Το να καθήσω να περιγράψω με λεπτομέρειες τους εξευτελισμούς και τα βασανιστήρια που υποφέραμε ως να μας κλείσουνε στο έρημο συρματόπλεγμα του στρατοπέδου αιχμαλώτων, μου κοστίζει πολύ και τ' αφίνω..
Εκείνο το συρματόπλεγμα όμως πρέπει να μείνη στην ιστορία, για να θυμίζη στους δικούς μας, που είχανε περιποιηθή τόσο ανθρωπιστικά τους Τούρκους αιχμαλώτους, ότι αυτό το λάθος δεν πρέπει να το κάμουνε δεύτερη φορά...
Έξη μέρες εμείναμε διψασμένοι και νηστικοί, πεταγμένοι στο ύπαιθρο σαν τα σκυλιά, στο διάστημα εκείνο εγνώρισα με φρίκη τη φοβερή όψι που παίρνει ο άνθρωπος άμα λυσσάξει!...γιατί πολλοί δυστυχισμένοι αιχμάλωτοι πεθάνανε με τρομερή αγωνία, επειδή δέν είχανε ούτε μια σταγόνα νερό έξη μέρες!
Γιά μισό κύπελο νεράκι έδωσα τότε σ' έναν αγριότουρκο το φτωχό μου ρολογάκι!...τι καλά που δεν το είχα πουλήσει στο Αφιόν!..μ' έσωσε από θάνατο φοβερό.
Τα περίφημα κολλαριστά χιλιάρικα που είχανε κρύψει μερικοί από την συμπλοκή του Εϋρέτ, εχάσανε την αξία τους, αφού οι Τούρκοι φαντάροι δεν τα γνωρίζανε..κ' έτσι με ολόκληρο χιλιάρικο ήταν αδύνατο να πάρη κανείς και μια σταγόνα έστω νερό!...
Κάποιος έτυχε να κρατά μια δεκάρα του Όθωνος ' την έτριψε με χώμα και γυάλισε σαν χρυσάφι...με τη δεκάρα εκείνη πήρε δύο τενεκέδες νερό, και οι Τούρκοι κοντέψανε να σκοτωθούνε μεταξύ τους...ποιος να την πρωτοαρπάξη.
Η αγωνία της δίψας ανάγκασε τους πειό απελπισμένους να σκάψουνε στη γη πηγάδι, με μία ελπίδα πως θα βρίσκανε λίγο νερό' οι Τούρκοι στην αρχή γελούσανε.. .όταν όμως είδανε πως το πηγάδι εβάθαινε πολύ με την υπεράνθρωπη προσπάθεια των δυστυχισμένων φαντάρων που εδούλευαν νύχτα-μέρα. ελύσσαξαν από το κακό τους...χτυπώντας άγρια, μέχρι σκοτωμού τους σκελεθρωμένους αιχμαλώτους, που η λαχτάρα της δίψας τους έδινε δύναμι και να σκάβουνε ακόμη, ενώ ήσαν ετοιμοθάνατοι' αρπάξανε τα δυο παληόφτυαρα, που με αυτά είχανε σκάψει ένα βάθος από δυόμιση μέτρα, και είδα τότε τα φτωχά παιδιά να σκάβουνε το χώμα με μυτερές πέτρες, και με τα νύχια τους.
Άλλοι παλαβωμένοι ολότελα, εγυμνωθήκανε και πέσανε στους βρωμερούς λάκκους των αποχωρητηρίων, ζητώντας από εκεί να πάρουν λίγη..δροσιά!
Πώς άνθεξα και είδα, και πέρασα τα φοβερά εκείνα μαρτύρια; Συστηματικά, διαλεγμένα για να θανατώνουν σιγά-σιγά τον άνθρωπο, για να βλέπη και ο ίδιος με τα μάτια του τον απαίσιο θάνατο που ερχώτανε αγριωπός να τον πάρη! 'Εξω από τα συρματοπλέγματα οι Τούρκοι μας κυττούσανε...γελώντας και επίνανε το δροσερό νεράκι από τα γύρω πηγάδια με τρόπο επιδεικτικό, ενώ εμείς πεθαίναμε της δίψας. ..ετρωγανε λαχταριστά φρούτα τη στιγμή που εμείς πεινούσαμε, ήμαστε νηστικοί από δέκα ημέρες!
Πολλές φορές επαίζανε κάποιο βάρβαρο παιγνίδι εις βάρος της δυστυχίας μας... ένας τσαούσης λοχίας ερχώτανε και μας έλεγε νά βγούμε από τό συρματόπλεγμα γιά νερό... Ο τόπος επλημμύριζε τότε κοντά στην έξοδο από ανθρώπους - φαντάσματα, που είχανε ζωγραφισμένη στην όψι τους τη λαχτάρα της δίψας, της πείνας! Και κείνα τα σκυλιά που δεν έχουνε άνθρώπινη καρδιά, που είνε μεγάλο στίγμα για τον πολιτισμό του αίώνά μας, επέφτανε πάνω στο σωρό με ξύλα τεράστια, και χτυπούσανε αλύπητα κλείνοντας τα μάτια...Όποιος έτρωγε μιά δέν ήθελε και δεύτερη..Έτσι λυ-γίζανε τα κακόμοιρα παιδιά, σαν τα στάχυα κάτω από το δρεπάνι, και πέφτανε στη γη ματοκυλισμένα. Ο επιθανάτιος βόγγος τους που ήτανε ικανός και θεριά να μαλακώση, έκανε τους Τούρκους να γελούνε!
Και ο ίδιος έφαγα μια στο κεφάλι μ' ένα χονδρόξυλο, και όπως έπεσα κάτω ζαλισμένος εσκέφθηκα με άγρια χαρά πως επί τέλους: θα πέθαινα!.. Θα τελείωναν για μένα τα μαρτυρία' έζησα όμως κ' έφαγα το πικρό ψωμί της σκλαβιάς επί οχτώ μήνες. Έζησα για να δω και άλλα βασανιστήρια, νάα κλάψω πολλούς από τους συμμαθητάς μου τ' Ουλαμού, που πεθάνανε από εξανθηματικό, κρυοπογήματα καί τόσες άλλες αρρώστειες.
Άμα περάσανε οι πρώτες έξη μέρες, και οι Τούρκοι δεν είχανε πειά κανένα φόβο να γυρίση πίσω ο νικημένος στρατός, άμα δηλαδή πιστέψανε και αυτοί πως πραγματικά ενικήσανε, αφού η καταστροφή συνεπήρε και ξερρίζωσε ολόκληρο τον Ελληνισμό από τη Μικρασία, προ πάντων όμως άμα κουραστήκανε από το εύκολο σκότωμα τόσου άμαχου καί άοπλου κόσμου, αποφασίσανε, για τα μάτια της Ευρώπης, να κάμουν ένα στρατόπεδο για τους αιχμαλώτους.
Τις πρώτες μέρες του Σεπτέμβρη ο λοχαγός Τζεμάλ-βέης εζήτησε τη βοήθεια των ουλαμιτών, να οργανώση ανθρωπινώτερα το στρατόπεδο μας.
Τη μέρα που αδειάσαμε το πρώτο συρματόπλεγμα ευρήκαμε πάνω από τρακόσα πτώματα μέσα... πτώματα που είχαν αρχίσει να σαπίζουν, και όμως εμέναμε κοντά τους, εκοιμώμαστε στο χώμα πλάϊ τους τόσα ημερόνυχτα!. Πώς να περιγράψη κανείς τη φρικτή εικόνα που παρουσιάσθηκε στα μάτια μας; Και όμως: οι Τούρκοι εψάχνανε ακόμη και τα πτώματα εκείνα με τήν ελπίδα κάτι νά κλέψουν!
Αλλά καΙ όσοιμείναμε ζωντανοί από την κόλασι εκείνη, μήπως είχαμε καλλίτερη εμφάνισί;... περισσότερη δύναμι;... Εκείνοι άψυχα πτώματα· εμείς πτώματα πού μας κινούσε το ένστικτο.....
Οργανώσαμε δεκαεφτά λόχους με δύναμι 305 αιχμαλώτων τον καθένα. Λοχαγοί διοριστήκανε ουλαμίτες με καθήκοντα να φτιάσουν μητρώα, να επιβλέπουν τη διανομή του συσσιτίου (;), να κάνουν τακτικά προσκλητήρια και να ορίζουν κάθε μέρα τις αγγαρείες που θα πηγαίνανε στην πόλι για δουλειά.
Με την ελπίδα να σώσουμε όσο μπορούσαμε περισσότερους αιχμαλώτους από τα νύχια των Τούρκων και της αρρώστειες εβάλαμε όλη τη δύναμι μας στην εκπλήρωσι της θλιβερής αποστολής μας. Πρώτοι λοχαγοί τοποθετηθήκανε οι ουλαμίτες: Χριστόπουλος, Λάζος, Καραδήμας, Γαβαλάς, Γούτας, Καραβούλης, Χατζηδάκης, Λαμπρίδης, Λαμπρόπουλος, Πάλλας Ροζάκης Γ, Τσάκαλος, Ροζάκης Σταμ., Λαγογιάννης, Χρήστου, Ζουμάκης, Βερνάρδος.
Οι γιατροί μας: Δελακοβίας, Παπαδόπουλος, Αποστολίδης καί Μπόσακας βοηθήσανε με πραγματική αφοσίωσι στη σωτηρία των αρρώστων και πληγωμένων, κ' έτσι το θανατικό ελιγόστεψε μέσα στο καινούργιο στρατόπεδο.
Κάποια μέρα ο επίατρος Χατζηπέτρος ήρθε στο στρατόπεδο με τον Τζεμάλ-βέη και διάλεξε τους πειό ευπρεπισμένους από μας, έφτιασε μία φάλαγγα από εκατό πάνω-κάτω, καί πήγαμε στήν πόλι.
Στο νοσοκομείο είχε πεθάνει ο ταγματάρχης Γιώτης Ξ. , και οι Τούρκοι εδώσανε στον Χατζηπέτρο την άδεια να τον θάψουμε στο χριστιανικό νεκροταφείο με κάποια πομπή για τον βαθμό του.
Πώς μου φάνηκε όταν περνούσαμε σε τετράδες τους δρόμους του Ουσάκ , και ο Χατζηδάκης έδινε βήμα!... Κουρελιασμένοι, μισοξυπόλυτοι , ασθενικοί ενοιώσαμε παρ' όλα αυτά βαθειά συγκίνησι και περηφάνεια που αξιωθήκαμε να λογαριασθούμε από τους Τούρκους άνθρωποι.Οι κάτοικοι του Ουσάκ μας κυττούσανε σαν μουδιασμένοι!... το ρυθμικό εκείνο βήμα τους είχε ξαφνιάσει...τους εθύμισε όπως και σε μας, την εποχήν που ο ελληνικός στρατός πατούσε στα καλντηρίμια τους και βροντούσε' τους εθύμισε την ομορφιά που είχε τότε το Ουσάκ, τη ζωηρή κίνησι, τα πολλά φώτα και τις μουσικές, και προ πάντων το χρήμα που έπεφτε άφθονο στα χέρια τους από το στρατό μας.
Όλ' αυτά τους τα θύμισε, όπως τα θυμηθήκαμε και μεις, βλέποντας την ερημιά και τη βρώμα του Ουσάκ, που σε τόσο λίγο καιρό - δύο μήνες—επήρε και πάλι την όψι Τούρκικου χωριού...
Και στη συνάντησι της ίδιας σκέψης με κείνους, μας ήρθανε δάκρυα στα μάτια, κ' ένα μικρό παράπονο εφούσκωσε τα στήθεια μας, για τη διαγωγή που εδείξανε σε μας, ενώ στα χέρια μας είχανε όλη την ελευθερία και ζούνε σαν άνθρωποι, να πλουτίζουνε, να γλεντούν.
Ο ταγματάρχης Γιώτης ήτανε ξαπλωμένος με τη λινοστολή του πάνω σ' ένα φορείο' τον πήραμε στον ώμο 4 και κάθε τόσο αλλάζαμε , ως που ολόκληρος ο Ουλαμός αξιώθηκε της τιμής νά δεχθή το ιερό βάρος του λειψάνου ενός από τους καλλιτέρους αξιωματικούς της Στρατιάς , που η μαύρη Μοίρα ηθέλησε να βάλη φρουρό αιώνιο σε μια γωνιά της σκλαβωμένης χώρας, για να θυμίζη στις γενεές του πανελληνίου τα ιερά δικαιώματα του αίματος και της ιστορίας.
Περνώντας από την ελληνική συνοικία ερειπωμένη άκρη ώς άκρη, εφθάσαμε στο νεκροταφείο μας. Η μανία των Τούρκων έφθασε και στο απαραβίαστο εκείνο άσυλο του ανθρώπινου πόνου!...οι σταυροί, τα μάρμαρα, η καγγελόπορτα. οι πέτρες αυτές από το μανδροτοίχισμα ελείπανε ... δυο-τρεις σταυροί ξυλένιοι , σπασμένοι κι΄ αυτοί, εδείχνανε στο διαβάτη πως κάποια φορά εκεί ,βρισκώτανε το νεκροταφείο ...
Εθάψαμε τον νεκρό , σ' ένα ταπεινό λάκκο και ο Χατζηπέτρος εδιάβασε μερικές ευχές της εκκλησίας μας από ένα βιβλιαράκι που έτυχε να σώση ... Με την καρδιά σφιγμένη εγυρίσαμε πάλι στο στρατόπεδο. κ' ένας πικρός στοχασμός εκέντριζε το νου μας :ο νεκρός ησύχασε στην αιωνιότητα ' ποια τύχη περιμένει εμάς τους άλλους :
Και ξέσπασε στο κεφάλι μας ένας βαρύς χειμώνας, που βοήθησε τους Τούρκους να μας ξεπαστρέψουνε μίαν ώρ' αρχήτερα!... Στο στρατόπεδο έπεσε τύφος εξανθηματικός, και οι πεθαμένοι εφθάσανε τους πενήντα την ημέρα! Οι άρρωστοι γεμίσανε τα πρόχειρα νοσοκομεία, καί από κει τους κουβαλούσαμε κατ' ευθείαν στο λάκκο... Νοσοκομεία κάμποσες βρώμικες αποθήκες, χωρίς θέρμανσι, χωρίς ήλιο ,χωρίς φάρμακα, χωρίς κρεββάτια.
Με την επιδημία πεθάνανε τότε και οι γιατροί Παπαδόπουλος καί Μπόσακας, θύματα της αφοσιώσεως και του καθήκοντος.
Τί να πω για το θανατικό που έπεσε στους φτωχούς ουλαμίτας; Εχάσαμε πάνω από τριάντα λαχταριστά παιδιά που τα ονόματά τους μου είνε αδύνατο να τα θυμηθώ με τη σειρά.
Κάνω μνημόσυνο σ' αυτή τη σκιά της ιστορίας για τους: Αγγελίδη, Χρήστου, Ρίζο, Λάζο, Χριστόπουλο, Ζουμάκη, Λαζάρου, Ζαφειρόπουλο, Ροζάκη Α. , Σουλή, Δρούτσα, Κωτσόπουλο, Σταυρουλάκη, κ.α. που εχαθήκανε στη φοβερή εκείνη θεομηνία, με το παράπονο πως οι κόποι τους επήγανε στο βρόντο, πως η ελπίδες τους εσκορπιστήκανε μέσα στην ανεμοζάλη της εθνικής καταστροφής...
Και όσοι απομείναμε ζωντανοί επροσπαθούσαμε με κάθε θυσία να σώσουμε το στρατόπεδο από τα νύχια της αρρώστειας και του απάνθρωπου Τούρκου.
Ο άλφα λόχος αιχμαλωτίσθηκε στο Οτουράκ-Τσιφλίκ μαζύ με τη μεγάλη φάλαγγα Τρικούπη' από τη στιγμή που είχαμε χωρισθή πάνω στην κορφή του Μουράτ-Νταγ δεν τους ξανασυναντήσαμε παρά μόνο μετά την επιστροφήν μας στην Ελλάδα.
Πολλοί από αυτούς εμείνανε στο στρατόπεδο αιχμαλώτων του Αφιόν-Καραχισάρ και άλλοι μετατοπισθήκανε στο Τάλας της Καισαρείας. Οι πρώτοι, πηγαίνοντας στις αγγαρείες των Τούρκων, περνούσανε από τα γνώριμα μέρη του Αφιόν, εκεί που είχαμε νοιώσει τόσα Μεγαλεία, και φυσικά αισθανθήκανε βαθύτερα την πίκρα της σκλαβιάς, αφού διαβαίνανε κουρελιασμένοι και νηστικοί με τη βάρβαρη συνοδεία των Τούρκων, έξω από το παληό μας σχολείο που ήταν ερειπωμένο...
Τον Απρίλη του 1923 άρχισε η ανταλλαγή των αιχμαλώτων' είχα το ευτύχημα να φύγω από τους πρώτους του στρατοπέδου μας. Την ημέρα που, συντροφιασμένος από διακόσους άλλους αιχμαλώτους, επήγα στο σιδηροδρομικό σταθμό Ουσάκ ένοιωσα για πρώτη φορά, ύστερα από τόσους μήνες φριχτής σκλαβιάς, να ξαναγεννιέται μέσα μου η ελπίδα! Αισθάνθηκα επί τέλους πως είμαι άνθρωπος, πως υπάρχει γύρω μου η ομορφιά της φύσεως, πως ο Θεός ευδόκησε να δώση τέρμα στα βάσανα των αιχμαλώτων. Την τρελλή χαρά μου εθόλωνε μόνο η ανάμνησι των πεθαμένων ουλαμιτών, που δεν αξιωθήκανε να δούνε την μυριοπόθητη λευτεριά, την πληγωμένη μας Πατρίδα!
Με δέκα άλλους συμμαθητάς μου και αρκετούς φαντάρους βρεθήκαμε και πάλι μέσα σ' ένα φορτηγό βαγόνι, που θα μας επήγαινε στη Σμύρνη, σε ένα βαγόνι όμοιο μ' εκείνο που μας είχε μεταφέρει τον περασμένο χρόνο στο Αφιόν-Καραχισάρ, γεμάτους ελπίδες και όνειρα!
Η διαδρομή του τραίνου από το Ουσάκ μέχρι τη Σμύρνη ήταν για όλους μας ένα ονειρο' δυσκολευθήκαμε πολύ ν' αναγνωρίσουμε στις ερημωμένες εκείνες εκτάσεις την ομορφιά της χώρας που είχαμε κατακτήσει με το αίμα... της χώρας που είχε λάμψει τόσους αιώνες η ελληνική λεβεντιά, της χώρας που εγνώρισε σαν όνειρο τη λευτεριά, για να ξαναπέση και πάλι στον απαίσιο ζυγό της σκλαβιάς του Τούρκου, που είνε συνειθισμένος να ζη βουτηγμένος μέσα στο αίμα και τα ερείπια!...
Η Φιλαδέλφεια, αι Σάρδεις, η Μαγνησία, η Μαινεμένη, το Κορδελλιό, η Σμύρνη και όλα τ' ανάμεσα τους χωριά που άνθιζε άλλοτε ο ελληνισμός είχανε μείνει ρημάδια!... και μέσα στα μαύρα τους γκρεμίσματα οι Τούρκοι περπατούσανε αγριωποί, σαν ύαινες ματοβρεγμένες που ψάχνουν στο δρυμό να βρουν ψοφίμια!...
Τι να γράψω περισσότερα; Αυτή είνε η θλιβερή ιστορία του φτωχού μας Ουλαμού, που γεννήθηκε στις παραμονές της εθνικής καταστροφής και είδε τα όνειρα του να σβύνουν μέσα στον ανεμοστρόβιλο της συμφοράς!
Εινε η ιστορία τ' Ουλαμού που εβαπτίσθηκε στη φωτιά και στο αίμα, και βγήκε από κει με τη σιδερένια θέλησι και την αμετάτρεπτη απόφασι να μην ξεχάση ποτέ τους πεθαμένους του!.:................
Εκείνο το συρματόπλεγμα όμως πρέπει να μείνη στην ιστορία, για να θυμίζη στους δικούς μας, που είχανε περιποιηθή τόσο ανθρωπιστικά τους Τούρκους αιχμαλώτους, ότι αυτό το λάθος δεν πρέπει να το κάμουνε δεύτερη φορά...
Έξη μέρες εμείναμε διψασμένοι και νηστικοί, πεταγμένοι στο ύπαιθρο σαν τα σκυλιά, στο διάστημα εκείνο εγνώρισα με φρίκη τη φοβερή όψι που παίρνει ο άνθρωπος άμα λυσσάξει!...γιατί πολλοί δυστυχισμένοι αιχμάλωτοι πεθάνανε με τρομερή αγωνία, επειδή δέν είχανε ούτε μια σταγόνα νερό έξη μέρες!
Γιά μισό κύπελο νεράκι έδωσα τότε σ' έναν αγριότουρκο το φτωχό μου ρολογάκι!...τι καλά που δεν το είχα πουλήσει στο Αφιόν!..μ' έσωσε από θάνατο φοβερό.
Τα περίφημα κολλαριστά χιλιάρικα που είχανε κρύψει μερικοί από την συμπλοκή του Εϋρέτ, εχάσανε την αξία τους, αφού οι Τούρκοι φαντάροι δεν τα γνωρίζανε..κ' έτσι με ολόκληρο χιλιάρικο ήταν αδύνατο να πάρη κανείς και μια σταγόνα έστω νερό!...
Κάποιος έτυχε να κρατά μια δεκάρα του Όθωνος ' την έτριψε με χώμα και γυάλισε σαν χρυσάφι...με τη δεκάρα εκείνη πήρε δύο τενεκέδες νερό, και οι Τούρκοι κοντέψανε να σκοτωθούνε μεταξύ τους...ποιος να την πρωτοαρπάξη.
Η αγωνία της δίψας ανάγκασε τους πειό απελπισμένους να σκάψουνε στη γη πηγάδι, με μία ελπίδα πως θα βρίσκανε λίγο νερό' οι Τούρκοι στην αρχή γελούσανε.. .όταν όμως είδανε πως το πηγάδι εβάθαινε πολύ με την υπεράνθρωπη προσπάθεια των δυστυχισμένων φαντάρων που εδούλευαν νύχτα-μέρα. ελύσσαξαν από το κακό τους...χτυπώντας άγρια, μέχρι σκοτωμού τους σκελεθρωμένους αιχμαλώτους, που η λαχτάρα της δίψας τους έδινε δύναμι και να σκάβουνε ακόμη, ενώ ήσαν ετοιμοθάνατοι' αρπάξανε τα δυο παληόφτυαρα, που με αυτά είχανε σκάψει ένα βάθος από δυόμιση μέτρα, και είδα τότε τα φτωχά παιδιά να σκάβουνε το χώμα με μυτερές πέτρες, και με τα νύχια τους.
Άλλοι παλαβωμένοι ολότελα, εγυμνωθήκανε και πέσανε στους βρωμερούς λάκκους των αποχωρητηρίων, ζητώντας από εκεί να πάρουν λίγη..δροσιά!
Πώς άνθεξα και είδα, και πέρασα τα φοβερά εκείνα μαρτύρια; Συστηματικά, διαλεγμένα για να θανατώνουν σιγά-σιγά τον άνθρωπο, για να βλέπη και ο ίδιος με τα μάτια του τον απαίσιο θάνατο που ερχώτανε αγριωπός να τον πάρη! 'Εξω από τα συρματοπλέγματα οι Τούρκοι μας κυττούσανε...γελώντας και επίνανε το δροσερό νεράκι από τα γύρω πηγάδια με τρόπο επιδεικτικό, ενώ εμείς πεθαίναμε της δίψας. ..ετρωγανε λαχταριστά φρούτα τη στιγμή που εμείς πεινούσαμε, ήμαστε νηστικοί από δέκα ημέρες!
Πολλές φορές επαίζανε κάποιο βάρβαρο παιγνίδι εις βάρος της δυστυχίας μας... ένας τσαούσης λοχίας ερχώτανε και μας έλεγε νά βγούμε από τό συρματόπλεγμα γιά νερό... Ο τόπος επλημμύριζε τότε κοντά στην έξοδο από ανθρώπους - φαντάσματα, που είχανε ζωγραφισμένη στην όψι τους τη λαχτάρα της δίψας, της πείνας! Και κείνα τα σκυλιά που δεν έχουνε άνθρώπινη καρδιά, που είνε μεγάλο στίγμα για τον πολιτισμό του αίώνά μας, επέφτανε πάνω στο σωρό με ξύλα τεράστια, και χτυπούσανε αλύπητα κλείνοντας τα μάτια...Όποιος έτρωγε μιά δέν ήθελε και δεύτερη..Έτσι λυ-γίζανε τα κακόμοιρα παιδιά, σαν τα στάχυα κάτω από το δρεπάνι, και πέφτανε στη γη ματοκυλισμένα. Ο επιθανάτιος βόγγος τους που ήτανε ικανός και θεριά να μαλακώση, έκανε τους Τούρκους να γελούνε!
Και ο ίδιος έφαγα μια στο κεφάλι μ' ένα χονδρόξυλο, και όπως έπεσα κάτω ζαλισμένος εσκέφθηκα με άγρια χαρά πως επί τέλους: θα πέθαινα!.. Θα τελείωναν για μένα τα μαρτυρία' έζησα όμως κ' έφαγα το πικρό ψωμί της σκλαβιάς επί οχτώ μήνες. Έζησα για να δω και άλλα βασανιστήρια, νάα κλάψω πολλούς από τους συμμαθητάς μου τ' Ουλαμού, που πεθάνανε από εξανθηματικό, κρυοπογήματα καί τόσες άλλες αρρώστειες.
Άμα περάσανε οι πρώτες έξη μέρες, και οι Τούρκοι δεν είχανε πειά κανένα φόβο να γυρίση πίσω ο νικημένος στρατός, άμα δηλαδή πιστέψανε και αυτοί πως πραγματικά ενικήσανε, αφού η καταστροφή συνεπήρε και ξερρίζωσε ολόκληρο τον Ελληνισμό από τη Μικρασία, προ πάντων όμως άμα κουραστήκανε από το εύκολο σκότωμα τόσου άμαχου καί άοπλου κόσμου, αποφασίσανε, για τα μάτια της Ευρώπης, να κάμουν ένα στρατόπεδο για τους αιχμαλώτους.
Τις πρώτες μέρες του Σεπτέμβρη ο λοχαγός Τζεμάλ-βέης εζήτησε τη βοήθεια των ουλαμιτών, να οργανώση ανθρωπινώτερα το στρατόπεδο μας.
Τη μέρα που αδειάσαμε το πρώτο συρματόπλεγμα ευρήκαμε πάνω από τρακόσα πτώματα μέσα... πτώματα που είχαν αρχίσει να σαπίζουν, και όμως εμέναμε κοντά τους, εκοιμώμαστε στο χώμα πλάϊ τους τόσα ημερόνυχτα!. Πώς να περιγράψη κανείς τη φρικτή εικόνα που παρουσιάσθηκε στα μάτια μας; Και όμως: οι Τούρκοι εψάχνανε ακόμη και τα πτώματα εκείνα με τήν ελπίδα κάτι νά κλέψουν!
Αλλά καΙ όσοιμείναμε ζωντανοί από την κόλασι εκείνη, μήπως είχαμε καλλίτερη εμφάνισί;... περισσότερη δύναμι;... Εκείνοι άψυχα πτώματα· εμείς πτώματα πού μας κινούσε το ένστικτο.....
Οργανώσαμε δεκαεφτά λόχους με δύναμι 305 αιχμαλώτων τον καθένα. Λοχαγοί διοριστήκανε ουλαμίτες με καθήκοντα να φτιάσουν μητρώα, να επιβλέπουν τη διανομή του συσσιτίου (;), να κάνουν τακτικά προσκλητήρια και να ορίζουν κάθε μέρα τις αγγαρείες που θα πηγαίνανε στην πόλι για δουλειά.
Με την ελπίδα να σώσουμε όσο μπορούσαμε περισσότερους αιχμαλώτους από τα νύχια των Τούρκων και της αρρώστειες εβάλαμε όλη τη δύναμι μας στην εκπλήρωσι της θλιβερής αποστολής μας. Πρώτοι λοχαγοί τοποθετηθήκανε οι ουλαμίτες: Χριστόπουλος, Λάζος, Καραδήμας, Γαβαλάς, Γούτας, Καραβούλης, Χατζηδάκης, Λαμπρίδης, Λαμπρόπουλος, Πάλλας Ροζάκης Γ, Τσάκαλος, Ροζάκης Σταμ., Λαγογιάννης, Χρήστου, Ζουμάκης, Βερνάρδος.
Οι γιατροί μας: Δελακοβίας, Παπαδόπουλος, Αποστολίδης καί Μπόσακας βοηθήσανε με πραγματική αφοσίωσι στη σωτηρία των αρρώστων και πληγωμένων, κ' έτσι το θανατικό ελιγόστεψε μέσα στο καινούργιο στρατόπεδο.
Κάποια μέρα ο επίατρος Χατζηπέτρος ήρθε στο στρατόπεδο με τον Τζεμάλ-βέη και διάλεξε τους πειό ευπρεπισμένους από μας, έφτιασε μία φάλαγγα από εκατό πάνω-κάτω, καί πήγαμε στήν πόλι.
Στο νοσοκομείο είχε πεθάνει ο ταγματάρχης Γιώτης Ξ. , και οι Τούρκοι εδώσανε στον Χατζηπέτρο την άδεια να τον θάψουμε στο χριστιανικό νεκροταφείο με κάποια πομπή για τον βαθμό του.
Πώς μου φάνηκε όταν περνούσαμε σε τετράδες τους δρόμους του Ουσάκ , και ο Χατζηδάκης έδινε βήμα!... Κουρελιασμένοι, μισοξυπόλυτοι , ασθενικοί ενοιώσαμε παρ' όλα αυτά βαθειά συγκίνησι και περηφάνεια που αξιωθήκαμε να λογαριασθούμε από τους Τούρκους άνθρωποι.Οι κάτοικοι του Ουσάκ μας κυττούσανε σαν μουδιασμένοι!... το ρυθμικό εκείνο βήμα τους είχε ξαφνιάσει...τους εθύμισε όπως και σε μας, την εποχήν που ο ελληνικός στρατός πατούσε στα καλντηρίμια τους και βροντούσε' τους εθύμισε την ομορφιά που είχε τότε το Ουσάκ, τη ζωηρή κίνησι, τα πολλά φώτα και τις μουσικές, και προ πάντων το χρήμα που έπεφτε άφθονο στα χέρια τους από το στρατό μας.
Όλ' αυτά τους τα θύμισε, όπως τα θυμηθήκαμε και μεις, βλέποντας την ερημιά και τη βρώμα του Ουσάκ, που σε τόσο λίγο καιρό - δύο μήνες—επήρε και πάλι την όψι Τούρκικου χωριού...
Και στη συνάντησι της ίδιας σκέψης με κείνους, μας ήρθανε δάκρυα στα μάτια, κ' ένα μικρό παράπονο εφούσκωσε τα στήθεια μας, για τη διαγωγή που εδείξανε σε μας, ενώ στα χέρια μας είχανε όλη την ελευθερία και ζούνε σαν άνθρωποι, να πλουτίζουνε, να γλεντούν.
Ο ταγματάρχης Γιώτης ήτανε ξαπλωμένος με τη λινοστολή του πάνω σ' ένα φορείο' τον πήραμε στον ώμο 4 και κάθε τόσο αλλάζαμε , ως που ολόκληρος ο Ουλαμός αξιώθηκε της τιμής νά δεχθή το ιερό βάρος του λειψάνου ενός από τους καλλιτέρους αξιωματικούς της Στρατιάς , που η μαύρη Μοίρα ηθέλησε να βάλη φρουρό αιώνιο σε μια γωνιά της σκλαβωμένης χώρας, για να θυμίζη στις γενεές του πανελληνίου τα ιερά δικαιώματα του αίματος και της ιστορίας.
Περνώντας από την ελληνική συνοικία ερειπωμένη άκρη ώς άκρη, εφθάσαμε στο νεκροταφείο μας. Η μανία των Τούρκων έφθασε και στο απαραβίαστο εκείνο άσυλο του ανθρώπινου πόνου!...οι σταυροί, τα μάρμαρα, η καγγελόπορτα. οι πέτρες αυτές από το μανδροτοίχισμα ελείπανε ... δυο-τρεις σταυροί ξυλένιοι , σπασμένοι κι΄ αυτοί, εδείχνανε στο διαβάτη πως κάποια φορά εκεί ,βρισκώτανε το νεκροταφείο ...
Εθάψαμε τον νεκρό , σ' ένα ταπεινό λάκκο και ο Χατζηπέτρος εδιάβασε μερικές ευχές της εκκλησίας μας από ένα βιβλιαράκι που έτυχε να σώση ... Με την καρδιά σφιγμένη εγυρίσαμε πάλι στο στρατόπεδο. κ' ένας πικρός στοχασμός εκέντριζε το νου μας :ο νεκρός ησύχασε στην αιωνιότητα ' ποια τύχη περιμένει εμάς τους άλλους :
Και ξέσπασε στο κεφάλι μας ένας βαρύς χειμώνας, που βοήθησε τους Τούρκους να μας ξεπαστρέψουνε μίαν ώρ' αρχήτερα!... Στο στρατόπεδο έπεσε τύφος εξανθηματικός, και οι πεθαμένοι εφθάσανε τους πενήντα την ημέρα! Οι άρρωστοι γεμίσανε τα πρόχειρα νοσοκομεία, καί από κει τους κουβαλούσαμε κατ' ευθείαν στο λάκκο... Νοσοκομεία κάμποσες βρώμικες αποθήκες, χωρίς θέρμανσι, χωρίς ήλιο ,χωρίς φάρμακα, χωρίς κρεββάτια.
Με την επιδημία πεθάνανε τότε και οι γιατροί Παπαδόπουλος καί Μπόσακας, θύματα της αφοσιώσεως και του καθήκοντος.
Τί να πω για το θανατικό που έπεσε στους φτωχούς ουλαμίτας; Εχάσαμε πάνω από τριάντα λαχταριστά παιδιά που τα ονόματά τους μου είνε αδύνατο να τα θυμηθώ με τη σειρά.
Κάνω μνημόσυνο σ' αυτή τη σκιά της ιστορίας για τους: Αγγελίδη, Χρήστου, Ρίζο, Λάζο, Χριστόπουλο, Ζουμάκη, Λαζάρου, Ζαφειρόπουλο, Ροζάκη Α. , Σουλή, Δρούτσα, Κωτσόπουλο, Σταυρουλάκη, κ.α. που εχαθήκανε στη φοβερή εκείνη θεομηνία, με το παράπονο πως οι κόποι τους επήγανε στο βρόντο, πως η ελπίδες τους εσκορπιστήκανε μέσα στην ανεμοζάλη της εθνικής καταστροφής...
Και όσοι απομείναμε ζωντανοί επροσπαθούσαμε με κάθε θυσία να σώσουμε το στρατόπεδο από τα νύχια της αρρώστειας και του απάνθρωπου Τούρκου.
Ο άλφα λόχος αιχμαλωτίσθηκε στο Οτουράκ-Τσιφλίκ μαζύ με τη μεγάλη φάλαγγα Τρικούπη' από τη στιγμή που είχαμε χωρισθή πάνω στην κορφή του Μουράτ-Νταγ δεν τους ξανασυναντήσαμε παρά μόνο μετά την επιστροφήν μας στην Ελλάδα.
Πολλοί από αυτούς εμείνανε στο στρατόπεδο αιχμαλώτων του Αφιόν-Καραχισάρ και άλλοι μετατοπισθήκανε στο Τάλας της Καισαρείας. Οι πρώτοι, πηγαίνοντας στις αγγαρείες των Τούρκων, περνούσανε από τα γνώριμα μέρη του Αφιόν, εκεί που είχαμε νοιώσει τόσα Μεγαλεία, και φυσικά αισθανθήκανε βαθύτερα την πίκρα της σκλαβιάς, αφού διαβαίνανε κουρελιασμένοι και νηστικοί με τη βάρβαρη συνοδεία των Τούρκων, έξω από το παληό μας σχολείο που ήταν ερειπωμένο...
Τον Απρίλη του 1923 άρχισε η ανταλλαγή των αιχμαλώτων' είχα το ευτύχημα να φύγω από τους πρώτους του στρατοπέδου μας. Την ημέρα που, συντροφιασμένος από διακόσους άλλους αιχμαλώτους, επήγα στο σιδηροδρομικό σταθμό Ουσάκ ένοιωσα για πρώτη φορά, ύστερα από τόσους μήνες φριχτής σκλαβιάς, να ξαναγεννιέται μέσα μου η ελπίδα! Αισθάνθηκα επί τέλους πως είμαι άνθρωπος, πως υπάρχει γύρω μου η ομορφιά της φύσεως, πως ο Θεός ευδόκησε να δώση τέρμα στα βάσανα των αιχμαλώτων. Την τρελλή χαρά μου εθόλωνε μόνο η ανάμνησι των πεθαμένων ουλαμιτών, που δεν αξιωθήκανε να δούνε την μυριοπόθητη λευτεριά, την πληγωμένη μας Πατρίδα!
Με δέκα άλλους συμμαθητάς μου και αρκετούς φαντάρους βρεθήκαμε και πάλι μέσα σ' ένα φορτηγό βαγόνι, που θα μας επήγαινε στη Σμύρνη, σε ένα βαγόνι όμοιο μ' εκείνο που μας είχε μεταφέρει τον περασμένο χρόνο στο Αφιόν-Καραχισάρ, γεμάτους ελπίδες και όνειρα!
Η διαδρομή του τραίνου από το Ουσάκ μέχρι τη Σμύρνη ήταν για όλους μας ένα ονειρο' δυσκολευθήκαμε πολύ ν' αναγνωρίσουμε στις ερημωμένες εκείνες εκτάσεις την ομορφιά της χώρας που είχαμε κατακτήσει με το αίμα... της χώρας που είχε λάμψει τόσους αιώνες η ελληνική λεβεντιά, της χώρας που εγνώρισε σαν όνειρο τη λευτεριά, για να ξαναπέση και πάλι στον απαίσιο ζυγό της σκλαβιάς του Τούρκου, που είνε συνειθισμένος να ζη βουτηγμένος μέσα στο αίμα και τα ερείπια!...
Η Φιλαδέλφεια, αι Σάρδεις, η Μαγνησία, η Μαινεμένη, το Κορδελλιό, η Σμύρνη και όλα τ' ανάμεσα τους χωριά που άνθιζε άλλοτε ο ελληνισμός είχανε μείνει ρημάδια!... και μέσα στα μαύρα τους γκρεμίσματα οι Τούρκοι περπατούσανε αγριωποί, σαν ύαινες ματοβρεγμένες που ψάχνουν στο δρυμό να βρουν ψοφίμια!...
Τι να γράψω περισσότερα; Αυτή είνε η θλιβερή ιστορία του φτωχού μας Ουλαμού, που γεννήθηκε στις παραμονές της εθνικής καταστροφής και είδε τα όνειρα του να σβύνουν μέσα στον ανεμοστρόβιλο της συμφοράς!
Εινε η ιστορία τ' Ουλαμού που εβαπτίσθηκε στη φωτιά και στο αίμα, και βγήκε από κει με τη σιδερένια θέλησι και την αμετάτρεπτη απόφασι να μην ξεχάση ποτέ τους πεθαμένους του!.:................
ΤΕΛΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου