Τον Μάρτιο του 1941 περιμέναμε επίθεση των Γερμανών. Διαδόθηκε ότι θα έρχονταν Βούλγαροι και θα μας έσφαζαν όλους εμάς τους Έλληνες για να ενσωματώσουν την Ανατολική Μακεδονία και την Θράκη στο Βουλγαρικό κράτος. Όσοι δημόσιοι υπάλληλοι ήταν από τη νότιο Ελλάδα έφυγαν πρώτοι. Το ίδιο έκαναν και οι εντόπιοι υπάλληλοι. Άδειασαν όλες οι δημόσιες υπηρεσίες. Το κράτος παρέλυσε. Τον έλεγχο και την τάξη προσπαθούσε να επιβάλει, στον πανικόβλητο λαό, ο στρατός και η αστυνομία.
Στον σταθμό πλήθος κόσμου περίμενε να ταξιδέψει. Οικογένειες με τα παιδιά τους, παρακαλούσαν να τους το επιτρέψουν. Χωρίς ειδική άδεια τα τρένα δεν έδιναν εισιτήρια. Γινόταν αυστηρός έλεγχος. Η μητέρα μου παράτησε τη δουλειά της κι έκανε κάθε μέρα σκηνές στον πατέρα μου. Τον πίεζε να φύγουμε. Εκείνος είχε την δυνατότητα να πάρει άδεια και να ταξιδέψουμε, γιατί είχε καταδικασθεί σε εκτόπιση στην Ήπειρο. Όχι μόνο δεν το έκανε αυτό, αλλά πρόβαλε δικαιολογίες για να αναβάλει την αναχώρηση του. Είχε τους λόγους του που το έκανε αυτό. Στο τέλος έφθασε να τον απειλήσει ο αστυνόμος του σταθμού χωροφυλακής της Μεσούνης. «Τι περιμένεις; Θέλεις να έρθουν και να σε πάνε υπό συνοδεία σαν εγκληματία στον τόπο εκτόπισης;». Ασφαλώς θα το είχαν ήδη κάνει οι λακέδες της δικτατορίας. Αυτοί όμως είχαν φύγει από τους πρώτους.
Από την συνεχή πίεση της μητέρας μου αποφάσισε και πήρε την άδεια και τα εισιτήρια για το τρένο. Ησύχασε η μητέρα μου. Την ορισμένη μέρα ανεβήκαμε όλοι στο τρένο. Μόλις δόθηκε το σύνθημα εκκίνησης η πρώτη ενέργεια του πατέρα μου ήταν να ανοίξει το παράθυρο, μετά έτρεξε και κατέβηκε από το τρένο ενώ αυτό ξεκινούσε. Από το ανοιχτό παράθυρο μας φώναξε: «Λέλα! Να πας στην Κίτσα. Σας αγαπώ. Θα έρθω αργότερα».
Στον σταθμό πλήθος κόσμου περίμενε να ταξιδέψει. Οικογένειες με τα παιδιά τους, παρακαλούσαν να τους το επιτρέψουν. Χωρίς ειδική άδεια τα τρένα δεν έδιναν εισιτήρια. Γινόταν αυστηρός έλεγχος. Η μητέρα μου παράτησε τη δουλειά της κι έκανε κάθε μέρα σκηνές στον πατέρα μου. Τον πίεζε να φύγουμε. Εκείνος είχε την δυνατότητα να πάρει άδεια και να ταξιδέψουμε, γιατί είχε καταδικασθεί σε εκτόπιση στην Ήπειρο. Όχι μόνο δεν το έκανε αυτό, αλλά πρόβαλε δικαιολογίες για να αναβάλει την αναχώρηση του. Είχε τους λόγους του που το έκανε αυτό. Στο τέλος έφθασε να τον απειλήσει ο αστυνόμος του σταθμού χωροφυλακής της Μεσούνης. «Τι περιμένεις; Θέλεις να έρθουν και να σε πάνε υπό συνοδεία σαν εγκληματία στον τόπο εκτόπισης;». Ασφαλώς θα το είχαν ήδη κάνει οι λακέδες της δικτατορίας. Αυτοί όμως είχαν φύγει από τους πρώτους.
Από την συνεχή πίεση της μητέρας μου αποφάσισε και πήρε την άδεια και τα εισιτήρια για το τρένο. Ησύχασε η μητέρα μου. Την ορισμένη μέρα ανεβήκαμε όλοι στο τρένο. Μόλις δόθηκε το σύνθημα εκκίνησης η πρώτη ενέργεια του πατέρα μου ήταν να ανοίξει το παράθυρο, μετά έτρεξε και κατέβηκε από το τρένο ενώ αυτό ξεκινούσε. Από το ανοιχτό παράθυρο μας φώναξε: «Λέλα! Να πας στην Κίτσα. Σας αγαπώ. Θα έρθω αργότερα».
Αυτό ήταν το σχέδιο του για να μας στείλει στην Αθήνα. Η μητέρα μου δεν θα δεχόταν να φύγουμε χωρίς αυτόν. Εκείνος είχε τον σκοπό του. Ήθελε να μείνει κοντά στα 35 ορφανά του Εθνικού Αγροτικού Ορφανοτροφείου Αρρένων Ροδόπης. Αναζητούσε τρόπο να τα φυγαδεύσει για να μην εγκαταλειφθούν στα χέρια των Βουλγάρων.
Περίμενε να του στείλουν γραπτή εντολή από το υπουργείο η οποία όμως δεν ήρθε ποτέ.
Πήγαμε στην Αθήνα. Στην οδό Δεινοκράτους, στους πρόποδες του Λυκαβηττού, ήταν το ιδιόκτητο μέγαρο τους που ζούσαν οι πλούσιες ξαδέρφες του πατέρα μου. Η μητέρα με το μωρό στην αγκαλιά της χτύπησε το κουδούνι της Κυριακής Γρηγοριάδου. Ήταν ξαδέλφη του πατέρα μου, από τη μητέρα του. Μας άνοιξε την πόρτα η υπηρέτρια. Η Κίτσα μας δέχθηκε με συγκατάβαση, ίσως και με συγκρατημένη αγάπη- αφού αργότερα έγινε νουνά, βάφτισε τον αδερφό μου. Ο άνδρας της όμως ο Περικλής Γρηγοριάδης δυσαρεοτήθηκε. Αυτός ήταν λογιστής και διαχειριστής στις επιχειρήσεις του παππού μου στον Πόντο. Ενώ ο παππούς μου ήρθε στην Ελλάδα ξυπόλητος, ο λογιστής του επέτυχε να φυγαδεύσει σε Ελβετικές τράπεζες μεγάλη περιουσία. Έκανε εμπορικές και βιομηχανικές επιχειρήσεις στην Ελλάδα. Απόκτησε κτήματα στην οδό Σταδίου στο κέντρο της Αθήνας. Δεν είχαν παιδιά. «Ούτε παιδιά ούτε σκυλιά», έλεγε η μητέρα. Την φροντίδα του Περικλή είχε το χρυσόψαρο στη γυάλα, και το καναρίνι στο κλουβί. Το κοίταζα το καημένο και το λυπόμουν καθώς έψαχνε να βρει διέξοδο για να πετάξει. Ο Περικλής ήθελε την ησυχία του. Η μητέρα μου πήρε στο τηλέφωνο τον πατέρα μου στο ΕΑΟΑΡ, και του είπε ότι δεν είμαστε ευπρόσδεκτοι.
Μας επισκέφθηκε ο Κίμων Τριανταφυλλίδης που τον ειδοποίησε ο πατέρας μου. Μας πήγε σ' ένα άδειο σπίτι που απείχε λίγα μέτρα από το μέγαρο. Ήταν στην παράλληλη οδό Ξενοκράτους. Μας έφερε έπιπλα, κρεβάτια, τραπέζι, καρέκλες και γκαζόλαμπα γιατί δεν είχε ηλεκτρικό ρεύμα. Για νερό είχε στην αυλή τουλούμπα. Δεν θα ξεχάσω με πόση αγάπη μας φρόντισε εμένα και τον αδερφό μου. Αργότερα μου δόθηκε η εξήγηση γι' αυτό.
Την 7η Απριλίου ήρθε ο πατέρας μου, αγνώριστος από την ταλαιπωρία ενός περιπετειώδους ταξιδιού με καράβι, και την φριχτή εμπειρία ενός ολονύκτιου βομβαρδισμού στο λιμάνι του Πειραιά. Τον περίμενα με αγωνία. Οι πρώτες του λέξεις είναι χαραγμένες για πάντα στο μυαλό μου. «Νόμισα ότι δεν θα σας ξαναδώ!».
Όταν συναντήθηκε με τον Κίμωνα αγκαλιάστηκαν σαν αδέρφια. Τον πατέρα μου τον αποκαλούσε Μιμίκο. Ήταν το χαϊδευτικό του, όταν νήπια μεγάλωναν μαζί στην πατρίδα τους, στην Προποντίδα. Κι οι δυο τους δεν είχαν άλλο αδέρφι. Ο Κίμων ήταν το μοναχοπαίδι της χήρας μητέρας του. Δεν γνώρισε τον πατέρα του. Όταν ήταν μωρό, τον πατέρα του και τον θείο του, τους σκότωσαν στην Τραπεζούντα «άγνωστοι». Οι πρόγονοι του πατέρα μου διώχτηκαν από την Τραπεζούντα. Τον ένα τον σκότωσαν οι συνήθεις «άγνωστοι». Οι τρεις έφυγαν στο Σοχούμ Ρωσίας και χάθηκαν τα ίχνη τους. Επειδή δεν είναι δυνατόν να προσδιορίσω ποιοι είναι οι απόγονοι εκείνων των προγόνων μου, θεωρώ όλους τους νεοπρόσφυγες πόντιους ξαδέρφια μου. Ο πέμπτος αδερφός τους πήγε στη Ζαφράμπολη. Απόγονος εκείνου ήταν ο παππούς μου ο Κωνσταντίνος. Παντρεύτηκε την Όλγα, μια από τις τρεις αδελφές Τζοβαχιρτζόγλου προσφυγοπούλες από την Καππαδοκία. Απόκτησαν τρία αγόρια. Επειδή οι Τούρκοι απαγόρευαν στο γιατρό να κουράρει Ρωμιούς, η γιαγιά Όλγα όταν ήταν να γεννήσει πήγαινε κάθε φορά στο χωριό Παρθένιον όπου έδιναν ραντεβού με μαμή και γιατρό. Στο Παρθένιον γεννήθηκε κι ο πατέρας μου.
Όταν τελείωσαν τις σπουδές τους στη μέση εκπαίδευση 19 χρονών παλικάρια, επρόκειτο να επιστρατευθούν στα τάγματα εργασίας του Τουρκικού στρατού. Η επιστράτευση αυτή είχε σκοπό την εξόντωσή τους. Μπορούσε όμως να ματαιωθεί εάν κατέβαλαν οι δικοί τους το αντισήκωμα που καθόριζαν οι Τούρκοι. Το ποσό ήταν ανάλογο με την οικονομική κατάσταση της οικογένειας. Το λιγότερο ήταν διακόσιες χρυσές λίρες, ενώ για τους πιο εύπορους έφθανε τις χίλιες. Για να εκβιάσουν τις εύπορες οικογένειες πρώτα επιστράτευαν τον νέο και μετά ζητούσαν μεγάλα ποσά για να τον φέρουν πίσω. Ένας νέος επιστρατευμένος στα τάγματα εργασίας που επέστρεψε απ' αυτά, αφού κατέβαλαν οι δικοί του το αντισήκωμα, διηγήθηκε.
«Μας έδωσαν ένα φτυάρι ή έναν κασμά και μας διέταξαν να σκάψουμε για να ισοπεδώσουμε ένα ύψωμα και να μεταφέρουμε τα μπάζα στην άλλη μεριά του δρόμου. Δουλέψαμε δέκα μέρες εκατό άτομα και κάναμε αυτό που μας διέταξαν. Νομίσαμε ότι θα μας έλεγαν τουλάχιστον μπράβο. Έπειτα μας διέταξαν να πάμε πάλι πίσω το υλικό και να ξαναφτιάξουμε τον λόφο όπως ήταν πρώτα. Αυτή η εργασία έγινε μέσα στο λιοπύρι, με ένα ξεροκόμματο και χωρίς νερό όλη τη μέρα. Όσοι έπεσαν κάτω δεν τους ξαναείδαμε .Πολλοί δεν βαστάξαν. Τα κόκαλα τους βρίσκονται στα βάθη της Ανατολής.
Ο μεγάλος αδερφός του πατέρα μου επιστρατεύθηκε στα τάγματα αυτά. Ο πατέρας του κατέβαλε αμέσως το αντισήκωμα των χιλίων λιρών. Ο πασάς όταν πήρε τις χίλιες λίρες χωρίς αντίρρηση και χωρίς παζάρια, του άνοιξε η όρεξη και ζήτησε άλλες χίλιες. Ο πασάς ανακάλυψε χρυσωρυχείο και ζήτησε ξανά χίλιες λίρες. Ο παππούς μου πήγε σε ανώτερο διοικητή με περισσότερες λίρες, και παρακάλεσε να στείλουν στο σπίτι του τον Αλέξανδρο. Ο διοικητής ήταν έντιμος, δεν δέχθηκε τις λίρες. Ενδιαφέρθηκε και διαπίστωσε ότι ο Αλέξανδρος Ζάμπογλου ήταν νεκρός, και το είπε στον παππού μου.
Το 1913 ο πατέρας μου και άλλα παλικάρια, για να αποφύγουν αυτή την στράτευση, αποφάσισαν να φύγουν κρυφά από την πατρίδα τους και να πάνε στη Γαλλία. Συνεννοήθηκαν με τον καπετάνιο του φορτηγού πλοίου που μετέφερε μετάλλευμα στη Γαλλία, να τους πάρει κρυφά στο αμπάρι. Ο Κίμων Τριανταφυλλίδης είχε αισθηματικό δεσμό με κορίτσι Μουσουλμανικής οικογένειας. Το κορίτσι αποφάσισε να πάει μαζί του στη Γαλλία, δεδομένου ότι ο δεσμός και το αίσθημα τους δεν είχε ευοίωνη προοπτική στην Τουρκική επικράτεια. Συνεννοήθηκαν να κλεφτούν και να παντρευτούν με πολιτικό γάμο στη Μασσαλία. Τη μέρα που είχαν ορίσει να φύγουν, δεν εμφανίσθηκε ο Κίμων, ούτε το κορίτσι, που τον περίμενε μάταια να περάσει να τη πάρει όπως είχαν συνεννοηθεί. Οι άλλοι δεν έφυγαν για την Γαλλία. Αναζήτησαν τον Κίμωνα για να φύγουν όλοι μαζί. Δεν βρήκαν κανένα ίχνος του. Ούτε η μητέρα του δεν γνώριζε τίποτα για την εξαφάνιση του μονάκριβου παιδιού της. Υπέθεσαν ότι τον σκότωσαν κι αυτόν οι Τούρκοι επειδή έμαθαν τον δεσμό του με την Τουρκάλα.
Ο Κίμων εμφανίσθηκε μετά από ένα μήνα. Δεν έδωσε εξήγηση για την εξαφάνιση του. Είπε στον πατέρα μου ότι μετάνιωσε κι αποφάσισε να φύγει χωρίς το κορίτσι. Απόρησε ο πατέρας μου, που γνώριζε το αίσθημα τους. Τόσος έρωτας, τόση αγάπη, πως χάθηκε έτσι ξαφνικά; Η συμπεριφορά του Κίμωνα έμεινε ανεξήγητη.
Πήγαν στη Μασσαλία και από κει στο Παρίσι. Όταν όμως μερικά από αυτά τα παλικάρια εξαφανίσθηκαν, και τα πτώματα τους βρέθηκαν να επιπλέουν στο Σηκουάνα κατάλαβαν ότι ούτε στη Γαλλία ήταν ασφαλείς. Οι Τούρκοι τους είχαν χαρακτηρίσει φυγόστρατους (=ανυπότακτους) και τους καταδίωκαν. Για να μην έχουν την ίδια τύχη άλλαξαν ονόματα, και άλλαζαν συνεχώς πόλεις. Κατέληξαν στη Νανσή, όπου ανάμεσα σε χιλιάδες φοιτητές που σπούδαζαν εκεί, χάθηκαν τα ίχνη τους. Αποφάσισαν να σπουδάσουν στο πανεπιστήμιο. Ο πατέρας μου σπούδασε γεωπόνος και παράλληλα με συμπληρωματικά μαθήματα μηχανικός. Ο Κίμων σπούδασε ξένες γλώσσες. Ήταν πνευματικά προικισμένος. Αποφοίτησε αριστούχος. Έμαθε πέντε ξένες γλώσσες. (Επόμενο)
Περίμενε να του στείλουν γραπτή εντολή από το υπουργείο η οποία όμως δεν ήρθε ποτέ.
Πήγαμε στην Αθήνα. Στην οδό Δεινοκράτους, στους πρόποδες του Λυκαβηττού, ήταν το ιδιόκτητο μέγαρο τους που ζούσαν οι πλούσιες ξαδέρφες του πατέρα μου. Η μητέρα με το μωρό στην αγκαλιά της χτύπησε το κουδούνι της Κυριακής Γρηγοριάδου. Ήταν ξαδέλφη του πατέρα μου, από τη μητέρα του. Μας άνοιξε την πόρτα η υπηρέτρια. Η Κίτσα μας δέχθηκε με συγκατάβαση, ίσως και με συγκρατημένη αγάπη- αφού αργότερα έγινε νουνά, βάφτισε τον αδερφό μου. Ο άνδρας της όμως ο Περικλής Γρηγοριάδης δυσαρεοτήθηκε. Αυτός ήταν λογιστής και διαχειριστής στις επιχειρήσεις του παππού μου στον Πόντο. Ενώ ο παππούς μου ήρθε στην Ελλάδα ξυπόλητος, ο λογιστής του επέτυχε να φυγαδεύσει σε Ελβετικές τράπεζες μεγάλη περιουσία. Έκανε εμπορικές και βιομηχανικές επιχειρήσεις στην Ελλάδα. Απόκτησε κτήματα στην οδό Σταδίου στο κέντρο της Αθήνας. Δεν είχαν παιδιά. «Ούτε παιδιά ούτε σκυλιά», έλεγε η μητέρα. Την φροντίδα του Περικλή είχε το χρυσόψαρο στη γυάλα, και το καναρίνι στο κλουβί. Το κοίταζα το καημένο και το λυπόμουν καθώς έψαχνε να βρει διέξοδο για να πετάξει. Ο Περικλής ήθελε την ησυχία του. Η μητέρα μου πήρε στο τηλέφωνο τον πατέρα μου στο ΕΑΟΑΡ, και του είπε ότι δεν είμαστε ευπρόσδεκτοι.
Μας επισκέφθηκε ο Κίμων Τριανταφυλλίδης που τον ειδοποίησε ο πατέρας μου. Μας πήγε σ' ένα άδειο σπίτι που απείχε λίγα μέτρα από το μέγαρο. Ήταν στην παράλληλη οδό Ξενοκράτους. Μας έφερε έπιπλα, κρεβάτια, τραπέζι, καρέκλες και γκαζόλαμπα γιατί δεν είχε ηλεκτρικό ρεύμα. Για νερό είχε στην αυλή τουλούμπα. Δεν θα ξεχάσω με πόση αγάπη μας φρόντισε εμένα και τον αδερφό μου. Αργότερα μου δόθηκε η εξήγηση γι' αυτό.
Την 7η Απριλίου ήρθε ο πατέρας μου, αγνώριστος από την ταλαιπωρία ενός περιπετειώδους ταξιδιού με καράβι, και την φριχτή εμπειρία ενός ολονύκτιου βομβαρδισμού στο λιμάνι του Πειραιά. Τον περίμενα με αγωνία. Οι πρώτες του λέξεις είναι χαραγμένες για πάντα στο μυαλό μου. «Νόμισα ότι δεν θα σας ξαναδώ!».
Όταν συναντήθηκε με τον Κίμωνα αγκαλιάστηκαν σαν αδέρφια. Τον πατέρα μου τον αποκαλούσε Μιμίκο. Ήταν το χαϊδευτικό του, όταν νήπια μεγάλωναν μαζί στην πατρίδα τους, στην Προποντίδα. Κι οι δυο τους δεν είχαν άλλο αδέρφι. Ο Κίμων ήταν το μοναχοπαίδι της χήρας μητέρας του. Δεν γνώρισε τον πατέρα του. Όταν ήταν μωρό, τον πατέρα του και τον θείο του, τους σκότωσαν στην Τραπεζούντα «άγνωστοι». Οι πρόγονοι του πατέρα μου διώχτηκαν από την Τραπεζούντα. Τον ένα τον σκότωσαν οι συνήθεις «άγνωστοι». Οι τρεις έφυγαν στο Σοχούμ Ρωσίας και χάθηκαν τα ίχνη τους. Επειδή δεν είναι δυνατόν να προσδιορίσω ποιοι είναι οι απόγονοι εκείνων των προγόνων μου, θεωρώ όλους τους νεοπρόσφυγες πόντιους ξαδέρφια μου. Ο πέμπτος αδερφός τους πήγε στη Ζαφράμπολη. Απόγονος εκείνου ήταν ο παππούς μου ο Κωνσταντίνος. Παντρεύτηκε την Όλγα, μια από τις τρεις αδελφές Τζοβαχιρτζόγλου προσφυγοπούλες από την Καππαδοκία. Απόκτησαν τρία αγόρια. Επειδή οι Τούρκοι απαγόρευαν στο γιατρό να κουράρει Ρωμιούς, η γιαγιά Όλγα όταν ήταν να γεννήσει πήγαινε κάθε φορά στο χωριό Παρθένιον όπου έδιναν ραντεβού με μαμή και γιατρό. Στο Παρθένιον γεννήθηκε κι ο πατέρας μου.
Όταν τελείωσαν τις σπουδές τους στη μέση εκπαίδευση 19 χρονών παλικάρια, επρόκειτο να επιστρατευθούν στα τάγματα εργασίας του Τουρκικού στρατού. Η επιστράτευση αυτή είχε σκοπό την εξόντωσή τους. Μπορούσε όμως να ματαιωθεί εάν κατέβαλαν οι δικοί τους το αντισήκωμα που καθόριζαν οι Τούρκοι. Το ποσό ήταν ανάλογο με την οικονομική κατάσταση της οικογένειας. Το λιγότερο ήταν διακόσιες χρυσές λίρες, ενώ για τους πιο εύπορους έφθανε τις χίλιες. Για να εκβιάσουν τις εύπορες οικογένειες πρώτα επιστράτευαν τον νέο και μετά ζητούσαν μεγάλα ποσά για να τον φέρουν πίσω. Ένας νέος επιστρατευμένος στα τάγματα εργασίας που επέστρεψε απ' αυτά, αφού κατέβαλαν οι δικοί του το αντισήκωμα, διηγήθηκε.
«Μας έδωσαν ένα φτυάρι ή έναν κασμά και μας διέταξαν να σκάψουμε για να ισοπεδώσουμε ένα ύψωμα και να μεταφέρουμε τα μπάζα στην άλλη μεριά του δρόμου. Δουλέψαμε δέκα μέρες εκατό άτομα και κάναμε αυτό που μας διέταξαν. Νομίσαμε ότι θα μας έλεγαν τουλάχιστον μπράβο. Έπειτα μας διέταξαν να πάμε πάλι πίσω το υλικό και να ξαναφτιάξουμε τον λόφο όπως ήταν πρώτα. Αυτή η εργασία έγινε μέσα στο λιοπύρι, με ένα ξεροκόμματο και χωρίς νερό όλη τη μέρα. Όσοι έπεσαν κάτω δεν τους ξαναείδαμε .Πολλοί δεν βαστάξαν. Τα κόκαλα τους βρίσκονται στα βάθη της Ανατολής.
Ο μεγάλος αδερφός του πατέρα μου επιστρατεύθηκε στα τάγματα αυτά. Ο πατέρας του κατέβαλε αμέσως το αντισήκωμα των χιλίων λιρών. Ο πασάς όταν πήρε τις χίλιες λίρες χωρίς αντίρρηση και χωρίς παζάρια, του άνοιξε η όρεξη και ζήτησε άλλες χίλιες. Ο πασάς ανακάλυψε χρυσωρυχείο και ζήτησε ξανά χίλιες λίρες. Ο παππούς μου πήγε σε ανώτερο διοικητή με περισσότερες λίρες, και παρακάλεσε να στείλουν στο σπίτι του τον Αλέξανδρο. Ο διοικητής ήταν έντιμος, δεν δέχθηκε τις λίρες. Ενδιαφέρθηκε και διαπίστωσε ότι ο Αλέξανδρος Ζάμπογλου ήταν νεκρός, και το είπε στον παππού μου.
Το 1913 ο πατέρας μου και άλλα παλικάρια, για να αποφύγουν αυτή την στράτευση, αποφάσισαν να φύγουν κρυφά από την πατρίδα τους και να πάνε στη Γαλλία. Συνεννοήθηκαν με τον καπετάνιο του φορτηγού πλοίου που μετέφερε μετάλλευμα στη Γαλλία, να τους πάρει κρυφά στο αμπάρι. Ο Κίμων Τριανταφυλλίδης είχε αισθηματικό δεσμό με κορίτσι Μουσουλμανικής οικογένειας. Το κορίτσι αποφάσισε να πάει μαζί του στη Γαλλία, δεδομένου ότι ο δεσμός και το αίσθημα τους δεν είχε ευοίωνη προοπτική στην Τουρκική επικράτεια. Συνεννοήθηκαν να κλεφτούν και να παντρευτούν με πολιτικό γάμο στη Μασσαλία. Τη μέρα που είχαν ορίσει να φύγουν, δεν εμφανίσθηκε ο Κίμων, ούτε το κορίτσι, που τον περίμενε μάταια να περάσει να τη πάρει όπως είχαν συνεννοηθεί. Οι άλλοι δεν έφυγαν για την Γαλλία. Αναζήτησαν τον Κίμωνα για να φύγουν όλοι μαζί. Δεν βρήκαν κανένα ίχνος του. Ούτε η μητέρα του δεν γνώριζε τίποτα για την εξαφάνιση του μονάκριβου παιδιού της. Υπέθεσαν ότι τον σκότωσαν κι αυτόν οι Τούρκοι επειδή έμαθαν τον δεσμό του με την Τουρκάλα.
Ο Κίμων εμφανίσθηκε μετά από ένα μήνα. Δεν έδωσε εξήγηση για την εξαφάνιση του. Είπε στον πατέρα μου ότι μετάνιωσε κι αποφάσισε να φύγει χωρίς το κορίτσι. Απόρησε ο πατέρας μου, που γνώριζε το αίσθημα τους. Τόσος έρωτας, τόση αγάπη, πως χάθηκε έτσι ξαφνικά; Η συμπεριφορά του Κίμωνα έμεινε ανεξήγητη.
Πήγαν στη Μασσαλία και από κει στο Παρίσι. Όταν όμως μερικά από αυτά τα παλικάρια εξαφανίσθηκαν, και τα πτώματα τους βρέθηκαν να επιπλέουν στο Σηκουάνα κατάλαβαν ότι ούτε στη Γαλλία ήταν ασφαλείς. Οι Τούρκοι τους είχαν χαρακτηρίσει φυγόστρατους (=ανυπότακτους) και τους καταδίωκαν. Για να μην έχουν την ίδια τύχη άλλαξαν ονόματα, και άλλαζαν συνεχώς πόλεις. Κατέληξαν στη Νανσή, όπου ανάμεσα σε χιλιάδες φοιτητές που σπούδαζαν εκεί, χάθηκαν τα ίχνη τους. Αποφάσισαν να σπουδάσουν στο πανεπιστήμιο. Ο πατέρας μου σπούδασε γεωπόνος και παράλληλα με συμπληρωματικά μαθήματα μηχανικός. Ο Κίμων σπούδασε ξένες γλώσσες. Ήταν πνευματικά προικισμένος. Αποφοίτησε αριστούχος. Έμαθε πέντε ξένες γλώσσες. (Επόμενο)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου