Ήτο σφάλμα, σφάλμα ασυγχώρητον του παλαίοντος τώρα με τον θάνατον Κυβερνήτου της κατεστραμμένης «Πανόρμου»[1] , το ότι το πλοίον με τας τορπίλλας του και τα πυροβόλα του και τα πυρομαχικά του προσέκρουσεν εδώ πλησίον, εις γνωστήν παραλίαν, και κατεστράφη. Η ανάκρισις και οι ναυτικοί θα καθορίσουν το ποσόν των ευθυνών αι οποίαι βαρύνουν τον κυβερνήτην, και τα λογιστήρια θα κανονίσουν το ποσόν της ζημίας. Η «Πάνορμος», λέγουν, εστοίχισε με τας τορπίλλας της και τα πυροβόλα της δεκαπέντε εκατομμύρια. Ιδού λοιπόν από την μίαν σελίδα των καταστίχων του Κράτους μία ζημία απρόβλεπτος δεκαπέντε ολοκλήρων εκατομμυρίων. Και από την άλλην;... Αλλά ποίαν άλλην —μη έχη και όφελος η καταστροφή; Από την άλλην, πολύ καθ' ημάς βαρυτιμοτέρα από τα δεκαπέντε εκατομμύρια, μία σφαίρα.
Ο κυβερνήτης της «Πανόρμου», όταν είδε το πλοίον του βυθιζόμενον, ηυτοκτόνησε. Και όταν, αναίσθητος πλέον μετεφέρετο εις τον Πειραιά, κατώρθωσεν εις μίαν στιγμήν να ψελλίση:
—Αν το καράβι μας πνίγηκε, πρέπει εγώ να πεθάνω.
«Πρέπει εγώ να πεθάνω». Ακούτε, Κύριοι;... Ο άνθρωπος δεν ήτο, δεν είναι, ούτε ναύαρχος ούτε στρατηγός. Δεν παρέλαβε κανένα στόλον και δεν διώκησε κανένα στρατόν. Δεν υπήρξε ναυμάχος, δεν υπήρξε αρχηγός στρατιάς, δεν έχασε τον στρατόν του, δεν παρέδωσε τας σημαίας του, δεν έφυγε, δεν ηχμαλωτίσθη, δεν ητιμάσθη. Νέος, είκοσι οκτώ μόλις ετών, με την σκέψιν τις οίδε που ταξιδεύουσαν την ώραν όπου το πλοίον του προσέκρουεν εις τους βράχους, έγινεν υπαίτιος συμφοράς, της οποίας πρώτος ησθάνθη το βάρος. Να ζήση;... Αλλά πως να ζήση, αφού το Κράτος τον εξεπαίδευσε, τον έκαμε ναυτικόν, του παρέδωσε ένα πλοίον, τον ωνόμασε Κυβερνήτην και αυτός, ως Κυβερνήτης, το έπνιξε; Και εις μίαν στιγμήν κατά την οποίαν εθόλωνε η φιλοτιμία τον νουν, ο κυβερνήτης της «Πανόρμου» εξήγαγε το περίστροφόν του και ηύτοκτόνησε...
***
Πόσον η σφαίρα αντηχεί γύρω σκληρά. Πόσων ενδόξων ανδρών της Ελλάδος δεν κατακαίει τας δάφνας; Πόσον σπιλώνει την πικράν ιστορίαν του τόπου μας η απλή και σύντομος αυτοκαταδίκη, πόσους δεν κολαφίζει γενναίους, εκδικητάς, εντολοδόχους της θείας Νεμέσεως και ήρωας της ασφάλτου! Από το εν μέρος μία δεκαετία, από το άλλο μία στιγμή. Εδώ μία καταστροφή υλικού, ούτε ένα καν θύμα, εκτός του αυτόχειρος. Και εκεί;... Άνθρωποι, όπλα, σημαίαι, στρατός, πλοία τα οποία στασιάζουν και επιπίπτουν το εν εναντίον του άλλου, στόλοι οι οποίοι περιφρονούν τους εχθρούς και μεταφέρουν επαναστάτας, υλικόν το οποίον σκορπίζεται εις εμφύλιον σπαραγμόν, αξιωματικοί των οποίων υπέγραψε η φυγή τα φύλλα πορείας και πριν γίνουν κατηγορούμενοι γίνονται δικασταί... — και όμως ούτε μία σφαίρα παρήγορος, ούτε μία ωραία στιγμή, ούτε μία χειρονομία τιμίου ανθρώπου εις το πλήθος αυτό της καταστροφής.
***
Οι ναυτοδίκαι θα εκτελέσουν μεθαύριον το καθήκον των, αν ζήση ο νεαρός Κυβερνήτης. Ημείς δεν θα σταθώμεν τότε παρά το εδώλιόν του συνήγοροι' διότι πρέπει να τιμωρούνται συμφώνως προς τους νόμους του Κράτους εκείνοι οι οποίοι αναλαμβάνουν ευθύνας και τας διαχειρίζονται ελαφρώς. Σήμερον όμως πλησιάζομεν την κλίνην του με στοργήν και θλίβομεν την χείρα του αγωνιώντος ανθρώπου:
—Όχι, κ. Πλωτάρχα, δεν πρέπει να πεθάνης, αν το καράβι σου κατεστράφη. Εις τον τόπον αυτόν όσοι εζημίωσαν το Δημόσιον, όσοι κατέστρεψαν το καράβι τους, όσοι παρέλαβαν εις τα θυλάκιά των τον στόλον, όσοι παρέλαβαν τον στρατόν και τον απέστειλαν εις νίκας κατά διαδηλωτών και εις μάχας εναντίον Ελλήνων, όσοι κατεσπατάλησαν χρήματα, υλικόν, όπλα, ανθρώπους, έγιναν στρατοδίκαι, πρωθυπουργοί, σωτήρες, επαναστάται, Αρχηγοί, Κεραυνοί. Φύλαξε την υγείαν σου, κ. Πλωτάρχα. Αν άλλοτε κυβέρνησης, όχι την «Πάνορμον» αλλά όλον τον στόλον και έχεις πάλιν περίστροφον, κράτησε τας σφαίρας σου δια τους αντιπάλους σου. Θα είσαι ολιγώτερον φιλότιμος τότε, αλλά περισσότερον σύγχρονος Έλλην...
Αλλ' ας ζήση πρώτον ο φιλότιμος άνθρωπος.
1.Το περιστατικό συνέβη στις 12/3/28. Ο Κυβερνήτης του σκάφους πλωτάρχης Τάκης Δούκας , αυτοπυροβολήθηκε την ώρα που κατέβαινε από το σκάφος τελευταίος μαζί με τον ύπαρχο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου