Η ευκαιρία αυτή και μαζί το πρόσχημα, δόθηκαν με την παραίτησι, στις 5 Ιανουαρίου 1950, του στρατάρχου Παπάγου, αρχηγού του στρατού. Είχε προκληθεί από μερικές λέξεις, πολύ εσκεμμένες, που ειπώθηκαν από τον αντιπρόεδρο Τσαλδάρη σ' ένα δημόσιο λόγο. Είχαν διαδοθεί πραγματικά φήμες, που μπορούσαν να κάνουν πιστευτό πως ο χθεσινός νικητής των κομμουνιστών, ενισχυμένος από το γόητρο που έχαιρε, θα έμπαινε στην πολιτική ζωή. Ο Τσαλδάρης, ηγέτης των Λαϊκών, ενοχλήθηκε από φόβο πως ο στρατάρχης θα συνεκέντρωνε, εις βάρος του, σημαντικό αριθμό οπαδών του.
Τι είχε πει, λοιπόν, ο Τσαλδάρης; Η αοριστία των λόγων του ανταγωνιζόταν την διαύγεια των προθέσεων του. « Αν άνθρωποι—είχε προφητεύσει—που αναμφισβήτητα έχουν προσφέρει κάποιαν υπηρεσία κατά την διάρκεια του προσφάτου αγώνος μας, διακινδύνευαν αλλού τα βήματα τους», αυτό θα ήταν για τον τόπο επιζήμιο. Ο Παπάγος θ' ανακαλούσε τελικά την παραίτησί του, αλλ' αυτή, στο μεταξύ, είχε προκαλέσει άλλες παραιτήσεις στους κόλπους της κυβερνήσεως: του αντιπροέδρου Σ. Βενιζέλου και του Υπουργού Εθνικής Αμύνης Κανελλοπούλου, που είχαν κηρυχθεί αλληλέγγυοι με τον στρατάρχη. Αυτό ήταν αρκετό για να συμπαρασύρη σε παραίτησι ολόκληρη την κυβέρνησι.
Κι άρχισαν με το συνηθισμένο τυπικό οι τελετές: σχηματισμός υπηρεσιακής κυβερνήσεως υπό την προεδρία του Θεοτόκη, ορκωμοσία (στις 6 Ιανουαρίου 1950), εκλογές (5 Μαρτίου). Οι εκλογές αυτές, όπως προβλεπόταν, ερμήνευσαν την γενική ανάγκη και την προσδοκία νέων πολιτικών δυνάμεων και σχηματισμών. Τα παραδοσιακά κόμματα έλαβαν μόνο τριανταέξι στα εκατό των ψήφων, το Λαϊκό του Τσαλδάρη και το Φιλελευθέρων του Βενιζέλου. Υπεύθυνοι της πολιτικής κατά τον εμφύλιο πόλεμο, ήταν φανερό πώς αυτοί θα υφίσταντο την οργή των δυσαρεστημένων.
Ανάμεσα στις νέες δυνάμεις που επωφελήθηκαν από την αποδοκιμασία αυτή ήταν η ΕΠΕΚ (Εθνική Προοδευτική Ένωσις Κέντρου) του στρατηγού Πλαστήρα που οι εκλογές του 1950 θα έθεταν μονομιάς στο προσκήνιο.
Αλλά το κόμμα αυτό, που θα μπορούσε να συσπειρώση αντιπροσωπευτικά όλες τις τάσεις μιας μετριοπαθούς αριστεράς, απέμεινε τελικά ένα κόμμα προσωπικό και ο θάνατος του αρχηγού του, στα 1953, προεκάλεσε την εξαφάνισί του. Ένα επεισόδιο, λοιπόν, στους κόλπους μιας γενικής ασυναρτησίας που θα διαρκέση σχεδόν τρία χρόνια, από τον Μάρτιο του 1950 ως τον Νοέμβριο του 1952.
Υπό την πολιτική κυριαρχία του Κέντρου, έξη κυβερνήσεις θ' ακολουθήσουν η μια την άλλη. Εδώ ταιριάζει να αναφερθούμε στην σκιαγράφησι του προηγουμένου κεφαλαίου. Το Κέντρο, γενικά, προερχόταν από παλιά αντιβασιλικά κόμματα: Φιλελεύθεροι (Σ. Βενιζέλου), ΕΠΕΚ (Πλαστήρα) και το κόμμα του Παπανδρέου. Ο αντιβασιλισμός είναι η κοινή τους καταγωγή. Και τα τρία μαζί διέθεταν την απόλυτη κοινοβουλευτική πλειοψηφία: 136 έδρες επί 250. Αλλά θα φανέρωναν την ανικανότητα τους να σχηματίσουν μια κυβέρνησι ισχυρή και βιώσιμη. Γιατί οι αρχηγοί τους, στα ενδότερα του συνασπισμού των, παρέμειναν κομματάρχες κι αντίπαλοι. Χωρίς πρόγραμμα κοινό, με φιλοδοξίες και συμφέροντα αντίθετα, και κάποτε συνυφασμένα με κεφαλαιοκρατικά συμφέροντα.
Δεκαοχτώ μέρες συνομιλιών κατέληξαν σε μια συμφωνία που προώθησε τον Βενιζέλο επικεφαλής της κυβερνήσεως (23 Μαρτίου). Αργότερα, σε λιγότερο από μήνα, ο Πλαστήρας ανατρέπει τον Βενιζέλο και τον αντικαθιστά ως πρωθυπουργός (15 Απριλίου). Τέσσερες μήνες αργότερα ο Βενιζέλος αντικαθιστά ξανά τον Πλαστήρα (21 Αυγούστου). Χάρι σε νέους κυβερνητικούς ανασχηματισμούς, ο Σ. Βενιζέλος θα διατηρούνταν ένα χρόνο. 'Αλλά είχε πια αποδειχθεί πως η Βουλή που προήλθε από τις εκλογές του Μαρτίου 1950 ήταν τελικά ανίσχυρη ν' αναδείξη και να στηρίξη μιά κυβέρνησι σταθερή. Έπρεπε να διεξαχθούν νέες εκλογές. Μετά την διάλυσι της Βουλής (31 Ιουλίου 1951), οι εκλογές αυτές ορίστηκαν στις 9 Σεπτεμβρίου.
Στο μεταξύ όμως, στις 30 Μαΐου, ο στρατάρχης Παπάγος είχε και πάλι υποβάλει την παραίτησί του από αρχηγός του στρατού. Αν και πρόβαλε λόγους υγείας, η πραγματική αιτία της ενέργειάς του πρέπει ν' αναζητηθή προς την πλευρά του Στέμματος, που οι επανειλημμένες αναμίξεις του εμπόδιζαν την άσκησι της διοικήσεως του. Το ρεύμα της κοινής γνώμης υπέρ του στρατάρχου δεν είχε πάψει να σταθεροποιήται. Όλο και περισσότερο έβλεπαν σ' αυτόν τον αναγκαίο άνθρωπο, τον μόνο ικανό να συγκέντρωση γύρω στο πρόσωπο του, για ένα έργο εθνικής σωτηρίας, τις αμήχανες καλές θελήσεις. Καθώς το Λαϊκό κόμμα είχε χάσει την πολιτική του δύναμι και τα τρία κόμματα του Κέντρου δεν μπορούσαν πια να παρουσιάσουν ένα θετικό απολογισμό του έργου των, η λαϊκή φωνή, κατά κάποιο τρόπο, εκ των προτέρων, τον είχε χρίσει.
Κατά τη διάρκεια των τριών μηνών του καλοκαιριού, ανάμεσα στην παραίτησί του στρατάρχου και στις εκλογές του Σεπτεμβρίου, η αναταραχή επαυξανόταν. Όπως τον Ιανουάριο του 1950, πολλές ελληνικές προσωπικότητες, κι όχι οι μικρότερες σε κύρος, έκαμαν διαβήματα στον Παπάγο για να τον μεταπείσουν, τότε, ν' ανακαλέση την παραίτησί του.
Η υπόθεσις, εξ άλλου, και τις δυο φορές είχε λάβει διεθνείς διαστάσεις. Ο αμερικανός πρεσβευτής Πιουριφόυ, που απουσίαζε από την Αθήνα, επέστρεψε εσπευσμένα: οι προστάτες παρέμειναν άγρυπνοι. Ο βασιλεύς Παύλος (νεώτερος αδελφός του Γεωργίου Β' που τον είχε διαδεχθεί την 1η 'Απριλίου 1947), ο Πιουριφόυ, η ελληνική κυβέρνησις συζητούσαν. Ο ελληνικός στρατός ήταν στα πρόθυρα κινήματος: παραλίγο, τη νύχτα της 30ής προς την 31η Μαΐου να εξαπολυθή από τα γραφεία του Γενικού Επιτελείου πραξικόπημα αξιωματικών αποφασισμένων να πάρουν την εξουσία για να την παραδώσουν στον στρατάρχη. Παρ΄ όλες τις επικρίσεις, ο Παπάγος δεν απέσυρε την παραίτησί του.
Ωστόσο, οι επικρίσεις δεν σταμάτησαν. Μονάχα που άλλαξαν στόχο. Όταν η Βουλή διαλύθηκε τον Ιούλιο και η ημερομηνία των εκλογών ορίσθηκε για τις 9 Σεπτεμβρίου 1951, ο Παπάγος ανήγγειλε πως θα εκθέση υποψηφιότητα επικεφαλής ενός νέου πολιτικού σχήματος[1].
Έτσι γεννήθηκε ο Ελληνικός Συναγερμός. Η πλειοψηφία του Λαϊκού κόμματος προσχώρησε σ' αυτόν, δηλαδή ολόκληρη η ελληνική «Δεξιά». Το Κέντρο συγκράτησε τους εκλογείς του του προηγουμένου χρόνου. Έτσι, ο Ελληνικός Συναγερμός, μ' όλο που ήλθε πρώτος στις εκλογές, δεν πέτυχε ωστόσο την απόλυτη πλειοψηφία. Κι έτσι, το δικομματικό τώρα Κέντρο, διατηρώντας την πλειοψηφία, ανέλαβε πάλι τον σχηματισμό της νέας κυβερνήσεως. Γι' αυτό χρειάστηκαν συζητήσεις ενός μηνός. Ο Πλαστήρας, ως πρωθυπουργός, ορκίστηκε στις 27 Οκτωβρίου. Κι άρχισαν πάλι οι προβλεπόμενες προσωπικές διενέξεις, οι εσωτερικοί ανταγωνισμοί και η παράλυσις της εξουσίας.
Ωστόσο, η Ελλάς εξακολουθούσε να υποφέρη. Η οικονομία της, που παρασυρόταν στην καταστροφή, επέβαλε μια νέα νομισματική υποτίμησι. Δρακόντεια μέτρα για την καταπολέμησι του πληθωρισμού ξεσήκωναν και συντηρούσαν τη γενική δυσφορία. Ισχυρό κόμμα της Αντιπολιτεύσεως ο Ελληνικός Συναγερμός βρισκόταν σε θέσι ευνοϊκή για να καταγγείλη την εμμονή στα παλιά ήθη και την οριστική ανικανότητα του Κέντρου να κυβερνήση επιτέλους τη χώρα. Η Βουλή διαλύθηκε τον Σεπτέμβριο και οι νέες εκλογές ορίστηκαν για τις 16 Νοεμβρίου 1952. Σ' αυτές ο Παπάγος θριάμβευσε. Ο Ελληνικός Συναγερμός, με 50% των ψήφων, κέρδιζε 247 έδρες από τις 300. Δεν είχε πια απέναντί του παρά μονάχα τον συνασπισμό Πλαστήρα—Βενιζέλου. Ο Παπανδρέου, νικημένος μαζί με τους οπαδούς του κατά τις προηγούμενες εκλογές, τή φορά αυτή είχε κατέλθει προσωπικά στις εκλογές υπό το έμβλημα του Ελληνικού Συναγερμού. Με 35% των ψήφων αλλά μονάχα με 51 έδρες, οι Πλαστήρας - Βενιζέλος, δεν μπορούσαν παρά να παραχωρήσουν τη θέσι τους.
Η συντριπτική νίκη του Παπάγου, ιδιαίτερα ως προς τον αριθμό των κερδισμένων εδρών, οφειλόταν, κατά ένα μέρος στο εκλογικό σύστημα: οι εκλογές είχαν διεξαχθεί με το πλειοψηφικό σύστημα (γι' αυτό η αριστερά, με 9,5% των ψήφων δεν είχε πετύχει καμμία έδρα). Αλλ' αυτή η νίκη οφειλόταν κυρίως στην αυξανόμενη ανυποληψία του Κέντρου, στη βραδεία και μακρά χρεωκοπία που είχε συνοδεύσει την πολιτική του επικράτησι. Ο λαός ήταν κουρασμένος από τόσην αστάθεια, ασυναρτησία, ματαιοδοξίες και προσωπικές διαμάχες . Η σε τέτοιο βαθμό ανυπομονησία δεν μπορούσε παρά να είναι εκρηκτική. Έτσι εξηγείται το μέγεθος του σαρώματος.
Ο Παπάγος ορκίστηκε στις 19 Νοεμβρίου 1952. Θα έμενε στην εξουσία τρία χρόνια, ως τις 4 Οκτωβρίου 1955, μέρα του θανάτου του. Έτσι, με το τέλος της αστάθειας, γινόταν δυνατό να δράση κανείς. Η πλειοψηφία πού διέθετε ο στρατάρχης, μοναδική στα χρονικά της σύγχρονης Ελλάδος, του άφηνε τα χέρια ελεύθερα για επείγοντα θετικά έργα. Το κύρος του, η προσωπική του επιβολή, η εξασφαλισμένη συμπαράστασις των μεγάλων συμμαχικών δυνάμεων, ήταν μεγάλα πλεονεκτήματα στα χέρια του.
Η δράσις του υπήρξε ασφαλώς αποτελεσματική, το έργο του χρήσιμο και ουσιώδες. Ωστόσο δεν έφτασαν τις προσδοκίες και τις ελπίδες που είχε ξυπνήσει στο έθνος η άνοδος του στην εξουσία.
Η νομισματική αναπροσαρμογή του Απριλίου 1953, η έναρξις οικονομικών διαπραγματεύσεων με τις Ηνωμένες Πολιτείες, την Γαλλία, την Μεγάλη Βρεττανία και την Δυτική Γερμανία, η υπογραφή του Βαλκανικού Συμφώνου μεταξύ της Ελλάδος, της Τουρκίας και της Γιουγκοσλαβίας, η αναδιοργάνωσις του στρατού, συνέπεια της εισόδου της Ελλάδος στο ΝΑΤΟ, η αποκατάστασις της τάξεως στις δημόσιες υπηρεσίες, οι μεθοδικές πραγματοποιήσεις που ακολούθησαν στον τομέα των δημοσίων έργων, δεν ήταν λίγα' ήταν πολλά. Αλλά η μακρά ασθένεια και η βαθμιαία εξασθένισις του στρατάρχου Παπάγου απονεύρωναν όλο και περισσότερο την αρχικήν αλκή της ανανεωτικής δράσεως που επιχειρήθηκε υπό την διεύθυνσί του.
Αφού για μια στιγμή είχε συγκρατηθεί η άνοδος των τιμών, ξανάρχισε κι επιδεινώθηκε. Ο κρατικός προϋπολογισμός παρέμεινε ελλειμματικός, η πίστις δεν είχε αναστηλωθεί. Δεν υπήρχε εμπιστοσύνη στη δραχμή, και συνεπώς, ούτε αποταμίευσις, ούτε επενδύσεις. Μέσα σε τέτοιες συνθήκες, πως να κάνη κανείς μακροπρόθεσμες προβλέψεις, και πως να συνθέση ένα οικονομικό πρόγραμμα προσανατολισμένο σ' ένα καλύτερο μέλλον; Ο λαός που το αισθανόταν, άρχισε να κατέχεται και πάλι από δυσφορία κι ανησυχία/Η υπόθεσιςτης Κύπρου[2] περιπλέχτηκε στο βάθος ενός αδιεξόδου. Εξ αιτίας της, συμμαχίες διακυβεύονταν, ή τουλάχιστο κλονιζόταν η συνοχή τους, Όπως στα 1952, τα πράγματα χαλούσαν έναν άνδρα με σαφή συνείδησι των προβλημάτων και με χέρι δυνατό, για ν' αντικαταστήση τον πιλότο που λιγοθυμούσε και να κράτηση πάλι στη σωστή κατεύθυνσι το τιμόνι του πλοίου, πού είχε χάσει τον προσανατολισμό του.
Μετά τον θάνατο του στρατάρχου Παπάγου, στις 4 Oκτωβρίου 1955, ύστερ' από μιαν εξάμηνη ασθένεια, ο βασιλεύς Παύλος κάλεσε τον Υπουργό του των Δημοσίων Έργων Κωνσταντίνο Καραμανλή.
[1] Ακόμη μια ευκαιρία να συλλάβή κανείς ζωντανά την ασυναρτησία και την σύγχυση ενός τέτοιου πολιτικού κλίματος. Βασιλόφρων, προσωπικός φίλος του βασιλέως ο Παπάγος, είχε ιδεί κατά τη διάρκεια του τελευταίου χρόνου να μεταλλάζουν οι σχέσεις του με το Στέμμα. Είχαν φτάσει στο σημείο ώστε τη στιγμή που ο στρατάρχης ανήγγειλε την πρόθεσί του να εκθέση υποψηφιότητα, ο βασιλεύς δημοσίευσε ένα προσωπικό άρθρο εναντίον του. Παρατηρούσε τότε κανείς το εξής παράδοξο φαινόμενο: ένας πολιτικός σχηματισμός παραδοσιακά βασιλόφρων να παίρνη εχθρική θέσι απέναντι στον βασιλέα, ενώ το αντιβασιλικό Κέντρο, διαδήλωνε την αλληλεγγύη του προς το Στέμμα!
[2] Το ζήτημα της Κύπρου είναι ένας από τους κυκεώνες που γεννιούνται δω κι εκεί πάνω στη γη, όπως ένα κακό σπυρί πάνω στο δέρμα, και που επιτρέπει να μετρηθή η αυθαιρεσία ή ο παραλογισμός της διεθνούς πολιτικής ζωής.
Ή Ιστορία της Κύπρου ξεκινά εδώ και τρεις χιλιάδες χρόνια και συνδέεται από πολλούς αιώνες με τον Ελληνικό πολιτισμό. Ο πληθυσμός του νησιού είναι ελληνικός σε αναλογία 80%. Ωστόσο, οι Άγγλοι, κάτοχοί της από τον περασμένο αιώνα, αρνούνταν επίμονα ν' αναγνωρίσουν στον κυπριακό λαό ένα δικαίωμα που παραχώρησαν διαδοχικά σ' άλλους, λιγότερο εξελιγμένους της Ασίας και της Αφρικής λαούς: το δικαίωμα της αυτοδιαθέσεως. Το να αντιτάξουν, όπως κι έκαμαν, την μικρή τουρκική μειοψηφία στην ευρεία ελληνική πλειοψηφία, σήμαινε ((διαίρει και βασίλευε». Έτσι άνοιξαν στα σίγουρα μια πληγή κι έρριξαν εξ αρχής τον σπόρο της διαιρέσεως μέσα της.
Η πληγή αυτή φλεγόταν από ένα πυρετό, ιδιαίτερα υψηλό, κατά τα έτη 1955-1959. Για να δανειστούμε μιαν άλλη εικόνα από τον Πρόεδρο Καραμανλή, ήταν κατά τα χρόνια εκείνα, το επίκεντρο της ελληνικής εθνικής ζωής. Αδιάκοπα στο χείλος μιας βιαίας εκρήξεως, βασάνισε τις μέρες και τις νύχτες του. Οι αντίπαλοι του δεν διευκόλυναν βέβαια το έργο του. Το ζήτημα της Κύπρου έγινε, κι αυτό, ένα όπλο στα χέρια τους. Διαδηλώσεις στους δρόμους, αλλεπάλληλες κοινοβουλευτικές επιθέσεις, τόσα μέσα για να εμποδιστούν διαπραγματεύσεις δυσχερείς, αντίκρυ στην διπλή εχθρότητα της Αγγλίας και της Τουρκίας.
Με δυό λόγια, θα μπορούσε να πη κανείς πως οι προκάτοχοι του Κ. Καραμανλή είχαν επισπεύσει τα στάδια και τις αποφάσεις που απαιτούσαν λιγότερη βιασύνη. Γιατί το ν' αναλάβης πρόωρα αυτό τον εθνικόν αγώνα, εσήμαινε πως διατρέχης τον κίνδυνο της αμέσου ρήξεως με την Μεγάλη Βρεττανία και την Τουρκία, εσήμαινε πως καταδικάζεις απο πριν τη Βαλκανική Συνεννόησι και πως καθιστάς πολύ δυσχερή τη θέσι της Ελλάδος μέσα στην Ατλαντική Συμμαχία. Θα μπορούσε, άραγε, η Ελλάς να ζητήση συμπαράστασι από τους Ρώσους; Ανάμεσα σε συμφέροντα και δυνάμεις τόσο Ισχυρές και τόσο αντιφατικές, κινδύνευε κάθε στιγμή να συντριβή.
Ανάμεσα σ' αυτή τη Χάρυβδι και σ' αυτή τη Σκύλλα, ο Καραμανλής από επιταγή της λογικής κι από συνείδησι ανάγκης, λοξοπλοούσε. Οι συμφωνίες της Ζυρίχης και του Λονδίνου, καθιερώνοντας την ανεξαρτησία της Κύπρου, επέτρεπαν στην Ελλάδα να διασώση τις εκ παραδόσεως διεθνείς της σχέσεις. Αυτό είναι το πρώτο πλεονέκτημα τους. Υπήρχαν και άλλα: δημιουργούσαν μια γέφυρα προς την ένωσι του νησιού με την Ελλάδα, έσωζαν το Οικουμενικό Πατριαρχείο κι ό,τι απόμενε από τον Ελληνισμό της Κωνσταντινουπόλεως. Τούτο σημαίνει πώς ήταν τέλειες; Ασφαλώς όχι. Ποιες συμφωνίες, που συνάπτονται ύστερ' από διαπραγματεύσεις, δεν επιβάλλουν αμοιβαίες παραχωρήσεις που να μην είναι συμβιβασμοί; Η ρήτρα εγγυήσεως, ανάμεσα σ' άλλα, το δικαίωμα του βέτο πού παραχωρήθηκε στον αντιπρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας: αν γινόταν κακή χρήσις τους, θα υπήρχε κίνδυνος να ψευτίσουν την ίδια την έννοια της ανεξαρτησίας. Αλλ' οι συμφωνίες αυτές της Ζυρίχης και του Λονδίνου, παρ' όλο που είχαν δύσκολα συναφθεί, μέσα σ' ένα κλίμα δυσπιστίας, πάθους κι εθνικών εγωισμών, και παρ' όλο που έφερναν τα σημάδια αυτά, δεν απέκλειαν ωστόσο την ελπίδα πως η καλή θέλησις, η επιθυμία κατανοήσεως θα έκαμε τους ενδιαφερομένους μια μέρα να συγκλίνουν προς την εμπιστοσύνη και την φιλία. Ό χρόνος κι ή υπομονή θα βοηθούσαν στη βελτίωσί τους. Είναι γνωστό πώς τίποτε από αυτά δεν έγινε. Και είναι κρίμα.
Σχετικό: Η ζωή και το έργον του Αλ. Παπάγου.
Σχετικό: Η ζωή και το έργον του Αλ. Παπάγου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου