Τρίτη 29 Ιανουαρίου 2019

ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΕΤΑΞΑΣ: ΕΙΠΑΝ ΚΑΙ ΕΓΡΑΨΑΝ ΓΙ ΑΥΤΟΝ


ΠΡΟ TOΥ NEKPOΥ

Κύριο άρθρο του Γεωργίου Α. Βλάχου που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ στις 30/1/1941.

To Σάββατον το πρωί, προ δώδεκα ήμε­ρων, εις το Στρατηγείον, ησθάνθη ένα ελαφρόν πόνον εις τον λαιμόν. O ιατρός του, στρατιωτικός, του έδωσε ένα πρόχειρον φάρμακον το oποίον τον ανεκούφισε. Κάποιος εν τω μεταξύ παρενέβη:
— Δεν πηγαίνετε καλλίτερα σπίτι σας, κ. Πρόεδρε;
— Δυστυχώς, έχω δουλειά...
Και, πράγματι, είχε δουλειά. Εμπρός του ένα πλήθος τηλεγραφημάτων, έγ­γραφων, επιστολών. Γύρω του Υπουρ­γοί, στρατιωτικοί, επιτελείς, υπάλληλοι, γραμματείς. Εις τον προθάλαμον, άλλοι. Άλλοι εις τους διαδρόμους. Παντού, γύρω από τον ένα άνθρωπον, το Κράτος με το πλήθος των ζητημάτων του, ο πόλε­μος με το μέγεθος των στιγμών του, η ζωή ολοκλήρου του Έθνους, με τον φόρτον των προβλημάτων του. Έτσι, άρ­ρωστος, χωρίς να εννοή ότι επλησίαζαν βιαστικαί αι τελευταίαι ώραι της επι­γείου ζωής του, έμεινεν εκεί εργαζόμε­νος έως τας τρεις. Και από τότε δεν ε­πανήλθε. Μία εβδομάς ηκολούθησε με­ταξύ ασθενείας και αναρρώσεως, και έ­ξαφνα η κατάστασις εδεινώθη. Η εστία της νόσου μετέδωσε εις τον οργανισμόν τοξίνας και δηλητήρια, μία παλαιά πλη­γή ήρχισε να αιμορραγή, τα ερυθρά αιμοφαίρια παρουσιάσθησαν αραιά, ο σφυγ­μός ταχύς, ο πυρετός υψωμένος. Μία ημέρα ακόμη, έπειτα άλλη, κατά τας ο­ποίας η αισιοδοξία διεδέχετο την απόγνωσιν, και τας ελπίδας η αγωνία, μία φωτεινή διακοπή ενός τραγικού ρόγχου:
— Αι ελπίδες μου εις τους Έλληνας...
Και τέλος η χθες πρωί: Ο ήσυχος, ο αιώνιος ύπνος. Ένα εικόνισμα, ολίγα φύλλα δάφνης από το μικρόν περιβόλι του εξοχικού του σπιτιού ετοποθετήθησαν επάνω εις τα εσταυρωμένα χέρια τα οποία έως προ τινων ημερών ανήσυχα, ασφαλή, στιβαρά, διηύθυναν την Ελλά­δα, και με αυτά, με της Παναγίας το βλέμμα και την δάφνην της ελληνικής γης, έφυγε δια την αθανασίαν ο Ιωάννης Μεταξάς.
Τώρα, πώς να σταθώμεν εμπρός εις τον Νεκρόν του και πώς να τον κλαύσωμεν; Από πού ν' αρχίσωμεν των αρετών του την απαρίθμησιν και πού να σταματήσωμεν εις των επαίνων το πλήθος; Νους οξύς, σκέψις βαθεία, αγάπη προς την Πατρίδα ασύλληπτος, γενναιότης ψυχής, τόλμη, απλότης, ευγένεια... — Και τί έλειπε, τί δεν είχε ο θαυμαστός αυτός άνθρωπος τον οποίον επέπρωτο ν' αποκτήση η Ελλάς οδηγόν εις την δύσιν του βίου του; Δημιουργός, Εμπνευστής, Στρατιώτης, Διδάσκαλος, πρώτος επι­τελής μεταξύ των επιτελών, μεταξύ των εργατών πρώτος εργάτης, αγρότης εις τους αγρούς, νέος εν τω μέσω των νέων, φρουρός εις τα σύνορα και Σωτήρ — ναι, Σωτήρ της τιμής της Πατρίδος μας το ιστορικόν εκείνο πρωί, το οποίον νομίζει κανείς ότι με το τεράστιον μέγεθος των ωρών του ηνάλωσε της λαμπράς του ζωής το υπόλοιπον. Πώς να σταθώμεν εμπρός εις τον Νεκρόν του και πώς να τον κλαύσωμεν; Αυτήν την στιγμήν αισθανόμεθα ότι, αι νεκραί του χείρες λύονται από την ψυχράν των αδράνειαν, ότι κινούνται πάλιν τα χείλη:
— ΕΜΠΡΟΣ, ΕΜΠΡΟΣ, ΜΗ ΣΤΕΚΕΣΘΕ! ΕΧΩ ΔΟΥΛΕΙΑ...
Απ' επάνω εκεί, από τους αγνώστους κόσμους όπου ζη ανήσυχος η ψυχή του, σκύβει κάτω προς την Ελλάδα του, πα­ρακολουθεί, εποπτεύει, προσέχει, ευλο­γεί, έχει ακόμη δουλειά, ο αλησμόνητος Κυβερνήτης.
ΜΑΖΙ ΤΟΥ ΛΟΙΠΟΝ! ΟΠΩΣ ΧΘΕΣ.
Μαζί του ολόκληρος η άλλοτε ερίζουσα και διχογνωμούσα και συμπλεκομένη Ελλάς, όπως από την πρώτην στιγμήν του πολέμου. Με ό,τι μας εδίδαξε, με ό,τι δρόμους μας ήνοιξε, με ό,τι όπλα μας έδωσε, με ό,τι σημαίας ύψωσε εις τους εξώστας μας, τας οποίας κρατεί τώρα το πένθος του μεσίστιους, με ό,τι μας αφήκε ως ένδοξον και μεγάλην κληρονομίαν, ΜΕ Ο,ΤΙ ΖΩΝ ΣΥΝΕΣΤΗΣΕ ΚΑΙ Ο,ΤΙ ΕΠΙΣΤΕΥΣΕ ΘΝΗΣΚΩΝ:
— Αι ελπίδες μου, εις τους Έλληνας"
Διότι, ναι, είχε δίκαιον να ελπίζη. ΑΣ ΜΗ ΕΟΡΤΑΖΟΥΝ ΚΑΙ ΑΣ ΜΗ ΑΓΑΛΛΩΝΤΑΙ ΟΙ ΕΧΘΡΟΙ. Έλειψεν ο Μεταξάς;... Εκατομμύρια Μεταξάδων γεννώνται τώ­ρα μέσα εις τας ψυχάς των Ελλήνων και θα έχουν τον σπόρον της αρετής και της δυνάμεως και του θάρρους του.
ΠΑΡΑ ΤΟ ΠΛΕΥΡΟΝ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΕΩΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗ­ΝΩΝ, ΥΠΟ ΤΟ ΣΚΗΠΤΡΟΝ ΤΟΥ, ΠΙΣΤΟΙ ΕΙΣ ΤΟΝ ΟΡΚΟΝ ΜΑΣ, ΓΕΝΝΑΙΟΙ ΕΙΣ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΙΝ ΜΑΣ, ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟΙ ΕΙΣ ΤΟΝ ΑΞΙΟΝ, ΤΟΝ ΑΨΟΓΟΝ, ΤΟΝ Ε­ΞΕΧΟΝΤΑ ΑΝΔΡΑ, ΤΟΝ ΟΠΟΙΟΝ ΕΤΑΞΕ ΠΡΩΤΟΝ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΟΝ, θα βαδίσωμεν με το στέρνον ευθύ, το μέτωπον υψηλά, τα χέρια χαλύβδινα, προς την Νίκην. Εις τας πόλεις, αι οποίαι αντικρύζουν την βάναυσον των βαρβάρων επι­βουλήν, εις τα βουνά που αντιλαλούν των τηλεβόλων οι κρότοι, εις τους ουρανούς όπου μάχονται με τα πτερά της Δόξης οι Έλληνες, εις τας θαλάσσας που φωτίζουν με τους δαυλούς του Κανάρη οι ναυτικοί, ας ακουσθή μία κραυγή πελωρία, μία τρομακτική προσταγή: Εμπρός!... Οι Έλληνες, και οι μεγάλοι Έλληνες, απο­θνήσκουν. ΑΛΛΑ Η ΕΛΛΑΣ ΔΕΝ Θ' ΑΠΟΘΑΝΗ ΠΟΤΕ. Εμπρός, προς την Δόξαν, την Τιμήν και την Νίκην!
Δεν έχει ούτω;... Δεν είσαι, κ. Πρόε­δρε, σύμφωνος; Δεν επιβάλλεις συ το ε­νώπιον του σεπτού σου φέρετρου σταμάτημα να είναι βραχύ; Δεν θέλεις συ να κάμη ευλαβής τον σταυρόν του, να κλίνη το γόνυ ο Στρατός των Ελλήνων σου και ν' ανασηκωθή αμέσως, με τα όπλα, την πυρίτιδα και την λόγχην, τιμωρός, διώκτης, εκδικητής; ΛΟΙΠΟΝ, ΕΤΣΙ ΘΑ ΓΙΝΗ. Έζησες και μας έστειλες ένα πρωί να νικήσωμεν. Απέθανες, και κά­ποιο βράδυ θα έλθη κοντά σου η Παναγία της Τήνου, θα θωπεύση της ψυχής σου την αγωνίαν, θα διαστείλη τα χείλη σου εις μειδίαμα και θα σου αναγγείλη ότι η θέλησίς σου εξεπληρώθη, ότι η επιταγή σου εξετελέσθη, ΠΩΣ ΕΝΙΚΗΣΑΜΕΝ!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου