« Δάσκαλε μου και νεοφώτιστε μαθητή μου, χαίρε !


»Αν τους αφήσουμε στην τύχη τους, θα χαθούν. Χρειάζεται πολλή αγάπη, πολύ μυαλό, ενθουσιασμός κι οργάνωση — οι δυό αυτές αρετές που τόσο αγαπάς όταν είναι ενωμένες — για να μπορέσουμε να τους σώσουμε και να τους μεταφυτέψουμε στα λεύτερα χώματα μας, εκεί που περισσότερο συφέρει στη ράτσα μας — ψηλά στα σύνορα της Μακεδονίας, πέρα στα σύνορα της Θράκης. Είναι ανάγκη. Έτσι μονάχα θα σωθούν εκατοντάδες χιλιάδες ελληνικές ψυχές, και θα σωθούμε κι εμείς μαζί τους. Γιατί, από τη στιγμή που έφτασα εδώ, χάραξα, ακολουθώντας τη διδασκαλία σου, έναν κύκλο, κι αυτόν τον ονόμασα : χρέος μου. Κι είπα : αν αλάκερο τον κύκλο αυτόν τον σώσω, σώθηκα" αν δεν τον σώσω, χάθηκα. Και μέσα στον κύκλον αυτόν είναι οι 500.000 ετούτοι Έλληνες.

» Τώρα η σκέψη μου είναι πολύ απλή, μονοκόμματη: Λέω: ετούτοι οι Πόντιοι κι οι Καυκάσιοι, οι χωριάτες του Καρς κι οι έμποροι κι εμποράκοι της Τιφλίδας, του Βατούμ, του Νοβορωσίσκ, του Ροστόβ, της Οντέσας, της Κριμαίας, είναι δικοί μας, αίμα μας, έχουν κι αυτοί σαν κι εμάς μέσα τους πρωτεύουσα την Πόλη. Έχουμε όλοι τον ίδιο αρχηγό ' εσύ τον λες Οδυσσέα, άλλοι Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, όχι αυτόν που σκοτώθηκε, παρά τον άλλο, τον μαρμαρωμένο του παραμυθιού. Εγώ, με την άδεια σου, τον αρχηγό αυτόν της ράτσας μας τον λέω Ακρίτα. Η λέξη αυτή μου αρέσει πιο πολύ, είναι πιο αυστηρή και πολεμόχαρη, γιατί ευτύς ως την ακούσεις τινάζεται μέσα σου πάνοπλος ο αιώνιος Έλληνας, που μάχεται ακατάπαυτα στις άκρες, στα σύνορα. Στα κάθε σύνορα — εθνικά, πνεματικά, ψυχικά. Κι αν πεις και Διγενής, ακόμα πιό βαθιά στοράς τη ράτσα μας, την εξαίσια σύνθεση Ανατολής και Δύσης.
»Βρίσκουμαι τώρα στο Κάρς, όπου πήγα να μαζέψω απ' όλα τα χωριά γύρα τους Έλληνες' την ίδια μέρα που έφτασα, οι Κούρδοι είχαν πιάσει απέξω από το Καρς έναν παπά μας κι ένα δάσκαλο και τους πετάλωσαν σα μουλάρια. Τρομαγμένοι όλοι μαζώχτηκαν στο σπίτι όπου έστησα τα λημέρια μου' ακούμε όλο και πιο κοντά τα κανόνια των Κούρδων που ζυγώνουν. Όλοι έχουν καρφωμένα τα μάτια τους απάνω μου, σα να 'χω εγώ τη δύναμη να τους σώσω.
»Ήταν να φύγω αύριο για την Τιφλίδα, μα τώρα, μπροστά στον κίντυνο, ντρέπουμαι να φύγω. Μένω λοιπόν. Δε λέω πΩς δε φοβούμαι' φοβούμαι, μα ντρέπουμαι. Το ίδιο δε θα 'κανε κι ο «Πολεμιστής» του Ρέμπραντ ; θα 'μενε' μένω λοιπόν κι εγώ. Αν μπουν οι Κούρδοι, είναι φυσικό και δίκιο εμένα να πρωτοπεταλώσουν. Τέτοιο μουλαρίσιο τέλος του μαθητή σου, δάσκαλε μου, σίγουρα δεν το περίμενες.
»Ύστερα από πολλή ρωμαίικη λογομαχία, πήραμε την απόφαση να συναχτούν απόψε οι Έλληνες όλοι, με τα μουλάρια τους, με τ' άλογα, με τα βόδια τους, με τα πρόβατα, με τις γυναίκες και τα παιδιά τους, και ξημερώματα, όλοι μαζί, θα κινήσουμε κατά βορρά- και θα πηγαίνω μπροστά, μπροσταρόκριος.
» Πατριαρχική μετανάστεψη λαού, μέσα από οροσειρές και πεδιάδες με θρυλικά ονόματα. Κι εγώ θα 'μαι ένα είδος Μωυσή — Ψευτομωυσή — που θα οδηγώ τον εκλεχτό λαό προς τη Γη της Απαγγελίας, όπως τη λες την Ελλάδα. Έπρεπε βέβαια, για να 'μαι στο ύψος της Μωσαϊκής αποστολής μου και να μη σε ντροπιάζω, να πετάξω τις κομψές μου γκέτες, που τόσο τις κοροϊδεύεις, και να τυλιχτώ τουσλούκια από προβιές' και να 'χω μακριά, τρικυμισμένα, γεμάτα λίγδα γένια και, το σπουδαιότερο, δυό κέρατα. Μα δυστυχώς δε θα σου κάμω το χατίρι' πια εύκολα μπορείς να με κάμεις ν' αλλάξω ψυχή παρά ντύσιμο' φορώ γκέτες, είμαι ξουρισμένος σα γουλί κι είμαι ανύπαντρος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου