“μὴ συσχηματίζεσθαι τῷ αἰῶνι τούτῳ,
ἀλλὰ μεταμορφοῦσθαι τῇ ἀνακαινώσει
τοῦ νοὸς ὑμῶν”
(ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ 12,2)
ἀλλὰ μεταμορφοῦσθαι τῇ ἀνακαινώσει
τοῦ νοὸς ὑμῶν”
(ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ 12,2)
Στις αρχές της δεκαετίας του 1930, εμφανίζεται στις φιλολογικές συντροφιές και τους πνευματικούς κύκλους της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης αργότερα, ένας νέος, η συνεισφορά του οποίου στα ελληνικά γράμματα υπήρξε ανακαινιστική και η σκέψη του συνετέλεσε στον προσδιορισμό της έννοιας της ελληνικότητας και στην οριοθέτηση του νέου ελληνισμού ως προς την αρχαιότητα, τον χριστιανισμό, τη νεοελληνική λαϊκή παράδοση και τη σχέση του με την Ευρώπη.
Ο ποιητής, φιλόσοφος και κριτικός της λογοτεχνίας Γιώργος Σαραντάρης, γεννήθηκε στις 20 Απριλίου του 1908 στην Κωνσταντινούπολη και μεγάλωσε στην Ιταλία όπου η οικογένειά του με καταγωγή από την Πελοπόννησο είχε εγκατασταθεί λόγω των εμπορικών της δραστηριοτήτων. Σπούδασε νομικά στα πανεπιστήμια της Μπολόνια και της Ματσεράτα, ενώ από πολύ νέος ασχολήθηκε με την ποίηση και τη φιλοσοφία.
Από το 1931, οπότε και μεταβαίνει στην Αθήνα προκειμένου να εκπληρώσει τη στρατιωτική του θητεία, θα εγκατασταθεί μόνιμα στην Ελλάδα και θα αρχίσει την πάλη του, σε μια πνευματική περιπέτεια ανάλογη με του Σολωμού, για να καθυποτάξει την ελληνική γλώσσα, μια γλώσσα “κατ’ εξοχήν πλατωνική”, καθώς όπως έλεγε “η πατρίδα του ποιητή είναι η γλώσσα [...] οφείλει να επιστρέψει στην πατρίδα για ν’ αποδώσει στο έργο το ύφος που του αρμόζει, κείνη τη γραμμή που αποκαλύπτει «αλήθεια» τον πρόσκαιρο κόπο του ανθρώπου. Ήθος του ποιητή είναι η γλώσσα ˙ αυτή εμπεριέχει το έθνος (που για μας αντιπροσωπεύει ό,τι «η Πατρίδα κ’ η Πίστις» για το Σολωμό), και στο έθνος τόσο ο ποιητής όσο ο πολίτης πιστεύουνε”. Θα φτάσει μέχρι την άποψη ότι “μονάχα ελληνιστί η ποίηση μπορεί χωρίς φόβο να καταπιάνεται με ιδέες, να θίγει και να μη μολύνει ό,τι καθαρό έχει ο ανθρώπινος λόγος”. Συμμετέχει στην πνευματική ζωή του τόπου, τυπικά στα πλαίσια της λεγόμενης γενιάς του τριάντα, ουσιαστικά όμως ακολουθώντας μια ξεχωριστή προσωπική διαδρομή και αφήνοντας πλούσιο έργο. Πέρα από τις πέντε ποιητικές συλλογές, τα τρία φιλοσοφικά δοκίμια και αρκετές δημοσιεύσεις σε εφημερίδες και περιοδικά, μεγάλο μέρος του έργου του εκδόθηκε μετά το θάνατό του, ενώ μέχρι σήμερα μέρος του έργου του παραμένει ανέκδοτο και τα πρωτόλειά του είναι γραμμένα στα ιταλικά.
Συνδέθηκε με τον ιδεοκρατικό φιλοσοφικό όμιλο του Τσάτσου και του Κανελλόπουλου, με την ομάδα του Συκουτρή και του Δημοσθένη Δανιηλίδη, με τα ελληνικά γράμματα του Ανδρέα Καραντώνη. Στο αρχείο του έχουν βρεθεί επιστολές και επιστολόχαρτα του Εθνικού Παμφοιτητικού Συλλόγου, χωρίς όμως άλλη ένδειξη ενδεχόμενης περαιτέρω σχέσης του με την εθνικιστική οργάνωση. Στενή σχέση είχε επίσης με τον Ν.Γ. Πεντζίκη, τη Μελισσάνθη και τη Ζωή Καρέλη.
Είναι εκείνος που ανέδειξε και επηρέασε τον Ελύτη, “ο αιρετικός της ύλης αλλ’ ομόθρησκος των αετών”, όπως τον χαρακτήρισε ο τελευταίος σε ποίημα αφιερωμένο στη μνήμη του. Ο “ηλιοπότης” Ελύτης με τη λατρεία του ελληνικού φωτός, δεν πηγάζει απευθείας απ’ τον Περικλή Γιαννόπουλο, αλλά διαθλάται μέσα απ’ την επιρροή του Σαραντάρη.
Ο Σαραντάρης με ευρεία ευρωπαϊκή παιδεία, ανανέωσε την ελληνική ποίηση, που έμενε μέχρι τότε προσκολλημένη στα “κλαψοπούλια του καρυωτακισμού”, όπως έλεγε ο Καραντώνης, και επηρεασμένος από τον Ουγκαρέττι και τον ιταλικό ερμητισμό, με μικρά ελευθερόστιχα ποιήματα, προσάρμοσε τον μοντερνισμό με την ποιητική παράδοση του δημοτικού τραγουδιού και του Σολωμού. Η ποίησή του εκφράζει τη φιλοσοφία της χαράς, τη δοξολογία του φωτός, την αισιοδοξία.
Η φιλοσοφική σκέψη του είναι υποστασιακή και άμεσα κοινωνική. Επηρεασμένος από τον Πλάτωνα, τον χριστιανικό υπαρξισμό του Κίρκεγκορ, αλλά και τον Νίτσε, τον Τζιοβάνι Τζεντίλε και τον Ντοστογιέφσκι, διακηρύσσει την πίστη του στην αιωνιότητα της ύπαρξης του ανθρώπου και τη δυνατότητα να φτάσει στο απόλυτο. Πρόκειται για τη μετάβαση από το άτομο στον άνθρωπο, μέσω της μελέτης του θανάτου και της προσπέλασης του Θεού - Ανθρώπου. Άλλος άξονας της σκέψης του είναι ο αντιδυτικισμός: “Η φιλοσοφία της Ευρώπης είναι φτωχή και ανεπαρκής για την τωρινή νεότητα ακριβώς γιατί σα φιλοσοφία δε νίκησε το φόβο του θανάτου”, θα πει και θα τονίσει την ανεπάρκεια του δυτικού πολιτισμού. Κεντρική θέση που αφορά την αυτοσυνειδησία του νέου ελληνισμού είναι αυτή ακριβώς η άτεγκτη αντιδυτική στάση. Χωρίς να προβάλλει κάποιο ασκητικό ιδεώδες ή κάποιο πρότυπο αναχωρητισμού, με κατάφαση στη ζωή και στην πλησμονή του έρωτα, ο Σαραντάρης αντιτάχθηκε στον “ηδονισμό”, μια έννοια που περιέκλειε τον υλιστικό προσανατολισμό της ζωής, τον ατομισμό και τον κερματισμό - διάσπαση του ανθρωπίνου προσώπου, τη γνωσιοκρατία και τον εμπειρικό σχετικισμό. Οραματιζόταν μια υπερβατική συγκρότηση της κοινωνίας: “Η ομιλία μου στους διπλανούς μου, όταν πηγάζει από κείνο τον εαυτό μου που πιστεύει στη ζωή, είναι ειλικρινής, είναι γνήσιο προϊόν της αιωνιότητάς μου, δεν επηρεάζεται απ’ το χώρο και απ’ το χρόνο˙ και όταν μια τέτοια ομιλία γεννάει τη συνεννόηση των ατόμων, γεννάει δηλαδή την κοινωνία, τότε η κοινωνία δεν επηρεάζεται απ’ το χώρο και απ’ το χρόνο, μια παρόμοια κοινωνία μπορεί ήσυχα να σκεφτεί το θάνατο, μπορεί με παρρησία, που δεν αποκλείει την ταπεινότητα, ν’ ατενίσει το Θεό”. Εκτιμούσε ιδιαίτερα τον Περικλή Γιαννόπουλο που στάθηκε “ο πιο θερμός, ο πιο ενθουσιώδης κι ο πιο πειστικός υποστηρικτής της ανωτερότητας της ελληνικής φυλής” και ο οποίος “πιο γνήσια από κάθε άλλο νεοέλληνα στον αιώνα μας αντιμετώπιζε θεωρητικά το πρόβλημα του νεοελληνισμού. Προπάντων η αντιευρωπαϊκή του θέση, μ όλο το βάρος της ευθύνης που σηκώνει, θα σταματήσει την προσοχή και της δικής μας και των γενεών που θα έρθουν όταν από τη βάση ατενίζεται ο προορισμό τους έθνους”. Της ίδιας ποιότητας ήταν η γνώμη του και για τον Σπυρίδωνα Ζαμπέλιο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου