Στη Νανσή πληροφορήθηκε ο πατέρας μου τον θάνατο της μητέρας του, και του μικρού του αδελφού, του Στέφανου, που ήταν 17 χρόνων. Πέθαναν το 1918 κατά την επιδημία της Ισπανικής γρίπης. Οι Τούρκοι απαγόρευαν αυστηρά, γιατρός να κουράρει Ρωμιούς, και φαρμακοτρίφτης να τους δώσει γιατρικά.
Η ισπανική γρίπη που βρήκε και την Γαλλία, χαρακτηρίσθηκε πανδημία. Ο Κίμων και ο πατέρας μου όντες φοιτητές, νοσηλεύθηκαν σε Γαλλικό νοσοκομείο. Θεραπεύτηκαν και πήραν τα διπλώματα τους όπου ήταν γραμμένα τα πραγματικά τους ονόματα. Από φόβο μήπως τους εντοπίσουν οι Τούρκοι πήγαν μαζί με άλλους δυο Έλληνες στην Ελβετία. Εκεί ήταν ασφαλείς. Παρ΄όλα αυτά, και από φόβο όμως, μήπως τους εντοπίσουν οι Τούρκοι εκεί, δεν τόλμησαν να γνωστοποιήσουν την διεύθυνση τους στους δικούς τους για να τους στείλουν χρήματα σε Ελβετική τράπεζα. Πεινούσαν. Ο πατέρας μου βρήκε ένα μεροκάματο. Περιποιήθηκε έναν κήπο. Με τα χρήματα που πήρε αγόρασε μια ρέγκα κι ένα καρβέλι. Τα πήγε στο δωμάτιο που έμεναν. Έβαλαν την ρέγκα στη μέση του τραπεζιού. Δεν την έφαγαν όμως. Ακουμπούσαν σ' αυτήν το ψωμί τους για να νοστιμίσει από την μυρωδιά της. Την ρέγκα πήραν την απόφαση να την αφήσουν για την άλλη μέρα.
Βγήκε ο πατέρας μου την άλλη μέρα και ζήτησε δουλειά σε κανένα κήπο χωρίς επιτυχία. Με τα χρήματα που είχε κρατήσει από την προηγούμενη μέρα αγόρασε ένα καρβέλι και πήγε στο δωμάτιο σχεδιάζοντας να μοιραστούν την ρέγκα. Όταν μπήκε στο δωμάτιο βρήκε τους άλλους να τρώνε και να πίνουν. Εμπρός τους, το τραπέζι ήταν γεμάτο φαγητά. Σαλάμια, μορταδέλες, τυριά και σαλάτα.
«Που τα βρήκατε αυτά βρε παιδιά;».
«Τρώγε τώρα και μη μιλάς. Αύριο έλα μαζί μας και θα σου δείξουμε». Γελούσαν.
Η ισπανική γρίπη που βρήκε και την Γαλλία, χαρακτηρίσθηκε πανδημία. Ο Κίμων και ο πατέρας μου όντες φοιτητές, νοσηλεύθηκαν σε Γαλλικό νοσοκομείο. Θεραπεύτηκαν και πήραν τα διπλώματα τους όπου ήταν γραμμένα τα πραγματικά τους ονόματα. Από φόβο μήπως τους εντοπίσουν οι Τούρκοι πήγαν μαζί με άλλους δυο Έλληνες στην Ελβετία. Εκεί ήταν ασφαλείς. Παρ΄όλα αυτά, και από φόβο όμως, μήπως τους εντοπίσουν οι Τούρκοι εκεί, δεν τόλμησαν να γνωστοποιήσουν την διεύθυνση τους στους δικούς τους για να τους στείλουν χρήματα σε Ελβετική τράπεζα. Πεινούσαν. Ο πατέρας μου βρήκε ένα μεροκάματο. Περιποιήθηκε έναν κήπο. Με τα χρήματα που πήρε αγόρασε μια ρέγκα κι ένα καρβέλι. Τα πήγε στο δωμάτιο που έμεναν. Έβαλαν την ρέγκα στη μέση του τραπεζιού. Δεν την έφαγαν όμως. Ακουμπούσαν σ' αυτήν το ψωμί τους για να νοστιμίσει από την μυρωδιά της. Την ρέγκα πήραν την απόφαση να την αφήσουν για την άλλη μέρα.
Βγήκε ο πατέρας μου την άλλη μέρα και ζήτησε δουλειά σε κανένα κήπο χωρίς επιτυχία. Με τα χρήματα που είχε κρατήσει από την προηγούμενη μέρα αγόρασε ένα καρβέλι και πήγε στο δωμάτιο σχεδιάζοντας να μοιραστούν την ρέγκα. Όταν μπήκε στο δωμάτιο βρήκε τους άλλους να τρώνε και να πίνουν. Εμπρός τους, το τραπέζι ήταν γεμάτο φαγητά. Σαλάμια, μορταδέλες, τυριά και σαλάτα.
«Που τα βρήκατε αυτά βρε παιδιά;».
«Τρώγε τώρα και μη μιλάς. Αύριο έλα μαζί μας και θα σου δείξουμε». Γελούσαν.
Την άλλη μέρα πήγαν όλοι μαζί σ' ένα μεγάλο σούπερ μάρκετ σαν γήπεδο ποδοσφαίρου. Δεν υπήρχε φύλακας στην είσοδο, ούτε μέσα προσωπικό. Τα εμπορεύματα ήταν σε ράφια, και κάθε πακέτο έγραφε πάνω του την τιμή. Οι πελάτες έπαιρναν ό,τι ήθελαν και πήγαιναν στην έξοδο, όπου τα ταμεία υπολόγιζαν την αξία, κι έφευγαν αφού πλήρωναν. Οι Έλληνες μπήκαν από την είσοδο και αφού γέμισαν τις τσέπες και τον κόρφο τους, βγήκαν πάλι από την είσοδο χωρίς να πληρώσουν. Αυτό επαναλήφθηκε αρκετές μέρες, ώσπου έγινε αντιληπτό. Έβαλαν φύλακα στην είσοδο και μια πινακίδα που έγραφε «Γκρεκ Βολέρ». Τελικά δεν τους τιμώρησαν. Τους ανέκρινε η αστυνομία, κι όταν έμαθαν ότι είναι Έλληνες φυγάδες, κυνηγημένοι από τους Τούρκους, που βρήκαν καταφύγιο στην Ελβετία, και ότι έκλεψαν τρόφιμα μόνο για να φάνε, όχι μόνο δεν τους έκαναν μήνυση, αλλά συναγωνίζονταν τα καταστήματα με τη σειρά, ποιο θα τους δώσει τρόφιμα δωρεάν. Όταν έγινε γνωστό, τους επισκέφθηκαν Ελβετοί πολίτες πρόθυμοι να τους βοηθήσουν. Από τέτοια περιστατικά επεκράτησε να χαρακτηρίζεται «Ελβετία» μια κατάσταση αφθονίας αγαθών.
Πέρασαν δώδεκα χρόνια από τη μέρα που έφυγαν από την πατρίδα τους. Ο Πόντος, η Καππαδοκία και η Προποντίδα, μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών, ήταν χαμένες πατρίδες. Εκτός από τις αναμνήσεις, δεν είχαν κανέναν δεσμό με την χαμένη πατρίδα τους. Όταν πλέον οι σχέσεις Ελλάδας - Τουρκίας είχαν ομαλοποιηθεί, αποφάσισαν να πάνε στην Ελλάδα. Η μητέρα του Κίμωνα είχε πεθάνει, η αγαπημένη του είχε πεθάνει κι εκείνη. Άλλους συγγενείς δεν είχε. Τον πατέρα του και τον θείο του δεν τους γνώρισε. Τους είχαν σκοτώσει στην Τραπεζούντα «άγνωστοι!».
Η μητέρα του πατέρα μου, η Όλγα Τζοβαχιρζόγλου, πρόσφυγας εκ Καππαδοκίας και ο μικρός αδελφός, ο Στέφανος, πέθαναν στην επιδημία της Ισπανικής γρίπης, από στέρηση ιατρικής βοήθειας. Τα έμαθε αυτά ο πατέρας μου από πρόσφυγες που ήρθαν από την πατρίδα. Ο μεγάλος αδερφός, ο Αλέξανδος είχε χαθεί στα βάθη της Ανατολής, επιστρατευμένος στα τάγματα εργασίας- θανάτου. Ο πατέρας του ο Κωνσταντίνος, που η γενιά του κρατούσε από την Τραπεζούντα, έφθασε ανταλλάξιμος πρόσφυγας στην Κομοτηνή δαρμένος, γυμνός και ξυπόλυτος. Οι Τούρκοι πήραν και τα παπούτσια του επειδή σ' αυτά είχε κρυμμένες μερικές χρυσές λίρες. Από άρχοντας έγινε ζητιάνος. Ο πατέρας μου ήρθε στη Κομοτηνή και βρήκε τον πατέρα του, που τον φιλοξενούσε ο Καραμπέτ Τσιτσιάν ο πρόεδρος της Αρμενικής κοινότητας. Ο Καραμπέτ έγινε έπειτα ο αγαπημένος φίλος του πατέρα μου. Ο πατέρας μου παντρεύτηκε τη μητέρα μου, Ελένη Χατζόγλου (συγκεκομμένο του Χατζή- Θεοχαρόγλου ). Ήταν κι αυτή προσφυγοπούλα από την Αδριανούπολη .Ο Κίμων πήγε στην Αθήνα. Δεν παντρεύτηκε. Αργότερα στην κατοχή κάτω από δραματικές συνθήκες εκμυστηρεύθηκε ο Κίμων το δράμα της ζωής του. Ως τότε το κράτησε μυστικό.
Όταν με την αγαπημένη του αποφάσισαν να φύγουν μαζί στη Γαλλία εκείνη από αφέλεια και χαρά αποχαιρέτισε τις φιλενάδες της. Η καλύτερη κι έμπιστη φίλη της που έμαθε το μυστικό της , το είπε στη μητέρα της. Εκείνη το είπε στη μητέρα του κοριτσιου ,κι αυτή στον πατέρα και τον αδελφό της. Όταν το έμαθε αυτό ο πατέρας της συνεννοήθηκε με άλλους Τούρκους κι έπιασαν τον Κίμωνα.
Πέρασαν δώδεκα χρόνια από τη μέρα που έφυγαν από την πατρίδα τους. Ο Πόντος, η Καππαδοκία και η Προποντίδα, μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών, ήταν χαμένες πατρίδες. Εκτός από τις αναμνήσεις, δεν είχαν κανέναν δεσμό με την χαμένη πατρίδα τους. Όταν πλέον οι σχέσεις Ελλάδας - Τουρκίας είχαν ομαλοποιηθεί, αποφάσισαν να πάνε στην Ελλάδα. Η μητέρα του Κίμωνα είχε πεθάνει, η αγαπημένη του είχε πεθάνει κι εκείνη. Άλλους συγγενείς δεν είχε. Τον πατέρα του και τον θείο του δεν τους γνώρισε. Τους είχαν σκοτώσει στην Τραπεζούντα «άγνωστοι!».
Η μητέρα του πατέρα μου, η Όλγα Τζοβαχιρζόγλου, πρόσφυγας εκ Καππαδοκίας και ο μικρός αδελφός, ο Στέφανος, πέθαναν στην επιδημία της Ισπανικής γρίπης, από στέρηση ιατρικής βοήθειας. Τα έμαθε αυτά ο πατέρας μου από πρόσφυγες που ήρθαν από την πατρίδα. Ο μεγάλος αδερφός, ο Αλέξανδος είχε χαθεί στα βάθη της Ανατολής, επιστρατευμένος στα τάγματα εργασίας- θανάτου. Ο πατέρας του ο Κωνσταντίνος, που η γενιά του κρατούσε από την Τραπεζούντα, έφθασε ανταλλάξιμος πρόσφυγας στην Κομοτηνή δαρμένος, γυμνός και ξυπόλυτος. Οι Τούρκοι πήραν και τα παπούτσια του επειδή σ' αυτά είχε κρυμμένες μερικές χρυσές λίρες. Από άρχοντας έγινε ζητιάνος. Ο πατέρας μου ήρθε στη Κομοτηνή και βρήκε τον πατέρα του, που τον φιλοξενούσε ο Καραμπέτ Τσιτσιάν ο πρόεδρος της Αρμενικής κοινότητας. Ο Καραμπέτ έγινε έπειτα ο αγαπημένος φίλος του πατέρα μου. Ο πατέρας μου παντρεύτηκε τη μητέρα μου, Ελένη Χατζόγλου (συγκεκομμένο του Χατζή- Θεοχαρόγλου ). Ήταν κι αυτή προσφυγοπούλα από την Αδριανούπολη .Ο Κίμων πήγε στην Αθήνα. Δεν παντρεύτηκε. Αργότερα στην κατοχή κάτω από δραματικές συνθήκες εκμυστηρεύθηκε ο Κίμων το δράμα της ζωής του. Ως τότε το κράτησε μυστικό.
Όταν με την αγαπημένη του αποφάσισαν να φύγουν μαζί στη Γαλλία εκείνη από αφέλεια και χαρά αποχαιρέτισε τις φιλενάδες της. Η καλύτερη κι έμπιστη φίλη της που έμαθε το μυστικό της , το είπε στη μητέρα της. Εκείνη το είπε στη μητέρα του κοριτσιου ,κι αυτή στον πατέρα και τον αδελφό της. Όταν το έμαθε αυτό ο πατέρας της συνεννοήθηκε με άλλους Τούρκους κι έπιασαν τον Κίμωνα.
Αφού τον έδειραν και τον βασάνισαν, του κατέστρεψαν τον ανδρισμό του. Δεν τον ευνούχισαν. Του κατάστρεψαν το ανδρικό του μόριο, ώστε να είναι ανίκανος για επαφή με γυναίκα. Επομένως δεν του ήταν δυνατόν να παντρευτεί, νά κάνει οικογένεια και ν' αφήσει απογόνους, όπως τον παρακινούσε ο πατέρας μου. Τον άφησαν ζωντανό ενώ θα μπορούσαν να τον σκοτώσουν, χωρίς να μάθει κανείς για την εξαφάνιση του. Ο σκοπός τους που τον άφησαν να ζήσει σ' αυτήν την κατάσταση, ασφαλώς ήταν να το μάθουν οι γκιαούρηδες και να βάλουν μυαλό. Να μάθουν να μη σηκώνουν τα μάτια τους στα κορίτσια των Τούρκων.
Ο Κίμων είπε αργότερα με παράπονο στον πατέρα μου.
Ο Κίμων είπε αργότερα με παράπονο στον πατέρα μου.
«Αυτός που θα είχε την θέση του πατέρα μου κι αυτός που θα ήταν αδελφός μου , αν παντρευόμουν την αδελφή του , μου έκαναν αυτό το κακό».
Ο Κίμων δεν είχε πει σε κανέναν τότε τι του συνέβη, και στο κορίτσι δεν είπε την αιτία της υπαναχώρησης του. Της είπε ότι απλώς μετάνιωσε. Ότι κατάλαβε πως ο δεσμός τους ήταν λάθος. Ο Κίμων ήταν έξυπνος αλλά κι ευαίσθητος. Σκέφθηκε ότι αφού δεν του ήταν δυνατόν να την παντρευτεί και δεν θα την έπαιρνε μαζί του, θα ζούσε την ζωή της κοντά στον πατέρα και τον αδερφό της. Για να ζήσει αρμονικά μαζί τους δεν έπρεπε να ξέρει την βάρβαρη πράξη τους. Προτίμησε να πάρει επάνω του την περιφρόνηση της και το μίσος της. Δεν φανταζόταν ποια τύχη την περίμενε. Ο Κίμων ήταν βέβαιος ότι το κορίτσι ήταν μαζί του ερωτευμένο όπως ήταν κι αυτός μαζί της. Πίστεψε όμως ότι με τον τρόπο του αυτόν θα την έκανε να τον ξεχάσει ευκολότερα. Αυτός ο τρόπος ενέργειας του Κίμωνα ήταν αποτέλεσμα των ευγενικών του αισθημάτων.
Το κορίτσι ήταν προικισμένο με ευγενικά αισθήματα, πνευματικά χαρίσματα αλλά πολύ ευαίσθητο συναισθηματικά. Είχαν κάνει σχέδια με τον αγαπημένο της. Ήθελε να σπουδάσει στη Γαλλία. Δεν πίστεψε τα λόγια του Κίμωνα. Διαισθάνθηκε ότι κάτι φοβερό του είχε συμβεί, που τον έκανε επίορκο. Δεν μπορούσε να φανταστεί την πραγματική αιτία. Η απροσδόκητη άρνηση του Κίμωνα κλόνισε την ψυχική της ισορροπία. Η λογική της αναζητούσε την αιτία, και πάλευε με τα αισθήματα της. Το μυαλό της αρνήθηκε να δεχθεί την πραγματικότητα. Το κορίτσι τρελάθηκε. Φανταζόταν ότι θα έρθει ο Κίμων να την πάρει. Τον περίμενε. Την έκλεισαν στο δωμάτιο της που είχε καφάσια και σίδερα στο παράθυρο. Τα κλάματα όμως και οι σπαραχτικές φωνές της ακούγονταν στον δρόμο. Ο πατέρας της την έδερνε, νομίζοντας ότι θα βάλει μυαλό. Ήταν σημαίνον άτομο της τοπικής κοινωνίας. Ήταν Αγάς. («Αγάς», τίτλος εύπορου προύχοντα Τούρκου χωρίς πολλές γραμματικές γνώσεις και μόρφωση. Ο αντίστοιχος τίτλος του εγγράμματου μορφωμένου προύχοντα Τούρκου ήταν «Εφέντι»). Τα «»καμώματα» της κόρης του ήταν προσβολή για την τιμή του. Ο Αγάς έδερνε και την γυναίκα του, γιατί εκεί
νη είχε την ιδέα να την στείλουν στον θείο της, αδελφό της γυναίκας του, που ήταν καθηγητής στη Σαφράμπόλη για να μορφωθεί. Όταν το κορίτσι αποφοίτησε από το δημοτικό σχολείο της Ποντοηράκλειας, ο δάσκαλος, τους είπε ότι, το κορίτσι τους ήταν προικισμένο με σπάνια πνευματικά χαρίσματα. Θα ήταν κρίμα κι άδικο να μη μορφωθεί. Ο Αγάς είχε τη γνώμη ότι οι γυναίκες δεν έχουν ανάγκη από μόρφωση. Αρκεί να ξέρουν να διαβάζουν και να μετρούν. Η γυναίκα είναι για το σπίτι και τις δουλειές της. Πρέπει να ξέρει να ράβει, να μαγειρεύει και να κάνει παιδιά. Η γυναίκα του όμως ακούγοντας τόσα καλά λόγια για την κόρη τους, είχε την γνώμη ότι έπρεπε να μορφωθεί. Έπεισε τον άνδρα της να την στείλουν στον θείο της, τον αδερφό της. Η χάρη και η ομορφιά του κοριτσιού, η εξυπνάδα της και η δραστηριότητα της, την έκαναν να ξεχωρίζει. Γνωρίσθηκαν με τον Κίμωνα που φοιτούσε στο γυμνάσιο αρένων, της Σαφράμπολης. Ήταν αριστούχος μαθητής και προσφέρθηκε να την βοηθήσει. Η γνωριμία με τα χρόνια εξελίχθηκε σε βαθύ αίσθημα. Εκτίμησε ο ένας τα χαρίσματα του άλλου, κι αποφάσισαν να ενώσουν τις ζωές τους, δηλαδή να παντρευτούν. Όταν εκείνη αποφοίτησε από την μέση εκπαίδευση, ο Κίμων είχε αποφοιτήσει τον προηγούμενο χρόνο. Στην Τουρκική επικράτεια το να παντρευτούν ήταν αδιανόητο. Έπρεπε να κλεφτούν και να φύγουν στην Γαλλία, όπως το σχεδίαζαν. Ξαφνικά την τελευταία ώρα ο Κίμων υπαναχώρησε. Ακολούθησαν όλα τα άλλα.
Ο Κίμων μάθαινε στη Γαλλία από την μητέρα του κι από φίλους που αλληλογραφούσε, το μαρτύριο του κοριτσιού. Για να μην ακούγονται οι φωνές στο δρόμο την έκλεισε ο πατέρας της στο υπόγειο. Εκεί την βρήκε κάποια μέρα νεκρή.
Αν ο Αγάς είχε αγάπη στην καρδιά του κι αγαπούσε την κόρη του, θα το είχε καμάρι που ήταν ένα χαρισματικό κορίτσι, που το θαύμαζαν και το επαινούσαν οι δάσκαλοι και όλος ο κόσμος. Στην μικρή κοινωνία που ζούσαν γνώριζε ότι κι ο Κίμων ήταν ένα καλό παλικάρι, μορφωμένο κι ευγενικό και θα γινόταν ταιριαστό ζευγάρι με την κόρη του. Αφού αυτό δεν ήταν δυνατόν να πραγματοποιηθεί στον τόπο τους, θα την άφηνε σιωπηρά να πάει στη Γαλλία με το άξιο παλικάρι που της ταίριαζε. Θα παντρεύονταν εκεί και θα' καμναν οικογένεια. Με την αγάπη και την αφοσίωση του ευγενικού συζύγου της θα μπορούσε να καλλιεργήσει τα πνευματικά της χαρίσματα. Να πραγματοποιήσει το όνειρο της. Θα ζούσαν σε πολιτισμένο περιβάλλον με φίλους και ψυχαγωγία. Κάποια μέρα, ο Αγάς θα πήγαινε στην Γαλλία φορτωμένος με δώρα για τα εγγονάκια του. Η αγάπη θα τους έκανε όλους ευτυχισμένους. Περισσότερο τον παππού... Τι έγινε τώρα; η κόρη του μαράθηκε κλειδωμένη σ' ένα υπόγειο, φυλακισμένη, και πέθανε πικραμένη επειδή έκανε το έγκλημα ν' αγαπήσει ένα παλικάρι που δεν ήταν μουσουλμάνος. Είναι να διερωτάται κανείς: Ποιος θεός το θέλησε να γίνει αυτό;
-
Την αγαπη,το υπεροχο αυτο δωρο του Θεου το αντιλαμβανονται διαφορετικα χριστιανοι και μουσουλμανοι
ΑπάντησηΔιαγραφήΈχουμε πάθει ανοσία σε κάθε μορφή ιδιαιτερότητας της πολυφυλετικής μας κοινωνίας ώστε μια παραπάνω δεν κάνει διαφορα.
Διαγραφή