ΑΛΗΣΜΟΝΗΤΗ ΒΡΑΔΥΑ.
Ο Συνταγματάρχης μας [3] με βαθειά συγκίνηση κι' αυτός έρευνα με αχόρταγο και δακρυσμένο βλέμμα την Πόλι των ονείρων μας. Δεν θα λησμονήσω ποτέ αυτές τις στιγμές. Επικρατούσε σιγή νεκρική και δεν έβλεπες παρά μόνο χιλιάδες μάτια να είνε καρφωμένα όλα στην Πόλι και να κλαίνε !
Σε λίγο αφήνουμε πλέον τα Στενά και διασχίζουμε τη θάλασσα του Μαρμαρά. Το αντιτορπιλλικό, που μας ωδηγούσε, ελοξοδρόμησε και άφησεν ελεύθερο το βαπόρι μας να ταξιδευτή προς την κατεύθυνσιν εκείνη, που συγκεντρώνει τους πόθους και τα όνειρα της Φυλής μας. Ο «Τίγρης» αναπτύσσει τώρα όλη του την ταχύτητα και διασχίζει μαγευτικά της Προποντίδος τα ελαφρά κυματάκια, τα οποία ένας άνεμος γλυκός, που φυσάει από την Πόλι μας, έχει σηκώσει. Μερικοί γλάροι μας ακολουθούν κάνουν ολοένα κύκλους γύρω στο βαπόρι αργοσαλεύοντας τα φτερά τους και ερευνούν προσεκτικά τη θάλασσα σαν κάτι να ζητούν. Έμεινα μόνος επάνω στη γέφυρα με τον πλοίαρχο και τον υπολοχαγό Σπανόπουλο [1] διοικητήν της 1ης πολυβολαρχίας, ένα ηρωικό Σπαρτιάτη, μια λεπτή και εξευγενισμένη, μια ποιητική ψυχή. Του είχε κάνει εντύπωσι βαθειά ο τιμωνιέρης και τον παρατηρούσε με προσοχή. Είνε πράγματι ένας πελώριος Ρώσσος θαλασσόλυκος βουτηγμένος ολόκληρος στη γούνα, με το σκούφο του, από γούνα κι' αυτόν βυθισμένον έως στ' αυτιά του. Διευθύνει σοβαρός το βαπόρι, με το βλέμμα του καρφωμένο, στην πυξίδα. Δεν ξέρω πως αυτή τη στιγμή με κατέλαβε μια μελαγχολία. Είνε το ηλιοβασίλεμμα, η ώρα, που μεγαγχολεί κανείς. Έβλεπα και το βαπόρι μας να το διευθύνη όπως θέλει ένας τιμωνιέρης και 'κείνο πάντα να προχωρή σχίζοντας με την πλώρη του τα κύματα και αφήνοντας πίσω του λίγους αφρούς και ένα λευκό δρόμο, τα οποία σε λίγο εχάνοντο. Πως μοιάζει την ανθρώπινη ζωή το πέρασμα του ! Ο ήλιος, που βασιλεύει αυτή την ώρα, έχει σχηματίσει μια πύρινη θάλασσα στον ορίζοντα, μέσα στην οποίαν τα βουνά των Στενών φαίνονται σαν νησιά μες στη φωτιά ! Μαύρα σύννεφα είνε στιβαγμένα γύρω τους και ανάμεσα σ' αυτά σαν φλόγες φαίνονται μερικά κομμάτια από σύννεφα, τα οποία έχει κοκκινίσει ο Ήλιος. Μου φαίνεται σαν να μου λένε τα Στενά :
«Έδυσε λοιπόν και για μας η δύναμις και μαύρα σύννεφα ακολουθούν την ιστορία μας, χωρίς ελπίδα να ιδούμε πάλι την ανατολή της !» Έξαφνα ένας γλάρος τεράστιος ξεπετάχθηκε κοντά μας και αργοσαλεύοντας τα φτερά του άρχισε (34) κάνοντας μεγάλους κύκλους στον αέρα ν' ανεβαίνη σε ύψη δυσθεώρητα για να χαθή έπί τέλους στο άπειρο. Μαζί μ' αυτόν και η σκέψις μου άρχισε ν' ανεβαίνη σε ύψη δυσθεώρητα για να χαθή επί τέλους σ' έναν αιθέριον ουρανό παληών μου αναμνήσεων και συναισθημάτων.
Πόσο έμεινα σ' αυτήν την έκστασι δεν ξέρω, ξέρω μόνον ότι και, όταν το παγερό κρύο της νύχτας με ανάγκασε να τρέξω στην καμπίνα μου, εξακολουθούσα να ταξιδεύω στα αιθέρια στρώματα της σκέψεως. Κανείς μας δεν μπόρεσε να κλείση μάτι όλη τη νύχτα. Κάποια ανερμήνευτη χαρά δέ μας άφηνε... Κάτι μέσα μας μας έλεγε όλη την ώρα : «Εφθάσαμε στην Πόλι, σήκω !» Μια φορά τόσο ζωηρά αισθάνθηκα αυτά τα λόγια, ώστε ετινάχθηκα ορθός, άναψα το ηλεκτρικό και κύτταξα το ρολόι μου1 ήταν τρεις παρά τέταρτο. «Είναι πολύ νύχτα ακόμη» είπα, έσβησα το ηλεκτρικό και έπεσα να κοιμηθώ. Ο καπετάνιος μου είπε χθες ότι τα ξημερώματα θα είμαστε στην Πόλι. Αλλά που ύπνος ! Μα μήπως και οι άλλοι κοιμηθήκανε ; Ο ίδιος πόθος και η ίδια ανήσυχη σκέψις βασανίζει όλους μας. Κανείς δε μπορούσε να ησυχάση. Μολονότι ο αέρας φυσάει παγερός, οι βηματισμοί δεν εσταμάτησαν όλη τη νύχτα επάνω στη γέφυρα και οι συνομιλίες «εφάνηκε ; πού είνε ; θα αργήσουμε ακόμα ;» Ακούοντας όλα αυτά από μέσα από την καμπίνα μου και στριφογυρίζοντας από την αϋπνία στο κρεββάτι εκαμάρωνα την Ελληνική ψυχή, που δε ζη παρά μόνον για ιδανικά, παρά μόνο για πόθους αγίους και όνειρα. Έξαφνα μια φωνή. πού έτρεμε από ανέκφραστη συγκίνησι ακούσθηκε έξω : «A! Θεσπέσια Θέα Τρέξε. Η Πόλι μας! .... » «Η Πόλις μας !» επανέλαβα κι' εγώ σχεδόν ασυναισθήτως και ετινάχθηκα ορθός, άναψα το ηλεκτρικό και κύτταξα το ρολόι μου. Η ώρα είνε 5 π. μ. ακριβώς. «Σήκω, Χρήστο,» είπα στο Υπασπιστή, λοχαγό Δέδε,[2] που μέναμε μαζί στην ίδια καμπίνα, «εφθάσαμε στην Πόλι μας.» Ετινάχθηκε κι' αυτός αμέσως ορθός, εντυθήκαμε όπως-όπως, ετυλιχθήκαμε με χονδρούς μανδύας και τρέξαμε αμέσως στη γέφυρα. Το κρύο είνε παγερό και διαπεραστικό μα, όπως ωραία είπε ο Υπασπιστής «αξίζει κανένας να πουντιάση για να ιδή αυτό το θέαμα.»
Η πανσέληνος σκορπάει τις αργυρές της ακτίνες παντού από τον ξάστερον ουρανό. Ποτέ μου δεν την είδα τόσο ώμορφη (35) Ούτε ένα σύννεφο δεν υπάρχει. Όλα γύρω μας γελούν και ο αέρας , που σφυρίζει στα σχοινιά, μολονότι παγωμένος, μου κάνει την εντύπωσι σαν να μας παίζη ένα γλυκό εμβατήριο. Έξαφνα ανατριχιάζουμε από συγκίνησι, μόλις κατορθώνομε να κρατήσουμε τα δάκρυα μας «Θεέ μου ! Τί όνειρο! Μπροστά μας, σαν ένα σταχτόμαυρο ύφασμα στολισμένο με διαμάντια και ριγμένο μαγευτικά σε μια μεριά φαίνεται σκοτεινή με τ' αραιά της φώτα η Κωνσταντινούπολις. Δεξιά και πίσω μας βαθειά στον ορίζοντα μόλις διακρίνονται σκοτεινά τα Πριγκηπόνησα, τα ώμορφα αυτά νησιά, τα οποία με την ανέκφραστη ωμορφιά τους ενέπνευσαν τόσους μεγάλους ποιητάς. Ολίγον παρέκει η Χάλκη, όπου η περιώνυμος Θεολογική Σχολή. Αριστερά μας αφήνουμε το φάρο του Aγ. Στεφάνου και μπροστά μας έχομε τα σπίτια της λατρευτής μας Πόλης . Δεξιώτερα ο φάρος του Σεραγίου στην ευρωπαϊκή παραλία , λάμπει με μεγαλοπρέπεια, ενώ στην Ασιατική ο κόκκινος φάρος του Λεάντρου χύνει γύρω του το αιματωμένο του φως . «Οι δύο αυτοί φάροι, μας λέγει ο καπετάνιος δείχνουν την είσοδο των στενών του Βοσπόρου.»
Ολίγο δεξιώτερα μια σειρά από ηλεκτρικά σε συμμετρική απόστασι μεταξύ τους σημειώνουν τον περιώνυμο σιδηροδρομικό σταθμό του Χαϊδάρ Πασσά , που οι Γερμανοί έχουν κάμει τον ωραιότερο σταθμό του κόσμου, και από τον οποίον ξεκινούν οι σιδηρόδρομοι της Βαγδάτης , έργα των Γερμανών με το σκοπό να επικρατήσουν σε όλη την Ασία.
Εμείς παρατηρούμε με αγωνία , με χτυποκάρδι την Πόλι μας και προσπαθούμε να βρούμε στη σκοτεινή σιλουέττα της ό,τι ποθεί η ψυχή μας .
Το βαπόρι πλέει σιγά - σιγά ως ότου ξημερώση.
Ο καπετάνιος ζυγώνει κοντά μου, μου δίνει τα κυάλια του και δείχνοντάς μου έναν μαύρον όγκον , που εξείχε ανάμεσα στα σπίτια, μου λέγει : «Η Αγιά Σοφιά I»
Ένα ρίγος επέρασε το σώμα μου , μόλις άκουσα αυτές τις λέξεις. Όταν δε με την βοήθεια των γυαλιών διέκρινα καθαρά στο σκιόφως της φεγγαρολουσμένης πρωίας την Αγιά Σοφιά περιτριγυρισμένη από τέσσερες πανύψηλους μιναρέδες σαν άγριους φρουρούς που κρατούν με το σίδερα δεμένον ένα γίγαντα, τα δάκρυα , που μόλις κρατούσα στην άκρη των βλεφάρων μου ως την ώραν εκείνη, ξεπετάχθηκαν έξω και άρχισα να κλαίω σαν ( 36) μικρό παιδί.
«Λατρευτή μας Πόλι, εψιθύρισα, αγιασμένη με τα αίματα τόσων μαρτύρων και λουσμένη με τους πόθους και τα όνειρα κάθε ψυχής Ελληνικής, στολισμένη με την Αγιά Σοφιά και την κλεισμένη πόρτα των Πατριαρχείων, αξιώθηκα λοιπόν να σε ιδώ....!» Τη στιγμή αυτή εζύγωσε κοντά μου ο Υπασπιστής και με βουρκωμένα και εκείνος μάτια μου λέει : «Tι ευτυχείς που είμαστε ! Τι ωραία που είνε η σιλουέττα της Πόλης μας ! Αυτή τη στιγμή σκέπτομαι με χαιρεκακία τους άλλους λαούς, που δεν έχουν να διεκδικήσουν μια Κωνσταντινούπολι ! » Έβγαλα το ρολόι μου και είδα την ώρα. Ήταν 6 ακριβώς, Από την Ανατολή ένας ολόχρυσος φωτεινός πέπλος αραιός άρχισε ν' ανεβαίνει και να διώχνη το σκοτάδι της νύχτας. «Πρέπει να σημειώσουμε, είπα, αυτήν την ώρα' είνε η πειό ευτυχισμένη της ζωής μας. Είδαμε την Πόλι μας, έστω και από μακρυά, έστω και με την βοήθεια του φεγγαριού.» Έρριξα τότε και μια ματιά στο βαπόρι μας. Αξιωματικοί και στρατιώται μαζεμένοι στα διάφορα μέρη του βαποριού προσπαθούν με δακρυσμένα μάτια κι' αυτοί ν' αρπάξουν και να βάλουν στην καρδιά τους μέσα την Πόλι την Αγιά Σοφιά.
Ο Διοικητής του 34ου Συντάγματος Πεζικού Τσολακόπουλος Χρήστος |
«Αγωνίζομαι για την Πατρίδα μου, μου λέει με συγκίνησιν ανέκφραστη ο Συνταγματάρχης μας, είκοσι πέντε χρόνια τώρα. Το σώμα μου εγέμισε πληγές για την τιμή της και τη δόξα της και τώρα ανακουφίζομαι. Αυτή τη στιγμή, που το βλέμμα μου χαϊδεύει την Πόλι των ονείρων της Φυλής μας πληρώνονται οι κόποι μου και το αίμα μου, που έχω χύσει.»
Και ενώ έλεγε τα λόγια αυτά ο ατίμητος ήρως, εβούρκωσαν και τα ηρωϊκά του μάτια.
[1] Πρόκειται για τον Υπολοχαγό Πεζικού Λεωνίδα Σπανόπουλο του 1ου Τάγματος του Βλάχου-Πράσσου Κωνσταντίνου και όχι για τον ομόβαθμό του Σπανόπουλο Στέλιο του 11ου Λόχου του 3ου Τάγματος του Μελέτη Νικολάου.
[2] Ο Υπολοχαγός Πεζικού Δέδες Χρήστος θα αναλάβει τη διοίκηση της 3ης Πολυβολαρχίας του 3ου Τάγματος του Μελέτη .
[1] Πρόκειται για τον Υπολοχαγό Πεζικού Λεωνίδα Σπανόπουλο του 1ου Τάγματος του Βλάχου-Πράσσου Κωνσταντίνου και όχι για τον ομόβαθμό του Σπανόπουλο Στέλιο του 11ου Λόχου του 3ου Τάγματος του Μελέτη Νικολάου.
[2] Ο Υπολοχαγός Πεζικού Δέδες Χρήστος θα αναλάβει τη διοίκηση της 3ης Πολυβολαρχίας του 3ου Τάγματος του Μελέτη .
[3] Τσολακόπουλος Χρήστος (1868-1923) Ο θρυλικός Καπετάν Ρέμπελος του Μακεδονικού Αγώνα γεννήθηκε στο Ναύπλιο. Απεφοίτησε από την σχολή Υπαξιωματικών με τον βαθμό του Ανθυπολοχαγού (πζ) στα 1899. Πολέμησε επικεφαλής ανταρτικού σώματος στον Μακεδονικό αγώνα και τραυματίστηκε . Έλαβε μέρος στον ελληνοτουρκικό πόλεμο και τραυματίστηκε πάλι μπροστά στα Ιωάννινα. Πολέμησε στον Μεγάλο Πόλεμο και σε ηλικία 51 χρόνων διοίκησε το 34ο Σύνταγμα Πεζικού στην ατυχή ελληνική εκστρατεία στη Νότια Ρωσία. Για τις πολύτιμες υπηρεσίες στην Πατρίδα η Κυβέρνηση τον αποστράτευσε στα 1920 με τον βαθμό που έφερε μέχρι τότε. Εκείνο του Συνταγματάρχη .Ο Τσολακόπουλος προήχθη μετά θάνατον στον βαθμό του Υποστράτηγου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου