και έγινον όργανα Κομματικά. Μεταξύ των στελεχών τούτων υπήρχον πολλά εκλεκτά στελέχη, αλλά και πολλά τυχοδιωκτικά και αναμένοντα την πρόοδον αυτών εκ της ευνοίας των πολιτικών κομμάτων. Τα μη παρασυρθέντα στελέχη, οίτινα απετέλουν και την μάζαν του Στράτου άνευ της οποίας δεν ηδύνατο να συγκροτηθή Στρατός, ευρέθησαν εις ήσσονα μοίραν από τα ευνοούμενα τοιαύτα.
Ήτο επόμενον μέσα εις την ψυχήν των ούτω υπό δυσμένειαν στελεχών να εμφωλεύει το αίσθημα της δυσαρεσκείας και της επιζητήσεως της επανορθώσεως. Πλείστα στελέχη είδον ανωτέρους αυτών τους πρώην κατωτέρους των και καταφανώς κατωτέρας αξίας. Πολλά πάλιν στελέχη, ασχοληθέντα εις την κοπιώδη οργάνωσιν μονάδων προς πόλεμον, είδον ευθύς μετά τον πλήρη καταρτισμόν των μονάδων των να απομακρύνωνται και να παραδίδωνται, αι μονάδες αύται, προς διοίκησιν εις άλλους επιζητούντας δάφνας επί αλλοτρίου έργου, ουδαμώς δε ασχοληθέντας με την οργάνωσίν των, οχι διότι ήσαν καλύτεροι, αλλ' απλώς διότι ήσαν ευνοούμενοι του Κόμματος.
Εκτός όμως της τοιαύτης των στελεχών κακοποιήσεως υπό των κομμάτων, ταύτα δεν εδίστασαν να θέτουν εκτός υπηρεσίας και στελέχη αξίας, δυσκόλως αντικαθιστάμενα, δια μόνον τον λόγον ότι ταύτα αντέτειναν εις τας κομματικάς επιδιώξεις του εκάστοτε εν ισχΰι κόμματος, η δεν ενέπνεον εμπιστοσύνην εις αυτά. Εσημειώθη δε πλειστάκις υπ' αμφοτέρων των κομμάτων αντικατάστασιν ικανών και εμπειροπολέμων στελεχών δι' ανικάνων τοιούτων. Η τοιαύτη των στελεχών δυσαρέσκεια, ήτις δεν ήτο εμφανής, αλλ' εμφωλλεύουσα εις τας συνειδήσεις αυτών, ήτο κίνδυνος εις κρισίμους εν τω πολεμώ στιγμάς να επηρεάση την απόδοσιν και μαχητικότητα των πολεμικών της χώρας δυνάμεων μέχρι καταστροφής.
(Επιστροφή)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου