..........................................................................................................................................................
...........................................................................................................................................................
Κύριε Πρωθυπουργέ!Ύστερα από τα επεισόδια που συνέβησαν στο Vişani, το ηθικό βάρος των οποίων μου ματώνει την καρδιά , αποφάσισα να σας γράψω τις γραμμές που ακολουθούν. Δεν το κάνω από κάποια παρόρμηση της στιγμής , ούτε από κάποια επιθυμία μου να δω δημοσιευμένη την επιστολή μου στις εφημερίδες , ελπίζοντας στα χειροκροτήματα των φίλων μου ή αν θέλετε , για να επιτελέσω, όπως συνηθίζεται ,την τυπική υποχρέωση διαμαρτυρίας για τα αίσχη που συνέβησαν στο Râmnicu Sărat. Εκείνο που με παρακίνησε να σας στείλω την επιστολή αυτή , είναι η βασανισμένη συνείδηση και ο δρόμος αυτός στον οποίο μας σπρώξατε με τόση ελαφρότητα , ένας δρόμος που για κάθε άνθρωπο με τιμή είναι δρόμος συμφορών , συμφορές που σήμερα είναι αναπόφευκτες.
Κύριε Πρωθυπουργέ!Εκείνο που με παρακίνησε νά σας στείλω τήν επιστολή αυτή, είναι ή βασανισμένη συνείδηση καί o δρόμος αυτός στον oποίο μας σπρώξατε με τόση ελαφρότητα, ένας δρόμος που για κάθε ανθρωπο με τιμή είναι δρόμος συμφορών, συμφορές που σήμερα είναι πλέον αναπόφευκτες.
Κύριε πρωθυπουργέ!Δεν μπορώ εδώ, μέσα από τις γραμμές αυτές να σας περιγράψω το μαρτύριο μας πού εξ αιτίας της ρουμανικής και χριστιανικής μας πίστης διαρκεί μέσα στην ίδια μας τη χώρα, δέκα ολόκληρα χρόνια.Θα σας πω μόνο ότι εδώ και δέκα χρόνια οι κυβερνήσεις της Μεγάλης Ρουμανίας, έχουν αποκάμει από τη βιαιότητα των χτυπημάτων πού μας έδωσαν. Ο καταπιεστής μας είναι η φιλελεύθερη κυβέρνηση.
Στα 1926 ήλθε ό κ. Goga και μας ισοπέδωσε. Στη συνέχεια ήλθε ο κ. Mihalache, που με τη σειρά του διαβεβαίωνε τα ξένα αφεντικά του, ότι θα μας χτυπούσε ανελέητα, ότι θα μας εκμηδένιζε. Ακολούθησε ή κυβέρνηση Iorga-Argetoianu και μας ξαναχτύπησε. Επιτέλους, ήλθατε εσείς· όμως τα χτυπήματα συνεχίζονται.
Κανείς από αυτούς δεν μπήκε βέβαια στον κόπο να αναρωτηθεί, κ. Πρωθυπουργέ, αν εμείς έχουμε την αντοχή να υπομείνουμε τούς ατέλειωτους φυσικούς και ηθικούς βασανισμούς, που πολλές φορές κόντεψαν να ξεπεράσουν τα όρια της αντοχής μας.
Όλο αυτό το διάστημα υπομείναμε τα πάντα με πολύ θάρρος- είμαστε γεμάτοι πληγές, αλλά δεν σκύψαμε ποτέ το κεφάλι.
Υπομείναμε τα πάντα, γιατί όσο και αν ήταν απάνθρωπα τα βασανιστήρια μας, πάντα σεβαστήκαμε το αίσθημα της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και της τιμής μας.
Δυστυχώς, όμως, τον τελευταίο καιρό και κάτω από τη δική σας διακυβέρνηση, οι καταδιώξεις και τα πάθη μας πέρασαν σε μια φάση περισσότερο οδυνηρή.
Αυτό πού έγινε στο Teiuş, όπου o πατέρας μου χτυπήθηκε μέχρι αίματος, ξανάγινε και στο Vişani και κάτι τέτοιο είναι ασύγκριτα βαρύτερο από όλα τα δεινά πού γνωρίσαμε μέχρι σήμερα, γιατί στοχεύει στην ίδια μας την τιμή.
Δεν πρόκειται να προχωρήσω) σε μια εκτενή παρουσίαση των γεγονότων.
Η Α.Ε. θυμάται ασφαλώς ότι πριν από δύο μήνες, όταν ήλθα να σας ρωτήσω για ποιά αμαρτία επιτέλους ήμασταν ένοχοι, ώστε να αξίζουμε την καταδίωξη πού μόλις είχε αρχίσει, εσείς μου είπατε:
– Pentru ce nu începeţi ceva constructiv? ( Γιατί δεν αρχίζετε κάτι δημιουργικό;)
– Domnule Prim Ministru, v-am răspuns, am luat hotărârea ca să fac un dig pe malul Buzăului. Aveţi ceva de obiectat? ( Κύριε πρωθυπουργέ σας απάντησα πήρα την απόφαση να χτίσω ένα φράγμα στις όχθε: του Buzăului. Μήπως έχετε κάποια αντίρρηση; )
– Nu. Foarte bine. Foarte frumos.( Όχι. Πολύ καλά. Πολύ όμορφο). .
Πριν από ένα μήνα. παρουσίασα την αίτηση στο υπουργείο Δημοσίων Έργων, μίλησα με τους καταλληλότερους και εμπειρότερους στο αντικείμενο τους μηχανικούς και το έργο ήταν έτοιμο να αρχίσει στις 10 Ιουλίου.
Δεν ήταν απλά μια νεανική χαρούμενη απασχόληση· ήταν μια πρόσκληση στην Νεολαία μας να μπει στην υπηρεσία των μεγάλων αναγκών για υγιή εργασία, ήταν μια εκπαίδευση προς μια καθαρά δημιουργική κατεύθυνση 1.000 νέων. Ήταν παράδειγμα προς μίμηση για δεκάδες χιλιάδες άλλους νέους. Ήταν μια παρόρμηση για τις πλατιές λαϊκές μάζες, που χρόνια και χρόνια περιμένουν την κρατική παρέμβαση για την επισκευή των σπασμένων γεφυριών και των κατεστραμμένων δρόμων, να τακτοποιήσουν τα πάντα, με την κοινή τους εργασία στο διάστημα μιας μόνο μέρας.
Ήταν ένα παράδειγμα προς μίμηση για ολόκληρη τη χώρα και ταυτόχρονα μια προειδοποίηση για όποιον φαντάζεται ότι η ισχυρή Ρουμανία δε θα γεννηθεί από την εργασία, την εργασία όλων μας, άλλα από τον οίκτο των ξένων.
Πλησιάζοντας το ξεκίνημα του έργου αυτού έστειλα πριν από λίγες μέρες τρεις κατάλληλους νέους στο Vişani, με αποστολή να φροντίσουν τα καταλύματα και τον επισιτισμό.
Αυτοί, όμως, στις 8 Ιουλίου συνελήφθησαν στο Râmnicu Sărat και από εκεί στάλθηκαν πίσω με χειροπέδες, ο ένας δίπλα στον άλλο. σαν να ήταν οι χειρότεροι - πορτοφολάδες' τους επιφυλάχθηκε μια αντιμετώπιση που ήταν ασυμβίβαστη με την ανθρώπινη αξιοπρέπεια τους.
Άλλοι δύο φοιτητές του Πανεπιστημίου του Βουκουρεστίου, που βρέθηκαν στο Râmnicu Sărat , όπου είχαν φτάσει με τόση επιθυμία να εργαστούν, συνελήφθηκαν και οδηγήθηκαν στην αστυνομία, υβριζόμενοι και προπηλακιζόμενοι από τον ίδιο τον αστυνομικό διευθυντή και δύο κομισάριους· στη συνέχεια, οι αδελφοί Ionescu με τα χέρια δεμένα στην πλάτη, οδηγήθηκαν στο σιδηροδρομικό σταθμό μέσα από τους κεντρικούς δρόμους της πόλης και από εκεί τους έστειλαν με το τρένο στο σπίτι τους.
Τέλος, τη Δευτέρα 10 Ιουλίου, έφτασαν στο νύχτιοι 200 νέοι, στην πλειοψηφία τους φοιτητές και αντί να συναντήσουν ανοικτές αγκαλιές, ανταμοιβή για τις καλές τους προθέσεις, βρέθηκαν μπροστά στο Νομάρχη, τον Επίτροπο, το συνταγματάρχη τη; Χωροφυλακής Ignat, το στρατηγό Cepleanu. τον υπολοχαγό της χωροφυλακής Fotea, αρκετές δεκάδες χωροφυλάκων με τα όπλα προτεταμένα και ένα λόχο πεζικού με τα μυδραλιοβόλα οπλισμένα, που τους έδωσαν σε τόνο επιθετικό την απόλυτα αδικαιολόγητη διαταγή να εγκαταλείψουν αμέσως τους τόπους εκείνους.
Μπροστά σ' αυτή την κατάσταση και παρά τις τόσες απειλές αυτά τα 200 παιδιά, ξάπλωσαν στη γη μέσα στη λάσπη που είχε πάχος δύο παλάμες και στην πιο ταπεινή στάση,άρχισαν να τραγουδούν «Ο Θεός είναι μαζί μας».
Κάποια στιγμή, οι χωροφύλακες πήραν διαταγή να επιτεθούν και αρκετοί από αυτούς άρχισαν να τους ποδοπατούν με τις μπότες, να τούς λιώνουν τα στήθη και τα κεφάλια· την ίδια ώρα, οι νέοι μας υπέφεραν το μαρτύριο, χωρίς να προβάλουν αντίσταση, σιωπηρά, σαν μάρτυρες.
Επικεφαλής αυτών που ξυλοκοπούσαν ήταν ο επίτροπος Rachieru, ο συνταγματάρχης Ignat, που έσερνε τον φοιτητή Brumă από τα μαλλιά και ο υπολοχαγός Fotea, πού γρονθοκοπούσε τα αθώα πρόσωπα των φτωχών παιδιών.
Τέλος, έφεραν σχοινιά και οι διακόσιοι δέθηκαν βάρβαρα, με τα χέρια πίσω στην πλάτη και παρέμειναν· στη στάση αυτή μισή μέρα κάτω από δυνατή βροχή.
Στο μεταξύ έφτασε ο preotul Dumitrescu, ο παπάς ,τον οποίο ο επίτροπος υποδέχθηκε με τα λόγια:
— Ce-i cu tine, mă?«Τί θέλεις εσύ εδώ βρέ;»
— Sunt preot. Am venit să fac slujbă de începerea lucrului.( Είμαι παπάς. Ήλθα να κάνω αγιασμό...)
– Nu eşti preot, eşti măgar, îi răspunde procurorul. Legaţi-l imediat cu mâinile la spate.( -Δεν είσαι παπάς. Είσαι γαϊδούρι!» απάντησε, ο επίτροπος. «Δέστε τον αμέσως με τα χέρια στην πλάτη».)
Έτσι, δέθηκε και ο παπάς με τα χέρια στην πλάτη και στη συνέχεια, όλοι μαζί σ' αυτή την τόσο ταπεινωτική κατάσταση, μεταφέθηκαν στο Râmnicu Sărat και κλείστηκαν στο στρατόπεδο της λεγεώνας των χωροφυλάκων, (Legiunea de Jandarmi) όπου για μια ακόμη φορά ο επίτροπος, οι χωροφύλακες και οι αστυνομικοί τούς εξύβρισαν και τούς βασάνισαν απάνθρωπα ...
Ύστερα από τέσσερις μέρες βασανιστηρίων και δεδομένου ότι δεν ευσταθούσε εναντίον τους καμιά κατηγορία, τούς άφησαν ελεύθερους.
Άλλοι πού συνελήφθησαν κατευθυνόμενοι προς το Vişani, φυλακίστηκαν στο Buzău και στην Brăila , και στη συνέχεια τούς επετράπη να επιστρέψουν, έχοντας πάντα τα χέρια δεμένα πίσω από την πλάτη.
Υπάρχουν ακόμη δεκαπέντε νέοι, πού μέχρι σήμερα — μέρα Σάββατο — δεν έχουν ακόμα επιστρέψει. Έρχονται πεζή από το Buzău, από το Bucureşti, νηστικοί εδώ και τέσσερις μέρες, υβριζόμενοι και προπηλακίζαμενοι.
Κύριε Πρωθυπουργέ!
Όλα αυτά δεν αντιπροσωπεύουν μια μεμονωμένη περίπτωση, αλλά δείχνουν πόσο η κυβερνητική νοοτροπία έχει απλωθεί παντού.
Εδώ και δύο εβδομάδες — τελείως αναίτια — περίτρανη απόδειξη όλες οι δικαστικές αποφάσεις — μας προπηλακίζουν και μας ταπεινώνουν σε κάθε μας βήμα: στο Bucureşti, στο Arad, στο Teiuş στο Piatra Neamţ kai στο Suceava.
Κύριε Πρωθυπουργέ!
Σας δηλώνω με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο, ότι εμείς που γνωρίζουμε την ιστορία και τις θυσίες πού κάνει κάθε λαός όταν επιθυμεί να κερδίσει ένα καλύτερο αύριο, εμείς οι νέοι της σημερινής Ρουμανίας, έχουμε αποδεχθεί τη θυσία αυτή.Δεν είμαστε τόσο δειλοί, για να αρνηθούμε μια θυσία πού ανήκει σε μια άλλη Ρουμανία.Παράλληλα, σας προειδοποιώ ότι μετέτρεψα τούς νέους αυτούς σε μια σχολή του αισθήματος της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και της τιμής. Όπως αποδεικνύουμε, ξέρουμε να πεθαίνουμε· μπορούμε να μείνουμε στη φυλακή και να σαπίσουν τα κόκκαλα μας στα βάθη της. Μπορούμε να δεχτούμε το εκτελεστικό απόσπασμα, αλλά δεν μπορούμε να προπηλακιζόμαστε, δεν μπορούμε να ανεχθούμε τις βρισιές, δεν μπορούμε να ειμαστέ δεμένοι με τα χέρια στην πλάτη.Δεν θυμούμενα ποτέ τη φυλή μας στη διάρκεια της θλιβερής μα περήφανης ρουμανικής ιστορίας της — να δέχτηκε ποτέ παρόμοια ατίμωση. Η γη μας μπορεί να είναι γεμάτη νεκρούς ' δειλούς όμως δεν έχει.Σήμερα είμαστε άνθρωποι ελεύθεροι, με γνώση των δικαιωμάτων μας και τη συνείδηση μας καθαρή.Δεν είμαστε σκλάβοι ούτε πρόκειται να υπάρξουμε ποτέ.Δεχόμαστε το θάνατο· τη; ταπείνωση όμως την αρνούμεθα.Να είσαστε σίγουρος, κυρά Πρωθυπουργέ, ότι δεν μπορούμε να ζήσουμε αυτές τις μέρες που είναι πλημμυρισμένες από ταπείνωση και αναξιοπρέπεια.Ύστερα από 10 χρόνια βασανισμών, θα ήθελα να πιστέψετε ότι διαθέτουμε την απαιτούμενη ηθική δύναμη για να βρούμε μια αξιοπρεπή έξοδό μας από τη ζωή , μια ζωή που δεν μπορούμε να αντέξουμε δίχως τιμή και δίχως αξιοπρέπεια.
Δεχθείτε παρακαλώ την έκφραση των αισθημάτων μου.”Corneliu Zelea Codreanu[1]
..........................................................................................................................................................
...........................................................................................................................................................
[1]Η επιστολή δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Calendarul στις 20 Ιουλίου 1933.Η ελληνική μετάφραση της επιστολής δημοσιεύτηκε τον Μάρτιο 1988 στο περιοδικό ΝΕΑ ΤΑΣΗ Τεύχος 5ο .
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου