Σάββατο 7 Μαΐου 2011

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΑΣΠΡΕΑΣ: ΤΑ «ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΑ»

ΠΕΡΙΟΔΟΣ Β'.

Τα  «Ευαγγελικά»— Βαθύτερα αίτια και πηγαί— Εργασία διχασμού και αδιαλ­λάκτων αντιθέσεων  της ενότητος των  Εθν. δυνάμεων  —Η πλάνη της Βασιλίσσης  Όλγας —Κάθοδος της αντιπολιτεύσεως εις αγώνα αντικυβερνητικόν — Η αιματηρά οχλαγωγία—IIαραίτησις της κυβερνήσεως  Γ. Θεοτόκη.
* * *
Τοιαύτη εγένετο η πολιτική εξέλιξις εν τη  χώρα ημών κατά την πρώτην  πρωθυπουργίαν του  Γ. Θεοτόκη, εσωτερικώς μεν  συνετελείτο  βραδεία τις αλλά θετική  ανόρθωσις, εξωτερικώς δε εξεδηλούντο αι πρώται  ψύχραιμοι και ορθολογικαί ενέργειαι, από της συστάσεως του Βασιλείου, υπέρ του  Μακεδονικού  Ελληνισμού  και εγένοντο κατάδηλοι  αι τάσεις πολιτικής συναντήσεως  των μη Σλαυϊκών εν τη εγγύς Ανατολή κρατών [1]  κατά των Βουλγαρικών βλέψεων, αίτινες από της ήττης της Ελλάδος  κατά το 1897 απεκαλύφθησαν αποσκοπούσαι  προς την δημιουργίαν ηγεμονίας εν τοις Βαλκανίοις δια της βιαίας σλαυοποιήσεως των εν Μακεδονία ελληνικών κοινοτήτων.
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΑΣΠΡΕΑΣ:
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
ΤΗΣ ΝΕΩΤΕΡΑΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
Η κυβέρνησις εκάλεσε την Βουλήν εις  Γ'. Σύνοδον την 31ην Οκτω­βρίου εν τούτοις μόλις μετά χρονοτριβήν ολοκλήρου εβδομάδος κατώρθωσε να επιτύχη την εκλογήν του προέδρου όπως ποιήση  έναρξιν των εργασιών [2],  τούτο δε διότι τόσον η πολιτική όσον και η κοινωνική α­τμόσφαιρα ήσαν βεβαρυμέναι υπό δύο ζητημάτων άτινα απέβησαν εξ ίσου σοβαρά, το μεν εν ευθύς αμέσως το δε έτερον μετά τινα χρόνον, του «Ευαγγελιακού» ως απεκλήθη υπό των συγχρόνων και του Κρητικού.
Το πρώτον των ζητημάτων τούτων απεκορυφώθη εις αιματηράν οχλαγωγίαν την 8ην Νοεμβρίου, ετρομοκράτησε  την πρωτεύουσαν, συνεκίνησε τον ελληνικόν λαόν και ανέτρεψε την κυβέρνησιν Γ. Θεοτόκη. Το έτερον το Κρητικόν, εκβλαστήσαν από της αντιθέσεως του πρίγκηπος Γεωργίου Αρμοστού  εν Κρήτη προς τον επί της  Δικαιοσύνης σύμβουλον Ελ. Βενιζέλον , εκτραχυνθέν δια της παύσεως του  δευτέρου (18 Μαρτίου 1901)| εσύρθη επί  μίαν τετραετίαν, σάραξ διχονοιών και φθοράς, και κατέληξεν  εις την αιματηράν στάσιν του Θερίσου (10 Μαρτίου 1905) εφάνη δε τερματιζόμενον δια της απομακρύνσεως του  πρίγκηπος Γεωργίου από της  Κρήτης.
Το  «ευαγγελιακόν» ζήτημα δεν υπήρξεν ουδ' απλούν ουδέ τυχαίον , ως επίστευσαν τινές των συγχρόνων, ωνομάσθη «ευαγγελιακόν» διότι περί  μεταφράσεως και παραφράσεως του ευαγγελίου επρόκειτο, αλλ΄αι πηγαί  της εμπνεύσεως από των οποίων εκινήθη η θέλησις των μεταφραστών και  των παραφραστών ανευρίσκονται κατά μέγα μέρος εντός του κύκλου της πειθούς των εχθρικώς διακειμένων οργανώσεων προς τας φυλετικάς βλέψεις του Ελληνισμού. Η ενσυνείδητος κακουργία και η μίσθαρνος ιδιοτέλεια, τας οποίας οι σύγχρονοι απέδωσαν εις τας ενεργείας ωρισμένων προσώπων, οφείλει υπό της ψύχραιμου ιστορίας να αναζητηθή εις  την έξαψιν της πάλης και την παραζάλην των παλαιστών των δεχομένων και αποδιδόντων βαρέα χτυπήματα, μη αποστεργόντων δε να δράξωσι οιαδήποτε όπλα δι' ων να επιτύχωσι βαρύτερα κατά τω αντιπάλων πλήγματα. Ό,τι μέγα υπήρξεν εν τη ολιγαρίθμω μερίδι των μεταφραστων και  των παραφραστών ήτο η πλάνη, πλάνη συγγνωστή μεν δια την  βασίλισσαν  Όλγαν την εγγύτατα ευρεθείσαν και  εντός των εχθρικών προς τα φυλετικά συμφέροντα του Ελληνισμού οργανώσεων, αχαρακτήριστος  δε δια τον εκπροσωπούντα την κεφαλήν της εκκλησίας του κράτους μητροπολίτην Αθηνών Προκόπιον.
Δύο σπουδαίας ενεφάνιζεν απόψεις το ζήτημα εκείνο: την θρησκευτικήν και την πολιτικήν. Αμφότεραι συνυφαίνοντο προς αλλήλας αρρήκτως. Και  η μεν θρησκευτική άποψις ενεφάνιζε την λαϊκώς ευπαθή πλευράν , δι ης  καθίστατο λίαν ευχερής η δημιουργία παρά τω λαώ εξάψεως και φανατισμού, η δε πολιτική, η σπουδαιοτέρα πασών, δεν ήτο νοητή  ευχερώς παρά τω λαώ  ουδ' είχον σαφή αντίληψιν ταύτης και πλείστοι  των πολιτικώς ιθυνόντων και εν τη κυβερνήσει και εν τη αντιπολιτεύσει.
Κατά την εποχήν εκείνην (1901) ολίγοι εκ των Ελλήνων και εν τη κυβερνήσει ουδ' αυτός ο πρόεδρος Γ. Θεοτόκης είχον σαφή γνώσιν της  εντάσεως και των πολλαπλών κακοποιών και  περιτέχνων ιστών της Βουλγαρικής  προπαγάνδας εν Μακεδονία. Στηριζομένη η προπαγάνδα επί των  ισχυρών οργανώσεων της Πετρουπόλεως ειργάζετο σπουδαίως δια του χρυσίου, του εγχειριδίου, της πειθούς και του δόλου , όπως εκμηδενίση  τον Μακεδονικόν ελληνισμόν δια της υπαγωγής των ελληνικών κοινοτήτων υπό την βουλγαρικήν εξαρχίαν. Καθίστατο προφανές ότι η πολιτική απεσκόπει δια της μεθοδικής εκείνης εργασίας όπως εμφανίση  εν δεδομένη στιγμή την Μακεδονίαν ως σλαυϊκήν και τας ελληνικάς κοινότητας ως κοινότητας ορθοδόξων υπαχθείσας οικεία βουλήσει, ως εκ του σλαυϊκού  χαρακτήρος αυτών, υπό την Εξαρχίαν των Βουλγάρων, ούτω δε επιτύχει  την απογύμνωσιν της Ελλάδος από παντός εθνολογικού  εν Μακεδονία δικαιώματος επί των διαμφισβητουμένων διαμερισμάτων της ανατολικής και μέσης Μακεδονίας. Η άγνοια εν  τη περιπτώσει εκείνη έλαβεν εν Ελλάδι την απίστευτον έκτασιν πολιτικής τυφλότητος μέχρι του 1904 οπότε ήρξατο ο αντιβουλγαρικός αγών. Μέχρι της εποχής εκεί­νης η βουλγαρική πολιτική εξηπάτα καλώς τους εν Αθήναις και η ρωσσική επτόει κάλλιον τας ελληνικάς κυβερνήσεις μέχρι του απιστεύτου σημείου όχι μόνον της ανοχής των εγκληματικών οργανώσεων και του περιορισμού εις πλατωνικάς διαμαρτυρίας, αλλά και της υποστηρίξεως αυτών εις τας ιδρυθείσας εν Ελλάδι διακλαδώσεις των σφαγέων και των εκβιαστών και λειτουργούσας εν Βόλω, Λάρισση, Τυρνάβω, Πειραιεί και  εν αυτή τη πρωτευούση του κράτους[3].
Επί του ζητήματος της παραφράσεως του Ευαγγελίου, η εχθρική προπαγάνδα ειργάσθη δια της πειθούς και της πλάνης. Δια της παρα­φράσεως και του επακολουθήσαντος εκχυδαϊσμού ήθελεν επιτευχθή ό,τι και επεδίωκεν  η κεντρική εν Πετρουπόλει  διοίκησις, θρησκευτικαί τουτέ­στιν έριδες και διχασμοί του υποδούλου προς τον ελεύθερον ελληνισμόν και ήθελεν αποβή ευχερέστερον το έργον της αποσπάσεως των ελληνικών  κοινοτήτων εν Μακεδονία και μεγαλυτέρα η επέκτασις της Εξαρχίας. Εις χείρας των εχθρικών οργανώσεων ήθελε περιέλθη όπλον βαρύ, όπερ  θα προσεφέρετο υπ' αυτού τούτου του ελληνικού κράτους, ήθελε δε  απο­τελέσει  το δραστικώτερον δηλητήριον δια τας ψυχάς του Μακεδονικού  ελληνισμού.
Ουδείς ανήρ σεβόμενος εαυτόν και την ιστορικήν αλήθειαν δύνα­ται να αρνηθή καλήν πίστιν εις τους συγκροτήσαντας το ευάριθμον στρατόπεδον των μεταφραστών. Υπήρχον μεταξύ αυτών επιστήμονες και δια­νοούμενοι, αλλά και νεανίσκοι αμαθέστατοι και κενόσπουδοι θορυβοποιοί, ό,τι δε εχαρακτήριζε την θέλησιν  των Αυτοκρατόρων. Οι σύγχρονοι επίστευσαν περί της Βασιλίσσης  Όλγας ότι είχε παραμείνη Ρωσσίς όχι μόνον την ψυχήν  αλλά και την καρδίαν. Τούτο ήτο πλάνη εκπηγάσασα εκ της παραφοράς κατά  τήν πάλην, αλλ' όσον και αν η καρδία της Όλγας έπαλλε δια την θετήν  αυτής πατρίδα εκ του μεγαλείου της οποίας εξηρτάτο η ευτυχής σταδιοδρομία των τέκνων της, η επίδρασις επί της ψυχής της  ωρισμένων  ατόμων της φυσικής αυτής πατρίδος απεδείχθη ουχί άπαξ ότι συνέβαλε  σπουδαίως εις σχηματισμόν πεποιθήσεων επί ωρισμένων ζητημάτων. Η  βασίλισσα  Όλγα Επείσθη αδιστάκτως  ότι  προσφέρει σπουδαίαν συμβολήν εις την ψυχικήν διάπλασιν του ελληνικού λαού  εμμένουσα επιμόνως  εις την απόφασιν της μεταφράσεως του ευαγγελίου. Ο ελληνικός λαός  ούτε κατενόησεν ούτε κατανοεί κατά πλειονότητα το ευαγγέλιον. Τα  υπέρ της μεταφράσεως επιχειρήματα ήσαν πολλά και δίκαια δι' εκείνους οίτινες επίστευον ότι εκ της κατανοήσεως του ευαγγελίου  ήθελεν εκβλαστήση  η ηθική διάπλασις του λαού και ήθελεν εμπεδωθή ευνομουμένη ελληνική πολιτεία δια της ωριμάνσεως της λαϊκής συνειδήσεως . Αλλά  και εν τη απόψει ταύτη η πλάνη των υπερασπιστών υπήρξε θεμελιώδης, διότι μόνον αφελείς δύνανται να πιστεύουν ότι οι λαοί διαπαιδαγωγούνται διά της θρησκείας και ότι η υπερτάτη πασών των αρετών , η  πολιτική αρετή, εκ της θρησκείας δύναται να εκπηγάση. Ποία δε εν τω  κόσμω θρησκεία, αφ'  ης εποχής ζη ιστορικώς ο πλανήτης ημών ,επέτυχε να μεταβάλλη τας ροπάς της ανθρωπίνης ψυχής και τας αδήλους κλίσεις του ενστίκτου; Εάν οι  λαοί εξεπολιτίζοντο ή ηυδαιμόνουν  διά της  κατανοήσεως του ευαγγελίου, βεβαίως  αι Λατινικαί εθνότητες ήθελον  προ πολλού εξέλθη της ημιβαρβάρου καταστάσεως, ήθελε δε αποβή πρότυπον ,ηθικής και αρετής ο  ρωσσικός λαός.
Ο αγγλικός λαός δεν εξήλθε της ημιβαρβάρου καταστάσεως δια της  κατανοήσεως του ευαγγελίου αλλά δια της πολιτικής διαπαιδαγωγήσεως   και της εμπεδώσεως των νόμων υπό χρηστών ανδρών, οίτινες επέβαλον  την συνείδησιν του καθήκοντος, ως υπερτάτην αρετήν και υπέρ την ερημίαν  του καθήκοντος ύψωσαν αμείλικτον και  άκαμπτον τιμωρόν τον νόμον . Αλλά και τί προάγει και τί συγκρατεί  εν τάξει κάι ευνομία  τας  πολιτείας, η από της θρησκείας ενσυνείδητος αρετή ή η των καλών νόμων επικράτησις, η  ισοπολιτεία εν τη εφαρμογή αυτών και η των αρχόντων πολιτική αρετή; Τις δεν δύναται να υποστήριξη, ότι  άνδρες, οι θεμελιώσαντες πολιτείας και εμπεδώσαντες πολιτισμούς  , εχειρίσθησαν  το μέγα όπλον της θρησκείας από της καλώς εννοουμένης  ηθικής απόψεως  και δεν μετεχειρίσθησαν τους λαούς ως ευπαθή ζύμην επί  της οποίας ενετύπωσαν βαθύτατα την σφραγίδα μιας τραγικής και αντιχριστιανικής τυπολατρείας;
Από του  θέρους του 1897  ήρξαντο αι πρώται ενέργειαι επί της μεταφράσεως  του ευαγγελίου, ενεφανίθησαν δέ σταθεραί  αι τάσεις της υιοθετήσεως των μεταφράσεων υπό της ιεράς συνόδου το φθινόπωρον  του 1900.

Η  βασίλισσα Όλγα επανερχόμενη εκ του ετησίου καθ' έκαστον θέρος ταξειδίου αυτής εν ΙΙετρουπόλει έφερε μεθ' εαυτής σταθεροτέραν την απόφασιν της μεταφράσεως εν τη πεποιθήσει δε ότι ήθελε προσ-φέρη σπουδαίαν υπηρεσίαν εις την ηθικήν διάπλασιν του ελληνικού λαού , επεζήτησε κατά τό έτος εκείνο την έγκρισιν επί της  μεταφράσεως της Συνόδου και την συνεπεία τούτου επιβολήν εν ταις ιερουργίαις. Η επι­τυχία τούτου ήθελεν αποτελέση μέγα πολιτικόν σφάλμα. Σφοδραί  θρησκευτικαί ίριδες ήθελον προκληθή, τα αντιμαχόμενα στοιχεία ήθελον. διαίρεση τον ελληνισμόν, η διάσπασις των φυλετικών δυνάμεων καθίστατο προφανής, φθοροποιαί δε  και ολέθριαι αι συνέπειαι επί του υποδούλου Ελληνισμού. Το ελεύθερον κράτος ούτω θα ήρχετο αρωγόν προς τας εχθρικάς οργανώσεις αίτινες ειργάζοντο μετά θετικότητος εξαιρέτου εν  Μακεδονία και  Θράκη και θα προσέφερε δια των ιδίων του χειρών ένα των φοβερωτέρων πελέκεων διχασμού δια της εξάψεως του θρησκευ­τικού φανατισμού.

Προς τας ενεργείας της βασιλίσσης 'Ολγας αντετέθη ασθενώς ο μη­τροπολίτης Αθηνών Προκόπιος, ήλθον δε προς ενίσχυσιν των ενεργειών εκείνων καθηγηταί τίνες εν τω Πανεπιστημίω και εκτός αυτού [4].
Κατ' εντολήν της Όλγας πρόσωπα τινά προστατευόμενα υπ' αυτής, επεξεργάσθησαν την μετάφρασιν την οποίαν προσωπικώς ενεχείρισεν η βασίλισσα προς τον μητροπολίτην, όστις παρά την βαθείαν εκπαίδευσιν ης είχε τύχη, ασθενούς χαρακτήρος και μετρίας βουλήσεως, δεν ετόλμησε να αποτρέψη κατηγορηματικώς την Όλγαν από του έργου εκείνου ουδέ να απορίψη την  μετάφρασιν. Ενώ δέ ηρνήθη όπως υποβάλη την με­τάφρασιν προς έγκρισιν ενώπιον της Συνόδου, συνεβούλευσε την βασί-λισσαν να επιζητήση την έγκρισιν υποβάλλουσα ταύτην δια προσωπικού αυτής εγγράφου προς την Σύνοδον, δεν απέστεργε δε όπως παρακάθηται εν ιδιαιτέροις συμβουλίοις γενομένοις εν τοις ανακτόροις υπό την προεδρίαν της βασιλίσσης και να επεξεργάζεται και φιλοτεχνή  μετ' άλλων ομογνωμούντων τας κυριολεξίας εν τω κειμένω  της μεταφράσεως.
Η Σύνοδος απέρριψε την αίτησιν της Βασιλίσσης αρνηθείσα την έγκρισιν, επίσης απερρίφθη δευτέρα αίτησις της  Όλγας όπως ζητηθή η γνώμη του πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως. Κατά το στάδιον  των ενεργειών τούτων τόσον, ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως  όσον και των Ιεροσολύμων  και της Αλεξανδρείας ανεκοίνωσαν δι' εμπιστευτικών επιστολών προς τον μητροπολίτην Αθηνών τας αντιλήψεις αυτών αίτινες  ήσαν ενάντιοι προς τους μεταφραστάς και προύκάλουν την προσοχήν  του Προκοπίου προς τους διχασμούς και τας έριδας αίτινες  ήθελον αναβλαστήση φθοροποιοί εξ ενός τοιούτου πολιτικού σφάλματος της αυτοκεφάλου εκκλησίας της ελευθέρας Ελλάδος.
Η  αντιγνωμία εγένετο πεισματώδης. Οι περί την βασίλισσαν καθύβριζον την Σύνοδον, οι δε περί την Σύνοδον ανταπέδιδον τα ίσα αν μη   και χείρονα. Η αντίθεσις δεν εβράδυνε να εμφανισθή και από των στηλών του ημερησίου τύπου, ηπειλείτο δε ούτω ως εκ της πεισματώδους  αντιγνωμίας να συρθή το ζήτημα εις τας οδούς και να εκχυθή  επικίνδυνος ο φανατισμός του όχλου. Προ  της ογκουμένης έριδος η βασιλισσα «προτίμησε την υποχώρησιν. Προσπάθεια άλλως τε γενομένη εκ νέου  προς την Σύνοδον, συγκληθείσαν και συνεδριάσασαν εν τοις ανακτόροις, απέβη άκαρπος ήτο δε και η τελευταία. Και εφάνησαν μεν παραιτηθέντες οι μεταφρασταί της πάλης καταπίπτουσα δε η οξύτης της αντιγνωμίας και των ερίδων, αλλ' η έξαψις υπέβοσκεν, άφθονος δε είχε συσσωρευθή η ξηρά πυρίτις.
Η πολιτική ουδόλως είχεν αναμιχθή εις τον αγώνα ουδ' εμφανισθή  εις την πάλην και το ζήτημα θα κατέπιπτεν αφ' εαυτού διά του αυτομαρασμού εάν μη ανεφαίνετο από των στηλών ενός των οργάνων  του  ημερησίου τύπου εν τη πρωτευούση αληθώς βέβηλος και εξαιρετικώς  χυδαία παράφρασις περικοπών του ευαγγελίου κακοποιούσα το κείμενον και διαστρεβλούσα τας εννοίας ουδεμίαν δε σχέσιν έχουσα προς την εργασίαν της βασιλίσσης. Το δημοσίευμα προύκάλεσε γενικήν αγανάκτησιν , προσετέθη δε εις τας αθρόας διαμαρτυρίας κατά του  ανευλαβούς εκχυδαϊσμού και επιστολή επιτιμήσεως του πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Ιωακείμ Γ'. Απάντησις του έκχυδαϊστού προς  τον πατριάρχην    κριθείσα ως ανευλαβής και σκωπτική   επηύξησε την οργήν ,δημοσίευμα δε την επομένην καθυβριστικόν των καθηγητών της Θεολογικής σχολής εν τη εφημερίδι  η «Ακρόπολις» προύκάλεσε την έκρηξιν.
Η εξέγερσις των φοιτητών ουδόλως ενείχε σκοπούς ανατρεπτικούς  και οχλαγωγικούς. Δια του πρώτου ψηφίσματος των επιτροπών των σχολών από κοινού οι φοιτηταί διεμαρτύροντο κατά της "ανιέρου πράξεως"  και εζήτουν την κατάπαυσιν «πάσης περαιτέρω γελοιοποιήσεως" του ευαγγελίου. Αλλά η μη έγκαιρος επέμβασις της κυβερνήσεως, η εξακολούθησις της δημοσιεύσεως της παραφράσεως πλήρους ή αηδών χυ­δαιοτήτων ή φαιδρών ανοησιών, επηύξησαν την εξέγερσιν, ηνάγκασαν τους φοιτητάς να ζητήσουν την βοήθειαν συλλόγων λαϊκών και προειλίαινον το έδαφος της καθόδου εις την πάλην των αντιπολιτευομένων την κυβέρνησιν κομμάτων.
Η κυβέρνησις απησχολημένη σφόδρα εκ των δυσχερειών  ας  αντιμε­τώπιζε προς συγκέντρωσιν των βουλευτών εν Αθήναις και έναρξιν των εργασιών του κοινοβουλίου, ατελώς δε πληροφορουμένη εκ των οργάνων αυτής επί της σοβούσης οχλαγωγίας επεζήτησε παρακαίρως να πατάξη βιαίως τας αταξίας. Αλλ'  εκ των προστριβών της ενόπλου δυνάμεως προς τας ομάδας των φοιτητών η έξαψις απέβη ως επόμενον μεγαλύτερα, το πνεύμα της συναδελφότητος  και  της αλληλεγγύης έφερεν επί του πεδίου της πάλης και τους πλέον ψυχραίμους των σπουδαστών, οι δε θερμουργότεροι και μάλλον ευέξαπτοι τούτων επέτυχον όπως μεταστρέ­ψουν τον αγώνα από αμυντικού εις επιθετικόν. Ωργάνωσαν τας ομάδας των φοιτητών κατά φάλαγγας, κατέλαβον το κτίριον του Πανεπιστημίου, διέκοψαν. τας παραδόσεις, συνεννοήθησαν προς τα εργατικά σωματεία και τας συντεχνίας και απηύθυναν προς τον λαόν προκηρύξεις θιγούσας βαθέως τον θρησκευτικόν φανατισμόν των όχλων. Προ της προφανούς απειλής διαταραχών και των καθ' εκάστην γενομένων διαταράξεων της τάξεως, η κυβέρνησις επενέβη παρά τη ιερά Συνόδω, ήτις εξέδοτο αρ­μοδίως εγκύκλιον δι' ης «απέκρουεν απεδοκίμαζε και κατέκρινε» πάσαν μετάφρασιν του ευαγγελίου ως «βέβηλον», η δε Σύγκλητος συνελθούσα έξέδωκεν ομοφώνως απόφασιν τερματισμού του ζητήματος συνε­πεία της καταδικαστικής αποφάσεως της Συνόδου.
Αλλ'  αι αποφάσεις αύται ήλθον αργά διότι είχον ήδη κατέλθη εις την πάλην τα κόμματα, ενώ δε το ζήτημα δικαίως ώφειλε να κριθή λήξαν δια της διευθετήσεως εκείνης, έλαβεν αιφνιδίως τραχείαν τροπήν. Τη εισηγήσει ευαρίθμων τινών πολιτικών προσώπων, οι μάλλον θερμοκέφαλοι των εξεγερθέντων, έκριναν την λύσιν ανεπαρκή και διετύπωσαν την αξίωσιν όπως η Σύνοδος προβή είς «αφορισμόν»· κατά των μετα­φραστών και των έργων αυτών
Ουδείς σωφρονών ήτο δυνατόν να ανεχθή τοιαύτην βάρβαρον πράξιν ανταξίαν του βαθύτερου πνευματικού σκότους μεσαιωνικών εποχών, και αυτοί δε οι εφευρέται της αχαρακτηρίστου εκείνης απαιτήσεως ουδόλως απέβλεπον εις την πραγματοποίησιν αυτής. Απεσκόπουν να θέσουν την κυβέρνησιν προ σκληρού διλήμματος εκμεταλλευόμενοι τον θρησκευτικόν φανατισμόν του λαού και την γοητείαν, ην αακεί  επί  των όχλων ο «αφο­ρισμός», του  διλήμματος ή της χρήσεως βιαιοτήτων κατά των οχλαγωγών ή της παραιτήσεως. Ούτω επισυνέβη παρά πάσαν προσδοκίαν των σω­φρόνων και ψυχραιμούντων, οξυτάτη φάσις του  ζητήματος ήτις προύκάλεσεν αιματηράς περιπετείας και επέφερε την απομάκρυνσιν από της  αρχής  της κυβερνήσεως Γ. Θεοτόκη.
Ενώπιον της  νέας  τροπής η κυβέρνησις  ηναγκάσθη να μετέλθη βιαιότερα μέτρα. Οι φοιτηταί στε-νοχωρηθέντες  ωχυρώθησαν εν τω Πανεπιστήμιω οργανωθέντες στρατιωτικώς, ο λαός ηγανάκτει, εκ των επαρχιών ανηγγέλοντο συλ­λαλητήρια και κατέφθανον τηλε­γραφήματα υπέρ του «ιερού αγώνος» των φοιτητών οίτινες ενθαρρυνόμενοι εκάλεσαν τον λαόν των Αθηνών και του Πειραιώς εις μέγα συλλαλητήριον. Η κυβέρνη­σις  απεφάσισε να εντοπίση τούτο, παρέταξε δε πάσας τας εν τη πρωτευούση στρατιωτικάς δυνάμεις με­τά πολυαρίθμου ναυτικού αγήμα­τος. Αλλά δεν επρόκειτο ήδη περί μόνον των φοιτητών, το πλή­θος του συρρεύσαντος λαού ήτο μέγα και ικανά τα αναμιχθέντα και εντεύθεν και εκείθεν κομμα­τικά και ταραχοποιά στοιχεία, με­γάλη δε η επικρατούσα έξαψις.
Η ρήξις δεν εβράδυνε να επέλθη. ΙΙερί την δείλην της  8ης Νβρίου αι προ του Πανεπιστημίου οδοί  εγένοντο πεδίον οικτράς αιματοχυσίας. Τρεις σπουδασταί και οκτώ  άνθρωποι του  λαού εκρημνίσθησαν νεκροί, υπερογδοήκοντα δε πολίται , στρατιώται και, ναύται ανετράπησαν τραυματίαι, εκινδύνευσε δε επανειλημμένως πυροβοληθείς και αυτός ο πρόεδρο; της κυβερνήσεως Γ.Θεοτόκης.
Και οι μεν φοιτηταί αποκομίσαντες τους νεκρούς αυτών και τους τραυματίας ωχυρώθησαν εν τω κτιρίω, ο δε λαός διεσκορπίσθη προς τας συνοικίας όπου απεκορυφούτο παρά τω όχλω η οργή, η αγανάκτησις και ο θρησκευτικός φανατισμός. Νυξ τρομακτική επηκολούθησεν , η εκ του αίματος και του φανατισμού έξαψις ουδέν το αγαθόν υπέσχετο δια την επομένην, προς επίμετρον στρατιωτικά τινα τμήματα και συγκεκριμένως εκ των ναυτικών αγημάτων, των νησιωτών στερρώτερον εχομένων προς τας θρησκευτικάς παραδόσεις, εξεδήλωνον αγανάκτησιν δια την αιματοχυσίαν και συμπάθειαν υπέρ των φοιτητών, καθίστατο ούτω προφανές ότι στρατιωτική πίεσις δια την επομένην ήθελε προκαλέση σπουδαιοτέρους κινδύνους της προηγουμένης. Κατά την κρίσιμον εκείνην νύκτα εγένετο σώφρων επέμβασις του Στέμματος ,συναινούσης δε της κυβερνήσεως επαύθη ο μητροπολίτης Προκόπιος γενομένης αυτονυκτί δεκτής της παραιτήσεως αυτού , απεσύρθη από των οδών πάσα η ένοπλος δύναμις και διετάχθη ο περιορισμός των αστυνομικών εις τα ίδια κτίρια. Η τάξις και η ευκοσμία αφέθη εις τον λαόν , όστις απεδείχθη αντάξιος της τοιαύτης εμπιστοσύνης. Ούτω επετεύχθη ύφεσις της εξάψεως δια της άρσεως της πιέσεως της ενόπλου δυνάμεως, της θυσίας του Μητροπολίτου και της εξασφαλισθείσης πτώσεως της κυβερνήσεως .Οι φοιτηταί και ο λαός αφέθησαν ελεύθεροι και εκήδευσαν την επομένην τα θύματα μέσω πανδήμου συναγερμού................

Υποσημειώσεις:
[1] Κατά τον Αύγουστον του αυτού έτους  εγένετο και κάθοδος Ρουμάνων φοι­τητών εν Αθήναις (31 Αύγ. μέχρι 9 Σ/6ρίου). Οι  εκδρομείς υπό τον καθηγητήν Τοτσιλέσκο  έτυχον θερμοτάτης δεξιώσεως και φιλοξενίας υπό των Ελλήνων συ­ναδέλφων αυτών και του λαού.
[2] Η εκλογή του προέδρου εγένετο την πρωίαν της 8ης Ν)βρίου, μετά μεσημβρίαν δέ της αυτής ημέρας επηκολούθήσεν η αιματηρά οχλαγωγία. Η κυβέρνησις επέτυχεν υπέρ του κυβερνητικού  υποψηφίου Θ. Ρετσίνα 124 ψήφους επί 206 ψηφισάντων. Η αντιπολίτευσις ενεφανίσθη κατατετμημένη. Ο υποψήφιος του Δεληγιαννικού κόμματος  Ρώμας συνεκέντρωσε 46 ψήφου, ο δε του  Ζαϊμικού  Τοπάλης 14.
[3] Παρ. περαιτέρω εις την ειδικήν περί των  Μακεδονικών  Περίοδον.
[4] 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου