ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΧΙΙ
Βεβαίως η τρομερά μάχη που θα ελάμβανε χώραν εις το Στάλινγκραντ, θα προσήγγυζε μορφολογικώς την φρίκην της «κρεατομηχανής» του Φάλκενχάϊν εις το Βερντέν. Υπάρχουν όμως εμφανείς διαφοραί. Εις το Βερντέν οι αντίπαλοι σπανίως αντίκρυζον ο εις τον άλλον πρόσωπον με πρόσωπον, κατακρεουργούντο από τας υψηλής εκρηκτικότητος οβίδας ή κατεσπαράσοντο κατά σειράς από το πυρ των πολυβόλων. Εις το Στάλινγκραντ εκάστη χωριστή μάχη θα κατέληγε πάντοτε εις αγώνα μεταξύ των ατόμων. Οι στρατιώται θα εχλεύαζον και θα ανεθεμάτιζον τους εχθρούς των κατά μήκος των οδών συνηθέστατα θα ηκροώντο την αναπνοήν του αντιπάλου των εις το παραπλεύρως δωμάτιον ενώ χρόνω θα επαναγέμιζον τα όπλα των σώμα προς σώμα μονομαχίαι θα ετερματίζοντο εις το τεχνητόν ημίφως των καπνών και της κόνεως των καταρρεόντων κτιρίων, δια μαχαιρών και αξινών, δια λιθίνων ροπάλων και συνεστραμμένων χαλυβδίνων συρμάτων.
«Η εποχή της διεξαγωγής μεγάλης κλίμακος επιχειρήσεων παρήλθεν ανεπιστρεπτί" από τας ευρείας εκτάσεις της στέππας, ο πόλεμος εισήλθεν εις τας αποτόμους χαράδρας των λόφων του Βόλγα, με τας λόχμας των και τας φάραγγάς των, εντός της βιομηχανικής περιοχής του Στάλινγκραντ, εκτεινομένης επί ανωμάλου, βαθέως διατεμνομένης και τραχείας χώρας, καλυπτομένης από χαλύβδινα, σκυρόδετα και λίθινα κτίρια. Το μίλιον, ως μέτρον αποστάσεως, αντικατεστάθη από την υάρδαν. Ως χάρτης του στρατηγείου, εχρησιμοποιείτο ο χάρτης της πόλεως».
«Δι' έκαστον κτίριον, εργαστήριον, υδατόπυργον, σιδηροδρομικόν ανάχωμα, τοίχον, υπόγειον και κάθε σωρόν ερειπίων, σκληρά μάχη διεξήγετο, άνευ προηγουμένου εις έτερον πόλεμον ακόμη και κατά τον Πρώτον Παγκόσμιον τοιούτον με τας τεραστίας καταναλώσεις του εις πυρομαχικά. Η απόστασις μεταξύ του εχθρικού στρατού και ημών ήτο η μικροτέρα δυνατή. Παρά τας δραστηρίας συγκεντρώσεις του πυροβολικού και της αεροπορίας, ήτο αδύνατον να εξωρμήσωμεν πέραν της περιοχής του εκ του συστάδην αγώνος. Οι Ρώσσοι υπερέβαλον τους Γερμανούς εις την χρησιμοποίησιν του εδάφους και εις την παραλλαγήν και ήσαν περισσότερον πεπειραμένοι εις τον αγώνα των οδοφραγμάτων και των μεμονωμένων κτιρίων».
Εάν η μάχη ενείχεν κάποιαν τακτικήν σημασίαν ευρίσκετο αύτη εις τον αγώνα που διεξήγετο δια την τύχην των πορθμείων του Βόλγα, των σωσιβίων αυτών σχοινιών δια την φρουράν του Στάλινγκραντ. Καίτοι οι Ρώσσοι ετήρουν το βαρύ και μέσον πυροβολικόν των επί της ανατολικής όχθης, εντούτοις κατηνάλισκον πυρομαχικά φορητών όπλων και βλήματα όλμων εις τεραστίας ποσότητας και ηξηρτώντο εκ της κυκλοφορίας των πορθμείων.........................................................-
ΝΕΟΝ ΒΕΡΝΤΕΝ ΕΙΣ ΤΟΝ ΒΟΛΓΑΝ"
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ XII ΝΕΟΝ ΒΕΡΝΤΕΝ ΕΙΣ ΤΟΝ ΒΟΛΓΑΝ
O αγών της προς Ανατολάς εκστρατείας αντικατοπτρίζει το σύνολον της φασματικής αναλύσεως της στρατιωτικής εμπειρίας. Η ψυχρά λάμψις του γυμνού ξίφους και η αγριότης των ιππικών επελάσεων πολύ ολίγον διέφερον από εκείνας του μεσαίωνος· αι ταλαιπωρίαι και αι στερήσεις των ατελεύτητων βομβαρδισμών εντός των βρωμερών χαρακωμάτων ενεθύμιζον τον Μέγαν Πόλεμον. Εντούτοις το επικρατούν χαρακτηριστικόν του Ρωσσικού μετώπου είναι σύνθετον. Αγώνες ανοικτού πεδίου και ελιγμοί, αναμεμιγμένοι με σειράς σφοδρών οδομαχιών, ενθυμίζουσαι τόσον την Δυτικήν Έρημον, όσον και τας υπογείους συμπλοκάς του Φόρτ Βώξ [1] .Βεβαίως η τρομερά μάχη που θα ελάμβανε χώραν εις το Στάλινγκραντ, θα προσήγγυζε μορφολογικώς την φρίκην της «κρεατομηχανής» του Φάλκενχάϊν εις το Βερντέν. Υπάρχουν όμως εμφανείς διαφοραί. Εις το Βερντέν οι αντίπαλοι σπανίως αντίκρυζον ο εις τον άλλον πρόσωπον με πρόσωπον, κατακρεουργούντο από τας υψηλής εκρηκτικότητος οβίδας ή κατεσπαράσοντο κατά σειράς από το πυρ των πολυβόλων. Εις το Στάλινγκραντ εκάστη χωριστή μάχη θα κατέληγε πάντοτε εις αγώνα μεταξύ των ατόμων. Οι στρατιώται θα εχλεύαζον και θα ανεθεμάτιζον τους εχθρούς των κατά μήκος των οδών συνηθέστατα θα ηκροώντο την αναπνοήν του αντιπάλου των εις το παραπλεύρως δωμάτιον ενώ χρόνω θα επαναγέμιζον τα όπλα των σώμα προς σώμα μονομαχίαι θα ετερματίζοντο εις το τεχνητόν ημίφως των καπνών και της κόνεως των καταρρεόντων κτιρίων, δια μαχαιρών και αξινών, δια λιθίνων ροπάλων και συνεστραμμένων χαλυβδίνων συρμάτων.
Kατ' αρχάς, όταν οι Γερμανοί ευρίσκοντο εις τα περίχωρα, ήτο ακόμη δυνατόν δι' αυτούς να επωφελώνται του πλεονεκτήματος της υπεροχής των εις τεθωρακισμένα και αεροσκάφη. Τα εκεί κτίρια ήσαν ξύλινα και άπαντα είχον πυρποληθή κατά την μεγάλην αεροπορικήν επιδρομήν της 23ης Αυγούστου. Ο αγών ελάμβανε χώραν εντός ενός γιγαντιαίου απολιθομένου δάσους κατάμαυρων σωρών εκ καταλοίπων καπνοδόχων, εις το οτιοίον οι αμυνόμενοι μικράν κάλυψιν διέθετον, εκτός των απηνθρακωμένων υπολειμμάτων των μεταξύ των πανομοιοτύπων οικίσκων και των «εργατικών εγκαταστάσεων» που περιέβαλλον την πόλιν. Ενώ χρόνω όμως επροχώρουν οι Γερμανοί βαθύτερα εντός του τομέως των υπονόμων, των πλίνθων και του σκυροκονιάματος, το παλαιόν σχέδιον των δια τας επιχειρήσεις έχανε την αξίαν του. Ο στρατηγός Ντόερ περιέγραψε κατά ποίον τρόπον.
«Η εποχή της διεξαγωγής μεγάλης κλίμακος επιχειρήσεων παρήλθεν ανεπιστρεπτί" από τας ευρείας εκτάσεις της στέππας, ο πόλεμος εισήλθεν εις τας αποτόμους χαράδρας των λόφων του Βόλγα, με τας λόχμας των και τας φάραγγάς των, εντός της βιομηχανικής περιοχής του Στάλινγκραντ, εκτεινομένης επί ανωμάλου, βαθέως διατεμνομένης και τραχείας χώρας, καλυπτομένης από χαλύβδινα, σκυρόδετα και λίθινα κτίρια. Το μίλιον, ως μέτρον αποστάσεως, αντικατεστάθη από την υάρδαν. Ως χάρτης του στρατηγείου, εχρησιμοποιείτο ο χάρτης της πόλεως».
«Δι' έκαστον κτίριον, εργαστήριον, υδατόπυργον, σιδηροδρομικόν ανάχωμα, τοίχον, υπόγειον και κάθε σωρόν ερειπίων, σκληρά μάχη διεξήγετο, άνευ προηγουμένου εις έτερον πόλεμον ακόμη και κατά τον Πρώτον Παγκόσμιον τοιούτον με τας τεραστίας καταναλώσεις του εις πυρομαχικά. Η απόστασις μεταξύ του εχθρικού στρατού και ημών ήτο η μικροτέρα δυνατή. Παρά τας δραστηρίας συγκεντρώσεις του πυροβολικού και της αεροπορίας, ήτο αδύνατον να εξωρμήσωμεν πέραν της περιοχής του εκ του συστάδην αγώνος. Οι Ρώσσοι υπερέβαλον τους Γερμανούς εις την χρησιμοποίησιν του εδάφους και εις την παραλλαγήν και ήσαν περισσότερον πεπειραμένοι εις τον αγώνα των οδοφραγμάτων και των μεμονωμένων κτιρίων».
Εάν η μάχη ενείχεν κάποιαν τακτικήν σημασίαν ευρίσκετο αύτη εις τον αγώνα που διεξήγετο δια την τύχην των πορθμείων του Βόλγα, των σωσιβίων αυτών σχοινιών δια την φρουράν του Στάλινγκραντ. Καίτοι οι Ρώσσοι ετήρουν το βαρύ και μέσον πυροβολικόν των επί της ανατολικής όχθης, εντούτοις κατηνάλισκον πυρομαχικά φορητών όπλων και βλήματα όλμων εις τεραστίας ποσότητας και ηξηρτώντο εκ της κυκλοφορίας των πορθμείων.........................................................-
Εχρησιμοποιούσαμε τα πυρομαχικά μας μετά φειδούς , διότι δια να ανεφοδιασθώμεν με τοιαύτα έπρεπε να διατρέξωμεν πολύν καί δύσκολον δρόμον.
«Eις την σιταποθήκην τα σιτηρά εκαίγοντο, το ύδωρ των πολυβόλων έβραζε , οι τραυματίαι διψούσαν, πλην όμως δεν υπήρχεν ύδωρ πλησίον . Κατ' αυτόν τον τρόπον ημυνόμεθα επί εικοσιτέσσαρας ώρας το εικοσιτετράωρον και επί τρεις ημέρας. Ζέστη, καπνός, δίψα, τα χείλη μας είχαν σκάσει. Κατά την διάρκειαν της ημέρας πολλοί από ημάς αναρριχήθημεν εις τα υψηλότερα σημεία της σιταποθήκης και από εκεί επυροβόλουν τους Γερμανούς. Την νύκτα κατερχώμεθα και σχηματίζαμε ένα αμυντικόν δακτύλιον γύρω από το κτίριο. Ο ασύρματος μας έπαυσε να λειτουργή από την πρώτη ημέρα. Δεν είχομεν ουδεμίαν επαφήν με τας μονάδας μας.
«Εξημέρωσεν η 20η Σεπτεμβρίου. Την μεσημβρίαν δώδεκα εχθρικά άρματα επήλθον από Νότου και Δυσμών. Είχομεν ήδη καταναλώσει τα πυρομαχικά των αντιαρματικών τυφεκίων μας και δεν μας απέμενε ούτε μία χειροβομβίς. Τα άρματα προσήγγισαν την σιταποθήκην από δύο πλευράς και ήρχισαν να βάζουν την φρουρά μας εκ του σύνεγγυς. Ουδείς όμως εδειλίασε. Τα πολυβόλα μας και τα οπλοπολυβόλα μας εξηκολούθουν να βάλλουν κατά του εχθρικού πεζικού, παρεμποδίζοντα τούτο από του να εισέλθη εις την σιταποθήκην . Τότε ένα Μαξίμ, μαζύ με ένα πολυβολητήν, ανετινάχθη από μία οβίδα, το δε δεύτερον Μαξίμ εκτυπήθη από βλήμα και ελύγισε η κάννη του. Έτσι μας απέμεινε μόνο ένα έλαφρόν πολυβόλο.
Αι εκρήξεις συνέτριβον το σκυρόδεμα. Τα σιτηρά ήσαν μέσα εις τας φλόγας. Από τον καπνό και την σκόνην δεν ηδυνάμεθα να βλέπωμεν ο εις τον άλλον, ζητωκραυγάζαμε όμως τας επιτυχίας μας, δια να κάνουμε αισθητή την παρουσία μας και να παίρνουμε θάρρος.
«Γερμανοί αυτοματισταί ενεφανίσθησαν όπισθεν των αρμάτων. Υπήρχον περίπου 150 με 200 τοιούτοι. Επετίθεντο πολύ προσεκτικά, ρίπτοντες χειροβομβίδας εις τον άξονα της προχωρήσεώς των. Κατορθώσαμεν να αρπάξωμεν πολλάς από τας χειροβομβίδας και να τας ρίψωμεν οπίσω.
Εις την δυτικήν πλευράν της σιταποθήκης οι Γερμανοί κατώρθωσαν να εισέλθουν εις το κτίριον, εμείς όμως αμέσως εστρέψαμεν τα όπλα μας κατά του μέρους που είχον καταλάβει.
«Ο αγών ήρχισεν να διεξάγεται εις το εσωτερικόν του κτιρίου. Διησθανόμεθα και ακούγαμε την αναπνοήν και τα βήματα των στρατιωτών του εχθρού, δεν ήτο δυνατόν όμως να τους βλέπωμεν μέσα εις τους καπνούς. Πυροβολούσαμε προς τον θόρυβον που εδημιούργουν.
«Την νύκτα, κατά την διάρκειαν μιας μικράς ανάπαυλας, καταμετρήσαμεν τα πυρομαχικά μας. Δεν είχον απομείνει πολλά εξ αυτών : μία και ημίσεια ταινία δια το πολυβόλον, είκοσι-πέντε βολαί δι' έκαστον αυτόματον, οκτώ μέ δέκα βολαί δι' έκαστον τυφέκιον.
«Το να αμυνθώμεν με τόσο λίγα πυρομαχικά ήτο αδύνατον. Είμεθα κυκλωμένοι. Αποφασίσαμεν να αποπειραθώμεν έξοδον προς Νότον, προς την περιοχήν Μπεκετόφκα, διότι βορείως και ανατολικώς της οιταποθήκης υπήρχον εχθρικά άρματα.
«Κατά την διάρκειαν της νυκτός της 20ης, καλυπτόμενοι από το ένα αύτόματόν μας εξεκινήσαμεν. Εις την αρχήν όλα έβαινον καλώς. Οι Γερμανοί δεν μας ανέμενον. Διήλθομεν την χαράδραν και διέβημεν την σιδηροδρομικήν γραμμήν, οπότε εσκοντάψαμεν επί μιας εχθρικής ολμαρχίας, η οποία μόλις ετάσσετο υπό την κάλυψιν του σκότους.
«Ανατρέψαμεν τους τρεις όλμους και εν όχημα με βλήματα. Οι Γερμανοί διεσκορπίσθησαν, αφίσαντες οπίσω των επτά νεκρούς, εγκαταλείψαντες όχι μόνον τα όπλα των, αλλά και τον άρτον και το ύδωρ των. Μας ήρχετο λιποθυμία από την δίψα. «Κάτι να πιω ! Κάτι να πιω !». εσκεπτόμεθα διαρκώς. Εκορέσαμεν τΗν δίψα μας μέσα εις το σκότος. Εφάγαμεν εν συνεχεία τον άρτον που αρπάξαμεν από τους Γερμανούς και εσυνεχίσαμεν την πορείαν μας. Αλλοίμονον όμως, το τι συνέβη τότε εις τους συντρόφους μου δεν γνωρίζω, διότι το μόνον πράγμα που θυμάμαι, είναι ότι άνοιξα τα μάτια μου την 25ην η 26ην Σεπτεμβρίου και εύρέθην μέσα εις ένα σκοτεινό καί υγρό υπόγειον, αίσθανόμενος ωσάν να είχον καλυφθή από κάποιο είδος ελαίου. Δεν έφερα χιτώνιον και υπόδημα είς τόν δεξιόν μου πόδα. Τα χέρια μου και τα πόδια μου δεν με υπήκουον. Το κεφάλι μου εβούιζεν.
«Μία πόρτα άνοιξε και εις το λαμπρόν ηλιόφως, αντίκρυσα έναν αυτοματιστήν με μαύρην στολή. Επί της αριστεράς του χειρίδος υπήρχεν μία νεκροκεφαλή. Είχον πέσει εις χείρας του εχθρού».
Η Γερμανική επίθεσις, η οποία τόσον λαμπράν έναρξιν είχεν , και επεβεβαίωσεν εντός ολίγων βραχυβίων εβδομάδων την ικανότητα της Βέρμαχτ να κάνη όλον τον κόσμον να τρέμη, η οποία είχε μεταφέρει τα σύνορα του Ράιχ εις το απώτατον σημείον των, ήδη αναντιρρήτως είχεν αποτελματωθή. Επί δύο σχεδόν μήνας οι χάρται παρέμενον αναλλοίωτοι.
Το Υπουργείον Προπαγάνδας επεβεβαίωνε ότι ελάμβανεν χώραν η «μεγαλυτέρα μάχη τριβής που είχεν γνωρίσει ο κόσμος» και καθημερινώς εδημοσίευε αριθμούς ,δεικνύοντας κατά ποίον τρόπον αφαιμάσσοντο οι Σοβιετικοί. Ανεξαρτήτως όμως του εάν οι Γερμανοί επίστευον τους αριθμούς αυτούς η όχι, τα γεγονότα ήσαν πολύ διαφορετικά. Αυτοί και όχι ο Ερυθρός Στρατός ήσαν εκείνοι που επανειλημμένως εσήκωσαν τα βάρη του πολέμου. Με την αυτήν ψυχραιμίαν, με την οποίαν εξεδήλωσε την άρνησίν του να εμπλέξη τας Σιβηριανάς εφεδρείας μέχρι της κρισίμου περιόδου της Μάχης της Μόσχας, διεφύλαττε ο Ζούκωφ την ενίσχυσιν της 62ας Στρατιάς εις εν τολμηροί κατώτατον επίπεδον. Κατά την διάρκειαν των δύο κρισίμων μηνών, από της 1ης Σεπτεμβρίου μέχρι της 1ης Νοεμβρίου, μόνον πέντε μεραρχίαι πεζικού απεστάλησαν πέραν του Βόλγα, αι οποίαι μόλις επήρκουν δια την κάλυψιν των «απωλειών». Εντούτοις, κατά την αυτήν περίοδον, είκοσι—επτά νέαι μεραρχίαι πεζικού και δέκα—εννέα τεθωρακισμέναι ταξιαρχίαι, εδραστηριοποιούντο δια νέων κατατάξεων, νέων υλικών και νεαρών αξιωματικών και υπαξιωματικών. Άπασαι συνεκεντρούντο εις την περιοχήν μεταξύ Ποβαρίνο και Σαράτωφ, εις την οποίαν αποπερατούτο η εκπαίδευσίς των και από την οποίαν ωρισμένοι εξ αυτών απεστέλοντο εκ περιτροπής εις τον Κεντρικόν Τομέα, επί μίαν βραχείαν περίοδον αποκτήσεως μαχητικής πείρας. Το αποτέλεσμα ήτο, ότι ενώ οι Γερμανοί βραδέως ενέπλεξαν απάσας τας μεραρχίας των και τας κατεπόνησαν, δια της κοπώσεως και των απωλειών, ο Ερυθρός Στρατός συνεκρότει μίαν φοβεράν εφεδρείαν εξ ανδρών και τεθωρακισμένων.
Την αίσθησιν της απογοητεύσεως, επειδή είχον σταματήσει ολίγον προ (ως εφαίνετο) της πλήρους νίκης, ταχέως ηκολούθησεν εν συναίσθημα απαισιοδοξίας, το οποίον ηυξάνετο, ενώ χρόνω παρήρχοντο αι εβδομάδες η μία κατόπιν της άλλης, με τον στρατόν πάντοτε εις την αυτήν τοποθεσίαν.
«Αι ημέραι εβραχύνθησαν και πάλιν, ως ευκόλως το αντελαμβάνετό τις. Την πρωίαν ο αήρ ήτο εντελώς ψυχρός. Μήπως θα αγωνιζόμεθα κατά την διάρκειαν και άλλου εξ αυτών των φοβερών χειμώνων ; Ενόμιζα ότι αυτό ήτο κάτι το υπεράνω των δυνάμεων μας. Πολλοί από ημάς ενόμιζον ότι ήξιζε παντός κόπου, πάσης Θυσίας, ο τερματισμός της περιπετείας μας προ του χειμώνος…………………………………………………
(1) Τό κεντρικόν οχυρό τής Γαλλικής περιμέτρου εις τό Βερντέν. Διά μίαν εμπεριστατωμένην αφήγησιν της πολιορκίας του (και πιθανώς διά τήν καλλιτέραν περιγραφήν της σώμα προς σώμα πάλη του Μεγάλου Πολέμου) βλέπε το βιβλίον του Alistair Horne- The price of Glory:Verdun 1916.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου