1. ΠΡΩΤΗ ΜΑΡΤΙΟΥ 1935
Επί τέλους. Η ημέρα που επεριμέναμε με τόσην υπομονήν και αγωνία έφθασε. Αν δεν συμβή κανένα απρόοπτο , καμία προδοσία το βράδυ στις 6.30 θα δώσωμεν την μεγάλην μάχην μας. Παντού εις τον Ναύσταθμο, στα καράβια, στην Αθήνα, στην Κρήτη, στη Μακεδονία , στα Νησιά και στη Θράκη, περιμένουν το σύνθημα εκατοντάδες αξιωματικών.[1] Στη Βάσι Υποβρυχίων δίδονται οι τελευταίες οδηγίες στους αξιωματικούς, στους μεμυημένους και στους υπαξιωματικούς που απολαμβάνουν απολύτου εμπιστοσύνης.
Είναι μεγάλη η αποφασιστικότης και η προθυμία , με την οποίαν τις δέχονται. Εκείνο που προέχει παντός άλλου είναι η παρακολούθησις των κινήσεων των κυβερνητικών. Μήπως μας κατάλαβαν;
Το μεσημέρι μετά το φαγητό , έχουμε την πρώτη ευχάριστη ένδειξι. Ο διοικητής της Βάσεως Υποβρυχίων, κυβερνητικός, ντυμένος πολιτικά, περιμένει το σάλπισμα της δευτέρας επιτελίδος για να βγη. Επομένως,δεν έχουν καμμία πληροφορία. Βγαίνουν επίσης μερικοί άλλοι κυβερνητικοί αξιωματικοί. Καλό σημάδι. Μα τότε τι σημαίνουν οι ιδιαίτερες κουβέντες του οπλονόμου της Βάσεως με διάφορους Λαϊκούς αξιωματικούς; Και γιατί μόλις βλέπουν κανένα αντίθετον σταματούν αποτόμως;
Οι μεγαλύτεροι συντελεσταί της επιτυχίας μας είναι ο αιφνιδιασμός και η αποφασιστική ταχύτης, με την οποίαν πρόκειται να δράσωμε. Και είναι αναγκαία μεν, αλλά και επαρκή στοιχεία απέναντι αυτών που διαθέτουν οι κυβερνητικοί, της επισήμου δηλαδή εκπροσώπήσεως του νόμου και της υπεροχής εις την ένοπλον δύναμιν.Γι αυτό δεν μας ενδιαφέρει αν τη Παρασκευή το βράδυ θα βρίσκονται στο Ναύσταθμο και στα καράβια πολλοί ή λίγοι Λαϊκοί αξιωματικοί. Φυσικά είναι προτιμότερο να βρεθούν λίγοι για ν αποφευχθή η πιθανή αιματοχυσία . Μ' αυτή την εντύπωσι ένας ανώτερος αξιωματικός των υποβρυχίων θέλει οπωσδήποτε ν' απομακρύνη ένα κυβερνητικόν υποπλοίαρχον, ο οποίος λόγω υπηρεσίας δεν επρόκειτο να βγη. Ματαίως οι άλλοι επαναστάται αξιωματικοί προσπαθούμε να τον πείσωμε, ότι μια τέτοια ενέργεια αφ' ενός μπορεί να αποβή επικίνδυνος επειδή θα προκαλέση υπονοίας και αφ' ετέρου θα δώση την εντύπωσιν , ότι η ενέργεια αυτή ωφείλετο εις φόβον μας.
Εν πάσει περιπτώσει, κατά τις 3.30' ένα τηλεφώνημα εξ Αθηνών ειδοποιεί τον κυβερνητικόν υποπλοίαρχον, ότι πρέπει να ανέβη στην πρωτεύουσα, διότι η σύζθγός του ασθενούσε. Και τότε συνέβη εκείνο , το οποίον οι άλλοι εφοβήθημεν. Ο υποπλοίαρχος , ο οποίος δεν επρόφθασε να πάρη άλλες πληροφορίες από το επίτηδες εγκαλιρως αποσυρθέν πρόσωπον της τηλεφωνικής γραμμής , εζήτησε τηλεφωνικώς το ξενοδοχείον "Παλλάδιον" μετά του διευθυντού του οποίου συνεδέετο και τον παρεκάλεσε να αποστείλη υπάλληλον εις την ασθενούσαν σύζυγόν του , τα αποτελέσματα δε της επισκέψεως αυτής να του τξλεφωνηση εις την Βάσιν των Υποβρυχίων.
Η καχυποψία -ίσως και απλή ανησυχία - του υποπλοιάρχου, την οποίαν όμως είχε την αφέλειαν να εκμυστηρευθή εις επαναστάτην αξιωματικόν , ήτο φυσικόν να μας θορυβήση.
Τι θα συνέβαινεν εάν εκ του ξενοδοχείου τον επληροφόρουν ότι η σύζυγός του είναι απολύτως καλά και ότι κανείς εκ των οικοίων του δεν ετηλεφώνησεν; Δεν ήτο πλέον ή βέβαιον , ότι εις την κεκορεσμένην από υποψίας ατμόσφαιραν της 1 Μαρτίου θα προσετίθετο μία πειστική ένδειξις περί προσπαθείας προς απομάκρυνσιν των Λαϊκών αξιωματικών; και δεν θα έσπευδεν ο εν λόγω υποπλοίαρχος να θέση υπ όψιν του αρχηγού των υποβρυχίων τα του τηλεφωνικού κόλπου; Ασφαλώς τότε θα ελαμβάνοντο μέτρα ασφαλείας και η όλη υπόθεσις θα απετύγχανεν οικτρώς.
Δυστυχώς ήτο αργά και δεν μπορούσαμε να αντιδράσωμεν αποτελεσματικώς.
Ο επαναστάτης κυβερνήτης του υποπλοιάρχου προσεπάθησε να τον απασχολήση υπηρεσιακώς κατα το δυνατόν επί περισσότερον χρόνον. Τρεις δε επαναστάται αξιωματικοί , σπεύσαντες εις διαφόρους τηλεφωνικούς σταθμούς , ήσαν έτοιμοι , ώστε εις περίπτωσιν προσπαθείας του υποπλοιάρχου να επικοινωνήση τηλεφωνικώς με τας Αθήνας, να ματαιώσουν την επικοινωνίαν του , αιτούντες ταυτοχρόνως γραμμήν Αθηνών.
Ευτυχώς η ώρα ήτο πλέον 5 .15' και ο υποπλοίαρχος εκείνος δεν είχε τηλεφώνημα εξ Αθηνών. Εις τας 5.30' η βενζινάκατος η μεταφέρουσα τους αξιωματικούς της εξόδου θα ανεχώρει και απελπισθείς φαίνεται να περιμένη ή και σκευθείς ότι ήτο προτιμότερον να εξέλθη , απεφάσισε να ντυθή πολιτικά και να αναχωρήση. Πράγματι με το δρομολόγιον των 5.30' και υπό την γενική πλέον ανακούφισιν- διότι η αναχώρησίς του εσημαινεν , ότι ουδέν το θετικόν υποψιάσθη- ανεχώρησεν και αυτός. Εις την Βάσιν Υποβρυχίων δεν έμειναν εκ των Λαϊκών , παρά ο αρχιεπιστολεύς, δύο κυβερνήται υποβρυχίων , ο κυβερνήτης της "Αύρας", δύο οικονομικοί αξιωματικοί και είς ανθυποπλοίαρχος μηχανικός.
Ο αρχηγός των υποβρυχίων , ο οποίος προ ημισείας ώρας επίσης μας ανησύχησε , διότι όλως αιφνιδίως μετέβη και συνειργάσθη με τον διευθυντήν του Ναυστάθμου , τον και αρχηγόν του στόλου , υποναύαρχον Ρουσσέν, ανεχώρησε και αυτός δια βενζινακάτου εις Πέραμα, πρo της "Ευκαιρίας" των 5.45.
Επομένως τα πράγματα δια την Βάσιν των Υποβρυχίων τουλάχιστον παρουσιάζοντο εξαιρετικώς ευχάριστα και προοιώνιζον την πλήρη επικράτησίν μας.
Περί ώραν 6ην , οι επαναστάται υπαξιωματικοί. οι οποίοι είχον εντολήν να μη εξέλθουν , ήρχισαν καλούμενοι εις τα δωμάτια των επαναστατών αξιωματικών , δια να προμηθευθούν περίστροφα και πυρομαχικά όπλων , τα οποία αμέσως με την έκρηξιν της επαναστάσεως θα αφήρπαζαν εκ των οπλοστασίων.
Υποσημειώσεις:
[1] Ο στόλος την 1ην Μαρτίου 1935 περιελάμβανε τα ακόλουθα εν ενεργεία σκάφη : το καταδρομικόν Γ. Αβέρωφ (10.000 τόννων, κύριος οπλισμός 4 τηλεβόλα των 23.4 και 8 των 19.5), το εύδρομον Έλλη (2.600 τόννων, κύριος οπλισμός 3 πυροβόλα των 15.2), δύο αντιτορπιλλικά τύπου Κουντουριώτης, τα Ψαρά και Σπέτοαι (1350 τόννων, 4 πυροβόλα των 12), τρία αντιτορπιλλικά τύπου Λέων, τα Ιέραξ, Πάνθηρ και Λέων (1033 τόννων, 6 πυροβόλα των 10.2), τρία τορπιλλοβόλα, τα Θύελλα, Σφενδόνη και Νίκη (400 τόννων, 2 πυροβόλα των 88 χιλ.) και πέντε υποβρύχια. Ο Χατζηκυριάκος είχε τοποθετήσει κυβερνήτας αξιωματικούς αφωσιωμένους εις την κυβέρνησιν. Του Αβέρωφ τον πλοίαρχον Νικοτσάραν, της Έλλης τον αντιπλοίαρχον Σιώκον, των Ψαρών τον αντιπλοίαρχον Ξηρόν, των Σπετσών τον αντιπλοίαρχον Παπαγιαννόπουλον, του Ιέρακος τον αντιπλοίαρχον Σκουφόπουλον, του Πάνθηρος τον αντιπλοίαρχον ΓΙαγκάραν, του Λέοντος τον αντιπλοίαρχον Κορτέσην, της Θυέλλης τον πλωτάρχην Κωνσταντινίδην, της Νίκης τον αντιπλοίαρχον Θεοφανίδην και της Σφενδόνης τον πλωτάρχην Τσάφον. Μόνον εις τα υποβρύχια ήσαν τρεις κυβερνήται βενιζελικών φρονημάτων, λόγω της ειδικής εκπαιδεύσεως που εχρειάζετο δια τα σκάφη ταύτα : Οι πλωτάρχαι Μπενάς, Λάσκος καί Γκιόκας. Αρχηγός του Στόλου και διοικητής του Ναυστάθμου ήτο ο υποναύαρχος Ρουσσέν, με αρχιεπιστολέα τον αντιπλοίαρχον Σιώκον δια τον Ναύσταθμον και τον αντιπλοίαρχον Πινότσην δια τον Στόλον. Επί πλέον, ο Χατζηκυριάκος είχε λάβει ειδικά μέτρα ασφαλείας του Ναυστάθμου καί της νησίδος Λέρου, όπου η αποθήκη πυρομαχικών. 136 άνδρες απετέλουν την φρουράν του Ναυστάθμου και 24 της Λέρου. Ούτοι είχον ειδικώς εκπαιδευθή, ετέλουν δε υπό την διοίκησιν του ανθυποπλοιάρχου πληρωμάτων Σ. Σπυρομήλιου. Η φρουρά ήτο εξωπλισμένη με όπλα και πολυβόλα. Εις τον λόφον του Ναυστάθμου ήτο πυροβολείον με ένα ταχυβόλον των 7.5. Εις τας έναντι του Ναυστάθμου ακτάς του Περάματος και του Σκαραμαγκά υπήρχον φυλάκια εκ χωροφυλάκων ειδικώς επιλεγμένων. Επίσης, ο σταθμός Χωροφυλακής Πυριτιδοποιείου, λόγω του ότι από την τοποθεσίαν αυτήν ημπορούσαν να διέλθουν μεταβαίνοντες προς Πέραμα, απετελείτο από αξιωματικούς και άνδρας φανατικώς αντιβενιζελικούς. Τέλος ρυμουλκόν, ειδικώς εξωπλισμένον, εξετέλει περιπολίαν από της δύσεως μέχρι της ανατολής του ηλίου εις το στενόν της Σαλαμίνος. Πέραν τούτου ο Χατζηκυριάκος διέταξε και αφηρέθησαν τα πώματα των κυλίνδρων των μηχανών του Αβέρωφ, τα οποία εναποθηκεύθησαν εις ασφαλές μέρος του Ναυστάθμου. Άνευ των πωμάτων, αι μηχαναί του καταδρομικού δεν ήτο δυνατόν να τεθούν εις κίνησιν. Επίσης απηγόρευσε την χορήγησιν πυρομαχικών εις τα σκάφη.(ΔΑΦΝΗΣ ΓΡ. : H ΕΛΛΑΣ ΜΕΤΑΞΥ ΔΥΟ ΠΟΛΕΜΩΝ 1923-1940 Τόμος Β σελ 309-10)
Αποσπάσματα του ημερολογίου του τότε Ανθυποπλοιάρχου Ν. Καλιανέση δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ τον Μάιο του 1935.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου