Παράλληλα οργανώθηκαν τα αποσπάσματα από νέους εθελοντές. Τα αποσπάσματα ήταν ανεξάρτητες από τον εθνικό στρατό μονάδες ενόπλων, που σκοπό είχαν να μας προστατέψουν, όπως μας είπαν, από τους αντάρτες. Σ' αυτά κατατάχθηκαν εθελοντικά πολλοί νέοι που είχαν πάθει ζημιές από τους αντάρτες, καταστροφή της περιουσίας, ξυλοδαρμό και απώλεια προσφιλών προσώπων. Στα αποσπάσματα δεν ίσχυαν οι κανόνες του τακτικού στρατού. Ήταν αυτά ανταρτικές μονάδες αντίπαλες των ανταρτών του ΕΛΑΣ.
Απόσπασμα του κυβερνητικού στρατού στη διάρκεια εκκαθαριστικών επιχειρήσεων |
Δουλειά δεν είχα, ήμουν αργόσχολος, χρήματα δεν είχα, πεινούσαμε.Αποφάσισα να καταταγώ σ' ένα απόσπασμα νομίζοντας ότι ήταν κάτι προσωρινό και ότι θα μας χρησιμοποιούσαν σε βοηθητικές εργασίες. Αργότερα κατάλαβα πόσο μεγάλο λάθος είχα κάνει. Στα αποσπάσματα είχαν καταταγεί πολλοί που έπαθαν από τους αντάρτες μεγάλες καταστροφές κι είχαν μεγάλο μίσος εναντίον τους. Αλίμονο στον αντάρτη που θα' πέφτε στα χέρια τους αιχμάλωτος. Το μίσος τους ξεσπούσε αχαλίνωτο σ' αυτόν, για να εκδικηθεί αυτούς που του είχαν κάνει το κακό. Το ίδιο έκαναν και οι αντάρτες όταν έπιαναν δικό μας. Το μίσος μεγάλωνε κλιμακωτά και η φρίκη το ίδιο.
Αφού τελειώσαμε την εκπαίδευση, μας έδωσαν όπλα. Νόμιζα ότι τα καθήκοντα μας ήταν να φρουρήσουμε την πόλη και εν ανάγκη να αμυνθούμε για να αποκρούσουμε τους αντάρτες αν μας επιτεθούν.Αντίθετα μας έστειλαν στο βουνό να αναζητήσουμε τους αντάρτες. Πολλές φορές μέναμε νύχτα στο βουνό. Στήναμε ενέδρα σε πιθανά περάσματα των ανταρτών. Αν έπεφτε στα χέρια μας αντάρτης αιχμάλωτος, ήταν δύσκολο να τον έχουμε μαζί μας. Ο καπετάνιος όριζε δυο άνδρες του αποσπάσματος να πάνε τον αιχμάλωτο και να τον παραδώσουν στον διοικητή, τov ταγματάρχη τov Πέτρο . Άργησα να καταλάβω ποιον Πέτρο εννοούσαν. Ορισμένα πράγματα τα έκρυβαν από μένα.
Όταν ο στρατός ήθελε βοήθεια παίρναμε εντολή να πάμε. Πηγαίναμε με όποιο τρόπο νομίζαμε εμείς καλύτερο. Όταν επιτέθηκαν οι αντάρτες στη Μάκρη, πήραμε εντολή να πάμε για βοήθεια. Είμαστε τότε στην Κομοτηνή. Ο στρατός μας διέθεσε δυο Τζέημς με τους οδηγούς, για να μας πάνε στη Μάκρη οδικώς. Ο καπετάνιος προσποιήθηκε ότι υπάκουσε τον αξιωματικό που μας έστειλε οδικώς στη Μάκρη. Όταν απομακρύνθηκαν τα Τζέημς ο καπετάνιος διέταξε τους οδηγούς να γυρίσουν πίσω και να μας πάνε στη Μαρώνεια. Θέλοντας και μη υπάκουσαν. Ανεβήκαμε σε δυο καΐκια. Ο καπετάνιος σκέφθηκε πολύ σωστά ότι οι αντάρτες έχουν στήσει ενέδρα στον δρόμο από την Κομοτηνή και μας περιμένουν.Τα καΐκια μας έβγαλαν στην ξηρά πριν από την Μάκρη. Χωριστήκαμε σε δυο ομάδες.Η μια ομάδα πήγε για βοήθεια στη Μάκρη. Η άλλη πήγαμε προσεκτικά και στήσαμε ενέδρα στον δρόμο από Κομοτηνή. Μόλις, οι αντάρτες που είχαν στήσει την ενέδρα, άκουσαν τις ριπές και τις εκρήξεις των χειροβομβίδων των δικών μας,χάλασαν την ενέδρα κι έρχονταν τρέχοντας προς τη Μάκρη. Έπεσαν επάνω μας κι έπαθαν καταστροφή. Ήταν η πρώτη μου εμπειρία από τον εμφύλιο. Η σκέψη, ότι αυτοί που του σκοτώσαμε ήταν Ελληνόπουλα αδέρφια μας, με βασάνιζε πολύ καιρό κι είχα τύψεις.
Κομμουνιστές ή φερόμενοι σαν τέτοιοι , στα πρώτα αυτοσχέδια στρατόπεδα συγκέντρωσης. |
Κάποιο πρωί έπεσε στην ενέδρα μας ένας αντάρτης που κατέβαινε μόνος από το βουνό. Μας είπε ότι ήταν βιαίως στρατολογημένος κι ερχόταν με την θέληση του να παραδοθεί. Κατάφερε να το σκάσει, όπως έλεγε, κι ήταν χαρούμενος. Ο καπετάνιος μας έκανε ότι τον πίστεψε. Του δέσαμε τα χέρια πίσω για κάθε ενδεχόμενο κι ανέθεσε στους δυο εκείνους την εντολή: «Να πάτε αυτόν τον αιχμάλωτο που ήταν βίαια στρατολογημένος και να τον παραδώσετε στον διοικητή μας τον ταγματάρχη τον Πέτρο». Είχα καταλάβει πλέον ότι εννοούσε τον άγιο Πέτρο. Σε λίγο ακούστη-καν πολλοί πυροβολισμοί από την χαράδρα. Όταν ήρθαν ο ένας από τους δυο είχε αίματα στα ρούχα του. Σκέφθηκα: πως είναι δυνατόν να επιχείρησε να τους επιτεθεί με δεμένα χέρια; Προσποιήθηκα ότι θα πάω για φυσική μου ανάγκη. Προχώρησα αρκετά προς το μέρος που ακούστηκαν οι πυροβολισμοί. Στην ησυχία του δάσους άκουσα ανθρώπινο βογκητό. Πλησίασα. Ο παραδοθείς αντάρτης ήταν δεμένος σε δένδρο από τις μασχάλες. Τα χέρια και τα πόδια του ήταν κομματιασμένα, εκεί ρίχθηκαν οι πυροβολισμοί. Η κοιλιά του ήταν ανοιγμένη με μαχαίρι με οριζόντια τομή Και τα έντερα του κρέμονταν τα μισά έξω. Από την κοιλιά του έτρεχε μαύρο αίμα στη γη. Ήταν ζωντανός και βογκούσε ανασαίνοντας με δυσκολία. Τον πλησίασα γύρισε και με κοίταξε. Εκείνο to βλέμμα δεν μπορώ να το διώξω από την σκέψη μου. Είναι το ίδιο βλέμμα του Ιησού πάνω στον σταυρό. Ψιθύρισε: «σκότωσε με ».Τον πυροβόλησα στον κρόταφο με το περίστροφο μου. Μετά άρχισα να κάνω εμετό.Γύρισα στους συντρόφους μου και περιέγραψα στον καπετάνιο μας την φρικιαστική κατάσταση που αντίκρισα. Ο καπετάνιος μου είπε ότι ο ένας από τους δυο, ο Γιάννης, είχε βρει την γυναίκα του που ήταν έξι μηνών έγκυος, σφαγμένη μέσα στο σπίτι του, με την κοιλιά ανοιγμένη και το έμβρυο πεσμένο στο πάτωμα νεκρό. Ο άλλος είναι ξάδερφος της γυναίκας του.
Τους άφηνα να κάνουν τις εκτελέσεις αυτοί γιατί κανένας δεν ήταv πρόθυμος όπως αυτοί Δεν φανταζόμουν όμως τόση βάρβαροτητα.Δεν πρέπει να τους αφήσω άλλη φορά. Καλά έκανε και μου το είπες. Αυτό που έκανες εσύ είναι το σωστό. Μια σωστή σφαίρα».
Μετά από λίγες μέρες έπεσε στην ενέδρα μας κι άλλος αντάρτης. Μας είπε κι αυτός όπως όλοι ότι ήταν βίαια στρατολογημένος. Έχουμε βαρεθεί να ακούμε αυτό το παραμύθι, είπε ο Γιάννης, και πήγε να ακονίσει το μαχαίρι του σε μια πέτρα.
Ο αιχμάλωτος είπε ότι τον επιστράτευσαν την 12 Δεκ. 1948 από την Καρδίτσα όταν την κατέλαβαν οι αντάρτες. Ο καπετάνιος προσποιήθηκε ότι συμφωνούσε μαζί του. Έπρεπε να απαλλαγούμε από αυτόν γιατί θέλαμε να στήσουμε ενέδρα. Αν ήταν φανατικός αντάρτης θα μπορούσε να μας προδώσει φωνάζοντας. Του δέσαμε τα χέρια πίσω από την μέση του. Ο Γιάννης τελείωσε το ακόνισμα του μαχαιριού του και το έβαλε στην θήκη. Ο καπετάνιος το πρόσεξε. Ο Γιάννης άρχισε να τραβά τον αιχμάλωτο. Ο καπετάνιος τον σταμάτησε. «Όχι εσείς αυτή την φόρα. Θα τον πάει ο Μιχάλης στον Πέτρο». «Πάρε Μιχάλη τον αιχμάλωτο που είναι στρατολογημένος βίαια, και να πας να τον παραδόσεις στον ταγματάρχη τον Πέτρο. Κατάλαβες;». Χαμήλωσε τη φωνή του. «Μην χασομερήσεις άσκοπα, τελείωνε γρήγορα, σε δέκα λεπτά να είσαι δω». Έσπρωξα τον αιχμάλωτο στο μονοπάτι που οδηγούσε κατηφορικά στην χαράδρα. Έπρεπε να τον πυροβολήσω το βάθος της χαράδρας για να μην ακουστεί ο κρότος. Έτσι με ορμήνεψε ο καπετάνιος. Οι πολλές τουφεκιές που έριχναν οι άλλοι δυο ήταν ακόμη ένας λόγος που δεν άφησε αυτούς να κάνουν την εκτέλεση.
Ο αιχμάλωτος μιλούσε αλλά ήμουν τόσο απορροφημένος στις σκέψεις μου που δεν πρόσεχα αυτά που έλεγε. Φθάσαμε στο ρέμα, στο βάθος της χαράδρας και τον διέταξα να σταθεί. Τότε κατάλαβα ότι αυτό που ανέλαβα να κάνω ήταν πολύ δύσκολο. Προσπάθησα να καταπνίξω την συνείδηση μου φέρνοντας στο νου μου το καμένο από τους αντάρτες σπίτι μας, την δαρμένη μάνα μου, τους σκοτωμένους συντρόφους μου. Τον κοίταξα προσεκτικά πρόσωπο με πρόσωπο. Ήταν ένα παλικάρι ως είκοσι ή εικοσιδυό χρονών. Θα ήταν ωραίο παλικάρι χωρίς τα γένια, ήταν ομως καταβεβλημένος , αξύριστος και θανάσιμα ωχρός. Τα μάτια του με κοίταζαν κατάματα και με βεβαίωναν ότι έλεγε αλήθεια. Πρόσεξα αυτά που έλεγε.
«Άκουσα που σε φώναξε ο καπετάνιος σας Μιχάλη. Κατάλαβα ότι σε διέταξε να με εκτελέσεις. Πως είναι δυνατόν να επιστρέψεις σε δέκα λεπτά αφού η Αλεξανδρούπολη έχει τρεις ώρες πορεία; Είναι άδικο όμως. Μόλις τελείωσα τις σπουδές μου, παντρεύτηκα και διορίστηκα δάσκαλος αναπληρωματικός. Κατατάχθηκα στην φρουρά της Καρδίτσας. Την 12 Δεκέμβρη μας επιτέθηκαν μεγάλες δυνάμεις ανταρτών. Στο διπλανό μας φυλάκιο σκοτώθηκαν όλοι οι υπερασπιστές του, και ο αξιωματικός στο δικό μας, μείναμε ζωντανοί δυο. Αποφασίσαμε να πάμε στα σπίτια μας για να μη σκοτωθούμε άδικα. Από το σπίτι μου με πήραν μαζί με άλλους πεντακόσιους. Όσοι απ' αυτούς δεν δέχθηκαν να πάρουν όπλο και να γίνουν αντάρτες εκτελέστηκαν. Προσποιήθηκα ότι θα γίνω αντάρτης με την πρόθεση να το σκάσω και να παραδοθώ με πρώτη ευκαιρία όπως κι έκανα».
«Έπρεπε να παραδοθείς στον στρατό. Εκείνοι δεν εκτελούν τους αιχμαλώτους».
«Δεν ήξερα ποιοι είστε. Αυτή ήταν η τύχη μου. Σε παρακαλώ, μη με σκοτώσεις, σου ορκίζομαι ότι είναι άδικο». Αν με σκοτώσεις όμως, σου ζητώ να μου κάνεις μια χάρη, όπως γίνεται στους μελοθάνατους. Στη μέσα τσέπη του σακακιού μου έχω το πορτοφόλι μου. Θα βρεις μια φωτογραφία. Είμαστε με την γυναίκα μου και το νεογέννητο κοριτσάκι μας. Στην πίσω πλευρά είναι γραμμένο το όνομα μου, το σπίτι μου είναι στην Καρδίτσα.'Έχω και ένα σταυρό κρεμασμένο στον λαιμό μου, δώρο της γυναίκας μου. Αυτά, μαζί με την βέρα που φορώ στο χέρι, σε παρακαλώ, όταν θα έχει τελειώσει αυτή η φριχτή κατάσταση, να πας και να τα δώσεις στην γυναίκα μου. Την πήρα από την μάνα της αθώο κορίτσι και υποσχέθηκα να την αγαπώ και να την φροντίζω σ' όλη μας την ζωή. Ας με συγχωρέσει που δεν μπορώ να το κάνω. Να της πεις ότι με είδες νεκρό. Αν δεν το κάνεις αυτό, φοβάμαι ότι θα με καρτερεί σ' όλη της τη ζωή».
Ο αιχμάλωτος μιλούσε αλλά ήμουν τόσο απορροφημένος στις σκέψεις μου που δεν πρόσεχα αυτά που έλεγε. Φθάσαμε στο ρέμα, στο βάθος της χαράδρας και τον διέταξα να σταθεί. Τότε κατάλαβα ότι αυτό που ανέλαβα να κάνω ήταν πολύ δύσκολο. Προσπάθησα να καταπνίξω την συνείδηση μου φέρνοντας στο νου μου το καμένο από τους αντάρτες σπίτι μας, την δαρμένη μάνα μου, τους σκοτωμένους συντρόφους μου. Τον κοίταξα προσεκτικά πρόσωπο με πρόσωπο. Ήταν ένα παλικάρι ως είκοσι ή εικοσιδυό χρονών. Θα ήταν ωραίο παλικάρι χωρίς τα γένια, ήταν ομως καταβεβλημένος , αξύριστος και θανάσιμα ωχρός. Τα μάτια του με κοίταζαν κατάματα και με βεβαίωναν ότι έλεγε αλήθεια. Πρόσεξα αυτά που έλεγε.
«Άκουσα που σε φώναξε ο καπετάνιος σας Μιχάλη. Κατάλαβα ότι σε διέταξε να με εκτελέσεις. Πως είναι δυνατόν να επιστρέψεις σε δέκα λεπτά αφού η Αλεξανδρούπολη έχει τρεις ώρες πορεία; Είναι άδικο όμως. Μόλις τελείωσα τις σπουδές μου, παντρεύτηκα και διορίστηκα δάσκαλος αναπληρωματικός. Κατατάχθηκα στην φρουρά της Καρδίτσας. Την 12 Δεκέμβρη μας επιτέθηκαν μεγάλες δυνάμεις ανταρτών. Στο διπλανό μας φυλάκιο σκοτώθηκαν όλοι οι υπερασπιστές του, και ο αξιωματικός στο δικό μας, μείναμε ζωντανοί δυο. Αποφασίσαμε να πάμε στα σπίτια μας για να μη σκοτωθούμε άδικα. Από το σπίτι μου με πήραν μαζί με άλλους πεντακόσιους. Όσοι απ' αυτούς δεν δέχθηκαν να πάρουν όπλο και να γίνουν αντάρτες εκτελέστηκαν. Προσποιήθηκα ότι θα γίνω αντάρτης με την πρόθεση να το σκάσω και να παραδοθώ με πρώτη ευκαιρία όπως κι έκανα».
«Έπρεπε να παραδοθείς στον στρατό. Εκείνοι δεν εκτελούν τους αιχμαλώτους».
«Δεν ήξερα ποιοι είστε. Αυτή ήταν η τύχη μου. Σε παρακαλώ, μη με σκοτώσεις, σου ορκίζομαι ότι είναι άδικο». Αν με σκοτώσεις όμως, σου ζητώ να μου κάνεις μια χάρη, όπως γίνεται στους μελοθάνατους. Στη μέσα τσέπη του σακακιού μου έχω το πορτοφόλι μου. Θα βρεις μια φωτογραφία. Είμαστε με την γυναίκα μου και το νεογέννητο κοριτσάκι μας. Στην πίσω πλευρά είναι γραμμένο το όνομα μου, το σπίτι μου είναι στην Καρδίτσα.'Έχω και ένα σταυρό κρεμασμένο στον λαιμό μου, δώρο της γυναίκας μου. Αυτά, μαζί με την βέρα που φορώ στο χέρι, σε παρακαλώ, όταν θα έχει τελειώσει αυτή η φριχτή κατάσταση, να πας και να τα δώσεις στην γυναίκα μου. Την πήρα από την μάνα της αθώο κορίτσι και υποσχέθηκα να την αγαπώ και να την φροντίζω σ' όλη μας την ζωή. Ας με συγχωρέσει που δεν μπορώ να το κάνω. Να της πεις ότι με είδες νεκρό. Αν δεν το κάνεις αυτό, φοβάμαι ότι θα με καρτερεί σ' όλη της τη ζωή».
Κοίταξα τη φωτογραφία. Ενα κορίτσι με το μωρό στην αγκαλιά και το παληκάρι αυτό, σαν να τους προστατεύει Μια ευτυχισμένη εικογένεια στο ξεκίνημα της ζωής τους. Όταν τελειώσει αυτή η φριχτή κατάσταση, σκέφθηκα, ότι θα συναντήσω κι εγώ το ταίρι μου για να κάνω οικογένεια. Θα μπορούσα να ήμουν στη θέση του. Έβγαλα το περίστροφο μου. Μ' έπιασε ρίγος, το χέρι μου άρχισε να τρέμει. Έτρεμα ολόκληρος. Σκέφτηκα, αν τον εκτελέσω και όταν θα πάω στην Καρδίτσα διαπιστώσω ότι είναι αλήθεια αυτά, πώς θα αvτίκρυζα την κοπέλα και το ορφανό και πως θα ζούσα μετά με τέτοιο βάρος στη συνείδηση; Άλλες σκέψεις μου έλεγαν, ότι είχα καθήκον να τον εκτελέσω. Πήρα διαταγή να τον εκτελέσω κι έπρεπε να υπακούσω .Σε καιρό πολέμου ανυπακοή σε διαταγή επισύρει βαριά ποινή. Είχα ευθύνη απέναντι στους συντρόφους μου. Αν τον άφηνα θα πήγαινε να προδώσει την θέση μας και θα μας εξόντωναν όλους, οι αντάρτες. Πήρα την βέρα από το δεμένο χέρι του. Έβγαλα την αλυσίδα με τον σταυρό από τον λαιμό του αποφασισμένος να τον εκτελέσω. Κοιταχθήκαμε στα μάτια. Άλλαξα πάλι απόφαση. Αυτά τα μάτια ήταν μάτια ενός έντιμου νέου ανθρώπου, δε μου ήταν δυνατόν να τov σκοτώσω. Πυροβόλησα στον αέρα. Έκοψα το σχοινί που έδενε τα χέρια του. «Φύγε παλικάρι μου. Μακάρι να λες αλήθεια και να συναντηθούμε κάποια μέρα». «Μήπως θέλεις να μου ρίξεις από πίσω;» «Δεν έριξα ποτέ από πίσω, ούτε σε εχθρό. Φύγε γρήγορα μην έρθουν εκείνοι που ήθελαν να σε εκτελέσουν». Γύρισα στους συντρόφους. Καθόμουν σκυθρωπός και σκεφτόμουν πως να το πω στον καπετάνιο. Ο καπετάνιος με φώναξε. Κάτι υποπτεύθηκε. «Άργησες Μιχάλη.Τι έκανες τόση ώρα; Γιατί είσαι σκεφτικός; Δεν σε βλέπω καλά. Koίταξέ με και πες μου την αλήθεια; Έκανες αυτό που έπρεπε ή μήπως σε κατάφερε και τον αμόλησες;» Κουνούσα καταφατικά το κεφάλι μου. Ο καπετάνιος κατάλαβε. Δεν θύμωσε όμως. Είπε: «Γΐνονται αυτά. Φταίω εγώ που σου ανέθεσα να κάνεις μια τέτοια δουλειά για την οποία δεν είσαι κατάλληλος». Για να αποφύγω τις βαρβαρότητες του Γιάννη τον κράτησα εδώ και ανέθεσα σε σένα την εντολή. Εσύ όμως είσαι του άλλου άκρου. Μακάρι να είναι τα πράγματα όπως νομίζεις και νά δικαιωθείς κάποια μέρα. Θα είναι μια ικανοποίηση για σένα κι εγώ τo θέλω. Αν όμως γελάστηκες;..
Στράφηκε στους άλλους:
«Μαζέψτε τα πράγματα γρήγορα. Φεύγουμε»
Ποτέ ξανά εμφύλιος....
ΑπάντησηΔιαγραφήΟ εμφτλιος και τωρα συνεχιζεται και θα συνεχιζεται .Εφ οσον δεν τπαρχει αποδοχη της αντιθετης ιδεολολογιας απο τον φανατισμο .θα συνεχιζεται οσο υπαρχουν Ελληνες
ΑπάντησηΔιαγραφή