Το δικαστήριον αναφέρει ότι ο
κατηγορούμενος Κάιτελ είναι υπεύθυνος δια την παραβίασι όλων των σημείων της
κατηγορίας. Από το 1935 έως το Φεβρουάριο του 1938, επί υπουργίας του εκκαθαρισθέντος
Μπλόμπεργκ, ο κατηγορούμενος Κάϊτελ, ήταν Γενικός Διευθυντής του υπουργείου
Εθνικής Αμύνης.
Όταν μετά την εκκαθάρισι του
στρατού το 1938, ο Χίτλερ ανέλαβε Γενικός Αρχηγός όλων των ενόπλων δυνάμεων
της Γερμανίας, ωνόμασε τον κατηγορούμενο Κάιτελ Αρχηγό του Ανωτάτου Αρχηγείου
του Γερμανικού στρατού.
Τον επόμενο χρόνο ο
κατηγορούμενος Κάιτελ έγινε μέλος του Ανωτάτου Στρατιωτικού Συμβουλίου, μέλος
του Συμβουλίου των Υπουργών και Στρατάρχης.
Ο κατηγορούμενος Κάιτελ, ενώ ως
έμπιστος στρατιωτικός σύμβουλος του Χίτλερ έλαβε μέρος εις την προετοιμασία όλων
των επιθετικών πολέμων. Ισχυρίζεται ότι η δύναμίς του εις το στρατό ήταν
περιορισμένη, διότι εκείνος ο οποίος ερρύθμιζε τα πάντα, ήταν ο ίδιος ο Χίτλερ.
Εκ των στοιχείων
αποδεικνύεται, ότι ο κατηγορούμενος Κάιτελ ήτο παρών εις τη συνομιλία Χίτλερ -
Σούσνικ. και ήταν αυτός ο οποίος ειδοποίησε το Χίτλερ δια το δημοψήφισμα, το οποίον
προετοίμαζε ο Σούσνικ.
Ο κατηγορούμενος Κάιτελ ήταν
παρών και εις την συνομιλία Χίτλερ - Χάχα, εις την οποίαν κατόπιν εκβιασμού ο
Χάχα υπέκυψε εις τις αξιώσεις του Χίτλερ.
Την 21η Απριλίου 1938 ο
Κάιτελ, ήταν εκείνος ο οποίος προετοίμασε την απόπειρα δολοφονίας του Γερμανού
Πρεσβευτού εις την Πράγα, δια να δημιουργηθή η αιτία επιθέσεως των Γερμανικών
στρατευμάτων κατά της Τσεχοσλοβακίας. Και όταν, την 30η Μαΐου 1938 ο Χίτλερ εδήλωνε
ότι: «Η οριστική μου απόφασις είναι να καταληφθή στρατιωτικώς η Τσεχοσλοβακία», ο
κατηγορούμενος Κάιτελ υπέγραψε τη διαταγή της επιθέσεως κατά της
Τσεχοσλοβακίας.
Ο κατηγορούμενος Κάιτελ ήταν σύμφωνος με τη διαταγή του Χίτλερ της 23ης Μαΐου 1939, περί καταλήψεως της Πολωνίας και έλαβε μέρος εις την σύσκεψι της 12ης Δεκεμβρίου 1939, δια την προετοιμασία της επιθέσεως κατά της Νορβηγίας και Δανίας, εις την οποία παρευρίσκοντο εκτός του Χίτλερ και οι κατηγορούμενοι Ρέντερ και Γιοντλ.
Όταν ο Χίτλερ μετά τη διαταγή της επιθέσεως κατά της Πολωνίας, την 23η Μαΐου 1939, εδήλωσε ότι έπαυσε να σέβεσαι την ουδετερότητα της Νορβηγίας, Βελγίου και Ολλανδίας, ο κατηγορούμενος Κάιτελ, όχι μόνον ήτο σύμφωνος μαζί του, αλλά διέταξε και την προετοιμασία των στρατιωτικών δυνάμεων, δια την κατάληψι των χωρών αυτών.
Η επίθεσις κατά της Ολλανδίας ανεβλήθη δέκα επτά φορές και τελικώς, όταν επραγματοποιήθη, την άνοιξι του 1940, η διαταγή είχε τις υπογραφές των κατηρουμένων Κάιτελ και Γιόντλ.
Ο κατηγορούμενος Κάιτελ, όχι μόνο εξέδωσε και υπόγραψε τη διαταγή της επιθέσεως κατά της Νορβηγίας, αλλά έλαβε μέρος και ίδιος εις την προετοιμασία της επιθέσεως αυτής.
Τον Νοέμβριο του 1940 ο Χίτλερ εν συνεργασία με τον Κάιτελ έλαβε την απόφασι της καταλήψεως της Ελλάδος και Γιουγκοσλαβίας και όταν τον Μάρτιο του 1941 ο Χίτλερ εκάλεσε τον Ρέντερ και του εδήλωσε ότι είναι απόλυτος ανάγκη να καταληφθή η Ελλάς, ο Κάιτελ ήτο παρών. Παρών επίσης ήτο και όταν ο Χίτλερ την 20η Μαρτίου διέταξε την καταστροφή της Γιουγκοσλαβίας.
Ο κατηγορούμενος Κάιτελ ισχυρίζεται ότι ήτο αντίθετος με τη διαταγή της εισβολής εις την Σοβιετική Ένωσι, διότι η διαταγή αυτή παραβίαζε το υπογραφέν σύμφωνον μη επιθέσεως.
Η πραγματικότης είναι ότι ο κατηγορούμενος Κάιτελ δεν έφερε καμμιά αντίρρησι και τούτο αποδεικνύεται εκ του γεγονότος ότι ο ίδιος την 18η Δεκεμβρίου 1940 υπέγραψε τη διαταγή της προετοιμασίας του σχεδίου «Βαρβαρόσσα», την 6η Ιουνίου 1941 ολοκλήρωσε την προετοιμασία του σχεδίου, την 14 Ιουνίου ανεκοίνωσε εις τους στρατηγούς τις λεπτομέρειες της επιθέσεως και την 16η Ιουνίου εξέδωσε τη διαταγή της επιθέσεως κατά της Σοβιετικής Ενώσεως.
Την 4η Αυγούστου 1942 εξεδόθη διαταγή του Χίτλερ δια την παράδωσι όλων των κρατουμένων αλεξιπτωτιστών εις την ΕΣ-ΝΤΕ. Η διαταγή αυτή εξετελέσθη κατόπιν επεμβάσεως του κατηγορουμένου Κάιτελ ο οποίος εβεβαίωσε ότι η διαταγή αυτή ήτο γνησία.
Όταν ο Χίτλερ μετά τη διαταγή της επιθέσεως κατά της Πολωνίας, την 23η Μαΐου 1939, εδήλωσε ότι έπαυσε να σέβεσαι την ουδετερότητα της Νορβηγίας, Βελγίου και Ολλανδίας, ο κατηγορούμενος Κάιτελ, όχι μόνον ήτο σύμφωνος μαζί του, αλλά διέταξε και την προετοιμασία των στρατιωτικών δυνάμεων, δια την κατάληψι των χωρών αυτών.
Η επίθεσις κατά της Ολλανδίας ανεβλήθη δέκα επτά φορές και τελικώς, όταν επραγματοποιήθη, την άνοιξι του 1940, η διαταγή είχε τις υπογραφές των κατηρουμένων Κάιτελ και Γιόντλ.
Ο κατηγορούμενος Κάιτελ, όχι μόνο εξέδωσε και υπόγραψε τη διαταγή της επιθέσεως κατά της Νορβηγίας, αλλά έλαβε μέρος και ίδιος εις την προετοιμασία της επιθέσεως αυτής.
Τον Νοέμβριο του 1940 ο Χίτλερ εν συνεργασία με τον Κάιτελ έλαβε την απόφασι της καταλήψεως της Ελλάδος και Γιουγκοσλαβίας και όταν τον Μάρτιο του 1941 ο Χίτλερ εκάλεσε τον Ρέντερ και του εδήλωσε ότι είναι απόλυτος ανάγκη να καταληφθή η Ελλάς, ο Κάιτελ ήτο παρών. Παρών επίσης ήτο και όταν ο Χίτλερ την 20η Μαρτίου διέταξε την καταστροφή της Γιουγκοσλαβίας.
Ο κατηγορούμενος Κάιτελ ισχυρίζεται ότι ήτο αντίθετος με τη διαταγή της εισβολής εις την Σοβιετική Ένωσι, διότι η διαταγή αυτή παραβίαζε το υπογραφέν σύμφωνον μη επιθέσεως.
Η πραγματικότης είναι ότι ο κατηγορούμενος Κάιτελ δεν έφερε καμμιά αντίρρησι και τούτο αποδεικνύεται εκ του γεγονότος ότι ο ίδιος την 18η Δεκεμβρίου 1940 υπέγραψε τη διαταγή της προετοιμασίας του σχεδίου «Βαρβαρόσσα», την 6η Ιουνίου 1941 ολοκλήρωσε την προετοιμασία του σχεδίου, την 14 Ιουνίου ανεκοίνωσε εις τους στρατηγούς τις λεπτομέρειες της επιθέσεως και την 16η Ιουνίου εξέδωσε τη διαταγή της επιθέσεως κατά της Σοβιετικής Ενώσεως.
Την 4η Αυγούστου 1942 εξεδόθη διαταγή του Χίτλερ δια την παράδωσι όλων των κρατουμένων αλεξιπτωτιστών εις την ΕΣ-ΝΤΕ. Η διαταγή αυτή εξετελέσθη κατόπιν επεμβάσεως του κατηγορουμένου Κάιτελ ο οποίος εβεβαίωσε ότι η διαταγή αυτή ήτο γνησία.
'Οταν το Ανώτατον αρχηγείον των ενόπλων δυνάμεων, αρχηγός του οποίου ήτο ο Κάιτελ, την 8η Σεπτεμβρίου 1941 δια διαταγής ενέκρινε την βάρβαρη και απάνθρωπη μεταχείρησι των Ρώσσων αιχμαλώτων πολέμου, ο Ναύαρχος Κανάρης απέστειλε εις τον Κάιτελ έγγραφο εις το οποίον ανέφερε ότι η ΕΣ - ΝΤΕ δεν έχει κανένα δικαίωμα να αναμιγνύεται εις τα ζητήματα των αιχμαλώτων πολέμου.
Εις το έγγραφο αυτό απήντησε ο ίδιος ο Κάιτελ την 23η Σεπτεμβρίου ως εξής: «Οι ιδέες αυτές είναι σωστές όταν πρόκειται δια έναν ιπποτικό πόλεμο. Ο πόλεμος όμως αυτός είναι «ολοκληρωτικός πόλεμος» ο οποίος σκοπόν έχει την καταστροφή του κοινωνικού συστήματος και εγώ συμφωνώ απολύτως με τα λαμβανόμενα μέτρα». Εις το δικαστήριο ισχυρίζεται ότι συμφωνούσε με την άποψι του Κανάρη αλλά υποχρεώθη υπό του Χίτλερ να απαντήση όπως απάντησε.
Ο κατηγορούμενος Κάιτελ εν συνεργασία με τον επίσης κατηγορούμενον Ρόζεμπεργκ προετοίμασαν και έθεσαν εις εφαρμογή το σχέδιο της λεηλασίας του τεχνικού πλούτου των κατεχομένων χωρών.
Ο Λάουζεν απεκάλυψε ότι ο Κάιτελ ήταν εκείνος ο οποίος την 12η Σεπτεμβρίου 1939 διέταξε την εξόντωσι των πλουσίων και μορφωμένων Εβραίων και Πολωνών.
Συμφώνως με τις αποκαλύψεις του Λάουζεν, ο Χίτλερ την 20η Οκτωβρίου 1939 απευθυνόμενος προς τον Κάιτελ είπε: «Οι Πολωνοί επιστήμονες και μορφωμένοι πρέπει να χρησιμοποιηθούν ως σκλάβοι εργάτες. Με το τρόπο αυτό θα τους εμποδίσουμε να αναλάβουν την καθοδήγησι του Πολωνικού λαού.
Ο Κάιτελ ισχυρίζεται ότι δεν ενθυμείται αυτή τη συνομιλία, παραδέχεται όμως ότι η πολιτική αυτή εφηρμόσθη εις την Πολωνία,κατόπιν προσωπικής εντολής του Χίτλερ.
Την 16η Σεπτεμβρίου 1941 ο κατηγορούμενος Κάιτελ διέταξε,τις στρατιωτικές αρχές κατοχής των Σοβιετικών εδαφών, να εκτελούν 50-100 ομήρους κομμουνιστάς δια κάθε Γερμανό στρατιώτη που θα δολοφονήται. Η διαταγή του δε αυτή αναφέρει το εξής χαρακτηριστικόν : «Η ζωή των κομμουνιστών και όλων των Σοβιετικών πολιτών δεν έχει καμμιά αξία".
Μια άλλη διαταγή την οποία εξέδωσε την 1η Οκτωβρίου 1941 προς τους στρατιωτικούς διοικητάς αναφέρει τα εξής «Δια να σταματήσουν τα σαμποτάζ και οι εχθρικές ενέργειες των πολιτών των κατεχομένων χωρών, κατά των Γερμανικών στρατευμάτων, οι στρατιωτικοί διοικηταί πρέπει να μη διστάζουν να χρησιμοποιούν το μέτρο της εκτελέσεως των ομήρων".
Όταν ο Χίτλερ έλαβε την αναφορά του στρατιωτικού Διοικητού της Νορβηγίας Τερμπόβεν η οποία έλεγε : «Δια να έχουν αξία οι προτάσεις Κάιτελ νομίζω ότι, οι οικογένειες των πολιτών εκείνων οι οποίοι συμμετέχουν εις εχθρικές πράξεις κατά των Γερμανικών στρατευμάτων, δεν πρέπει να μεταφέρωνται εις τα στρατόπεδα συγκεντρώσεως, αλλά να εκτελούνται αμέσως»,εκάλεσε τον Κάιτελ να τον συμβουλευτή. Ο κατηγορούμενος Κάιτελ μετά την ανάγνωσι της αναφοράς αυτής απήντησε αδιστάκτως:«Συμφωνώ απολύτως. Το μέτρο αυτό είναι το καλύτερον».
Την 12η Μαΐου 1941, πέντε εβδομάδες πριν από την επίθεσι κατά της Σοβιετικής Ενώσεως, ο Χίτλερ κατόπιν προτάσεως του κατηγορουμένου Κάιτελ εξέδωσε διαταγή βάσει της οποίας τα Γερμανικά στρατεύματα έπρεπε να εκτελούν τους πολιτικούς κομμισαρίους και όλα τα συλλαμβανόμενα κομμουνιστικά στελέχη. Ο Κάιτελ παρεδέχθη ότι η διαταγή αυτή εκοινοποιήθη προς όλες τις στρατιωτικές μονάδες, οι οποίες επρόκειτο να λάβουν μέρος εις την επίθεσι κατά της Σοβιετικής Ενώσεως.
Η διαταγή της 13ης Μαΐου 1941 η οποία ανέφερε ότι: «Όλα τα ύποπτα πολιτικά πρόσωπα πρέπει να εκτελούνται άνευ δίκης, από τους Γερμανούς, στρατιώτες, οι οποίοι δεν πρέπει να τιμωρούνται δια τυχόν υπερβασίες", έφερε την υπογραφή του Κατηγορουμένου Κάϊτελ.
Καίτοι τα έγγραφα των διαταγών αυτών κετεστράφησαν αργότερα, όμως οι διαταγές δεν έπαυσαν να ισχύουν.
Έτσι βάσει των διαταγών αυτών, οι Γερμανοί στρατιώτες είχαν το δικαίωμα να βασανίζουν και να εκτελούν αθώους πολίτες, χωρίς να τιμωρούνται.
Μια άλλη διαταγή του Κάιτελ ανέφερε ότι, «οι Ρώσσοι αιχμάλωτοι πολέμου πρέπει να χρησιμοποιηθούν ως εργάτες, εις την πολεμική βιομηχανία, ενώ οι Γάλλοι, Ολλανδοί και Βέλγοι εις τη κατασκευή των οχυρωματικών έργων του Ατλαντικού.
Όταν ο Χίτλερ την 4η Ιανουαρίου 1944 διέταξε τον Σάουκελ να εξεύρη 4.000.000 νέους εργάτες, ο κατηγορούμενος Κάιτελ ήτο παρών.
Η υπεράσπισις υπεστήριξε ότι ο κατηγορούμενος Κάίτελ εξετέλεσε όλες αυτές τις πράξεις, διότι ήτο υποχρεωμένος ως στρατιωτικός να εκτελεί τις διαταγές των ανωτέρων του. Όμως το άρθρον 8 των κανόνων του διεθνούς δικαίου αναφέρει ότι: «οι διαταγές των ανωτέρων έστω και εάν εδόθησαν και από τον ίδιο τον Χίτλερ, δεν αναγνωρίζονται ως ελαφρυντικόν, εάν έγιναν αιτία να διαπραχθούν εγκλήματα πολέμου ή εγκλήματα κατά της Ανθρωπότητος».
Το δικαστήριον αποφασίζει ότι ο κατηγορούμενος Κάιτελ είναι υπεύθυνος και δια τα τέσσερα σημεία της κατηγορίας.
Έτσι βάσει των διαταγών αυτών, οι Γερμανοί στρατιώτες είχαν το δικαίωμα να βασανίζουν και να εκτελούν αθώους πολίτες, χωρίς να τιμωρούνται.
Μια άλλη διαταγή του Κάιτελ ανέφερε ότι, «οι Ρώσσοι αιχμάλωτοι πολέμου πρέπει να χρησιμοποιηθούν ως εργάτες, εις την πολεμική βιομηχανία, ενώ οι Γάλλοι, Ολλανδοί και Βέλγοι εις τη κατασκευή των οχυρωματικών έργων του Ατλαντικού.
Όταν ο Χίτλερ την 4η Ιανουαρίου 1944 διέταξε τον Σάουκελ να εξεύρη 4.000.000 νέους εργάτες, ο κατηγορούμενος Κάιτελ ήτο παρών.
Η υπεράσπισις υπεστήριξε ότι ο κατηγορούμενος Κάίτελ εξετέλεσε όλες αυτές τις πράξεις, διότι ήτο υποχρεωμένος ως στρατιωτικός να εκτελεί τις διαταγές των ανωτέρων του. Όμως το άρθρον 8 των κανόνων του διεθνούς δικαίου αναφέρει ότι: «οι διαταγές των ανωτέρων έστω και εάν εδόθησαν και από τον ίδιο τον Χίτλερ, δεν αναγνωρίζονται ως ελαφρυντικόν, εάν έγιναν αιτία να διαπραχθούν εγκλήματα πολέμου ή εγκλήματα κατά της Ανθρωπότητος».
Το δικαστήριον αποφασίζει ότι ο κατηγορούμενος Κάιτελ είναι υπεύθυνος και δια τα τέσσερα σημεία της κατηγορίας.