ΟΙ ΕΛΕΥΤΕΡΟΙ ΠΟΛΙΟΡΚΗΜΕΝΟΙ ΤΟΥ ΑΛΚΑΘΑΡ
...... Ξημερώματα , σκοντάφτοντας ,πηδώντας τους σωρούς, ακολουθώντας το στενό μονοπάτι ανάμεσα στα ερείπια που το είχαν χαράξει οι προσκυνητές, σκαρφάλωνα στο Αλκάθαρ. Είχαν κιόλας ξυπνήσει άντρες και γυναίκες, είχαν έρθει από μακρυνές πολιτείες κι ανέβαιναν λιτανεία μαζί μου, στο ιερό προσκύνημα.
Ένας χλωμός , αδύνατος στρατιώτης , από τους Ελεύτερους Πολιορκημένους , πήγαινε μπροστά και δηγόταν κ΄έπλαθε το θρύλο:
"Εδώ είταν η μίνα, εδώ πολεμούσαμε , εδώ θάφταμε τους σκοτομένους , εδώ ήταν το πηγάδι που παίρναμε νερό....." Τέντωνα το αυτί, άκουγα.Λαχτάριζα να μάθω πώς η ψυχή επεξεργάζεται χοντρά καθημερινά στοιχεία, την πείνα, το φόβο, τη βρώμα και τα μετουσιώνει σε θρύλο. "Από το πρωί καθένας έπιανε τη δουλειά του . Αλλάζαμε βάρδιες. Άλλοι μαγέρευαν , άλλοι έκαναν προχώματα , άλλοι έτριβαν σε γουδιά το σιτάρι με μια σπασμένη οβίδα, άλλοι κουβαλούσαν νερό ή σφάζαν αλόγατα ή πολεμούσαν.Δουλειά πολλή...Περνούσαν οι μέρες...."
Μπήκαμε σ΄ένα μακρύ πλακόστρωτο διάδρομο: :Να , εδώ , κοιμούνταν οι γυναίκες , εκεί δίπλα τ΄άλογα... Υπόφεραν κι αυτές μαζί μας ' τους λέγαμε να φύγουν μα δεν ήθελαν.Τί να κάνεις; Γυναίκες είναι , τις αφήκαμε...." Δρασκελίζουμε σπασμένα τραπέζια, βιβλία καρβουνιασμένα , λιομένα σιδερένια κρεβάτια , κατεβαίνουμε μερικά σκαλιά.
"Φράξετε τη μύτη σας !" μας φωνάζει ο στρατιώτης .Αβάσταχτη ,φρικαλέα αποφορά."Στην αρχή τους θάβαμε έξω . Μα όταν στένεψε η πολιορκία, τους θάβαμε εδώ μέσα. Δεν είχαμε πολύ χώμα, τους παραχώναμε ανάβαθα κι άρχισε η βρώμα...." είπε ο χλωμός στρατιώτης αναστενάζοντας......
"Κ' έπειτα το νερό είταν σάπιο και αυτό! Όλοι είχαμε διάρροια!.." Έκαμε να γελάσει μα δεν μπόρεσε.
-Πώς σε λένε; τον ρώτησα.Είχαμε πια προβάλει στην αυλή, στον καθαρό αγέρα . Οι άλλοι προσκυνητές είχαν σκορπιστεί , είχαμε μείνει μόνοι.
-Μιγκουέλ Γκόμεθ Κασκαχάρες, μου αποκρίθηκε.Από το Μπούργκος.
Ένα προύντζινο ανάγλυφο είχε διασωθεί , ενττοιχισμένο στην αυλή. Ένας στρατιώτης πέφτει πεθαμένος στην αγκαλιά μιάς καλοθρεμένης, με όρθια στήθη, αντρογυναίκας. Κι αποπάνω με χρυσά κεφαλαία που όλα είχαν διασωθεί: ";Όποιος πεθαίνει για την πατρίδα τον δέχεται στους κόλπους της η Αθανασία ". Ο Μιγκουέλ διάβασε, κούνησε το κεφάλι.
-Τί συλλογιέσαι ; τον ρώτησα.
-Τίποτα... αποκρίθηκε.
Κατεβήκαμε κάτω, πηδήξαμε τα φραμένα δρομάκια, αμίλητοι.Δρασκελίζαμε λόφους κάρβουνα, στάχτη και κουρέλια. Κάπου κάπου στ΄απανθρακωμένα ανώφλια σώζουνται ακόμα οι επιγραφές: "Ασεγκουράτα ντε ινθέντιο" (Ασφαλισμένο από την πυρκαγιά)... Ή "Απαγορεύεται η τοιχοκόλληση"... Και χαμογελάς με τις φροντίδες των νοικοκύρηδων που όλα τα πρόβλεψαν εξόν από το τρομερότερο :το απρόβλεφτο. Σ' ένα γκρεμισμένο αρχοντικό σπίτι βλέπεις ακόμα στην ξεχαρβαλομένη πόρτα: Απαγορεύεται η είσοδος στους ζητιάνους ". Μα η φωτιά, η κανονιά, ο πόλεμος, ο θάνατος, δεν είναι ζητιάνοι και μπήκαν.
Φτάσαμε στην πλατεία.Παιδιά του σχολείου, δέκα, δώδεκα χρονών , με τουφέκια, με φυσεκλίκια , πάνοπλα, έκαναν παρέλαση.Ένα μικρό αγοράκι , ως εφτά χρονών, πήγαινε μπροστά με μια σημαιούλα. Πίσω του ακολουθούσαν , με βήμα γοργό, οι τυμπανιστές , οι σαλπιχτές, οι στρατιώτες. Όλα τα παιδιακίστικα πρόσωπα είταν αγριεμένα , αγέλαστα , πολλά παιδάκια δάγκαναν τα χείλια και το μάτι τους καίγουνταν από πρόωρη φλόγα. Κ' οι πατέρες, οι μάννες, γραμμή στα πεζοδρόμια χειροκροτούσαν και τα καμάρωναν.Μπήκαμε σε βαριά, χωρίς έλεος, χρόνια .Μια κινέζικη παροιμία λέει: "Όταν το παιδί δεν θέλει πια να παίζει , χάλασε ο κόσμος".
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου