Τρίτη 3 Σεπτεμβρίου 2013

ΤΟ ΚΙΝΗΜΑ ΤΗΣ 3ης ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1843[1]


 «..εις την κατάστασιν που ευρίσκεται  το Eλληνικόν Έθνος

η επιθυμία όλων  είνε να υπάρχη ισχυρά βασιλική κυβέρνησις'
ότι ο πριγκιψ επιφυλάσσει  εις τον εαυτόν του το δικαίωμα
να ικανοποιήση την εθνικήν αυτήν επιθυμίαν ευνοώντας 
πολιτικά σχήματα όσα η πείρα θα απεδείκνυε  συντελεστικά
εις την προκοπήν του έθνους.
26/4/32 Σέττο,
Βαυαρός απεσταλμένος  εις την διάσκεψιν του Λονδίνου.
 

ΜΕΡΟΣ Α'
 


 Με την παραίτησιν της κυβερνήσεως Μαυροκορδάτου[2] , εις τας 8/20 Αυγούστου 1841, η οποία έγινε αποδεκτή από τον Βασιλέα Όθωνα δύο ημέρας αργότερον, έλαβε άδοξον τέλοςτο βραχύβιον (κάτι περισσότερο από 6 εβδομάδας) μεταρρυθμιστικόν πείραμα της διακυβερνήσεως της Ελλάδος από Έλληνα πολιτικό με καθήκοντα προέδρου του Υπουργικού συμβουλίου. Ο Βασιλεύς Όθων ανέλαβε και πάλι την πρωθυπουργίαν της χώρας σχηματίζοντας νέαν κυβέρνησιν η οποία εκτός του Χριστίδη[3], ο οποίος εκράτησε δια τον εαυτόν του και το σημαντικότατο υπουργείον των Εσωτερικών, περιελάμβανε τον Ι. Ρίζο Νερουλό (Εξωτερικών, Εκκλησιαστικών και Παιδείας), τον Γ. Ράλλη (Δικαιοσύνης), τον Αλ. Βλαχόπουλο (Στρατιωτικών) [4], και τον Τισσαμενό (Οικονομικών) [5].
Η παραίτησις του αγγλοφίλου Μαυροκορδάτου, όπως ήτο φυσικό, επιδείνωσε τας σχέσεις της χώρας με την Αγγλίαν που όχι μόνο είδε τον προστατευόμενον της να απομακρύνεται από την εξουσίαν αλλά κυρίως επειδή διησθάνθη την μεταστροφήν των πολιτικών προσανατολισμών της νέας κυβερνήσεως προς την Γαλλίαν. Οι Γάλλοι δια ευνοήτους λόγους της εξωτερικής των πολιτικής, είχον ήδη από την εποχήν της Εθνεγερσίας, αγωνισθεί μη φειδόμενοι δαπανών, να περιορίσουν τόσο την ρωσικήν όσο και την αγγλικήν επιρροήν εις την Ελλάδα [6]. Ευστόχως είχον διαβλέψει ότι η αναγεννημένη Ελλάς απετέλει την αρχήν του διαμελισμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Τώρα με εκφραστή τον ίδιον τον Υπουργόν των Εξωτερικών Γκιζώ, ένθερμον φιλέλληνα και λαμπρόν πνεύμα κατά τα άλλα, δείχνουν σαφέστατα ότι η βασική των επιδίωξις εξακολουθεί να είνε η αποκατάστασις της γαλλικής ισχύος εις την Εγγύς Ανατολήν.

Η Γαλλία που απεκλείσθη από την συνθήκην του Λονδίνου (15 Ιουλίου 1840) όταν διεκανονίζετο η τουρκοαιγυπτιακή διαφορά εις βάρος του Μωχάμετ Άλυ εντός ενός έτους έχει καταφέρει να αναπτύξη προς όφελος της μία έντονη διπλωματική δραστηριότητα εις τας αυλάς της Ρωσίας, Αυστρίας καί Πρωσσίας, δημιουργώντας ενα ουσιαστικόν αντίβαρον εις την Αγγλικήν επικράτησιν. Με την συνθήκην των Στενών (13 Ιουλίου 1841) επέτυχε την ισότιμην ένταξίν της εις την ομάδα των Ευρωπαϊκών δυνάμεων και ασφαλώς δεν κρύβει τας προθέσεις της. Η Αγγλία δεν δύναται να το επιτρέψη. Περισσότερον ακόμη δεν δύναται να ανεχθή μία χώρα σαν την Ελλάδα να έχη τους ιδικούς της προσανατολισμούς, ιδιαιτέρως όταν οι προσανατολισμοί αυτοί με τας συμμαχίας που διαμορφώνουν έρχονται εις αντίθεσιν, ή θέτουν εις κίνδυνον τήν ιδικήν της έξωτερικήν πολιτικήν.
Δια την αγγλικήν εξωτερικήν πολιτικήν ο Βασιλεύς Όθων θεωρείται ανοικτά πλέον εις επικινδύνως απρόβλεπτος παράγων εις τον οποίον δεν δύναται να έχη πλέον εμπιστοσύνη. Οι παλαιοί ωραίοι καιροί, που η Αγγλία συνηργάζετο αρμονικώς με τον κόμητα Άρμανσμπεργκ έχουν περάσει ανεπιστρεπτί. Γεγονός πάντως είνε ότι από τα τέλη τουλάχιστον του 1840 η Αγγλία μετά τα γνωστά γεγονότα, κατηγορούσε ανοικτά πλέον τόν Βασιλέα Όθωνα όχι βεβαίως δια την ελέω Θεού απολυταρχίαν του, αλλά διότι ενδίδοντας εις τας ελληνικάς πατριωτικάς διαθέσεις είχε διαψεύσει τας ευρωπαϊκάς προσδοκίας πως θα συνιστούσε παράγοντα μετριοπάθειας εις τον ευαίσθητον χώρον της Εγγύς Ανατολής.
Ο Βασιλεύς του Ελληνικού Κράτους πιθανόν να μην διέθετε την οξύνοιαν των Γάλλων και Άγγλων πολιτικών του καιρού του, αντιλαμβάνετο όμως εξ ίσου καλώς ότι η ασθένεια της Τουρκίας είχε καταστεί ανίατος και συνεπώς το Ελληνικόν Βασίλειον έπρεπε να δώση το δυναμικόν παρόν του εκείνας τας ώρας που η Ιστορία επανεγράφετο. Ανευ συμμαχιών και οικονομικών μέσων, με μοναδικόν όπλον τον ενθουσιασμόν που εγεννούσε η ιδέα της Εθνικής ολοκληρώσεως, ο Βασιλεύς εσχεδίασε και επεχείρησε να εκβιάση στρατιωτικήν λύσιν τόσο προς την κατεύθυνσιν της Μακεδονίας όσο και της Κρήτης με εμφανή πρόθεσιν να κουρελιάση το δόγμα εκείνο που με νύχια και με δόντια ήθελε την ακεραιότητα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας [7].
Η απάντησις είνε σχεδόν άμεση. Η αποδυνάμωσις των εξουσιών του Όθωνος μεθοδεύεται ύπουλα μέσω της ανάγκης προωθήσεως συνταγματικών ελευθεριών [8] ήτοι μέσω ενός πολιτικού συστήματος, όπου τα πολιτικά κόμματα και οι εκφρασταί των θα έχουν ουσιαστικώς τον πρώτον λόγον. Ο Άγγλος πρεσβευτής εις τας Αθήνας Λάϊονς και ο ομόλογος του Κατακάζης  ο οποίος αντιπροσωπεύει την Ρωσίαν, ηγούνται ανοικτά αυτής της εκστρατείας καθείς δια διαφορετικούς λόγους. Ούτω, λοιπόν, αρχίζει μία συντονισμένη αντεπίθεσις με πρόσχημα την ανάγκην παροχής Συντάγματος και την εγκαθίδρυσιν κοινοβουλευτικού συστήματος ως αντίδοτον εις την επερχομένην κρίσιν που αι ίδιαι όπως θα ίδωμεν μεθοδεύουν δια ιδικό των όφελος. Βεβαίως, η Αγγλία κράτα τας αποστάσεις από κάθε ιδέα εκθρονίσεως του Όθωνος όχι τόσο δια να διαφοροποιηθή από τας διαθέσεις της Ρωσίας σχετικώς με τα ελληνικά πράγματα αλλά επειδή δεν είνε έτοιμη να εξασφαλίση μίαν επιθυμητήν διάδοχην κατάστασιν. Η Ρωσία, κράτος ορθόδοξον αλλά βαθύτατα απολυταρχικόν ήδη από της εκλογής του Όθωνος είχε εκδηλώσει την αποστροφήν της δια το γεγονός ότι ο Βασιλεύς ανήκε εις άλλο θρησκευτικόν δόγμα. Δεν έκρυβε την επιθυμίαν της να αντικατασταθή το ταχύτερον από κάποιον άλλον Ορθόδοξον μέσω του οποίου θα ηδύνατο να φθείρη σταδιακώς ή ακόμη και να εξουδετερώση την Αγγλικήν επιρροήν επί της χώρας. Εις αυτό το διεθνές παίγνιον της αποκαταστάσεως των πολιτικών ισορροπιών δεν κρατά ουδέν πρόσχημα. Η επιδίωξις της πολιτικής της, που εκφράζεται από τον ελληνικής καταγωγής πρέσβυ της εις τας Αθήνας Κατακάζυ, είνε ιδιαιτέρως κατά  τα τελευταία έτη, αι συνεχείς παρασκηνιακαί παρεμβάσεις εις τα πολιτικά πράγματα της Ελλάδος με επιστέγασμα την λαϊκήν επανάστασιν που φαινομενικώς θα διεκδικούσε τας πολιτικάς ελευθερίας του ελληνικού λαού μέσω της θεσπίσεως ενός Συντάγματος,αλλά πρακτικώς θα οδηγούσε εις την εκθρόνισιν του μη Ορθοδόξου μονάρχου[9].
Ο Βασιλεύς Όθων έφιππος, ως
συνταγματάρχης του 10ου Συντάγματος
Πεζικού. Είνε έκδοσις Μονάχου του Herman.
(Εκ του Μουσείου Μπενάκη).
Μία πρώτη παρατήρησις που δυνάμεθα να κάμνωμεν είνε ότι δύο Μεγάλαι Δυνάμεις (έκ των τριών που κατά κακή τύχη ημών μας «επροστάτευον») με διαφορετικά πολιτικά συστήματα διοικήσεως και ανταγωνιστικάς επιδιώξεις εις την διεθνήν σκακιέρα συμφωνούν εις την ανάγκην αποδυναμώσεως (ή και εξώσεως) του έστω και ελέω Θεού Βασιλέως των Ελλήνων. Το μέσον είνε το Σύνταγμα που θεωρητικώς θα διασφαλίζει τας λαϊκάς ελευθερίας αλλά πρακτικώς θα αναβάθμιζε τα ελληνικά κόμματα και θα τα καθιστούσε συνδιαχειριστάς των κοινοβουλευτικού τύπου εξουσιών και επάνω απ' όλα τροχοπέδη των οιονδήποτε πρωτοβουλιών του Βασιλέως, ο οποίος θα τους διετάρασσε την ησυχίαν ή θα έθιγε τα «νόμιμα» κατ' αυτούς συμφέροντα των. Τα πολιτικά κόμματα είχον δημιουργηθεί εις τήν Ελλάδα ήδη από την εποχήν της Εθνεγερσίας.

Τα κόμματα αυτά που δεν είχον τον παραμικρόν ενδοιασμόν να αυτοχαρακτηρίζονται ως αγγλικόν, γαλλικόν και ως ρωσικόν, εις τους δυσκόλους χρόνους του Πρώτου απελευθερωτικού πολέμου. (Εθνεγερσία τού 1821) ελυμαίνοντο εκ περιτροπής και ενίοτε όλα μαζί την εξουσίαν και είχον ήδη εις το ενεργητικόν των την ευθύνην οδυνηρών εμφυλίων πολέμων. Τα κόμματα αυτά με απόλυτη εξάρτησιν του ηγετικού πυρήνος των από τας Μεγάλας Δυνάμεις που αντιπροσώπευαν, έπαιξαν επίσης ολέθριο ρόλο και επί διακυβερνήσεως της χώρας από τον Ιωάννην Καποδίστρια και εστοίχισαν εις την χώραν αίμα και δάκρυα. Προνοητικώς απεδυναμώθησαν εις κάποιο βαθμό επί αντιβασιλείας και της ελέω Θεού Βασιλείας του Όθωνος με την αποστολήν των σημαντικοτέρων ηγετών των εις πρεσβείας του εξωτερικού (Κωνσταντίνου Πόλις, Παρίσι, Μασσαλία, Πετρούπολις, κλπ.) αλλά δεν έπαυσαν να υπάρχουν ποτέ, όπως άλλωστε δεν έπαυσαν να μηχανογραφούν και οι ηγέτες των από τας χρυσάς εξορίας των. Τα κόμματα αυτά που ο λαός με το αλάνθαστο κριτήριον του είχε ονομάσει περιπαικτικά το κόμμα των Μπαρλαίων (ή της ρεντιγκότας), το κόμμα της Μοσχομάγκας και το κόμμα των Ναπαίων και τα οποία συσπειρώνουν το σύνολον σχεδόν των αγωνιστών της Εθνεγερσίας και του πολιτικού ή πνευματικού κόσμου, καλούνται τώρα να διαδραματίσουν πρωταγωνιστικό ρόλο σύμφωνα πάντα με τας απαιτήσεις και τας ανάγκας των Μεγάλων Δυνάμεων.
Ενάντια εις την σχεδιαζομένην συντονισμένην αντεπίθεσιν των πολιτικών κομμάτων. κάτω από την σημαίαν του Συντάγματος καί των λαϊκών ελευθεριών, συνταγή δοκιμασμένη από την εποχήν που την ιδίαν σημαίαν ανέμιζε και ο Κωλέττης εναντίον του «σφετεριστού» Αυγουστίνου Καποδίστρια[10] υπάρχει ο 'Οθων , η απολυταρχία του και όλα όσα συνεπάγονται με αυτή.
Διερευνώντας το πρόβλημα αυτής της αντιπαραθέσεως με όρους πολιτικούς, διαπιστώνωμεν ότι ο Όθων ευρίσκετο ενώπιον του ιδίου διλήμματος που ειχε να αντιμετώπιση πριν από αυτόν και ο Κυβερνήτης Καποδίστριας, ένα δίλημμα δια το οποίον του ήτο αδύνατον ή δεν εύρισκε το θάρρος να υπερβή, κάμνοντας επιτέλους μία οριστική επιλογή δια τον τρόπον που οι καιροί και αι διεθνείς δεσμεύσεις έπέβαλλον νά συμπεριφερθή.
Εν συντομία ο βασιλεύς Όθων εδίσταζε να αποφασίση εάν το συμφέρον της χώρας απαιτούσε την εγκατάλειψιν της αψόγου ουδετερότητος, που επέβαλλε ο βασιλικός του τίτλος, προς απόκτησιν ισχυράς κομματικής υποστηρίξεως και να γίνη κομματάρχης, έστω και ενός εθνικού κόμματος ή να προσχωρήση προς την λεγομένην βασιλικήν λύσιν η οποία μοιραίως προϋπέθετε την συνύπαρξίν του με τα πολιτικά κόμματα ασφαλώς κάτω από προϋποθέσεις.
Όταν υπερβολικά αργά τάσσεται υπέρ της δευτέρας λύσεως οδηγείται μοιραίως εις αδιέξοδον επειδή επιτέλους αντιλαμβάνεται ότι απουσιάζουν εντελώς και αι πλέον απαραίτηται προϋποθέσεις υλοποιήσεως της.
Είνε αληθές ότι ο Όθων έχοντας λάβει σοβαρά την πορείαν των πολιτικών πραγμάτων κατά τα προηγούμενα έτη επίστευε ότι δημιουργία σταθεράς και αμερολήπτου διοικήσεως —από την έλλειψιν της οποίας ασφαλώς έπασχε χρονίως το Κράτος, (και αι ευθύναι της λεγομένης Βαυαροκρατίας είνε δεδομέναι)— θα έθετε τας βάσεις μιας ευνομουμένης πολιτείας με αναπόφευκτο περιορισμό της διαβρωτικής όπως επίστευε, δυνάμεως των κομμάτων της εποχής εκείνης. Δια να το επιτύχη έπραττε ότι ακριβώς εχρειάζετο δια να οδηγηθή εις την αποτυχίαν. Δια να μην αφήση τον κρατικόν μηχανισμόν εις το έλεος μιας πολιτικής μερίδος τον εστελέχωσε με εκπροσώπους όλων των κομμάτων ως και ήτο δυνατόν άτομα διαφορετικών παρατάξεων να δύνανται να συνεργασθούν αρμονικώς εις μίαν εποχήν που τα κόμματα ήσαν ενεργούμενα ξένων κυβερνήσεων. Αλλά και όταν δεν συνέβαινε τούτο, αι συχναί μεταθέσεις των υπαλλήλων δια να μην παγιώνονται θεωρητικώς αι επιρροαί, μάλλον δυσαρέσκεια και αποσυντονισμό εδημιούργησαν παρά τα αναμενόμενα αποτελέσματα ευταξίας.
Επί πλέον ό εκφυλισμός του ρόλου του στέμματος εις διαιτητήν συμφερόντων διοικήσεως καί κυβερνήσεως καθώς και ο δεδομένος συγκεντρωτισμός εις συνδυασμό με ένα αν όχι ανικάνου αλλά σίγουρα εκτός τόπου καί χρόνου αυλικού περιβάλλοντος τον υποχρέωναν να ασχολείται με ήσσονος σημασίας θέματα. Το ανακτοβούλιον από την μία, και αι τρεις διπλωματικαί αποστολαί με τους εγχωρίους εκπροσώπους των από την άλλη, συνθέτουν την εικόνα της αναποφεύκτου κρίσεως[11].
Βεβαίως όλα αυτά είνε υψηλή πολιτική που ο απόηχος της δεν έφθανε εις τον απλόν λαόν, ο οποίος προσπαθούσε να επιβιώση εντός μιας σκληρής πραγματικότητος. Τα επιτεύγματα σαφώς υπάρχουν. Τα προβλήματα όμως υπήρχον περισσότερα. Λάθη, παραλείψεις και κακοδιοίκησις εις συνδυασμό με τα πτωχά οικονομικά ενός κράτους καταδικασμένου να επιβιώνη απλώς, εντός των ασφυκτικώς περιορισμένων συνόρων του, απαιτούσαν μία άμεση συνταγή εξυγιάνσεως και επάνω απ' όλα ένα όραμα εσωτερικής ευημερίας που θα συμπλήρωνε εκείνο της Εθνικής ολοκληρώσεως.
Ο λαός έμεινε απαθής διότι εν μόνον εζήτει: καλήν διοίκησιν, δικαιοσύνην και ησυχίαν, ίνα δυνηθή απροσκόπτως να επιτελέση το αναμορφωτικόν αυτού έργον, ίνα επουλώση τας πληγάς του παρελθόντος, ίνα καλλιεργήση την χέρσον γην και μεταβάλλη εις πόλεις τα ερείπια, ίνα πρώτον διαπαιδαγωγηθή, ίν' αναπτυχθή πνευματικώς και είτα σκεφθή περί του καταλλήλου αύτώ πολιτεύματος[12]. 
Αι διαθέσεις των Μεγάλων Δυνάμεων να χρησιμοποιήσουν τα αντίστοιχα πολιτικά των κόμματα εις την Ελλάδα δια να εξουδετερώσουν την απειλήν που αντιπροσωπεύει δι' αυτάς ο Βασιλεύς Όθων σηματοδοτεί μία καινούργια εποχή αναβρασμού, δολοπλοκιών καί εντάσεως. Δια τους πολιτικούς η ανάδειξίς των εις ρυθμιστάς των πολιτικών πραγμάτων δηλαδή αιχμή του δόρατος εναντίον ενός μή αρεστού πλέον εις τας Μεγάλας Δυνάμεις Βασιλέως, είνε μοναδική ευκαιρία. Ο στόχος των δεν είνε άλλος από το να επανακερδίσουν τα απωλεσθέντα μέσω της ...κατακτήσεως των λαϊκών ελευθεριών.
Το Σύνταγμα είνε δι αυτούς το μαγικόν κλειδί δια την απόλυτον επικράτησιν. Και ενώ οι πολιτικοί γνωρίζουν πολύ καλώς αυτό που αναζητούν μέσω της πολιτειακής μεταβολής, ο απλός λαός εισπράττει εις την καλυτέραν των περιπτώσεων το όλον εγχείρημα ως το μέσον που θα τον απαλλάξη ως δια μαγείας εξ όλων των προβλημάτων του. Η νοοτροπία αυτή ήτο αρκετά διαδεδομένη ώστε να την ενστερνίζονται και άνθρωποι που είχον μίαν αρκετά ευρείαν αντίληψιν των κοινωνικών και πολιτικών πραγμάτων.
Εις εκ των πρωταγωνιστών της περιόδου εκείνης, ο Μακρυγιάννης [13], γράφει χαρακτηριστικώς:
Είδα ότι ή Κυβέρνηση μας έφυγε όλως διόλου από την δικαιοσύνη. Τότε έπρεπε ο κάθε αγωνιστής να προσέχη δια την πατρίδα του και του λόγου του, να μην κυβερνιέται με το «έτζι θέλω»[14].
Η συνωμοσία δια την πολιτειακήν μεταβολήν ήρχισεν να οργανώνεται το Φθινόπωρον του 1842 με την συμμετοχήν των εκφραστών του ρωσικού κόμματος (Α. Μεταξάς, Κ. Ζωγράφος και Μ. Σούτσος) του αγγλικού κόμματος (Ανδρ. Λόντος) και ένα μέρος του γαλλικού κόμματος (Ρ. Παλαμήδης και Μακρυγιάννης). Αρχικώς εγένετο λόγος δια την μεθόδευσιν μιας παλλαϊκής εξεγέρσεως εις τα πρότυπα της γαλλικής επαναστάσεως εντός και εκτός τής πρωτευούσης. Ο φόβος όμως μήπως εντός του χάους επικρατήσουν φανατικά εξτρεμιστικά στοιχεία δύσκολο να ελεγχθούν, εν συνδυασμώ με την απροθυμίαν των επαρχιών να λάβουν ενεργόν μέρος εις όσα σχεδιάζονται, κατεβάζει τον πήχη των φιλοδοξιών και κάμνει να επικράτηση η γνώμη των περισσότερο λογικών.
Άλλος ήθελε να διώξωμεν τον Βασιλέα, άλλος να τον σκοτώσωμεν εγώ και όσοι ήταν τίμιοι και αγαθοί πατριώτες ορκισμένοι μιλούσαμεν με φρονιμάδα και θέλομεν με γνώση κι ένωση να κάμωμεν Εθνική Συνέλεψη και να γένουν νόμοι εθνικοί κι ο Όθωνας βασιλέας να είναι, αν τους υπογράψη [15].
Δια τον Μακρυγιάννην, πού εκφράζει τας απόψεις της μετριοπαθούς γαλλικής πολιτικής (ας μην λησμονούμε ότι εις την εξουσίαν υπάρχει γαλλόφιλη Κυβέρνησις) εκείνο που προέχει είνε η προετοιμασία του λαού δια το σχεδιαζόμενον εγχείρημα, το οποίον το βλέπει ως μέσον πιέσεως παρά ως αυτή καθ' εαυτή επανάστασι με ότι και αν συνεπάγεται αυτή.
Βεβαίως δεν παραγνωρίζει τo γεγονός ότι τoν τελευταiον λόγον τoν έχουν άλλοι.
Αυτό τo κίνημα τo ήξεραν και οι πρέσβεις τηςΑγγλίας και Γαλλίας και Ρουσσίας· όμως τους έλεγα αυτεινών και τις μερίδες των δικώνε μας, όπου ήταν μ' αυτούς, ότι δι' αυτούς δουλεύομεν[16].
Ο Μακρυγιάννης αφ' ου κατά τα λεγόμενα του (τα οποία ειδικώς δια τα γεγονότα που εξιστορούμε διακατέχονται από παραδόξους ύπερβολάς) υιοθετεί αρχικώς ένα είδος ιδεολογικής καί πολιτικής προπαρασκευής του λαού, και εις την συνέχειαν απευθύνεται εις τους πολιτικούς προς αναζήτησιν συμμαχιών.
Αφού κατήχησα όλο το κράτος με της υπογραφές, έκρινα εύλογον να βάλω και πολιτικούς εις την πρωτεύουσα. Κανένας άλλος δεν ήταν να είχα εμπιστοσύνη- ο Μεταξάς, ότι έδειξε και χαρακτήρα εις την προεδρία Μαυροκορδάτου. Τότε ορκιζόμαστε ότι να κάμωμεν Εθνική Συνέλεψη και Σύνταμα, να διοικιόμαστε τοιούτως. Κι αν ο Βασιλέας υπογράψη, να ήμαστε υπέρ του, αν δεν υπογράψη, να του είμαστε αναντίοι, ότι τότε θα μας σκοτώση. Σε αυτά όλα μείναμε σύμφωνοι με τον Μεταξά κ' έδειξε μεγάλον πατριωτισμόν και πολλή εμπιστοσύνη σ' εμένα...[17]
Οι πολιτικοί που είχον άμεσο δίαυλο επικοινωνίας με τους Πρέσβεις των Μεγάλων Δυνάμεων δεν είχον ασφαλώς ανάγκη από τας πραγματικά αγαθάς διαθέσεις του Μακρυγιάννη. Συμφώνως με τον Γεωργαντά ο μέχρι τον λαιμόν χωμένος εις την συνωμοσίαν Μεταξάς όχι μόνο προσποιείται πως έχει άγνοια αλλά εκφράζει φόβους δια το επικίνδυνον του ζητήματος[18].
Καθείς παίζει το παιχνίδι του. Ο Μακρυγιάννης αποκρύπτει από τον Μεταξάν ότι συγκεντρώνει υπογραφάς στρατιωτικών και πολιτικών, απ' όλη την επικράτειαν, ο Μεταξάς αποκρύπτει από τον Μακρυγιάννην ότι έχει ανοικτή γραμμή επικοινωνίας με τον Κατακάζη και ότι έχει επιχειρήσει την προσέγγισιν ωρισμένων στρατιωτικών μεταξύ των οποίων ο Κανάρης, ο Σκαρβέλης, ο Σπυρομήλιος, ο Σχινάς, κ.α., οι οποίοι φρονίμως ποιούντες κρατούν τας αποστάσεις. Ο πρέσβυς Κατακάζης αποσιωπά από τον Μεταξάν τας βαθυτέρας προθέσεις του που δεν περιορίζονται εις την παροχήν Συντάγματος και λαϊκών ελευθεριών αλλά αποβλέπουν εις την έξωσιν του Βασιλέως, ο δε Άγγλος πρέσβυς Λάϊονς αποκρύπτει από τον Ρώσον ομόλογόν του την πρόθεσίν του να τον χρησιμοποιήση χρεώνοντας του την πολιτειακήν μεταβολήν δια να δύναται ο ίδιος εις την συνέχειαν να παίξη τον ρόλον του «καλού» στηρίζοντας τον κλονισμένον θρόνον.
Με την αποδοχήν του Μεταξά, υπαρχηγού του ρωσικού κόμματος, να συμμετάσχη εις το κίνημα που συμφώνως πάντα με τον Γεωργαντά επραγματοποιήθη εις την οικίαν του Μακρυγιάννη,τον Σεπτέμβριον του 1842, η αρχική γραμμή πλεύσεως όσον αφορά τον σκοπόν φαίνεται να παραμένη αμετάβλητος. Όλα πρέπει να συγκλίνουν άνευ ακροτητών εις το σκεπτικόν μιας αυστηρής προειδοποιήσεως: «ει μεν ο Βασιλεύς Όθων δεχθή την μεταβολήν, να κατορθώσωμεν να διατηρηθή αυτός εις τον θρόνον, εάν όμως και αντισταθή, τότε να επέλθη η δέουσα ένοπλος δύναμις και να φέρει το αποτέλεσμα»[19].
Δια να υπάρξη όμως «η δέουσα ένοπλος δύναμις» είνε ανάγκη να εξευρεθούν συνωμόται εντός του Στρατού. Ο Σκαρβέλης, διοικητής του 2ου τάγματος της γραμμής, ο Σπυρομήλιος που τότε διοικούσε την Στρατιωτικήν Σχολήν των Ευελπίδων με έδρα τον Πειραιάν, καθώς και ο λοχαγός του πυροβολικού Σχινάς εξακολουθούν να διατηρούν επιφυλάξεις αν και συμφωνούν εις την αναγκαιότητα του εγχειρήματος. Απαιτείται ένας αξιωματικός με περισσότερο θάρρος καί ολιγοτέρους ηθικούς ενδοιασμούς. Και επάνω απ' όλα πρόθυμο ν' ανάψη το «πράσινον φως».
Η προκαθορισμένη ημερομηνία του κινήματος, 25η Μαρτίου 1844 είνε τόσο μακρυνή και φαντάζει απραγματοποίητη.
Εν τούτοις ο κοινός τόπος των επιδιώξεων των συνωμοτών φαίνεται να έχη παγιωθή εις δύο βασικά σημεία: εις την αποχώρησιν των Βαυαρών και εις την παραχώρησιν Συντάγματος. Εν συνεχεία και δευτερεύοντος το μεν ρωσικόν κόμμα ήθελε ορθόδοξη μοναρχία τα δε δύο άλλα συνταγματική μοναρχία.
Θεωρητικώς εις τήν γαλλόφιλην κυβέρνησιν τού Όθωνος συμμετέχουν τόσον οι γαλλόφιλοι όσο καί οι ρωσόφιλοι. Όμως ή γαλλική μερίς δίχως τόν φυσικόν της ηγέτη τόν Κωλέττη, εινε πολυδιασπασμένη. Ολιγότερον μονολιθικόν το κόμμα τούτο εκ των άλλων δύο, συγκροτείται από πέντε τουλάχιστον ομάδας αι οποίαι αλληλοϋποβλέπονται και όπου εινε δυνατόν σχηματίζουν συμμαχίας με εκτός του χώρου των δυνάμεις, γεγονός το οποίον εξηγεί εις κάποιον βαθμόν την στροφήν ενός τμήματος του, προς την αντιπολίτευσιν [20]. 
Από την άλλην πλευράν οι οπαδοί του ρωσικού κόμματος που συμμετέχουν εις το κυβερνητικόν σχήμα αλληθωρίζουν μεταξύ του καθήκοντος προς την κυβέρνησιν την οποίαν υπηρετούν και την υποχρέωσιν έναντι της κομματικής πειθαρχίας που επιβάλλει να ανατρέψουν αυτό που υπερασπίζονται.
Τον Ιανουάριον του 1843, ο Έλλην υπουργός των Εξωτερικών Ι. Ρίζος Νερουλός ανακοινώνει προς τας προστάτιδας δυνάμεις ότι η χώρα δεν ήτο εις θέσιν να αντιμετωπίση την καταβολήν των τοκοχρεωλυσίων του δανείου [21] δια το τρέχων εξάμηνον. Με αρκετή δόσιν αξιοπρεπείας η Κυβέρνησις προτείνει την λύσιν της συνάψεως ενός νέου δανείου προκειμένου να εξασφαλίση την πληρωμήν των προηγουμένων υποχρεώσεων.
Οι πρέσβεις των Μεγάλων Δυνάμεων δια πρώτην φοράν αρνούνται κατηγορηματικώς. Οι υποχρεώσεις του δανείου αποτελούν δια τας κυβερνήσεις των μοχλό πιέσεως δια να κάμψουν και τας τελευταίας αντιστάσεις του Όθωνος και να δεχθή αδιαμαρτύρητα τα όσα έχουν αποφασίση.
Ενώπιον του αδιεξόδου και υπό την απειλήν ξένης επεμβάσεως η κυβέρνησις εις την προσπάθειάν της να εξεύρη χρήματα προβαίνει εις δραματικάς περικοπάς μισθών, θέσεων (ο ελληνικός στρατός θα περιορισθή εις τους 4.898 άνδρας) διακόπτονται έργα, κλείνουν αι ελληνικαί διπλωματικαί αποστολαί ακόμη και εις το Παρίσι και εις το Λονδίνον.

Εν πάσι τοις κλάδοις της διοικήσεως του Κράτους εγένοντο μεγάλαι οικονομίαι, και εν αυτώ τω μόλις ανεγερθέντι και ατελέστατο εισέτι Πανεπιστημίω, του οποίου άλλοι μεν των καθηγητών, ολίγων όντων, [26]  επαύθησαν, πάντων δ' ηλαττώθησαν οι μισθοί, κατά το «περί κρατήσεως εκ μισθών τών υπαλλήλων» διάταγμα, καθ' ο οι λαμβάνοντες μισθόν 150-199 δραχμάς κατ' έλειπον δραχμάς 5, οι δε 200-249, 6 καί ούτω καθ' εξής μέχρι των λαμβανόντων 600 και επέκεινα, οίτινες κατέλειπον 15%. Δια των κρατήσεων τούτων ένθεν μεν εσκοπείτο οικονομία αλλά και πρόνοια «περί του μέλλοντος των δημοσίων υπαλλήλων τούτων και των οικογενειών αυτών ένθεν δ' εκ των κατ' έτος κρατουμένων 850.000 δραχμών, εις ας ο φιλόπατρις Όθων, εκ του ιδίου μισθού, προσέθηκε 200.000 δραχμών, κατεβάλλοντο οι τόκοι των δανείων»[22].
 Και ενώ η κυβέρνησις με όλα τα συσσωρευμένα προβλήματα και τα μειωμένα αντανακλαστικά αγωνίζεται να επιβίωση με έναν Χριστίδη που αμφισβητείται απροκάλυπτα από τον ίδιον τον αρχηγόν της παρατάξεως Κωλέττη, είνε αληθές ότι ταυτοχρόνως επιχειρεί με τρόπον έντεχνον να παρασκευάση το έδαφος δια την ήσυχον σταδιακήν μετάβασιν από την ελέω θεού Βασιλεία αν όχι προς τον κοινοβουλευτισμόν σημερινού τύπου τουλάχιστον εις εν σύστημα μεταβατικόν με παράλληλη διεύρυνσιν της πηγής των εξουσιών.
Ο Χριστίδης με τέχνην παρεσκεύαζε το έδαφος δια μίαν ήσυχον τροπήν προς τον κοινοβουλευτισμόν. Μετέφερεν εις το Συμβούλιον Επικρατείας πραγματικάς εξουσίας Βουλής, διότι το άφησε σιωπηρώς να συζητή και να προτείνη νόμους, τους οποίους εκύρωνεν απλώς ο Βασιλεύς. Αλλ' αυτό μάλλον εχειροτέρευσε την κατάστασιν. Διότι οι σύμβουλοι της Επικρατείας, οιι οποίοι όπως είπομεν, ήσαν ως επί το πλείστον αι μεγαλύτεραι προσωπικότηται του τόπου, εσυνήθιζαν να συζητούν, να επικρίνουν, να αντιτάσουν και  να επιβάλλουν. Έπαυσαν να πειθαρχούν εις τας επιθυμίας του βασιλέως, προσεχώρησαν εις την ιδέαν της επιβολής του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος και κατά μέγα μέρος ετάχθησαν με την αντιπολίτευσιν, μερικοί μάλιστα ως ηγετικά στοιχεία.[23] 
 Αυτήν ακριβώς την περίοδον που συντελείται αυτή η ήσυχος ροπή προς τον Κοινοβουλευτισμόν, η αντιπολίτευσις αντί να χαμηλώση τους τόνους επειδή ουσιαστικώς συντελείται αυτό που και η ίδια υποτίθεται ότι επιθυμεί, πολλαπλασιάζει τας επιθέσεις της. Μέσα από μία στρατευμένη αρθρογραφία, όπου αι απειλαί και αι κολακείαι διαδέχονται η μία την άλλην, η αντιπολίτευσις επιχειρεί και ως εν σημείον επιτυγχάνει να διασπάση το όχι καί τόσον συμπαγές κυβερνητικόν μέτωπον. Αναβρασμός παρατηρείται τόσο εις τον χώρον της κυβερνήσεως όσο καί εις τον χώρον του Συμβουλίου της Επικρατείας. Όσοι δεν αντέχουν αποχωρούν, όσοι αντέχουν περισσότερον παραμένουν με μειωμένας πλέον διαθέσεις αντιστάσεως. Ούτω δεν είνε καθόλου περίεργον το γεγονός ότι η αντιπολίτευσις μετατρέπεται από διμερή (Αγγλόφιλοι, Ρωσόφιλοι) εις τριμερή (Αγγλόφιλοι, Ρωσόφιλοι, Γαλλόφιλοι). Το  αντιπολιτευτικόν μέτωπον ελέγχει πλέον απολύτως την κατάστασιν.

H «Αθηνά»[24] μάλιστα, που μέχρι τότε πολύ προσεκτική, επικέντρωνε τας επιθέσεις της εις το βασιλικόν περιβάλλον τώρα, στρέφει απροκαλύπτως τας βολάς της εναντίον του Όθωνος. Όταν μάλιστα πραγματοποιείται και ο ιστορικός συμβιβασμός μεταξύ των εφημερίδων «;Αθηνά» και «Αιών» [25] όλα δείχνουν ότι ήδη έχει αρχίση η αντίστροφος μέτρησις.
«..από του Μαρτίου του 1843 η εν Ελλάδι κατά τε της κυβερνήσεως και της βασιλείας, αντιπολίτευσις έγινε ισχυροτέρα ως απολαύουσα της επικουρίας της ρωσικής φατρίας, ης ηγέτης ήτο ο Ανδρέας Μεταξάς και της αγγλικής, ης ηγέτης ήτο ο Ανδρέας Λόντος, όστις εν χερσίν αυτού εκράτει την διεύθυνσιν πάσαν της τεκταινόμενης δια την 3ην Σεπτεμβρίου συνωμοσίας [26].
Εις τας αρχάς Απριλίου, ο Νερουλός σίγουρος ότι τα οικονομικά μέτρα δεν οδηγούν πουθενά απαντά εις την ρωσικήν διακοίνωσιν ότι η Ελλάς δεν είνε εις θέσιν να εκπληρώση τας οικονομικάς υποχρεώσεις της προς την Ρωσίαν την τακτήν ημερομηνίαν δίχως παράλληλη μείωσιν της οικονομικής και στρατιωτικής ισχύος της, που αναπόφευκτα θα οδηγήση εις την άναρχίαν.
Αι διαπραγματεύσεις μεταφέρονται αρχάς Μαΐου εις την Διάσκεψιν του Αονδίνου. Τό αποτέλεσμα εινε τό πρωτόκολλον τής 5ης Ιουλίου, που πρόκειται να αποτελέση την βάσιν της νέας οικονομικής συμφωνίας την οποίαν θα υποχρεωθή να υπογράψη και η Ελλάς εις τας 2/14 Σεπτεμβρίου.
Συμφώνως με αυτήν, ο ετήσιος τόκος και η απόσβεσις του δανείου έφθανε εις τα 3.635.922 φράγκα και μάλιστα καθόριζε συγκεκριμένα έσοδα του κράτους. Οι τρεις ξένοι πρεσβευταί θα επέβλεπον όλας τας πράξεις, αντιπρόσωπος του οίκου Ρότσιλδ εις τας Αθήνας θα παρηκολούθη την διακίνησιν των χρημάτων από το ελληνικόν ταμείον εις τους ξένους πιστωτάς. Αι δυνάμεις επίεζον και όχι μόνον κατέλυον την ελληνικήν οικονομικήν αυτονομίαν αλλά και παρέμβαινον βαναύσως απαιτώντας την μείωσιν των δαπανών δια ποσόν που αναλογούσε εις 3.500.000 φράγκα.
Τα κακά άξαιναν εις το κράτος. Πολλές κατάχρησες γένονταν. Τότε γύρεψαν καί οι δανισταί μας το χρεώλυτρο' και οι Πρέσβες μας βίασαν πολύ. Κ' έγινε 'κονομία εις το πολιτικό μας και στρατιωτικό και εις τ' άλλα της παλαβομάρας μας [27].
Η μόνη προστάτις δύναμις η οποία θεωρητικώς εξηκολούθη έστω και άνευ πεποιθήσεως να στηρίζη την ελληνικήν κυβέρνησιν είνε η Γαλλία. Εν τούτοις δεν δύναται να μείνη αδιάφορη εις το μέτωπον που ουσιαστικώς έχουν σχηματίση ο Λάϊονς και ο Κατακάζι, τον Ιούνιον του 1843. Ούτω αποφασίζει να αναβαθμίση την παρουσίαν της εις τα ελληνικά πράγματα και στέλνει εις την θέσιν του πρεσβευτού της Λαγγρεναί το Πισκατόρυ [28], ο οποίος από την μία έπρεπε να βοηθήση εις την αποτροπήν της πολιτειακής μεταβολής και από την άλλην να συνεργασθή με τον Λάϊονς, ο οποίος κατ' εντολήν της κυβερνήσεως του τήν προωθούσε απροσχημάτιστα.
Αι επιθέσεις της αντιπολιτεύσεως εξακολουθούν να στρέφονται συντονισμέναι τόσον προς τα ανάκτορα όσον και προς την κυβέρνησιν. Ο Χριστίδης που με τον ερχομόν του νέου γάλλου πρέσβεως αντιλαμβάνεται ότι δεν δύναται να υπολογίζη άλλο εις την Γαλλίαν απλώς αμύνεται. Το αξίωμα ότι η παροχή Συντάγματος και λαϊκών ελευθεριών θα εξησφάλιζε την παράτασιν της ανοχής των Ευρωπαίων σώζοντας παράλληλα τον Θρόνον εκ των λαθών του παρουσιάζεται ως σανίς σωτηρίας δια μίαν χώραν που ήδη ευρίσκεται εις το χείλος της οικονομικής καταστροφής [29].
Καί ενώ η Ελλάς ζει την αγωνίαν της στιγμής κατά την οποίαν θα κληθή να υπογράψη τας αποφάσεις της Διασκέψεως του Λονδίνου, αι οποίαι ελήφθησαν δια λογαριασμόν της χωρίς αύτη (δεν ήτο η πρώτη φορά) να εκφέρη άποψιν αι προετοιμασίαι δια την δυναμικήν αναμέτρησιν λαού καί βασιλέως ολοκληρώνονται βιαστικά.
Μία εύκολη ερμηνεία αυτής της βιασύνης είνε ότι οι συνωμόται εφοβούντο τας φήμας που ήδη εκυκλοφόρουν ανεξέλεγκται και αι οποίαι αναποφεύκτως θα έδιδον λαβήν εις την Κυβέρνησιν και τον Βασιλέα να αναλάβη τα κατάλληλα κατασταλτικά μέτρα[30].
Εις την πράξιν τά γεγονότα επιταχύνονται διότι αυτή είνε η επιθυμία των Πρέσβεων. Αν μάλιστα το κίνημα συμπέσει χρονικώς και με την ταπεινωτικήν υπογραφήν που η χώρα θα κληθή να βάλλη κάτω από τας απαιτήσεις των δανειστών της ακόμη καλύτερον.


ΠΑΡΑΠΟΜΠΑΙ

[ 1]  Το άρθρον τούτο αφιερούται εις την μνήμην του ενωμοτάρχου Χωροφυλακής Ζ. Μπασδέκη, ο οποίος έπεσεν μαχόμενος έξωθεν της οικίας του Μακρυγιάννη πιστός εις τον όρκον που είχε δώσει. Δημοσιεύθηκε εις την Ελληνικήν Ιστορίαν εις δύο μέρη (Τεύχη 5 και 6)
[ 2] Η σύνθεσις της Κυβερνήσεως ήτο: Πρωθυπουργός και υπουργός επί των Εσωτερικών Μαυροκορδάτος, Υπουργός επί των Εξωτερικών Α. Χριστίδης, Υπουργός επί των Εκκλησιαστικών Σ. Βαλέττας, Υπουργός επί της Δικαιοσύνης Λ. Μελάς, Υπουργός επί των Στρατιωτικών Α. Μεταξάς (παυθέντος του βαυαρού Σμάλτς), Υπουργός επί των Ναυτικών Α. Κριεζής, Υπουργός επί των Οικονομικών Τισσαμενός.
[  3]  Ο Χριστίδης υπαρχηγός του γαλλικού κόμματος είχε συμμετάσχει ως υπουργός των Εξωτερικών εις την προηγουμένην κυβέρνησιν.
[  4]  Ο Βλαχόπουλος και ο Μεταξάς ήσαν του ρωσικού κόμματος.
[  5]  Αντικατεστάθη εις τας 9/21 Νοεμβρίου 1842 από τον Ν. Σαλήβερο που και  αυτός αντικατεστάθη κατόπιν ολίγων ημερών υπό του Γ. Α. Ράλλη.
[  6]  Μόνο η εκστρατεία του Μαιζόν εις την Πελοπόννησον εστοίχισε εις το γαλλικόν Δημόσιον 13.000.000 φράγκα.
[ 7]  Όπως γράφει ο Ζ.Παπαντωνίου: «Ο Όθων λοιπόν σκεύτηκε, έπραξε και μίλησε με φαντασία, την οποίαν δεν έχουν τα πεζά φιλελληνικά ποιήματα του πατέρα του Λουδοβίκου. Είναι στον 19ον αιώνα μας ο άνθρωπος που εκήρυξε την φυγήν από την πραγματικότητα. Είναι ο αρχηγός του ρωμαντισμού, ο πραγματικός αρχηγός, αυτός και η βασίλισσα, της ποιητικής σχολής εις την οποίαν έγραψεν ο διώκτης των Αχιλλεύς Παράσχος. Ήτο περαστικός από την Αθήνα , ενώ είχε ξεκινήσει  απ' το Μόναχο  για το Βυζάντιο. (Όθων , σελ 22)

[ 8] Η αγγλική υποκρισία εις όλο της το μεγαλείον. «Όσον καιρό ο Άρμανσμπεργκ, το τυφλό όργανο της Αγγλίας, είταν παντοδύ­ναμος στον τόπο μας είδαμε τον Πάλμερστον και τον Λάιονς νάναι ενθουσιασμένοι και να τα βρίσκουν όλα ωραία και καλά. Από τη στιγμή όμως που ο Άρμανσμπεργκ διώχτηκε το κάθε τι άλλαξε. Με μιας οι φίλοι μας οι Εγγλέζοι θυμήθηκαν τις πολιτικές μας ελευθερίες που καταπατούσε ο Όθωνας». (Φωτιάδης: Οθωνας - Η απολυταρχία, σελίς 288)
[ 9] Εκείνο που γι' αυτό ίσως να παραξενεύτη­κες είναι πως το ρωσόφιλο κόμμα πρωτοστάτησε σε μία φιλελεύθερη κίνηση και μάλιστα όχι μονάχα με την έγκριση, παρά και με την προτροπή του Κατακάζη, του πρεσβευτή της Ρωσίας στην Αθήνα. Θ' απορρήσεις μάλιστα γι' αυτό ακόμα περισσότερο άμα θυμηθείς πως εκείνα τα χρόνια το τσαρικό καθεστώς της Ρωσίας είταν ένα από τα πιο αντιδραστικά του κόσμου. Ο Κατακάζης έπαιξε τολμηρό παι­χνίδι, που ακριβά θα το πλερώσει, καθώς θα δούμε. Δεν ήταν το Σύνταγμα που ήθελε. Κείνο που γύρευε να πετύχει στεκόταν η έξωση του καθολικού Όθωνα από το θρόνο, για να τον αντικαταστήσει άλλος βασιλιάς ορθόδοξος που θα γινόταν όργανο της Ρωσίας. Έσπρω­χνε λοιπόν το ρωσόφιλο κόμμα να επαναστα­τήσει για πολιτικές ελευθερίες γιατί προεξο­φλούσε πως ο Όθωνας θα προτιμούσε να παραιτηθεί παρά να κυβερνήσει συνταγματικά την Ελλάδα. (Φωτιάδης: Όθωνας-Η απολυ­ταρχία, σελίς 288).
[10] Είνε αληθές ότι οι απλοί Έλληνες είχον θολή αντίληψι δια το τι ακριβώς εσήμαινε αυτό που οι πολιτικοί ονόμαζον Σύνταγμα. Αι μητέραι εσυνήθιζον να απειλούν τα τέκνα των, τα οποία είτε δεν έτρωγον το φαγητόν των είτε ητάκτουν ότι «θα ερχόταν το Σύνταγ­μα». Αργότερον τούτο αντεκατεστάθη με το εξ ίσου βλακώδες «θα έρθει ο Χωροφύλακας». Αποκορύφωσις αυτής της περί της ιδέας του Συντάγματος σύγχυσις (!) είνε το ρηθέν υπό του Ταφίλ-Μπούζη Αρβανίτη, οπλαρχηγού, ο οποίος επρωτοστάτησε με Κωλέττη και Θ. Γρίβα εις τα γνωστά γεγονότα του 1831. «Ο Σύνταγμας ωρέ μπίρο μου θέλει να τρώει».
[11] Ούτω εικόναι αi oποίαι υπάρχουν μέχρι των ημερών μας, όπως η Κεντρική Κυβέρνησις υπό την ομηρίαν των κομματικών πιέσε­ων, η ανάγκη των διασυνδέσεων με υψηλά ιστάμενα άτομα ώστε να προστατεύονται από καταχρήσεις και άλλας παρανομίας, το σύστη­μα της προστασίας ειδικώς εις την ύπαιθρον, και η διατήρησις των καλών σχέσεων με πολιτικούς των Αθηνών υπήρχον και τότε.
[12] Ευαγγελίδης: Προαναφερόμενον έργον, σελίς 211.
[13] Πιστεύω ότι ο αυτο-ανακηρυγμένος ως πρωτεργάτης του κινήματος της 3ης Σεπτεμβρίου τελικώς έπεσε εις την παγίδα των πολιτικών, οι οποίοι τον εχρησιμοποίησαν δια τους ιδικούς των σκοπούς, όπως άλλωστε έπραξαν και με τον Νικήτα τον επονόμαζόμενον και τουρκοφάγον εις την συνωμοσίαν του 1839.
[14] Μακρυγιάννης: Προαναφερόμενον έργον, σελίς 287.
[15] Μακρυγιάννης: Προαναφερόμενον έργον, σελίς 291.
[16] Μακρυγιάννης: Προαναφερόμενον έργον, σελίς 299-300. «Το δε όλον κίνημα, όπισθεν του αγαθού και φιλοπάτριδος Μακρυγιάννη διηύθυνεν η τριανδρία Α. Μεταξά, Α. Λόντου και Κ. Ζωγράφου αποβλεπόντων πάντων εις την εκθρόνισιν όπισθεν δε τούτων ο εν κρυπτώ και παραβύστω διευθύνων την συνω­μοσίαν Γ. Κατακάζης». (Καρολίδης: "Σύγ­χρονος Ιστορία τών Ελλήνων και τών λοιπών λαών της Ανατολής από το 1821 μέχρι τό 1921", Αθήναι, 1922-25, τόμος Β, σελίς 436).
[17] Μακρυγιάννης: Προαναφερόμενον έργον, σελίς 287.

[18] O Γεωργαντάς που διαφοροποιείται αρκε­τά αναφορικώς με την χρονολογικήν σειράν της μυήσεως των συνωμοτών κάμνει λόγον δια μίαν πρώτην συνάντησιν που επραγματοποιήθη εις την οικίαν του Μακρυγιάννη, τον Σεπτέμ­βριον του 1842, εις την οποίαν συμμετείχε και ο Λόντος. «Μετά το γεύμα ο Μακρυγιάννης με είπεν, ότι προ τινών μηνών συσκεφθέντες μετά του Α. Λόντου, έμειναν σύμφωνοι να ενεργήσωσι περί της καταστάσεως της Ελλάδος και έκριναν εύλογον την ιδέαν τους αυτήν να την ανακοινώσουν και εις τον Ανδρέαν Μέταξαν μετέβησαν δε προς αυτόν οι δύο ούτοι και τω ανεκοίνωσαν την γνώμην των ο Μεταξάς δεν αντέκρουσεν αυτήν, αλλά τους είπεν, ότι θέλει σκευθή επειδή το ζήτημα αυτό είναι πολύ σπουδαίον και επικίνδυνον».
[19] Γεωργαντάς, σελίς 837.
[20] Αι 5 ομάδαι ήσαν: Η ομάς Κωλέττη (Ρουμελιώται οπλαρχηγοί και προεστοί και ορισμένοι ετερόχθωνες), η ομάς ωρισμένων ρουμελιωτών της ανατολικής Στερεάς μαζί με Κριεζώτη και Μαυροβουνιώτη, η ομάς των Πελοποννησίων προεστών με τον Ρήγα Πα­λαμήδη, η ομάς Μακρυγιάννη με τους πτω­χούς οπλαρχηγούς της Ρούμελης και η ομάς των νησιωτών με αρχηγό τον Κουντουριώτην.
[21] Από το δάνειον, όπως και εκ των προηγουμένων άλλωστε τα λεγόμενα της «Ανεξαρτησίας» το Κράτος δεν είχε παρά ελαχίστην ωφέλειαν. Το δάνειον των 60 εκατομμυρίων δια λογαριασμόν της Ελλάδος αλλά δίχως αυτή να κληθή να εκφέρη άποψιν εγένετο μεταξύ Βαυαρίας και Μεγάλων Δυνάμεων. Από τα 60 εκατομμύρια, 12,5 εδόθησαν εις την Τουρκία ν διά την παραχώρησιν της Φθιώτιδος και Φωκίδος, 11 εδαπανήθησαν δια τα έξοδα του Βαυαρικού στρατού, 26 διά τόκους και χρεωλύσια, 2,5 αφηρέθησαν ως προπληρωθέντα, 5,75 ως προμήθεια και έξοδα της αποσταλείσης προς εξεύρεσιν δανείου επιτροπής, σύνολον 57,75 εκατομμύρια. Αι Μεγάλαι Αυνάμεις επειδή ακριβώς ήσαν μεγάλαι εγνώριζον ότι ένα κράτος έστω και με μακρόχρονη ένδοξη ιστορία, όπως η Ελλάς, δεν θα αποκτούσε ποτέ πραγματικά Εθνική Ανεξαρτησία άνευ οικονομικής και συνεπώς κοινωνικής ευημερίας. Η συστημα­τική και αφόρητη απαίτησις των τόκων και των χρεωλυσίων εκ των δανειστών πού παρατηρείται μετά την παραίτησιν του Μαυ­ροκορδάτου θα σταθή ένα εκ των σπουδαιό­τερων αιτίων της μεταπολιτεύσεως του 1843. (Βλέπε Ανδρεάδη Α.: «Ιστορία τών Εθνικών Αανείων», Μέρος Α', σελίς 75 και συνέχεια).
[22] Ευαγγελίδης: Προα ναφερόμε ν ο ν έργον, σελίς 195-6.
[23]Το Συμβούλιον της Επικρατείας είχε συσταθή από τον κόμητα Άρμανσμπεργκ εις μίαν προσπάθειαν να καλύψη το κενόν που είχε αφήση η Γερουσία του Καποδιστρίου. Κ. Παπαρρηγόπουλου: «Επίτομος Ιστορία του Ελληνικού Εθνους», σελίς 803.

[24]Πολιτική εφημερίς φιλελευθέρου προσανατολισμού την οποίαν εξέδιδε ο Έμμ. Αντωνιάδης από το 1832 έως το 1863. Υπήρξεν αντίθετος με την πολιτικήν του Καποδιστρίου, του αδελφού του Αυγουστίνου, της Αντιβασιλείας και του ιδίου του Όθωνος.
[25] Πολιτική εφημερίς την οποίαν εξέδιδε ο Ιωάννης Φιλήμων εις τας Αθήνας από του 1838, όργανον του ρωσικού κόμματος. Από το 1854 την διεύθυνσιν της εφημερίδος ανέ­λαβε ο Τιμολέων, υιός τού πρώτου, μέχρι του 1888.
[26] Εύαγγελίδης: Προαναφερόμενον έργον, σελίς 197.
[27] Μακρυγιάννης: Προαναφερόμε­νον έργον, σελίς 291.
[28] Ο Γάλλος πρεσβευτής Πισκατόρυ που είχε εντολή να αντισταθη
εις κάθε ιδέαν πολιτικής μεταβολής έλεγεν: «Θέλετε να προσαρμόσητε μικρώ άτμοπλοίω μηχανήν μεγάλου ατμόπλοιου" αλλά δεν εννοείτε Έλ­ληνες, ότι αμ' αύτη κινηθείσα θα κατασυντρίψη το μικρόν σκάφος άτε δυσανάλογον ούσα; Το αυτό θα συμβή και εν τω σκάφει της ελληνι­κής πολιτείας. Ζητείτε την συνταγματικήν μηχανήν της μεγάλης Γαλ­λίας και Αγγλίας δια το μικρόν υμών κράτος αγνοούντες, ότι θεμέ­λιο ν των ελευθέρων πολιτειών είναι η μεταξύ των τριών μερών, εξ ων σύγκειται η μηχανή αύτη, αιωνία πάλη. Αλλά η πάλη ταύτη δύναται να καταστή το κούφον εφόλκιον της μικράς Ελλάδος; Ο άνεμος θα μαίνεται συνεχής, τα δε κύματα επερχόμενα αλλεπάλληλα θα φέρωσιν επί του αφρού πάντοτε την διαφθοράν, ήτις πολύ ή ολίγον πάντοτε συμπαρομαρτεί τοις ελευθέροις πολιτεύμασιν.Ουδαμώς δε θ' απορήση τις αν την αναρχικήν ταύτην κατάστασιν χώρας κειμένης κατά τον ομφαλόν της Ευρώπης, αναγκασθώσιν επί τέλους τα ξένα έθνη να καταστείλωσιν ίνα μη το της αναρχίας μόλυσμα μεταδοθή και μεταξύ αυτών».
[29] Αν και είνε περιττόν, σημειώνομεν μόνο δια τους δυσπίστους ότι μετά την πολιτειακήν μεταβολήν της 3ης Σεπτεμβρίου 1843, αι Μεγάλαι Δυνάμεις περιχαρείς προφανώς διά το μεγάλον άλμα το οποίον εκάμναμε προς τα εμπρός όχι μόνον έπαυσαν να μας πιέζουν δια τα «δανεικά» αλλά άνευ διαμαρτυρίας ανεστά­λη πάσα η εξυπηρέτησις του δανείου. Δεν το εχάρισαν όμως. Τούτο και τα άλλα που ηκολούθησαν τα συναντήσαμε και τα συναντώμεν ενώπιον μας εκάστη φορά που η χώρα, αντλώντας δύναμιν από την κοινωνικήν της συνοχή επιχειρεί ν' ανοίξη τα πτερά της δια την εθνικήν της ολοκλήρωσιν.
[30] Οι φόβοι ήσαν υπερβολικοί. Ο Μακρυγιάννης κατήχησε ολόκληρο το κράτος με υπογραφάς και δεν ήνοιξεν μύτη. Η χωροφυλακή επί ένα ολόκληρο έτος κατέγραφε κινήσεις υπόπτων και είχε καταρτήση πλήρη κατάλογο των συνωμοτών δια τους οποίους δεν ενδιεφέρετο ουδείς. Ήτο τόση η αισιοδοξία των συνωμοτών που ο Ανδρέας Λόντος εις μίαν έκρηξιν θυμού και μόλις 3 ημέρας από την εξέγερσιν είπε εις τον Κριεζήν, ο οποίος ήτο υπουργός των Ναυτικών: «Πες στον κουμπάρο μου τον Βλαχόπουλο πως μεθαύριο εγώ θάμαι υπουργός των Στρατιωτικών και όχι εκείνος».




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου