«Νοέμβριος δεκαεπτά.— Επήγα στη
Βουλή,
αλλά της συζητήσεως δεν ήκουσα το θέμα,
κι από τας δύο πτέρυγας ωγκάνιζαν πολλοί
με σχήματα παράδοξα κι αστραποβόλον βλέμμα.
Και μια γριά παράξενη αντίκρυσα εκεί
με χρόνους ως εξήκοντα και κάτασπρα τσουλούφια
κατέφαγε τα νιάτα της εις την πολιτική
και για κουβέντα έδινε την καθεμιά της σκούφια.
Τα πάντα εθυσίασε προθύμως στην
πατρίδα,
γι αυτήν και μόνον ήθελε να της συχνομιλής,
και όταν ο πατριωτισμός της έστριβε τη βίδα,
πετούσε την ομπρέλλα της στη σάλα της Βουλής.
Και τώρα πάλι έσκουζεν η σεβαστή κυρία,
μετά μανίας σύρουσα την άτακτόν της κόμην,
ο δε κυρίαρχος λαός από τα θεωρεία
εξέφραζε με μυκηθμόν την υψηλήν του γνώμην.
Ο πρόεδρος με πάταγον εκτύπα το κουδούνι,
μα πιο πολύ εστρίγγλιζαν εις κάθε κτύπημα
του...
φτου! να χαθής. αμακατζή,
σαποκοιλιά, γουρούνι,
και ο καθένας έδινε στον άλλον τόνομά
του.
Κι ενώ τοιαύτας έλεγαν αβρότητας
πολλάς
κι οι βουλευταί και ο λαός εγίνοντο σαλάτα,
έβγαζε τα παπούτσια του ψηλός φουστανελλάς
κι έτριβε τα ποδάρια του τα μοσχομυρωδάτα.
«Ηρώτησα περί αυτού ψυχρώς κι αδιαφόρως
και με χαράν μου έμαθα πως ήτο βουληφόρος,
μεγάλην δε μου έλεγαν πως έδειχνε ροπήν
στον βίον τον ποιμενικόν και την ζωοκλοπήν,
και οι συμπατριώται του εκ φόβου μη εκείνος,
καμμιά ημέρα έξαφνα δεν τους αφήση κτήνος,
γαϊδούρι, χήνα, πρόβατο, χωράφι και καλύβι,
τον έστειλαν εις την Βουλήν τα πόδια του να τρίβη.
Αλλά δεν ελησμόνησε τας έξεις του εκείνας,
καίτοι προς άλλο στάδιον επίζηλον τραπείς,
κι ως λέγουν εδιώριζε και από τας Αθήνας
πολλούς ειδικωτέρους του στα της ζωοκλοπής.
«Ανέβη ο Πρωθυπουργός εις της Βουλής το βήμα
κι εσίγησεν ο θόρυβος κι ο βόμβος παραχρήμα.
Αλλά ενώ δεν ήκουε κανείς για τί ωμίλει
και μες στο στόμα χάσκοντες τον έβλεπαν οι φίλοι,
ένα πετροχελίδονο πετά εις την Βουλήν,
που κάποιο μέρος για φωλιά νομίζω πως εζήτει,
κι ιδού! του ρητορεύοντος περνά την κεφαλήν
και από περιφρόνησιν τον κουτσουλά στη μύτη.
»Τότε δή τότε σύγχυσις, κατακλυσμός και σάλος,
η
μεν αντιπολίτευσις χειροκροτεί εξάλλως,
η
δε μερίς η τρώγουσα αμέσως εξεμάνη,
διότι
το κουτσούλισμα ως προσβολή εφάνη.
Κι
ενώ αυτά συνέβαιναν δια το χελιδόνι,
ο
συμπολιτευόμενος φουστανελλάς θυμώνει
και
μ' ένα παλιοκούμπουρο τράβα μια κουμπουριά
και
το πετροχελίδονο επλήγωσε βαρειά.
»Κι
εκείνο πέφτει κατά γης και ψυχοσπαρταρά
κι
ευθύς -η συμπολίτευσις αρχίζει τα ουρά'
το
κέντρον το αριστερόν με σαρκασμούς πειράζει,
δια
τον νέον θρίαμβον του κόμματος γελά,
και
με χαράν ανέκφραστον μια φωνή εκφράζει
νίκης
συγχαρητήρια εις τον φουστανελλά…….
πολυ καλο το κοινοποιω αμεσα
ΑπάντησηΔιαγραφή