Τετάρτη 12 Οκτωβρίου 2011

KARL JASPERS:Η ΙΔΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΛΑΪΚΗΣ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑΣ


Αμφότεραι, αποτελούσαι αρχικώς εν και το αυτό, αντιτίθενται όταν αντί  να υποδεικνύεται η άγουσα εις την λογικήν οδός, τίθεται ως αρχή ότι, υφίσταται ήδη εν τη λαϊκή πραγμα­τικότητι ή απόλυτος σοφία. Τότε, δεν υπάρχουν μόνον καθωρισμέναι δομαί, αλλά συγχρόνως εν αυταίς «ειδωλοποιείται» ο λαός.
Ιδού τότε ο «κυρίαρχος λαός» περιβαλλόμενος κατά τινα τρόπον την «βασιλικήν πορφύραν» (ως κατά το παρελθόν οι απόλυτοι μονάρχαι): «vox  popoli, vox Deum (φωνή λαού, φωνή Θεού)».H  θέλησις του λαού, όμοία με την τελεσίδικον απόφασιν των κυριάρχων Ηγεμόνων της εποχής της απολύτου μοναρχίας.
Το θέμα είναι, να γνωρίζωμεν τον τρόπον με τον οποίον εκφράζεται η λαϊκή θέλησις. Εφ' όσον τίθεται ως αρχή, ότι υπάρχει εν εαυτή, θα πρέπει να αναζητηθή ο τρόπος καθορισμού της. Όταν εκφράζεται, παρουσιάζεται συχνά  εσφαλμένη.
Πότε δεν είναι εσφαλμένη ; Πιθανόν να δοθή η απάντησις : είτε εν τη κατά τας εκλογάς εκφραζομένη πλειονοψηφία, είτε εν τη μειονοψηφία μιας «εμπροσθοφυλακής», ήτις αντιθέτως προς τα ακατάστατα, ευμετάβολα και προκατειλημμένα κινήματα των μαζών, πιστεύει ότι γνωρίζει την πραγματικήν λαϊκήν θέλησιν. Πάντοτε, ωρισμένοι άνθρωποι επιζητούν, εν ονόματι (275) του λαού, δι' εαυτούς την κυριαρχίαν. Δεδομένου ότι, η κυριαρχία του λαού θεωρείται απόλυτος, προκύπτει το συμπέρασμα ότι, ή μειονοψηφία κατα­τυραννείται από τους εν ονόματι της πλειονοψηφίας κυβερνώντας ή ότι, οι πάντες κατατυραννούνται υπό μιας μικράς μειονοψηφίας.
Στηριζόμενοι επί της δήθεν υπάρξεως μιας «λαϊκής Θελήσεως» την οποίαν οι κατέχοντες την εξουσίαν ισχυρίζονται ότι εκπροσωπούν, ισχυ­ρίζονται επίσης ότι έχουν το δικαίωμα εκμηδενισμού των αντιπάλων εφ' όσον αντιδρούν εις την «λαϊκήν κυριαρχίαν». Η λαϊκή κυριαρχία, ενσαρκουμένη εις Θεσμούς εξ ίσου απολύτους, αποκλείει πάσαν αντιγνωμίαν, θεωρούσα αυτήν ως «αντίδρασιν» και «κακήν πίστιν».
Η εν ονόματι της δήθεν λαϊκής κυριαρχίας ασκούσα την εξουσίαν κυβέρνησις, διά των οργανώσεων της και των αρχηγών των, καταρ­γεί   πάντα   διάλογον.
Εναντίον της ειδωλολατρείας της «εγκατεστημένης λαϊκής κυριαρ­χίας», η ιδέα της δημοκρατίας αποτελεί μίαν ακολουθητέαν οδόν. Δεν υπάρχει εκεί «δεσπότης» βασιλεύων και κυβερνών, αλλά θα πρέπει να υφί­σταται παρά τω λαώ, ανυψουμένω αφ' εαυτού, μία θέλησις εκφραζόμενη εν εκάστη στιγμή και αενάως. Η θέλησις αυτή θα πρέπει να μορφοποιηθή εντός των οργανισμών, οίτινες καίτοι παραμένοντες σταθεροί, τίθενται υπό σταθεράς εγγυήσεις και περιορισμούς, διατηρούντες κατά τον τρόπον αυτόν ποιάν τίνα ευελιξίαν.
Η οδός αυτή απαιτεί την αλληλεγγύην μεταξύ των πλέον διαφε­ρόντων μεταξύ των στοιχείων της προσανατολισμένης και καθοδηγουμένης υπό της λογικής κοινότητος.
Εν συμπεράσματι, εκείνο το οποίον ενδιαφέρει είναι : αφ' ενός μεν ο φιλελευθερισμός και αφ' ετέρου, ο άθικτος χαρακτήρ των υφισταμένων νόμων.
Θα βλέπωμεν πάντοτε να κυβερνούν άνθρωποι, οίτινες ακολουθούντες την οδόν της δημοκρατικής ιδέας, παρεμποδίζονται από τους ισχύοντας νόμους (ενώ εκείνοι οίτινες ενσαρκώνουν την «λαϊκήν κυριαρχίαν» αποφα­σίζουν κατά τας κρισίμους στιγμάς, χωρίς να λαμβάνουν υπ' όψιν τους νόμους, τους οποίους από του ύψους της «κυριαρχικότητός» των περι­φρονούν).
Επί της οδού της δημοκρατικής ιδέας, αγωνιζόμεθα εισέτι συνεχώς εντός των κόλπων της κοινότητος προς εξεύρεσιν της αληθείας.Ούτω, το παν ευρίσκεται εν τω πεδίω μιας απεριορίστου δημοσίας συζητήσεως, χωρίς εν τούτοις να θεμελιούται επί της συζητήσεως, αλλά επί των αποφά­σεων. Η εκάστοτε αποκαλυπτόμενη αλήθεια  δέον να γίνεται αποδεκτή υπό την πίεσιν της καταστάσεως. Επέρχεται εκάστοτε προσωρινή συμφωνία (276)  «παρά τας διαφωνίας», δια της θέσεως υπό ψηφοφορίαν των θεω­ρουμένων εκάστοτε ως αναγκαίων ενεργειών. Η μεινοψηφία παύει να υποστηρίζει την αντίθετον άποψίν της, ενώ συγχρόνως διατηρεί ελπίδας μελλοντικής υπό νέας συνθήκας επιβολής αυτής. Αποδέχεται νομοταγώς την ληφθείσαν απόφασιν, ήτις έκτοτε θεωρείται ως «κοινή απόφασις».
Τέλος, η μειονοψηφία τελεί υπό την προστασίαν των νόμων και της επί του κοινού πεδίου καθιερουμένης υπό της ιδέας της δημοκρατίας αλλη­λεγγύης.
Η ιδέα της δημοκρατίας είναι μετριοπαθής, διαυγής και ενθουσιώδης. Η απαίτησις της «απολύτου λαϊκής κυριαρχίας» είναι βιαία, σκοτεινή και προκαλεί  φανατισμούς.
Θα έδει να αποφεύγεται η λέξις «δημοκρατία» ως υποκειμένη εις πολ­λαπλάς ερμηνείας και δίδουσα λαβήν εις τοσαύτας καταχρήσεις του ονόματος της ; Μήπως η εξαφάνισίς της δεν θα εδικαιολογείτο ακόμη περισσότερον, εφ' όσον εμμένοντες εν τη αρχαία έννοια των μορφών του κράτους, εννοούμεν διά του όρου αυτού μίαν μορφήν διακυβερνήσεως παρα­πλεύρως της ολιγαρχίας και της μοναρχίας ;
Κατάργησις του όρου θα ήτο ματαία και άνευ αποτελέσματος. Διότι ετυμολογικώς σημαίνει τον λαόν και επομένως πάντας τους αποτελούντας το κράτος ανθρώπους. Έχουν υποχρέωσιν άπαντες να αναλάβουν το δι­καίωμα συμμετοχής εις τα την σκέψιν και την δράσιν.
Η μόνη αντίθεσις είναι εκείνη ήτις υφίσταται μεταξύ δημοκρατικής διακυβερνήσεως και δεσποτικής διακυβερνήσεως. Όταν ομιλούμεν περί δημοκρατίας, εννοούμεν δια του όρου τούτου το καντιανόν δημοκρατικόν καθεστώς. Ουδέν άλλο όνομα αρμόζει εις αυτό περισσότερον από το όνομα «δημοκρατία»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου