19 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 1938
200 Συναγωγές κλείστηκαν!
200 εβραϊκά σπίτια γκρεμίστηκαν.
8.000 εβραϊκά μαγαζιά λεηλατήθηκαν.
50 Εβραίοι δολοφονήθηκαν.
3.000 Εβραίοι μαστιγώθηκαν.
20.000 Εβραίοι πιάστηκαν.
Από σήμερα απαγορεύεται:
Στους Εβραίους ν' ασκήσουν οποιοδήποτε επάγγελμα ή εμπόριον.
Στα παιδιά των Εβραίων να φοιτούν σε δημόσιο σχολείο, να μπαίνουν σε δημόσιο κήπο, σε αθλητικό γήπεδο, σε πισίνα.
Το σύνολο των Εβραίων της Γερμανίας τιμωρείται με πρόστιμο 50 εκατομμυρίων δολλαρίων.
Όλοι οι Εβραίοι υποχρεούνται να φορούν κίτρινο περιβραχιόνιο με το κίτρινο άστρο του Δαυίδ.
Είταν αδύνατο να πιστέψεις ότι τα πράγματα μπορούσαν να χειροτερέψουν ακόμα. Αλλά το κύμα φούσκωνε ολοένα και τέλος ξέσπασε στο νησί του Γιόχαν Κλέμεντ, μια μέρα που η μικρή Κάρεν γύρισε στο σπίτι με το πρόσωπο ματωμένο και με τα ουρλιαχτά «Εβραία! Βρωμοεβραία!», στ' αυτιά της!
Για τον άνθρωπο που έχει ρίζες τόσο βαθιές, και πίστη τόσο δυνατή, η βίαιη καταστροφή της πίστης του αυτής, είναι μια τρομακτική συμφορά. Κ' η καταστροφή είταν ακόμα πιο φοβερή για τον Γιόχαν Κλέμεντ, που επιμένοντας πεισματικά στο λάθος του, έσυρε στον κίνδυνο τη ζωή της οικογένειάς του. Τώρα, τρομαγμένος από την άβυσσο πούχε ανοίξει κάτω από τα πόδια του, δε σκεφτόταν τίποτ' άλλο απ' τη φευγάλα. Αναζητώντας σπασμωδικά, κάποια διέξοδο, βρέθηκε στην έδρα της Γκεσταπό, στο Βερολίνο. Όταν γύρισε απ' το Βερολίνο, κλείστηκε στο γραφείο του δυο μερόνυχτα, σκυμμένος ( 67 ) πάνω στο τραπέζι του, κυττάζοντας το χαρτί που είταν απλωμένο μπροστά του. Είταν ένα μαγικό χαρτί που τούχε δώσει η Γκεσταπό. Η υπογραφή του -πάνω σ' αυτό το χαρτί θα τον γλύτωνε, αυτόν και την οικογένεια του, από κάθε νέα ενόχληση. Είταν ένα σωτήριο έγγραφο. Το διάβασε και το ξαναδιάβασε, ώσπου το έμαθε απ' έξω κι ανακατωτά:
...Εγώ, ο Γιόχαν Κλέμεντ, ύστερα από την ανωτέρω λεπτομερή έρευναν και τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα, που περιέχονται εις αυτήν, επείσθην απολύτως ότι τα στοιχεία τα αναφερόμενα εις την γέννησίν μου, είναι πλαστογραφημένα. Δεν είμαι, ούτε υπήρξα ποτέ Εβραίος. Είμαι Άριος και...
Υπόγραψέ το! Υπόγραψε το! Χίλιες φορές έπιασε την πέννα για να γράψει στο χαρτί τ' όνομά του. Δεν είταν πια καιρός για υψηλές εξάρσεις! Ποτέ δεν είταν Εβραίος. . . Γιατί να μην υπογράψει;
Η Γκεσταπό, τούχε δώσει να καταλάβει καθαρά, πως αν δεν υπόγραφε αυτό το χαρτί, η οικογένεια του θα μπορούσε να φύγει από τη Γερμανία, μόνο αν αυτός έμενε σαν όμηρος.
Το πρωί της τρίτης μέρας, βγήκε από το γραφείο του χλωμός κ' εξαντλημένος κι αντίκρυσε τα γεμάτα αγωνία μάτια της Μύριαμ. Σίμωσε στο τζάκι κ' έριξε το έγγραφο στις φλόγες.
«Δε μπορώ να το_κάνω», ψιθύρισε. «Πρέπει να ετοιμαστείς να φύγεις από τη Γερμανία, με τα παιδιά, τώρα αμέσως».
Ένας εφιαλτικός φόβος τον κυρίεψε τώρα για την οικογένεια του, όσο δεν την έβλεπε να φεύγει. Κάθε χτύπος στην πόρτα, κάθε κουδούνισμα στο τηλέφωνο, κάθε πατημασιά, τούφερνε και μια καινούργια ανατριχίλα, πού δεν την είχε ξανανιώσει.
Έκανε το σχέδιο του. Πρώτα - πρώτα, η οικογένεια του θα πήγαινε να ζήσει κοντά σε μερικούς συναδέρφους του στη Γαλλία. Η Μύριαμ είταν ετοιμόγεννη και δε μπορούσε να ταξειδέψει μακριά. Όταν γεννούσε και ξεγέρευε, θα συνέχιζαν το ταξείδι τους στην Αγγλία, ή στην Αμερική.
Η κατάσταση δεν είταν όλως διόλου απελπιστική. Μόλις εξασφαλιζόταν η οικογένεια του, θα μπορούσε να κυττάξει για τον εαυτό του. Υπήρχαν μερικές μυστικές οργανώσεις που δούλευαν στη Γερμανία, που είχαν ειδικευτεί στο να βγάζουν από τη Γερμανία επιστήμονες. Τούχαν μιλήσει για κάποιους που δρούσαν στο Βερολίνο — μια ομάδα Εβραίοι της Παλαιστίνης, που αυτο-ονομάζονταν «Μοσσάντ Αλιγιά Μπετ».
Τα πράγματα τα είχανε μπαλαρισμένα όλα, το σπίτι είταν κλειστό. Το αντρόγυνο έμεινε την τελευταία του νύχτα αμίλητο, ελπίζοντας αόριστα σε κάποιο ξαφνικό θαύμα που θα τους ξεμάκραινε το χωρισμό.
Μα κείνη τη νύχτα — την παραμονή της αναχώρησης — η Μύριαμ Κλέμεντ ένιωσε να την πιάνουν οι πόνοι. Δεν της επιτρέψανε να μπει σε κλινική κ' έτσι γέννησε στην κρεβατοκάμαρα της. Είταν ένα δεύτερο αγόρι. Ο τοκετός είταν δύσκολος και παρουσίασε επιπλοκές, κ' έτσι η μητέρα είχε ανάγκη από πολλές βδομάδες ανάπαυση.
Ο Γιόχαν Κλέμεντ ένιωσε τα λογικά του να σαλεύουν. Έβλεπε στα δράματα του, την οικογένεια του να μη μπορεί να φύγει μπροστά στο ολοκαύτωμα που . ζύγωνε. Πηδώντας σαν τρελλός στο τραίνο του Βερολίνου, έτρεξε ίσια στη Μάινεκεστράσσε No 10, στο κτίριο που στέγαζε τη Μοσσάντ.
Είταν ένα καταφύγιο τρομοκρατημένων ανθρώπων που προσπαθούσαν απελπισμένα να φύγουν από τη Γερμανία. Ο Κλέμεντ στάθηκε στην ουρά: Επί τέλους, στις δύο το πρωί, τον έμπασαν σ' ένα γραφείο όπου τον περίμενε ένας πολύ νεαρός και πολύ εξαντλημένος άντρας. Τον λέγανε Αρί Μπεν Χαναάν, και είταν ένας Παλαιστίνιος επιφορτισμένος να οργανώνει αποδράσεις Εβραίων από τη Γερμανία.
Ο Μπεν Χαναάν τον κύτταξε με τα κατακόκκινα μάτια του. Έβγαλε έναν αναστεναγμό.
— Θα κανονίσουμε τη φυγή σας, κύριε καθηγητά. Γυρίστε στο σπίτι σας και περιμένετε. Πρέπει να προμηθευτώ ένα διαβατήριο, μια βίζα. . . Θα εξαγοράσω τα κατάλληλα πρόσωπα. Θα τώχω σε λίγες μέρες.
— Δεν είναι για μένα, τον έκοψε ο Κλέμεντ. Εγώ δε μπορώ να φύγω, ούτε η γυναίκα μου. Έχουμε τρία παιδιά. Αυτά είναι που πρέπει να φύγουν.
— Αυτά πρέπει να φύγουν, επανέλαβε ο Μπεν Χαναάν σαρκαστικά. Κύριε καθηγητά, δεν ξέρετε, φαίνεται, την κατάσταση. Εσείς, ως καθηγητής Πανεπιστημίου, είσαστε μια προσωπικότης. Εσάς θα μπορέσω να σας βοηθήσω. Για τα παιδιά σας, όμως, δε μπορώ, δυστυχώς, να κάνω τίποτα.
— Μα πρέπει! Πρέπει! ξεφώνισε ο Κλέμεντ.
Νευριασμένος ο Παλαιστίνιος χτύπησε τη γροθιά του στο τραπέζι.
— Μα δε βλέπετε αυτό το πλήθος που έχει κατακλύσει το σπίτι; Όλοι αυτοί οι άνθρωποι θέλουν να φύγουν απ' τη Γερμανία! Έσκυψε πάνω απ' το τραπέζι και σχεδόν άγγιξε τον καθηγητή. Είναι πέντε ολόκληρα. χρόνια που σας παρακαλούμε, σας ικετεύουμε να φύγετε από τη Γερμανία, σεις δε θελήσατε να μας ακούσετε. «Είμαστε Γερμανοί», μας κοπανούσατε, «Γερμανοί εκατό τα εκατό. . . ποτέ δε θα μας ενοχλήσουν». Και σήμερα, έρχεστε εδώ για να κλάψετε. Τώρα όμως είναι πολύ αργά. Κι αν ακόμα κατορθώνατε να φύγετε απ' τη Γερμανία, οι Εγγλέζοι δε θα σας άφηναν να μπήτε στην Παλαιστίνη. Τί θέλετε, λοιπόν, να κάνω;
Ο Κλέμεντ δεν ήξερε τί ν' απαντήσει. Ο Μπεν Χαναάν καλμάροντας κάπως κάθησε στην καρέκλα του, πήρε ένα φάκελλο και τον ξεφύλλισε.
— Έχω πετύχει βίζες για τετρακόσα παιδιά. Και βρήκαμε στη Δανία οικογένειες που προθυμοποιούνται να τα φιλοξενήσουν. Έχουμε οργανώσει ένα ειδικό τραίνο. Μπορώ να δώσω μια θέση σ' ένα απ' τα παιδιά σας...
— Μα... μα έχω τρία. . .
— Κ' εγώ έχω δέκα χιλιάδες. Αλλά δεν έχω βίζες. Δεν έχω κανένα μέσο για να βουλιάξω τον αγγλικό στόλο. Ύστερα απ' αυτή την εξήγηση, μπορώ να σας δώσω μια συμβουλή: στείλτε το μεγαλύτερο σας παιδί, αγόρι ή κορίτσι, που θα μπορεί καλύτερα να φροντίσει κάπως τον εαυτό του. Το τραίνο φεύγει από το Βερολίνο απόψε, από το σταθμό του Πότσδαμ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου