25. Η ΦΗΜΗ
Εκίνησε το ατμώδες χέρι του, και απεκαλύφθη εμπρός μου ένα δένδρον εντελώς ξηρόν.
Γύρω εις την βάσιν του ευρίσκετο ένας σωρός από νομίσματα, που τα εσκέπαζεν επίμονα η σκιά του δένδρου.
Εις την κορυφήν ευρίσκετο μία γυναίκα πολύ παράξενη, μία τερατώδης χίμαιρα· είχεν ένα κεφάλι με χίλια στόματα, που εσάλπιζον με χιλίας σάλπιγγας. Ούτε όρασιν είχεν, ούτε ακοήν. Μόνον στόματα, και παντού στόματα, που επανελάμβανον διαρκώς :«Ο Ζακχαίος ανέβη επί! της συκομορέας».
Είπα εις τον Δαίμονα :— Δεν θα επίστευα πως ο θεός θα ετολμούσε να δημιουργήση και ένα τέτοιον τέρας. Δια ποίον Ζακχαίον ομιλεί;— Αυτή είνε η Φήμη, που σαλπίζει την δόξαν του ανθρώπου, και την εδημιούργησε κάποιος θεός εις στιγμάς παραφροσύνης ή μέθης. Βλέπεις το δένδρον αυτό; είνε μία απλουστάτη συκομορέα, επάνω εις την οποίαν ανέβη ο Ζακχαίος δια να ίδη τον Ιησούν, επειδή ήτο πολύ βραχύσωμος. Ο Ζακχαίος ήτο και άρχων και πλούσιος, είπε δε εις τον Ιησούν : «Κύριε, ιδού! δίδωμι το ήμισυ των υπαρχόντων μου εις τους πτωχούς, και ει τίνος εσυκοφάντησα, αποδίδωμι τετραπλούν».
»Ιδού ο χρυσός που έδωκε, λησμονημένος εις την ρίζαν του δένδρου· εκείνο όμως που δεν ελησμονήθη, και το διηγούνται όλοι από γενεάς εις γενεάν, είνε ότι ανέβη εις μίαν συκομορέαν! Ευτυχής θνητός! εάν ήτο ολίγα εκατοστά υψηλότερος, η Φήμη δεν θα κατεδέχετο να σαλπίση την ασήμαντον αυτήν λεπτομέρειαν από τήν κορυφήν της συκομορέας. Και ακόμη ποίος θα ετολμούσε να εγγυηθή ότι, εάν το δένδρον δεν ήτο συκομορέα και ήτο κυπαρίσσι, θα επετυγχάνετο το ίδιον αποτέλεσμα; Χάρις εις την συκομορέαν αυτήν, κατωρ-θώθησαν δύο αξιοσημείωτα πράγματα : Ο Ζακχαίος είδε τον Ιησούν, και είδε τον Ζακχαίον όλος ο κόσμος!
Δεν επίστευσα, μολονότι ο θόρυβος των σαλπίγγων ετάραττε την ακοήν μου και επανελάμβανε διαρκώς : «Ο Ζακχαίος ανέβη επί της συκομορέας»! Ο Δαίμων εκατάλαβε την δυσπιστίαν μου και υπέλαβε;—
Δεν υπάρχει γελοιωδεστέρα θεότης από την Φήμην. Υπήρχεν εις την Έφεσον ένας θαυμάσιος ναός της Αρτέμιδος, που εθεωρείτο ένα από τα θαύματα του κόσμου. Πόσοι άνθρωποι γνωρίζουν ποίος τον έκτισε; Ποίος όμως δεν γνωρίζει ότι τον έκαυσεν ο Ηρόστρατος; Μάθε ότι η ασφαλεστέρα αθανασία, που ημπορεί να δημιουργήση ένας θνητός, είνε το γελοίον και το αίσχος. Εξ άλλου δε την βοηθεί και κάποια γελοία συνθήκη που λέγεται «κοινωνική θέσις».
Και επρόσθεσε το Φάσμα γελών σαρδονικά :
— Τώρα θα ιδής και θα πιστεύσης. Λάλησε δυνατά! Ελάλησα δυνατά.
Με ανέβασε κατόπιν εις ένα ύψος και είπε :
— Τώρα λάλησε αδύνατα.
Τότε εκατάλαβα. Ελάλησα δυνατά από πολύ χαμηλά, και δεν με ήκουσε κανείς· ελάλησα αδύνατα από πολύ υψηλά, και με ήκουσαν όλοι!...
Εκίνησε το ατμώδες χέρι του, και απεκαλύφθη εμπρός μου ένα δένδρον εντελώς ξηρόν.
Γύρω εις την βάσιν του ευρίσκετο ένας σωρός από νομίσματα, που τα εσκέπαζεν επίμονα η σκιά του δένδρου.
Εις την κορυφήν ευρίσκετο μία γυναίκα πολύ παράξενη, μία τερατώδης χίμαιρα· είχεν ένα κεφάλι με χίλια στόματα, που εσάλπιζον με χιλίας σάλπιγγας. Ούτε όρασιν είχεν, ούτε ακοήν. Μόνον στόματα, και παντού στόματα, που επανελάμβανον διαρκώς :«Ο Ζακχαίος ανέβη επί! της συκομορέας».
Είπα εις τον Δαίμονα :— Δεν θα επίστευα πως ο θεός θα ετολμούσε να δημιουργήση και ένα τέτοιον τέρας. Δια ποίον Ζακχαίον ομιλεί;— Αυτή είνε η Φήμη, που σαλπίζει την δόξαν του ανθρώπου, και την εδημιούργησε κάποιος θεός εις στιγμάς παραφροσύνης ή μέθης. Βλέπεις το δένδρον αυτό; είνε μία απλουστάτη συκομορέα, επάνω εις την οποίαν ανέβη ο Ζακχαίος δια να ίδη τον Ιησούν, επειδή ήτο πολύ βραχύσωμος. Ο Ζακχαίος ήτο και άρχων και πλούσιος, είπε δε εις τον Ιησούν : «Κύριε, ιδού! δίδωμι το ήμισυ των υπαρχόντων μου εις τους πτωχούς, και ει τίνος εσυκοφάντησα, αποδίδωμι τετραπλούν».
»Ιδού ο χρυσός που έδωκε, λησμονημένος εις την ρίζαν του δένδρου· εκείνο όμως που δεν ελησμονήθη, και το διηγούνται όλοι από γενεάς εις γενεάν, είνε ότι ανέβη εις μίαν συκομορέαν! Ευτυχής θνητός! εάν ήτο ολίγα εκατοστά υψηλότερος, η Φήμη δεν θα κατεδέχετο να σαλπίση την ασήμαντον αυτήν λεπτομέρειαν από τήν κορυφήν της συκομορέας. Και ακόμη ποίος θα ετολμούσε να εγγυηθή ότι, εάν το δένδρον δεν ήτο συκομορέα και ήτο κυπαρίσσι, θα επετυγχάνετο το ίδιον αποτέλεσμα; Χάρις εις την συκομορέαν αυτήν, κατωρ-θώθησαν δύο αξιοσημείωτα πράγματα : Ο Ζακχαίος είδε τον Ιησούν, και είδε τον Ζακχαίον όλος ο κόσμος!
Δεν επίστευσα, μολονότι ο θόρυβος των σαλπίγγων ετάραττε την ακοήν μου και επανελάμβανε διαρκώς : «Ο Ζακχαίος ανέβη επί της συκομορέας»! Ο Δαίμων εκατάλαβε την δυσπιστίαν μου και υπέλαβε;—
Δεν υπάρχει γελοιωδεστέρα θεότης από την Φήμην. Υπήρχεν εις την Έφεσον ένας θαυμάσιος ναός της Αρτέμιδος, που εθεωρείτο ένα από τα θαύματα του κόσμου. Πόσοι άνθρωποι γνωρίζουν ποίος τον έκτισε; Ποίος όμως δεν γνωρίζει ότι τον έκαυσεν ο Ηρόστρατος; Μάθε ότι η ασφαλεστέρα αθανασία, που ημπορεί να δημιουργήση ένας θνητός, είνε το γελοίον και το αίσχος. Εξ άλλου δε την βοηθεί και κάποια γελοία συνθήκη που λέγεται «κοινωνική θέσις».
Και επρόσθεσε το Φάσμα γελών σαρδονικά :
— Τώρα θα ιδής και θα πιστεύσης. Λάλησε δυνατά! Ελάλησα δυνατά.
Με ανέβασε κατόπιν εις ένα ύψος και είπε :
— Τώρα λάλησε αδύνατα.
Τότε εκατάλαβα. Ελάλησα δυνατά από πολύ χαμηλά, και δεν με ήκουσε κανείς· ελάλησα αδύνατα από πολύ υψηλά, και με ήκουσαν όλοι!...