Μ' όλο που πέρασαν τόσα χρόνια, ποτέ δεν ξεχνάω τις
λαμπρές ώρες που πέρασα σεργιανώντας το Μιστρά.
λαμπρές ώρες που πέρασα σεργιανώντας το Μιστρά.
Τέτοιες ώρες είναι σαν κρουνοί
που χύνουν στην
ψυχή μου ευχαρίστηση κι ομορφιά.
ψυχή μου ευχαρίστηση κι ομορφιά.
H οικουμένη δε θα γίνει ποτέ μοναξιά για μένα, ακόμα κι αν μου
λείψουν η αγάπη κι η καλοσύνη, γιατί
διατηρώ την ανάμνηση του εξαίσιου αυτού οράματος.
Το φέρνω στο νου μου χωρίς να με
κουράζει ποτέ,
όπως ένας βοσκός του Ταύγετου περνάει τις ώρες του σφυρίζοντας με τη φλογέρα του τρεις νότες — πάντα τις ίδιες.
όπως ένας βοσκός του Ταύγετου περνάει τις ώρες του σφυρίζοντας με τη φλογέρα του τρεις νότες — πάντα τις ίδιες.
. .. Ξέρω κι άλλες νεκρές
πολιτείες του μεσαίωνα. Το
Μπω στην Προβηγγία,και το Σαν Τζιμινιάνο κοντά στη Σιέννα,
Μπω στην Προβηγγία,και το Σαν Τζιμινιάνο κοντά στη Σιέννα,
Η γραφικότητα τους μ'
αρέσει.
Ό Μιστράς, όμως, γεμίζει την ψυχή μου ποίηση . .
.
Μaurice Βarres
ΕΤΣΙ ΚΙ' ΕΜΕΝΑ. ΞΕΡΩ ΤΟ ΣΑΝ ΤΖΙΜΙΝΙΑΝΟ ΠΟΥ αναπολεί ο Μπαρρές. Ένα θερινό βράδυ, είδα να υψώνει στον ουρανό, πάνω σ' έναν έρημο λόφο, τους αγέρωχους τετράγωνους πύργους του, όπως άλλες πολιτείες υψώνουν τα καμπαναριά τους, κι' έχω περιπλανηθεί μέσα στους στενούς του δρομάκους, όπου σε κάθε βήμα διαγκωνίζεται κανείς με το παρελθόν. Ξέρω, ακόμα, το Τολέδο, το σκυθρωπό και μοναχικό, που κάτω από τα τείχη του κυλάει αργά ο Τάγης τα κιτρινωπά νερά του. Ξέρω την Καρκασόνη, που φαίνεται από μακριά σα μια μεσαιωνική λιθογραφία οχυρωμένης πολιτείας. Ξέρω την Άβιλα , που οι άλλες ισπανικές πόλεις τη λένε « μητέρα », και που ο αέρας της δονείται, θαρρείς, ακόμα από τα κονταροχτυπήματα των Αράβων καβαλάρηδων και των ευγενών της Καστίλλιας. Ξέρω, σε μιαν ακτή του Ατλαντικού, μια παλιά πορτογαλική πολιτεία που έχει αποσυρθεί στις επάλξεις της όπως μια δέσποινα άλλης εποχής στο μεγαλόπρεπο και γυμνό μέγαρο της. Καμιά, όμως, δεν έχει την ποιητική, την παραμυθένια ατμόσφαιρα του Μιστρά ...
Όλες αυτές οι πολιτείες τού παρελθόντος είναι, λίγο πολύ, μελαγχολικές, και δεν τις αφήνει κανείς χωρίς κρυφή ανακούφιση. Και τούτο γιατί δρν είναι νεκρές, αλλά πεθαίνουν, γέρικες και ξεπεσμένες, απελπιστικά αργά. Μερικές μάλιστα, στολισμένες με μοντέρνα κτίρια, έχουν κάτι το θλιβερά κωμικό, — σαν τις γριές δεσποινίδες που φοράν κορδέλες και καπέλα νέων κοριτσιών.
Αντίθετα, ο Μιστράς έχει πεθάνει άξαφνα, « εν πλήρει ζωή », — όπως η Πομπηία, με την οποία μοιάζει. Δεν έζησε για να ξεπεραστεί και να χάσει μέσα στο απορροφητικό παρόν το χαρακτήρα του και την παλιά του ατμόσφαιρα. Είναι και σήμερα όπως ήταν την ημέρα εκείνη του 1779, που οι Αρβανίτες τον παράδωσαν στις φλόγες.
Οι αιφνίδιοι θάνατοι, των πολιτειών όπως και των ανθρώπων, δεν αλλοιώνουν. Ακινητούν μιαν έκφραση, μια στάση της ζωής, — και τη μεταμορφώνουν σε αιωνιότητα. Ο Μιστράς, χωρίς ζωή, ζει μια ζωή αυταπάτης και θρύλου. Έχει τη μυστηριώδη εκείνη ατμόσφαιρα που διατηρεί η σκηνή του θεάτρου μετά την παράσταση: θαρρεί κανείς, σε κάθε στιγμή, πως θα δει να παρελαύνουν, σιωπηλά κι' αργά, πρόσωπα της Ιστορίας και του ονείρου... Η σιγή του δεν έχει την οριστικότητα και το βάρος των τάφων, αλλά δονείται από αόρατες παρουσίες. Ο Μιστράς είναι σα να ζει έξω του καιρού και της ζωής.
Ο Γκαίτε θα το είχε διαισθανθεί αυτό όταν έβαζε να συναντηθούν, στις μεγάλες έρημες ταράτσες του ανακτόρου του Μιστρά, τα δυο του πρόσωπα, που, κι' αυτά επίσης, ζούσαν έξω του καιρού και της ζωής: τον Φάουστ και την Ελένη του Μενελάου. Πουθενά αλλού δεν ήταν δυνατόν να βρεθεί καταλληλότερο πλαίσιο γιο την παθητική αυτή συνάντηση. Ο Μιστράς, σαν τα δυο αυτά πρόσωπα, εξακολουθεί να ζει, μέσα στην αέναη ροή, μια ζωή πάντα την ίδια...
Αντίθετα, ο Μιστράς έχει πεθάνει άξαφνα, « εν πλήρει ζωή », — όπως η Πομπηία, με την οποία μοιάζει. Δεν έζησε για να ξεπεραστεί και να χάσει μέσα στο απορροφητικό παρόν το χαρακτήρα του και την παλιά του ατμόσφαιρα. Είναι και σήμερα όπως ήταν την ημέρα εκείνη του 1779, που οι Αρβανίτες τον παράδωσαν στις φλόγες.
Οι αιφνίδιοι θάνατοι, των πολιτειών όπως και των ανθρώπων, δεν αλλοιώνουν. Ακινητούν μιαν έκφραση, μια στάση της ζωής, — και τη μεταμορφώνουν σε αιωνιότητα. Ο Μιστράς, χωρίς ζωή, ζει μια ζωή αυταπάτης και θρύλου. Έχει τη μυστηριώδη εκείνη ατμόσφαιρα που διατηρεί η σκηνή του θεάτρου μετά την παράσταση: θαρρεί κανείς, σε κάθε στιγμή, πως θα δει να παρελαύνουν, σιωπηλά κι' αργά, πρόσωπα της Ιστορίας και του ονείρου... Η σιγή του δεν έχει την οριστικότητα και το βάρος των τάφων, αλλά δονείται από αόρατες παρουσίες. Ο Μιστράς είναι σα να ζει έξω του καιρού και της ζωής.
Ο Γκαίτε θα το είχε διαισθανθεί αυτό όταν έβαζε να συναντηθούν, στις μεγάλες έρημες ταράτσες του ανακτόρου του Μιστρά, τα δυο του πρόσωπα, που, κι' αυτά επίσης, ζούσαν έξω του καιρού και της ζωής: τον Φάουστ και την Ελένη του Μενελάου. Πουθενά αλλού δεν ήταν δυνατόν να βρεθεί καταλληλότερο πλαίσιο γιο την παθητική αυτή συνάντηση. Ο Μιστράς, σαν τα δυο αυτά πρόσωπα, εξακολουθεί να ζει, μέσα στην αέναη ροή, μια ζωή πάντα την ίδια...
ΗΤΑΝ μια εξαίσια ανοιξιάτικη μέρα όταν επισκέφθηκα το Μιστρά. Η πεδιάδα της Σπάρτης ήταν τόσο γελαστή, που η αυστηρή ανάμνηση των αρχαίων Σπαρτιατών σε παραξένευε σαν κάτι το απίθανο και το παράταιρο. Ο αέρας ήταν αρωματισμένος, η πρασινάδα είχε μιαν ασύγκριτη δροσιά κι' ο Ευρώτας, μέσα στ' άσπρα χαλίκια τής κοίτης του, δεν ήταν παρά ένα μικρό και φλύαρο ειδυλλιακό ποτάμι. Τα πλατάνια ριγούσαν στο χάδι τής αύρας, οι μεγάλες ροδοδάφνες των οχθών του Ευρώτα γέμιζαν ρόδινα σαλπίσματα την ησυχία, και, πάνω στη χλόη, τ' αναρίθμητα αγριολούλουδα κεντούσαν συνθέσεις μαγευτικές. Η φύση ήταν στη γλυκιά της εκείνη ώρα πού τραγουδάει ο ποιητής.
Το ανοιξιάτικο αυτό ξανάνιωμα δημιουργούσε μια τέτοια ατμόσφαιρα, που ο ψηλός λόφος του Μιστρά, με τα πολεμικά του τείχη, με τα σπίτια του που ανηφόριζαν προς το Δεσποτικό, με τις εκκλησίες του και τους περήφανους πύργους του, λουσμένος φως διάφανο κι' ευτυχισμένο, εμφανιζόταν σα μια ζωηρή εικόνα εικονογραφημένου βιβλίου παιδικών παραμυθιών. Νόμιζες πως η νεκρή πολιτεία ξαναζούσε σ' ένα υπερπραγματικό επίπεδο τη σταματημένη από τόσον καιρό ζωή της, — όπως η κοιμισμένη πριγκιποπούλα του δάσους, που την ξύπνησε το μαγικό νερό. Και θ' απορούσε κανείς με όποιον, εκείνη τη στιγμή, θάδειχνε έκπληξη, βλέποντας σκοπούς στις βίγλες των πύργων κι' άκούοντας πολεμικά κέρατα ν' αναγγέλλουν την έξοδο, οπό τη φρουριακή πύλη του ανακτόρου, βυζαντινών Δεσποτών...
Η θέα της με γέμιζε με την έκσταση εκείνη του μικρού παιδιού τη στιγμή που του διηγούνται ένα παραμύθι. Όλα μου ήταν πηγή χαράς και μοτίβα για την έξαρση της φαντασίας μου. Ακόμα κι' οι φτωχές ξύλινες παράγγες στη ρίζα του λόφου του Μιστρά, όπου προγευματίζουν οι επισκέπτες, ήταν ανθισμένες με ρόδα, κρίνα και κληματίδες, που κρέμονταν διακοσμητικά από τους στύλους τους σα σε γιαπωνέζικη εστάμπα. Το νερό που τραγουδούσε κοντά τους έπεφτε μέσα σε μιαν αρχαία μαρμάρινη σαρκοφάγο με ανάγλυφες παραστάσεις Βακχίδων, κι' ο μικρός χωρικός, που μας πρότεινε με κωμική σοβαρότητα να μας κάνει τον οδηγό, είχε, με τα μεγάλα κίτρινα παπούτσια του, το πρόσωπο του, του γερασμένου κι' υδρωπικού μωρού, και την παράξενη έρρινη φωνούλα του, την όψη ενός μικρού δαιμόνιου των παραμυθιών, κι' όχι πραγματικού ανθρώπου ...
Η ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΗ ΜΑΣ, μέσα στους πετρώδεις κι' ανηφορικούς δρομάκους του Μιστρά, συνέχισε το παραμύθι αντί να διαλύσει τη μαγεία του. Γιατί όλα ήταν σιγή, φως, και λουλούδια που έπνιγαν τα πάντα. Γέμιζαν τις μεγάλες τρύπες των χαλασμάτων, στόλιζαν τις αυλές, σκαρφάλωναν στις επάλξεις των τειχών, και συνωστίζονταν στο πέρασμα μας σαν ένας χαρωπός μικροσκοπικός λαός. Τα μάτια μας άφηναν τα λουλούδια για να προσέξουν άλλα λουλούδια,, μαρμάρινα αυτά, σκαλισμένα σε μια πόρτα, σ' ένα μπαλκόνι, σ' ένα παράθυρο βυζαντινού σπιτιού.
Πηγαίναμε όπου μας πήγαιναν τα μονοπάτια, σταματώντας στις εκκλησίες που αποτελούν τ' αξιοθέατα του Μιστρά. Eîvαι πολλές, και τόσο τρυφερά ωραίες, που θάθελε κανείς να τις χαϊδέψει. Όλες έχουν το εξωτερικό τους άθικτο. Σκορπισμένες εδώ κι' εκεί, βάζουν, στην ομοιοχρωμία των ερειπίων, μερικές νότες πρόσχαρες και γλυκές, με τα κόκκινα κεραμίδια των τρούλων τους που έχουν πάρει με τον καιρό το χρώμα από μαραμένα τριαντάφυλλα. Καμιά δε μοιάζει με την άλλη, όλες τους όμως έχουν τόσο λεπτές και αρμονικές διαστάσεις, που απορεί κανείς πως οι βυζαντινοί, που απεικονίζουν στις τοιχογραφίες τους τούς θεούς και τους άγιους τόσο στεγνούς και βλοσυρούς, τους έχτισαν ναούς έτσι γλυκούς και χαριτωμένους. Μικρές όλες τους, με τρούλους αλαφρούς, με λεπτούς μαρμάρινους κίονες στις αψίδες των παραθύρων, με προσόψεις εξαίσια διακοσμημένες, φέρνουν στο νου τις μεσαιωνικές εκείνες ανάγλυφες κασετίνες, τις επίχρυσες και σμαλτωμένες, όπου οι αρχόντισσες φύλαγαν τα κοσμήματα τους. Το εσωτερικό των περισσότερων είναι κατεστραμμένο, οι θαυμάσιες τοιχογραφίες έχουν μισοσβηστεί, χόρτα έχουν φυτρώσει εκεί όπου άλλοτε ήταν μαρμάρινο δάπεδο με ψηφιδωτά, κι' ο τρούλος είναι συχνά τρύπιος στην κορφή του: το γαλάζιο όμως του ουρανού, που φαίνεται από το άνοιγμα, είναι τόσο φωτεινό, κι' έχει τόση ευαγγελικότητα, που οι έρημες εκκλησίες διατηρούν, κι' έτσι χαλασμένες, κι' έτσι αλειτούργητες, όλη τους την παλιά θρησκευτική ατμόσφαιρα.
Από τις εκκλησίες του Μιστρά, δυο εξακολουθούν μέχρι σήμερα να χρησιμοποιούνται για τη λατρεία: η Μητρόπολη κι' η Παντάνασσα, που τις φρουρούν ψηλά κι' ακίνητα κυπαρίσσια. Αλλά κι' αυτές έχουν κάτι το σταματημένο στην παλιά εποχή. Στη δεύτερη μάλιστα, βρήκαμε δυο μοναχές, δυο αδελφές, που ήταν σα νάρχονταν προς εμάς από τα βάθη των αιώνων. Μας βεβαίωσαν ότι άνηκαν — ούτε λίγο, ούτε πολύ — στην περίφημη φλωρεντινή οικογένεια των Μεδίκων, και μας το ... απόδειξαν εξηγώντας μας ότι το ελληνικό τους όνομα — λέγονταν Γιατράκου — ήταν πιστή μετάφραση του λατινικού Medicis! Αποτραβηγμένες από τον κόσμο μέσα στη μεσαιωνική Παντάνασσα, μaς μίλησαν για τον ιδρυτή της σα νάχε μόλις πεθάνει, και μας έδωσαν πλήθος πληροφορίες — μπερδεμένες και κατά το μεγαλύτερο μέρος φανταστικές — για το παρελθόν του Μιστρά. Η μία μάλιστα, η πιο φλύαρη, είχε συγγράψει και σχετική μονογραφία, γεμάτη, κυρίως, από φριχτές ασυνταξίες.. .
Η ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΗ ΜΑΣ στο λόφο μας έφερε στο Δεσποτικό : το ανάκτορο απ' όπου οι Δεσπότες του Μιστρά, παιδιά ή αδελφοί Αυτοκρατόρων του Βυζαντίου, εξορμούσαν για την ανακατάκτηση της Πελοποννήσου από τους Φράγκους κύρηδες.
Απ' όλα τα ερείπια του Μιστρά, το παλάτι αυτό είναι το πιο ερειπωμένο. Δεν έχουν απομείνει παρά οι ογκόλιθοι των τειχών του και η κεντρική του αυλή, που οι καμάρες της υποστηρίζονταν από λεπτοσκαλισμένες κολόνες κι' ήταν διακοσμημένες με τοιχογραφίες.
Άλλοτε, το παλάτι αυτό θάταν λαμπρότατο, — αν κρίνει κανείς από τον όγκο των ερειπίων του κι' από τα συντρίμματα των μαρμάρων που το στόλιζαν. Σήμερα όμως είναι ένα τέτοιο ρημάδι, που δε μπορούμε ούτε καν να φανταστούμε πως ήταν όταν το κατοικούσαν οι περήφανοι Κατακουζηνοί και Παλαιολόγοι που είχαν μεταφέρει στο Μιστρά τις πολυτέλειες και την εθιμοτυπία της βυζαντινής αυλής, τις δέσποινες τους με τις βαρύτιμες μεταξωτές εσθήτες και τα πλούσια φανταχτερά κοσμήματα, τους αυλικούς τους και τους σωματοφύλακές τους. Κι' έτσι, η παραμυθένια μας περιπλάνηση μέσα στα τείχη του Μιστρά θα τελείωνε με μιαν απογοήτευση, αν, από το ύψος τού ερειπωμένου Δεσποτικού, σαν από αέτεια σκοπιά, το μάτι δεν αγκάλιαζε μιαν ονειρώδη θέα. Κάτω απλωνόταν, κατηφορικά, όλος ο μεσαιωνικός Μιστράς, με τα τείχη του, τις επάλξεις του, τους ψηλούς πολεμικούς πύργους του. Η απόσταση έδινε στην ακινησία και τη σιγή του θανάτου του μιαν απατηλή έκφραση ζωής γεμάτης συγκέντρωση κι' αναμονή: έλεγες πως κατόπτευε την απέραντη κάτω πεδιάδα, που σπινθηροβολούσε με τα νερά της και τη λάμψη της νέας της πρασινάδας σα να περίμενε να ιδεί να παρουσιαστεί από τα βάθη της κάποια λαμπρή θεωρία σιδερόφραχτων καβαλάρηδων, με παντιέρες κι' αστραφτερά κοντάρια, για να χτυπήσει γιορταστικά τις καμπάνες του αν ήταν φίλοι, ή για να καλέσει σε συναγερμό τη φρουρά του αν οι καβαλάρηδες ήταν Ιππότες της Φραγκιάς ή μισθοφόροι της Βενετίας... Αλλά τίποτα. Για το Μιστρά, όλα είχαν περάσει από πολλούς αιώνες πριν, — κι από την κατάφωτη πεδιάδα δεν ανέβαιναν ως την επίσημη σιγή του παρά ειρηνικά βελάσματα προβάτων...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου