ΔΙΑΤΙ ΑΠΕΜΑΚΡΥΝΘΗΝ ΤΗΣ ΑΡΧΗΣ.
Κατόπιν των ως άνω εν συνόψει εκτεθεισών ενεργειών μου και της εν γένει σκιαγραφηθείσης πως εις τους διαφόρους τομείς Κυβερνητικής δράσεως μου, εμφαίνεται σαφώς εναντίον ποίων δυσκολιών είχον να παλαίσω προς πάσαν κατεύθυνσιν, εναντίον εξωτερικού τριπλού εχθρού, όσον και εναντίον του εσωτερικού εαμοκομμουνιστικού τοιούτου εν μέσω καχυποψιών, ραδιοφωνικών συκοφαντιών και συνεχών κακοβούλων παρερμηνειών και των πλέον αγνοτέρων μου προθέσεων!
Η Κυβερνητική οδός ήτο ως εκ τούτου πλήρης ακανθών και τριβόλων και οσημέραι καθίστατο δυσβατωτέρα και σκολιωτέρα, αι δε προς τους ξένους υπηρεσιακαί σχέσεις μου, λόγω κυρίως των λαμβανομένων υπ' αυτών, συν τη εντάσει του σαμποτάζ και του συμμοριτιακού αγώνος, αυστηροτέρων μέτρων, καθίσταντο δυσχερέστεραι και οξύτεραι.
Αι προς αυτούς τολμηραί και αυστηραί μου, ως άνω. έγγραφοι Κυβερνητικαί διακοινώσεις μου επί παντός εθνικού και οικονομικού ζητήματος — ως του της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης — του της πολιτικής επιστρατεύσεως — του των Ισραηλιτών— του της ομηρίας και των εκτελέσεων — και κυρίως του των εξόδων κατοχής και των προκαταβολών προς συγκράτησιν του εθνικού νομίσματος κτλ., ως και τα υπό εθνικού πατριωτικού παλμού διαπνεόμενα διαγγέλματα μου και ιδιαιτέρως το «επαναστατικόν μανιφέστον της 25 Μαρτίου 1943, προυκάλεσαν ατμόσφαιραν αμοιβαίας δυσαρεσκείας και αντιπαθείας. Εις τούτο συνετέλεσε και η καυστική και δριμεία προσωπική μου επίκρισις κατά τας μετ' αυτών εξωυπηρεσιακάς μου επαφάς. Η τοιαύτη εν υποφωσκούση αμοιβαία εχθρότητι, ούτως ειπείν, κατάστασις, εδηλητηριάσθη έτι πλέον εκ συνομιλίας μου τινός σχετικώς με τα αισθήματα μου προς το πρόσωπον του αειμνήστου Βασιλέως Γεωργίου Β', μετά του Πληρεξουσίου του Ράϊχ εν Ελλάδι κ. Altenburg, καθ' ην του είπον : «Τί σας ενδιαφέρει το ζήτημα του Βασιλέως ; Εάν μεν νικήση η Γερμανία, αύτη δύναται τότε να παρεμποδίση την έλευσίν του εις Ελλάδα, εάν όμως ηττηθή, ο Βασιλεύς οπωσδήποτε θα επανέλθη και ουδείς θα ζητήση την γνώμην της Γερμανίας».
Η τοιαύτη δυσαρέσκεια και αντιπάθεια εξεδηλούτο πολυειδώς και κατ[1] απροκάλυπτον εκατέρωθεν πλέον τρόπον. Ο εν τη Πρεσβεία καθηγητής Boeringer, επί των πνευματικών Ελληνο - Γερμανικών σχέσεων, έλεγεν εις ερχομένους εις επαφήν μετ' αυτού ημετέρους : «Τον Λογοθετόπουλον αφ' ότου έγινε πρόεδρος δεν τον αναγνωρίζομεν πλέον !»
Αλλά και η σύζυγος μου, κατά το εις Βερολίνον κατ' εντολήν μου και δι' ιδίων εξόδων γενόμενον ταξείδιον, επεσκέφθη το Υπουργείον των Εξωτερικών και διεμαρτυρήθη ζωηρώς δια την άδικον κατάληψιν της Ανατ. Μακεδονίας και Θράκης υπό των Βουλγάρων και τας διαπραχθείσας και διαπραττομένας εν συνεχεία ωμότητας και διένειμεν εις ευρείαν κλίμακα τους υπό του ειδικού «Γραφείου Μελετών» (') συνταχθέντας εις την Γερμανικήν σχετικούς πίνακας.
Επίσης επεσκέφθη τους διαφόρους αρμοδίους και διεμαρτυρήθη δια την δεινήν επισιτιστικήν κατάστασιν της Χώρας και ενεργείας τινας οικονομικών παραγόντων της Γ. Πρεσβείας. Εις οργανωθείσας δε εις τας μεγαλυτέρας πόλεις της Γερμανίας ειδικάς διαλέξεις διεξετραγώδησεν, επί τη βάσει των συγκεντρωθεισών στατιστικών του Υπουργείου Προνοίας, τα εκ της πείνης και των βουλγαρικών ωμοτήτων δεινά του Ελληνικού λαού.
Ένεκα πάντων των λόγων τούτων των τε προσωπικών και υπηρεσιακών τοιούτων, οι ξένοι έλαβον την απόφασιν να με απομακρύνουν της αρχής. Εξεδήλωσαν δε την απόφασίν των ταύτην αρχάς Απριλίου 1943. οπότε έληγεν η προθεσμία της μεταξύ Ελληνικής Κυβερνήσεως και ξένων οικονομικών πληρεξουσίων υπογραφείσα οικονομική συμφωνία (1-12-42), καθ' ην μετά την 30 Μαρτίου, (ως προερρήθη ήδη εις την ανάπτυξιν του Οικονομικού ζητήματος, σελ. 75) δεν θα εχορήγουν εις αυτούς δι' έξοδα πλέον των συμφωνηθέντων 8.000 εκατομμυρίων κατά μήνα δι' αμφοτέρας τας κατεχούσας δυνάμεις, ούτε οβολόν.
Το τοιούτον κατ' επανάληψιν επισήμως και ανεπισήμως τοις είχον ρητώς και κατηγορηματικώς διατυπώσει, ως και το ότι εν εναντία περιπτώσει η Κυβέρνησίς μου είχε λάβει ομοφώνως την αμετάκλητον απόφασίν να απέλθη της αρχής. Επειδή δε εν περιπτώσει παραιτήσεως μου ένεκα του οικονομικού ζητήματος, ουδείς θα εδέχετο να αναλάβη την Πρωθυπουργίαν εάν ελάμβανε γνώσιν των λόγων της παραιτήσεως μου, οι ξένοι προϊδόντες ταύτην, μοι υπέδειξαν να υποβάλω παραίτησιν υπό την προσχηματικήν δικαιολογίαν, ότι αι Κατέχουσαι Δυνάμεις έκριναν σκοπιμώτερον να αναλάβη την διακυβέρνησιν της Χώρας πολιτικόν πρόσωπον.
Ούτω την 6ην Απριλίου 1943 παρητήθη η υπ' εμέ Κυβέρνησις και ανέλαβε την διακυβέρνησιν της χώρας υπό χαλεπάς συνθήκας ο αείμνηστος Ι. Ράλλης, από 7-4-43.
Τον τρόπον τούτον καθ' ον απεμακρύνθην της αρχής θεωρώ ως τον μεγαλύτερον αποδεικτικόν τίτλον των υπέρ της Ελλάδος και του Ελληνικού Λαού πατριωτικών αγώνων μου και υπηρεσιών μου, κατά την ζοφερωτέραν και δεινοτέραν περίοδον της Ιστορίας του.
Κατόπιν των ως άνω εν συνόψει εκτεθεισών ενεργειών μου και της εν γένει σκιαγραφηθείσης πως εις τους διαφόρους τομείς Κυβερνητικής δράσεως μου, εμφαίνεται σαφώς εναντίον ποίων δυσκολιών είχον να παλαίσω προς πάσαν κατεύθυνσιν, εναντίον εξωτερικού τριπλού εχθρού, όσον και εναντίον του εσωτερικού εαμοκομμουνιστικού τοιούτου εν μέσω καχυποψιών, ραδιοφωνικών συκοφαντιών και συνεχών κακοβούλων παρερμηνειών και των πλέον αγνοτέρων μου προθέσεων!
Η Κυβερνητική οδός ήτο ως εκ τούτου πλήρης ακανθών και τριβόλων και οσημέραι καθίστατο δυσβατωτέρα και σκολιωτέρα, αι δε προς τους ξένους υπηρεσιακαί σχέσεις μου, λόγω κυρίως των λαμβανομένων υπ' αυτών, συν τη εντάσει του σαμποτάζ και του συμμοριτιακού αγώνος, αυστηροτέρων μέτρων, καθίσταντο δυσχερέστεραι και οξύτεραι.
Αι προς αυτούς τολμηραί και αυστηραί μου, ως άνω. έγγραφοι Κυβερνητικαί διακοινώσεις μου επί παντός εθνικού και οικονομικού ζητήματος — ως του της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης — του της πολιτικής επιστρατεύσεως — του των Ισραηλιτών— του της ομηρίας και των εκτελέσεων — και κυρίως του των εξόδων κατοχής και των προκαταβολών προς συγκράτησιν του εθνικού νομίσματος κτλ., ως και τα υπό εθνικού πατριωτικού παλμού διαπνεόμενα διαγγέλματα μου και ιδιαιτέρως το «επαναστατικόν μανιφέστον της 25 Μαρτίου 1943, προυκάλεσαν ατμόσφαιραν αμοιβαίας δυσαρεσκείας και αντιπαθείας. Εις τούτο συνετέλεσε και η καυστική και δριμεία προσωπική μου επίκρισις κατά τας μετ' αυτών εξωυπηρεσιακάς μου επαφάς. Η τοιαύτη εν υποφωσκούση αμοιβαία εχθρότητι, ούτως ειπείν, κατάστασις, εδηλητηριάσθη έτι πλέον εκ συνομιλίας μου τινός σχετικώς με τα αισθήματα μου προς το πρόσωπον του αειμνήστου Βασιλέως Γεωργίου Β', μετά του Πληρεξουσίου του Ράϊχ εν Ελλάδι κ. Altenburg, καθ' ην του είπον : «Τί σας ενδιαφέρει το ζήτημα του Βασιλέως ; Εάν μεν νικήση η Γερμανία, αύτη δύναται τότε να παρεμποδίση την έλευσίν του εις Ελλάδα, εάν όμως ηττηθή, ο Βασιλεύς οπωσδήποτε θα επανέλθη και ουδείς θα ζητήση την γνώμην της Γερμανίας».
Η τοιαύτη δυσαρέσκεια και αντιπάθεια εξεδηλούτο πολυειδώς και κατ[1] απροκάλυπτον εκατέρωθεν πλέον τρόπον. Ο εν τη Πρεσβεία καθηγητής Boeringer, επί των πνευματικών Ελληνο - Γερμανικών σχέσεων, έλεγεν εις ερχομένους εις επαφήν μετ' αυτού ημετέρους : «Τον Λογοθετόπουλον αφ' ότου έγινε πρόεδρος δεν τον αναγνωρίζομεν πλέον !»
Αλλά και η σύζυγος μου, κατά το εις Βερολίνον κατ' εντολήν μου και δι' ιδίων εξόδων γενόμενον ταξείδιον, επεσκέφθη το Υπουργείον των Εξωτερικών και διεμαρτυρήθη ζωηρώς δια την άδικον κατάληψιν της Ανατ. Μακεδονίας και Θράκης υπό των Βουλγάρων και τας διαπραχθείσας και διαπραττομένας εν συνεχεία ωμότητας και διένειμεν εις ευρείαν κλίμακα τους υπό του ειδικού «Γραφείου Μελετών» (') συνταχθέντας εις την Γερμανικήν σχετικούς πίνακας.
Επίσης επεσκέφθη τους διαφόρους αρμοδίους και διεμαρτυρήθη δια την δεινήν επισιτιστικήν κατάστασιν της Χώρας και ενεργείας τινας οικονομικών παραγόντων της Γ. Πρεσβείας. Εις οργανωθείσας δε εις τας μεγαλυτέρας πόλεις της Γερμανίας ειδικάς διαλέξεις διεξετραγώδησεν, επί τη βάσει των συγκεντρωθεισών στατιστικών του Υπουργείου Προνοίας, τα εκ της πείνης και των βουλγαρικών ωμοτήτων δεινά του Ελληνικού λαού.
Ένεκα πάντων των λόγων τούτων των τε προσωπικών και υπηρεσιακών τοιούτων, οι ξένοι έλαβον την απόφασιν να με απομακρύνουν της αρχής. Εξεδήλωσαν δε την απόφασίν των ταύτην αρχάς Απριλίου 1943. οπότε έληγεν η προθεσμία της μεταξύ Ελληνικής Κυβερνήσεως και ξένων οικονομικών πληρεξουσίων υπογραφείσα οικονομική συμφωνία (1-12-42), καθ' ην μετά την 30 Μαρτίου, (ως προερρήθη ήδη εις την ανάπτυξιν του Οικονομικού ζητήματος, σελ. 75) δεν θα εχορήγουν εις αυτούς δι' έξοδα πλέον των συμφωνηθέντων 8.000 εκατομμυρίων κατά μήνα δι' αμφοτέρας τας κατεχούσας δυνάμεις, ούτε οβολόν.
Το τοιούτον κατ' επανάληψιν επισήμως και ανεπισήμως τοις είχον ρητώς και κατηγορηματικώς διατυπώσει, ως και το ότι εν εναντία περιπτώσει η Κυβέρνησίς μου είχε λάβει ομοφώνως την αμετάκλητον απόφασίν να απέλθη της αρχής. Επειδή δε εν περιπτώσει παραιτήσεως μου ένεκα του οικονομικού ζητήματος, ουδείς θα εδέχετο να αναλάβη την Πρωθυπουργίαν εάν ελάμβανε γνώσιν των λόγων της παραιτήσεως μου, οι ξένοι προϊδόντες ταύτην, μοι υπέδειξαν να υποβάλω παραίτησιν υπό την προσχηματικήν δικαιολογίαν, ότι αι Κατέχουσαι Δυνάμεις έκριναν σκοπιμώτερον να αναλάβη την διακυβέρνησιν της Χώρας πολιτικόν πρόσωπον.
Ούτω την 6ην Απριλίου 1943 παρητήθη η υπ' εμέ Κυβέρνησις και ανέλαβε την διακυβέρνησιν της χώρας υπό χαλεπάς συνθήκας ο αείμνηστος Ι. Ράλλης, από 7-4-43.
Τον τρόπον τούτον καθ' ον απεμακρύνθην της αρχής θεωρώ ως τον μεγαλύτερον αποδεικτικόν τίτλον των υπέρ της Ελλάδος και του Ελληνικού Λαού πατριωτικών αγώνων μου και υπηρεσιών μου, κατά την ζοφερωτέραν και δεινοτέραν περίοδον της Ιστορίας του.
[1] Το Γραφείον τούτο συνεστήθη επί
Κυβερνήσεως Τσολάκογλου και είχε σκοπόν 1) τον πολυμερή διπλωματικόν εξοπλισμόν
της Ελλάδος από Ιστορικής, δημογραφικής, οικονομικής κπλ. επόψεως δια μελετών,
αι οποίαι εγράφησαν υπό των γνωστοτέρων
ειδικών της χώρας, 2) Συλλογήν όλων των πληροφοριών περί των ωμοτήτων των
Βουλγάρων εις Ανατ. Μακεδονίαν και Θράκην.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου