Τρίτη 26 Απριλίου 2011

Γ.Μ.ΜΕΛΑΣ: Ο ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ



Είναι αδύνατον να εκφράσω πόσον υπέφερα , όταν έπρεπε να υπακούσω εις την διαταγήν του Στρατη­γού Σαράϊγ, ν' ακολουθήσω ως διαγγελεύς τον Στρατηγόν Ρενιώ κατά την εναντίον των Αθηνών εκστρατείαν, του Ιουνίου 1917.
Εναντίον των Αθηνών! Μα  ήτο τούτο δυνατόν; Αυταί αύται αι τρεις λέξεις, μόναι των, εκφράζουν με τραγικήν ευγλωττίαν το μαρτύριον ενός πατριώτου, τον πόνον ενός Αθηναίου. Δια πρώτην φοράν εις την ζωήν μου ησθάνθην τον φόβον. Αφού είχα ζήσει, νυχθημερόν ούτως ειπείν επι  τρία έτη υπό το πυρ του εχθρού, αφού τρεις ίπποι είχαν φονευθή υπ' έμέ, εδειλίασα τώρα προ του πυρός.Εδειλίασα προ της ιδέας ότι, αν αι Αθήναι ανθίσταντο, θα εκάμναμεν χρήσιν πυροβόλων! Φρίκη!
Πως να φαντασθώ ότι το περίφημον Επιτελείον του Δούσμανη, του Με­ταξά και των περί αυτούς, θα εφοβείτο να θυσιασθή υπέρ του Βασιλέως των Αθηνών; Πως να πιστεύσω ότι δεν θα εξερρηγνύετο ούτε μία στάσις, ούτε μία κραυγή, ούτε μία καν διαμαρτυρία, ενώ μέχρι της παραμονής της αποβιβάσεώς μας εις Πειραιά, όλοι αυτοί οι Δον Κιχώται ηπείλουν να πλημμυ­ρίσουν τας Αθήνας από πυρ και από αίμα, παρά να αφήσουν καταρριπτόμενον το είδωλόν των;
Υπάρχουν μερικοί  φανατικοί, οίτινες και σήμερον ακόμη, προσπαθούν να αφήσουν να πιστευθή, ότι ο Βασιλεύς, παραιτούμενος, το έπραξε εξ αυτο­θυσίας, δια να εξυπηρέτηση την πατρίδα. Είναι ψευδές. Εάν το αίμα δεν εχύθη, τούτο οφείλεται εις το ότι το Επιτελείον και οι Επίστρατοι, δεν είχαν καιρόν να  παρασκευάσουν την παραμικράν αντίστασιν. Εάν το παν συνετέλέσθη χωρίς αιματοχυσίαν  τούτο οφείλεται εις την διπλωματικήν ικανότητα του Ζοννάρ. και την ταχύτητα της  ενεργείας του Στρατηγού Ρενιώ. Δια πρώ­την φοράν, οι Κωνσταντινικοί είχαν πλανηθή όσον αφορά τους Συμμάχους. Δια πρώτην φοράν, η Συνεννόησις κατώρθωσε να δράση' και ιδίως, να κυ­ρώση τας αποφάσεις της, χωρίς αμφιταλαντεύσεις και περιττάς απειλάς. Ούτω εξηγείται και μόνον η στάσις της Κωνσταντινικής φατρίας. Κατελήφθη αύτη εξ αίφνιδιασμού.
Εις το περί της κατά των Αθηνών επιχειρήσεως βιβλίον του, ο Στρα­τηγός Ρενιώ, γράφει ότι, τέσσαρας ημέρας μετά την εις Πειραιά αποβίβασίν μας, του εζήτησα ως χάριν να μου επιτρέψη να επανέλθω εις το Μακεδόνι­κον μέτωπον. Είχα πάρα πολύ υποφέρει, όταν την 30)12 Ιουνίου 1917, το γαλλικόν θωρηκτόν «Αλήθεια» αφού  ητοιμάσθη προς μάχην, εισήλθε βραδέως εις τον Πειραϊκόν λιμένα, με τα πυροβόλα της και τους πυροβολητάς της ετοίμους προς δράσιν. Τί φρικτή στιγμή, όταν έβλεπα τα αποσπάσματα αποβιβαζόμε­να ένοπλα, και σπεύδοντα προς όλας τας κατευθύνσεις προς τα όπισθεν του ΙΙειραιώς υψώματα, εις παράταξιν μάχης, ως εάν εξετέλουν επίθεσιν, προσ­τατευόμενα υπό των πυροβόλων του Συμμαχικού στόλου! Τί κακόν όνειρον!

Όταν ήμην παιδί, αναγινώσκων την Ιστορίαν της πατρίδος μου  δεν εύ­ρισκα αρκετάς εκφράσεις δια να εκδηλώσω την αγανάκτησίν μου κατά των προγόνων μας εκείνων, οίτινες προς τερματισμόν των ερίδων των  εκάλουν τους ξένους εν Ελλάδι. Και ιδού ότι και εγώ ευρισκόμην εις την αυτήν περί­που σκληράν θέσιν. Αι περιστάσεις ήσαν βεβαίως πολύ διαφορετικαί. Οι  Άγ­γλοι και οι Γάλλοι ήρχοντο ως φίλοι. Ήρχοντο να βοηθήσουν την Ελλάδα προς επιτέλεσιν του καθήκοντος της, αλλ' αυτό το καθήκον επρόκειτο μολα­ταύτα να επιβληθή διά της δυνάμεως των ξιφολογχών. Και πράγματι, πώς θα ηττώντο οι Βούλγαροι, πώς θα εξετοπίζοντο οι Ιταλοί, πως θα ηλευθερούτο η Ήπειρος και η Μακεδονία, εφ' όσον οι σύμμαχοι των εισβολέων, ο Βασιλεύς και οι  σπαθοφόροι του, θα παρέμενον πάντοτε, διαρκής και ζων­τανή απειλή εις την καρδίαν της Ελλάδος; Η ιδέα του αδελφοκτόνου αυτού πολέμου με κατετρόμαξε τόσον, ώστε επανήλθον εις Θεσσαλονίκην ίνα επιδώσω εις τον Στρατηγόν Σαράιγ την έκθεσιν του Στρατηγού Ρενιώ, όστις είχεν ευγενέστατα εφεύρει το πρόσχημα τούτο διά να με  αφήση να φύγω.
Ο Στρατηγός Σαράϊγ μου παρεπονέθη με τόσον κολακευτικάς λέξεις, διότι έφυγα εκ Πειραιώς, ώστε επανήλθον αυτόθι, ενθαρρυνθείς από κάποιον προς τον οποίον είχα πάντοτε την βαθυτέραν εκτίμησιν και όστις μου είπε ότι αν ηρχίζαμεν να αισθητολογούμεν,  θα καθιερούμεν την καταστροφήν της χώρας μας. Ως στρατιώτης ώφειλα να υπακούσω και ιδίως να αυτοθυσιασθώ' αλλ'υπήρξε δι' εμέ πραγματικόν μαρτύριον, να είμαι υποχρεωμένος να διαβιβά­ζω διαταγάς και να λαμβάνω οδηγίας σχετικάς με την κίνησιν των στρατευ­μάτων, άτινα επρόκειτο να πολιορκήσουν τας Αθήνας, συνεπεία των ταρα­χών ας είχαν προκαλέσει αι μάλλον βραδύνασαι διαδηλώσεις, αι οργανωθείσαι υπέρ του Βασιλέως παρά της Κωνσταντινικής φατρίας.
Την 14) 27 Ιουνίου 1917, ο Βενιζέλος απεβιβάζετο εις Πειραιά δια πρώτην φοράν, από του γαλλικού θωρηκτού. Μετέβαινε να ορκισθή προ του νέου Βασιλέως και να συγκροτήση την Κυβέρνησίν του. Έλαβον παρά του Στρατηγού Ρενιώ την διαταγήν ν' ακολουθήσω τον Πρόεδρον εις Αθήνας, να αγρυπνώ επ' αυτού, και εν περιπτώσει κινδύνου να καλέσω στρατόν. Αλλ' ως γνωστόν, η μεγαλυτέρα ησυχία εβασίλευσε. Όταν εφθάσαμεν εις τα Ανάκτορα, δεν είχα το θάρρος να εισέλθω. Έμεινα εις την Αυλήν. Πώς να εισέλθω εις τον Οίκον αυτόν, όπου είχα επί τόσον καιρόν θωπεύσει τα ωραιότερα όνειρα δόξης διά την Πατρίδα μου και δια τον Βασιλέα μου. —δι' ένα Βασιλέα εκλιπόντα!
Αλλ' όταν τρεις ημέρας μετά την είσοδόν μας εις Αθήνας, συνώδευσα τον Στρατηγόν Ρενιώ έφιππος εις το πεδίον του Άρεως και είδομεν το αυ­τόθι εγερθέν υπό της Κωνσταντινικής φατρίας μνημείον, όταν είδα το μεσαιωνικόν αυτό μνημείον του μίσους και της βλακείας, το πομπωδώς ονομασθέν απ' αυτούς τους τρελλούς «Το ανάθεμα του Βενιζέλου», και εις το οποίον, κα­θώς φαίνεται, και πλείσται  «Μαινάδες της Κοινωνίας μας» έφεραν τον λίθον των, εν μέσω των χειροκροτημάτων των ανωτέρων αξιωματούχων, πολιτικών τε και στρατιωτικών και εκκλησιαστικών ακόμη, όταν είδα την ακατονόμα­στον  αυτήν απόδειξιν του θρησκοπολιτικού φανατισμού των Κωνσταντινικών εν μέσω 20ώ αίώνι. όλοι οι ενδοιασμοί ους είχα αισθανθή, ερχόμενος εναν­τίον των Αθηνών, διεσκεδάσθησαν αποτόμως και αντικατεστάθησαν από έχθραν.
Και όταν εκείθεν μετέβην, μετά του Στρατηγού, κατά πρόσκλησιν του αδελφού μου Βασιλείου, εις επίσκεψιν του 3ου ιππικού συντάγματος, όπερ ού­τος διώκει μετά την αναχώρησιν της Α.Β.Υ. του Πρίγκηπος  Ανδρέου, όταν έμαθα ότι συνεπεία των εγκληματικών ραδιουργιών των Επιλάρχων και άλ­λων φανατικών, καθώς και του πρίγκηπος του ιδίου, είχε επιτευχθή η εις φυγοστρατίαν εξώθησις όλων σχεδόν των ιππέων, εξ ων δεν έμενον πλέον παρά ολίγοι, τινές, ανεπαρκείς τον αριθμόν και δι' αυτήν ακόμη την συντήρησιν των ίππων. — όταν έμαθα την αποτρόπαιον αυτήν προδοσίαν της Σημαίας και παντός του δι' ένα άξιωματικόν ιερού και  οσίου, όχι μόνον δεν διετήρησα πλέον τον παραμικρόν ενδοιασμόν, αλλ' ήρχισα λυπούμενος ότι η κατά των Αθηνών επιχείρησις είχε συντελεσθή άνευ αιματοχυσίας!... Ο Στρατη­γός προσεπάθησε να είπη πατριωτικούς τινας λόγους εις τους, κατά διαταγήν του άδελφού μου, συγκεντρωθέντας αξιωματικούς. Αλλ' αμφιβάλλω εάν κατώρθωσε να τους συγκινήση. Καθώς και ο πρώην αρχηγός των, όλοι αυτοί οι άνδρες ήσαν ακόμη τότε τυφλωμένοι από το μίσος, ξένοι προς κάθε ευγε­νές, υψηλόν και πατριωτικόν αίσθημα. Δεν έβλεπαν ειμή Κωνσταντινικούς αφ'  ενός και Βενιζελικούς άφ' ετέρου'  και  εθελοτυφλούν. Εις τα όμματα των, το ζήτημα όλον περιωρίζετο μεταξύ του Βασιλέως, εξ ενός, — χωρίς να σκέπτωνται  καν ότι ο Βασιλεύς και το κόμμα του είχαν προδώσει την Μακεδονίαν, την Ήπειρον, τους Μικρασιάτας Έλληνας και .αυτήν την τιμήν της Ελλάδος, -—· και μεταξύ του Βενιζέλου, εξ άλλου, του Βενιζέλου αυτού, ό­στις, εν τούτοις, υπερβάλλων, γνωρίζομεν  πόσας και ποίας δυσκολίας, ήρχετο να αναστήλωση την Ελλάδα και να σώση την εθνικήν τιμήν!  Με μίαν λέξιν, δεν ήθελον να βλέπουν άλλο, παρά τον Βασιλέα των Ελλήνων αντίπαλον του Βενιζέλου! Τίποτε άλλο!
Ναι! Η φατρία αυτή δεν υπέστη την τιμωρίαν, ήτις της ήξιζε. Ο Βε­νιζέλος και το κόμμα του εφάνησαν υπεράγαν επιεικείς. Η απόδειξις; Εν­θυμηθήτε την απόπειραν την γενομένην παρά δύο Ελλήνων αξιωματικών του Γκαίρλιτς, όπου ο Παπαρηγόπουλος, ο υπασπιστής του Έκπτωτου, είχεν εκ Ζυρίχης αποσταλή ίνα τους εξαγοράση και τους αποστείλη εις Ελλάδα δια Γερμανικού υποβρυχίου, με ειδικήν κατά του Βενιζέλου αποστολήν δολοφονικήν. Ενθυμηθήτε την άλλην κατά του Έθνους συνωμοσίαν του τελευταίου Νοεμβρίου και την άλλην ακόμη την εσχάτως μηχανευθείσαν εν Ελβετία, προς δολοφονίαν του εν Σαν Ρέμο Βενιζέλου. Αυτά τα εγκλήματα ακριβώς, μου υπηγόρευαν ως καθήκον να λύσω την σιωπήν.
Διατί είχα αισθανθή άρα γε τόσους ενδοιασμούς;
Εν σχέσει προς αυτό το αίσθημα, θα διηγηθώ εδώ μίαν συνομιλίαν, ην είχα μετά του Προέδρου Βενιζέλου, εν μια αληθώς τραγική στιγμή.
Κατά τας προηγουμένας ημέρας, είχα εν Πειραιεί κινήσει πάντα λίθον, προβή εις όλα τα δυνατά και αδύνατα διαβήματα, δια να αποσπάσω την απόφασιν των αρμοδίων, του Ζοννάρ και του Στρατηγού Ρενιώ, ίνα μη επιτραπή εις Αθήνας ειμή η είσοδος Ελληνικών στρατευμάτων. Αλλ' εις μάτην. Την 25ην Ιουνίου, μετέβην νύκτωρ δευτέραν ήδη φοράν επί του θωρηκτού, ίνα, κατά διαταγήν του Στρατηγού Ρενιώ, προβώ εις τινα ανακοίνωσιν προς τους Ζοννάρ και Βενιζέλον. Μετέδωκα εις τον Πρόεδρον τους φόβους μου,  περί του τι θα είπη η Ιστορία δι' ημάς, τους καταφυγόντας εις τας ξιφολόγχας των ξένων, ίνα επανέλθωμεν εις Αθήνας.
Ο Βενιζέλος μου είπε, βαθέως τεθλιμμένος, και με υγρούς τους οφθαλ­μούς, ότι πριν η αναχώρηση εκ Θεσσαλονίκης, είχε προτείνει εις τους Κυ­ρίους αυτούς, ίνα αποσταλούν εν "Αθήναις Ελληνικά μόνον στρατεύματα, αλλ' ότι δεν είχε τολμήσει να επιμείνη περισσότερον, μετά τα λυπηρά γεγο­νότα του Νοεμβρίου του 1916. Όχι, η Ιστορία δεν θα δυνηθή να του προσάψη το παραμικρόν...
Γάλλοι Σύμμαχοι επιτηρούν από την  Ακρόπολη μια 
πρωτεύουσα υπό κατοχή.

Το απόγευμα της αυτής ημέρας, συνώδευα τον Στρατηγόν επί της Α­κροπόλεως, Άλλος πόνος με επερίμενε εκεί. Μου είναι αδύνατον να εκφρά­σω το τι ησθάνθην, βλέπων τοποθετημένα επί του ιερού βράχου γαλλικά πο­λυβόλα.
Βέβαια, ούτε ο Βενιζέλος, ούτε οι Γάλλοι είχαν ποτέ προβλέψει παρόμοιον θέαμα. Και με πόσην όμως φιλόφρονα σπουδήν ο Στρατηγός Ρενιώ, ικανοποίησε την παράκλησίν μου, όταν του εζήτησα την απομάκρυνσίν των! Και με πόσην χαράν ο Στρατηγός Κασταίν, παλαιά γνωριμία του μετώπου, έσπευσε και αυτός να εκτέλεση την διαταγήν! Ο Στρατηγός Κασταίν, ποιη­τής όσον και στρατιώτης, μου ωμολόγησε ότι  εκράτει  την φρουράν αυτήν επί της Ακροπόλεως, πολλώ  μάλλον δια να απολαύη της ποιητικής αρμονίας του τόπου, ή δια να την μετασχηματίση  εις φωλεάν πολυβόλων.
Όχι. Δεν πταίουν ούτε ο Βενιζέλος, ούτε οι Σύμμαχοι. Αναθεματισμέ­νοι ας είναι εσαεί οι προκαλέσαντες την έστω και επί στιγμήν, τοποθέτησιν αυτών των πολυβόλων επί του ιερού βράχου!
Πεδινό πυροβόλο στο λόφο των Μουσών 
Μετ' ολίγας ημέρας, και άλλη σκληρά δοκιμασία. Ο Ζοννάρ επρόκειτο εκείνην την ημέραν να αποθέση στέφανον επί του τάφου των Γάλλων, των πεσόντων υπό τα βλήματα του τυφλού Κωνσταντινικού φανατισμού. Με μίαν σύγκινητικήν λεπτότητα, δι'  ην του είμαι βαθέως ευγνώμων, ο Στρατηγός Ρενιώ μου είχε αναγγείλη από της προτεραίας, ότι δεν θα είχε ανάγκην ε­κείνο το πρωί των υπηρεσιών μου. Ενόησα τί λόγον είχεν αυτή η άδεια`  άλλ' ηθέλησα μολαταύτα να τον συνοδεύσω. Ήθελα να πίω το ποτήριον ολόκληρον!
Οι Γάλλοι είχαν δείξει την άπειρον ευγένειαν, να χαράξουν επί των πλακών των καλυπτουσών τα λείψανα των γενναίων των ναυτών, τας απλάς αυτάς λέξεις: «Πεσών υπέρ της Γαλλίας», με την αποφράδα ημερομηνίαν και το όνομα. Απέφυγαν επιμελώς να χαράξουν την απαισίαν εκείνην λέξιν, ή­τις θα διηώνιζε την απαισιότητα του διαπραχθέντος εγκλήματος. Οφείλω επίσης να εξάρω την λεπτότητα του Ζοννάρ, όστις εις την προς τους νεκρούς  προσφώνησίν του, απέφυγε να προφέρη την λέξιν αυτήν. Είθε τα ευγενή αυτά θύματα, να αναπαυθούν εν ειρήνη παρά τους πρόποδας της Ακροπόλεως! Δεν είναι οι μόνοι Γάλλοι οι ελθόντες προς υπεράσπισιν του εδάφους μας: Αι μέλλουσαι Ελληνικαί  γενεαί, θα κλίνουν ευλαβώς και ευγνωμόνως το γόνυ προ των τάφων των...


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου