«Σου γράφω... Κι όμως τόση είν' η σιγή που κυκλώνει,
που, λέω, αν άνοιγα τα χείλη θ' άκουες τη φωνή μου...
Εχτές ακόμη όλο βροντούσε το κανόνι
σα να βρουχιόνταν γύρω - γύρω στις κορφές
λιοντάρια
σ' άγρια σφαγή, κι απάνωθέ μας οι ατσαλένιοι
γυρνούσαν γυπαϊτοί, γυρνούσανε ολοένα
τον ίσκιο ρίχνοντας του Χάρου και το χάρο
στα νύχια τους κρατώντας...
Αλλ' απ' όλα
είναι τρανότερη η σιγή π' ακολουθάει
κατόπι από τη μάχη, σα βαθιά μας
το μεσότοιχο της ζωής και του θανάτου
γκρεμίζεται κι ολόγυμνη η ψυχή μας,
θωρώντας ζωντανούς και πεθαμένους
να τους τυλίγει γύρω ένα σουδάρι
μονάχα, το σουδάρι του χιονιού, δεν απαντέχει
σαν άλλοτε ένα ξύπνημα με κάποιαν
ανάσταση από σάλπισμα μεγάλο,
μια ανάσταση σε ορίζοντες που πρώτα,
ξυπνώντας, δεν τους ζούσαμε...
Και μήπως
θαρρείς που εδώ ψηλά κρατούμε αχνάρια
φτωχά του χρόνου, ή γνοιάστηκε η ψυχή μας
αν θε να λιώσουνε κάποτε τα χιόνια,
αν είναι να γυρίσουμε στην ίδια
που ξέραμε άνοιξη;...
Από το 'να στ' άλλο
που παίρνουμε ύψωμα ο οχτρός κυλιέται
στα βάραθρα, μα τώρα έχουμε φτάσει
σε μια κορφή που λέω που αγναντεύει
τα μέλλοντα... Τι, αλήθεια, τα κανόνια,
είτ' εχτρικά 'ναι είτε δικά μας, κάθε μέρα
γκρεμίζουν τους στενούς ορίζοντες από μπροστά
μας,
κι η σκέψη μας, καθώς η λόγχη μας, πλαταίνει
τα σύνορα... Και να που απόψε, όπως στεκόμουν
φρουρός κι είχα τριγύρα μου κοπάδι
τα νέφη ως μπιστικός, (να με ρωτούσες
αν ήταν δείλι ή να 'ταν μεσημέρι
δεν ξέρω να στο πω), μια αχτίδα ξάφνου
σαΐτεψε το διάστημα, κι ως πρώτα
στη λόγχη μου αντιχτύπησαν, ακέριες
τις κορυφές εχρύσωσε, τα βάθη
ξεσκέπασε της άβυσσος, λαγκάδια
νερά, ποτάμια· όμως απάνω απ' όλα
σάμπως ρομφαία μου διάβη την καρδιά μου
γυρίζοντας τη μονομιά ξοπίσω,
απ' τις κορυφές του λυτρωμού στην έννοια
όλων εσάς που μένετε αυτού κάτου,
με κρυφοχτυποκάρδι καρτερώντας
την άνοιξη από μας... Τι αλίμονο μας
να καρτερείτε μια άνοιξη σαν πρώτα
κι όχι την άνοιξη που λέω πως θα 'ρτει
σπαθί κρατώντας δίστομο, φερμένη
από τα φτερά της Νίκης, να θερίσει
ό,τι δεν είν' ανάμεσα σας άξιο
να τη δεχτεί...
Κι αυτό 'ναι που με κάνει
την ώρα τούτη να Σου γράφω, φίλε,
να Σε ρωτήσω: «Εστ' έτοιμοι ή δεν είστε
να τη δεχτείτε τέτιαν άνοιξη;».
Ισως
να πεις μπορεί την περιμένουν κάποιοι
τέτια που λέω, βγαλμένη απ' το καμίνι
της μάχης, απ' τις μάχες, πυρωμένη,
σάμπως χαλκό αναμμένο, με τη ζώνη
πολεμικά ζωσμένη, με τα μάτια
σαν. φλόγα και στα χείλη της απάνω
του λαού τη γλώσσα, απόκριση ζητώντας
στην ίδια γλώσσα απ' όλους σας...
Ετσι, ίσως
μ' αποκριθείς την περιμένουν κάποιοι
και πως σ' αυτόν που 'ν έτοιμος, το θάμα
της δύναμης της να κατέβει αιφνίδια
μπορεί, καθώς την ώρα αυτή που γράφω,
δεν ξέρω πού θε, αντίκρυ μου, στο σύρμα
τ' αγκαθωτό που χτες είχαμε κόψει
του οχτρού για να περάσουμε αγνάντια,
κατέβη ένα μικρό - μικρό πουλάκι,
κι ως μια στιγμή εστάθηκε κι αφήκε
μιανής στιγμής κελαηδισμό, ξεχύθη
θα 'λεες παντού, επήε παντού, ξαπλώθη
παντού, βαθιά στα σύμπαντα η Αλήθεια...
Μα οι άλλοι; Ακόμα είναι πολλοί αυτού κάτω;
Αυτοί, που στο ζεστό τους το κρεβάτι
τρεμολογάν να ονειρευτούν το χιόνι,
μα απ' τα παχιά τα στρώματα τους ξάφνου
πετιώνται ωσά βρυκόλακες, να μπούνε
στον ψεύτικο του τάφο, να γλιτώσουν
μιαν έρμη ζωή που οι ίδιοι ορίζοντες της
πλατύτεροι απ' τον τάφο αυτό δεν είναι;
Αυτοί, που τρέμουνε του λαού τη γλώσσα
σαν άκουσμα σειρήνας;
Πες μου, φίλε...
αλλ' όχι... αλλ' όχι... Τι θα πεις, το ξέρω!
— «Πνεύμα γυμνό! Ευωδιά σπαθιού πλυμένου
μες τ' άχαρο αίμα των οχτρώνε! Νίκη,
νίκη στα σκιάχτρα απ' άκρη σ' άκρη... Τρόμος,
ναι, τρόμος στα φαντάσματα!
Η Ελλάδα
θε να γύρισε να 'βρει την Ελλάδα!».
Φίλε, χαίρε!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου