Μίαν ημέραν εις την Βέρροιαν, ενώ ειργαζόμην εις το γραφείον μου μετά των αξιωματικών μου, έρχεται ο σύνδεσμος της III Μεραρχίας (Δαμιανού) και μοι αναφέρει ότι η Μεραρχία επανεστάτησεν, οι στρατιώται φωνάζουν «ψωμί, ψωμί» και ότι η επιμελητεία ήτο ανίσχυρος να εύρη άρτον και τρόφιμα. Η κατάστασις ήτο θλιβερά και ηπειλείτο η διάλυσις της Μεραρχίας, διότι οι αξιωματικοί ήσαν ανίσχυροι να επιβληθώσι. Απησχολημένος ως ήμην, απήντησα, χωρίς να σκεφθώ: «Και τί ημπορώ να κάμω εγώ; ας φροντιση ο κ. Μέραρχος». Αναλογισθείς όμως τον κινδυνον έτρεξα προς τον Διάδοχον και ανέφερον εις αυτόν τα διατρέχοντα. Ο Κωνσταντίνος μοι απήντησε: «Και τι θέλεις να κάμω εγώ;».Εν τη απορία μου τω είπον: «Να ιππεύσητε, Υψηλότατε, και να μεταβήτε εις τον καταυλισμόν της Μεραρχίας και να τους εμψυχώσητε». Πράγματι ο Αρχηγός διατάσσει και του φέρουν τον ίππον του και μεταβαίνει εις την επισταθμίαν της III Μεραρχίας, ευρισκομένην έξω της πόλεως παρά τον σιδηροδρομικόν σταθμόν Θεσσαλονίκης. Άμα έφθασεν εκεί ο Διάδοχος, oι στασιασταί στρατιώται τον περιεκύκλωσαν ζητούντες «ψωμί". Τους ωμίλησε περί πειθαρχίας, τους συνέστησε να πειθαρχήσωσιν εις τους αρχηγούς των, να κάμωσιν υπομονήν και τα τοιαύτα, Η φωνή όμως του στομάχου των στρατιωτών ήτο ισχυρότερα και πειστικοτέρα της φωνής του Αρχιστρατήγου, της φωνής της πειθαρχίας, και ο Διάδοχος ευρέθη εις λίαν δυσχερή θέσιν. Τότε τους εφώναξε: «Ε, λοιπόν τί θέλετε;». «Ψωμί- ψωμί» εφώναξαν. Καi o Κωνσταντίνος με την επιβλητικήν του φωνήν τους φωνάζει : «Να, εκεί πέρα είναι η Θεσσαλονίκη, πηγαίνετε εκεί, να εύρετε ψωμί». Οι στρατιώται, οιστρηλατηθέντες με την λέξιν Θεσσαλονίκη, συνήλθον και εζητωκραύγασαν υπέρ του Διαδόχου και με τας ζητωκραυγάς αυτάς εκάλυψαν τας φωνας των στομάχων. Η στάσις κατεστάλη' κατόπιν η Έπιμελητεία ευρήκε, ίσως χρησιμοποιήσασα την συνταγήν του Διάδοχου, τα αναγκαιούντα τρόφιμα.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου