4. Η ελληνική σύλληψη τού κόσμου: κεντρικές φαντασιακές σημασίες
Η θέσμιση της κοινωνίας είναι κάθε φορά θέσμιση ενός μάγματος κοινωνικών φαντασιακών σημασιών, που μπορούμε και πρέπει να καλέσουμε κόσμο φαντασιακών σημασιών.1
α. Η ερμηνεία που είχε παλιότερα επικρατήσει και διαδοθεί για τον αρχαίο ελληνικό κόσμο και άνθρωπο, σαν κόσμο και άνθρωπο αρμονίας και μέτρου, είναι παιδαριωδώς αφελής, ειδυλλιακή προβολή δυτικών σχημά των και νοσταλγιών του 18ου και 19ου αιώνα. Η αρμονία και το μέτρο για τους αρχαίους Έλληνες δεν είναι δεδομένα, αλλά προβλήματα και σκοπός -που η πραγμα τοποίηση τους είναι πάντα αβέβαιη και επισφαλής σε ό,τι αφορά την ανθρώπινη ζωή.
β. Κεντρική για την αρχαία ελληνική σύλληψη είναι η ιδέα του Χάους. Για τον Ησίοδο {Θεογονία, στίχος 116), το σύνολο των όντων (θεοί και άνθρωποι, «πράγματα», «φαινόμενα» και «δυνάμεις») γεννιέται από το χάος, δηλαδή από το τίποτα, το κενό, το μηδέν (χαίνω): ή τοι μεν πρώτιστα Χάος γένετ'-. Αυτό το Χάος δεν έχει σχέση με την πολύ μεταγενέστερη έννοια τού χάους ως συμφυρμού, κυκεώνα, γενικευμένης αταξίας. Εν τούτοις όμως, στην ίδια την Θεογονία υπάρχει ένα έσχατο μέρος ή βάθος, μια ανάποδη του κόσμου, που είναι Χάος με την μεταγενέστερη έννοια: ο ποιητής του δίνει, συμβατικά και συμβολικά, το όνομα Τάρταρος (στίχοι 717-720, 722-723, 724-730, 731-735). Οι «ρίζες» του κόσμου -«της γης και της στείρας θάλασσας»- βγαίνουν απ' αυτό το τεράστιο κιούπι, που το στόμα του το ζώνει «τριπλή νύχτα». Οι «ρίζες» του κόσμου -κόσμος=τάξη-, η «άλλη του όψη» είναι αυτός ο τερατώδης χώρος. Σε τούτη μόνο την όψη (όπου ζούμε και εμείς) βασιλεύει -προς το παρόν- ο Ζεύς, και την κάνει να είναι κατά κάποιο τρόπο κόσμος.
γ. Ο κόσμος δεν είναι καμωμένος για τους ανθρώπους ούτε ενδιαφέρεται γι' αυτούς. Γενικότερα, σύμφωνα με την αρχαία ελληνική αντίληψη για την ζωή, δεν υπάρχει καμιά υπερβατική εξωκοσμική δύναμη που να ενδιαφέρεται για τους ανθρώπους, ακόμα λιγότερο, να τους «αγαπάει». Οι θεοί επεμβαίνουν μόνο αν κάποιος τους ζημιώσει ή ασεβήσει εις βάρος τους κλπ. Εξάλλου, και οι ίδιοι οι θεοί δεν είναι παντοδύναμοι, υπόκεινται σε μια απρόσωπη Μοίρα, η οποία έφερε πρώτα τον Ουρανό, έπειτα τον Κρόνο κι έπειτα τον Δία. Ό Προμηθέας, στην ομώνυμη τραγωδία του Αισχύλου, μηνύει στον Δία μέσω του αγγελιαφόρου του Ερμή ότι:
Νέον νέοι κρατείτε και δοκείτε δή
ναίειν απενθή πέργαμ'- ουκ εκ των δ' εγώ
δισσούς τυράννους εκπεσόντας ησθόμην;
Τρίτον δε τον νυν κοιρανούντά επόψομαι
αίσχιστα και τάχιστα
[Νέοι, νέαν εξουσία κατέχετε και νομίζετε
πως κατοικείτε απροσπέλαστα απ' τον πόνο παλάτια· μή πως δεν είδα
μέχρι τώρα την καθαίρεση δύο τυράννων;
Έτσι και τον τρίτο, τον σημερινό αφέντη θα δω
να πέφτει πολύ άσχημα και πολύ σύντομα].
Προμηθεύς Δεσμώτης, στίχ. 955-959
δ. Τουλάχιστον μέχρι το τέλος τού 5ου αιώνα -κι αυτή είναι η εποχή που με ενδιαφέρει: 8ος-5ος αιώνας- για την αρχαία ελληνική αντίληψη, η μετά θάνατον ζωή ή δεν υπάρχει ή, αν υπάρχει, είναι πολύ χειρότερη απ' την επίγεια ζωή. Αυτό λέγεται σαφώς στην Οδύσσεια, στη Νέκυια (λ, 488), όταν ο Οδυσσέας συναντά τη σκιά του νεκρού Αχιλλέα στον Άδη, η οποία και του λέει:
Μή δή μοι θάνατον γε παραύδα, φαίδιμ' Οδυσεύ.
Βουλοίμην κ' επάρουρος εών θητευέμεν άλλω,
ανδρί παρ' ακλήρω, ω μη βίοτος πολύς είη,
ή πάσιν νεκύεσσι καταφθίμενοισιν ανάσσειν.
[Το θάνατο μη μου παινεύεις λαμπρέ Οδυσσέα.
Καλύτερα την γη να δουλεύω υποτακτικός κάποιου
φτωχού χωριάτη με λίγο βιός,
παρά να βασιλεύω σ' όλους αυτούς τους σβησμένους νεκρούς].
Οδύσσεια λ488-491
Αυτός είναι, λοιπόν, o νόμος της υπάρξεως του είναι: νόμος γενέσεως και φθοράς, επιστροφής στο χάος, αν μπορώ να πω, και αναδημιουργίας του κόσμου από το χάος. Η ιδέα ενός ιστορικού νόμου, εγγυητή μιας ιδανικής κοινωνίας, είναι ιδέα άγνωστη στους Έλληνες, όπως άγνωστος είναι ο μεσσιανισμός ή η δυνατότητα εξωκοσμικής φυγής. Η θεώρηση αυτή εμπνέει μια στάση, σύμφωνα με την οποία ό,τι είναι να γίνει θα γίνει εδώ. Ό,τι δεν γίνεται εδώ, δεν γίνεται για μας, δεν μας αφορά, γί νεται άλλου, μεταξύ θεών, ή γίνεται στις ρίζες τού χάους. Το σημαντικό για μας γίνεται εδώ, εξαρτάται από μας κι εμείς θα το κάνουμε. Δεν θα το κάνει ούτε ο θεός, ούτε η ιστορική αναγκαιότητα, ούτε καμιά πολιτική διεύθυνση, κάτοχος της επιστημονικής σοφίας επί των πολιτικών πραγμάτων. Θα το κάνουμε εμείς οι άνθρωποι -αν γίνεται, κι αν μας αφήσει η Μοίρα- ή δεν μπορεί να γίνει. Και αυτό εν γνώσει μας ότι υποκείμεθα στον ίδιο νόμο που διέπει και τον υπόλοιπο κόσμο, νόμο γενέσεως και φθοράς.
Το χάος το έχουμε και μέσα μας με την μορφή της (22) ύβρεως, δηλ. της άγνοιας ή αδυναμίας αναγνωρίσεως των ορίων των πράξεων μας· διότι, βεβαίως, αν τα όρια ήσαν σαφή και αναγνωρίσιμα εκ των προτέρων, δεν θα υπήρχε ύβρις, θα υπήρχε απλώς παράβαση ή αμάρτημα, έννοιες χωρίς κανένα βάθος.
Αυτό είναι εξάλλου κι ένα απ' τα μαθήματα της τραγωδίας, η οποία συνδέεται άμεσα με την φιλοσοφία και την γονιμοποιεί. Σαν πολιτικός θεσμός η τραγωδία είναι θεσμός αυτοπεριορισμού. Υπενθυμίζει διαρκώς στους Αθηναίους πολίτες ότι υπάρχουν όρια άγνωστα εκ των προτέρων στο δρων υποκείμενο, το οποίο ενεργεί υπεύθυνα αναλαμβάνοντας τους κινδύνους των πράξεων του. Κανείς δεν μπορεί να του τα υποδείξει εκ των προτέρων. Μόνο του πρέπει να τα καταλάβει ή να τα διαισθανθεί.
Αυτές τις ιδέες τις ονομάζω κεντρικές φαντασιακές σημασίες. Αποτελούν τρόπο σημασιοδότησης της πραγματικότητας, της ανθρώπινης ζωής και του κόσμου. Τις συναντάμε από την καταβολή, από την αρχική σύσταση του ελληνικού κόσμου, από τον Όμηρο ήδη και από την μυθολογία. Η σημασία της διαδοχής Ουρανού, Κρόνου, Διός, όπως περιγράφεται από τον μύθο, εκφράζει την ίδια αυτή φιλοσοφική αντίληψη που προσπάθησα να διατυπώσω περιληπτικά. Γι' αυτό και θα μπορούσε να πει κανείς ότι υπάρχουν πολλές και ωραίες μυθολογίες, μια όμως είναι αληθινή: η αρχαία ελληνική. Αληθινή με την έννοια ότι όλοι οι μύθοι της έχουν ένα σημασιακό υπόβαθρο, μέσα στο όποιο κατοπτρίζεται η ίδια μας η ζωή και κάθε ανθρώπινη ζωή.
Ο ελληνικός κόσμος κτίζεται πάνω στην επίγνωση ότι δεν υπάρχει φυγή από τον κόσμο κι από τον θάνατο, ότι ο άνθρωπος είναι θνητός. Στο σημείο αυτό θα τολμήσω να διορθώσω ένα μεγάλο Έλληνα ποιητή, τον Ανδρέα Εμπειρίκο. Στο ποίημα του «Εις την οδόν των Φιλελλήνων», ο Εμπειρίκος τελειώνει με την ευχή: να γίνη [...] πανανθρώπινη, η δόξα των Ελλήνων, που πρώτοι, θαρρώ, αυτοί, στον κόσμο εδώ κάτω, έκαμαν οίστρο της ζωής τον φόβο του θανάτου. Εγώ θα έλεγα: έκαμαν οίστρο της ζωής την γνώση τον θανάτου.
O φόβος τοy θανάτου διακατείχε παντού και πάντοτε όλους τους θνητούς. Ίσως αυτός μας εμποδίζει κι εμάς σήμερα, όπως εμπόδισε πολλές φορές στο παρελθόν τους ανθρώπους, να έχουμε τον απαιτούμενο οίστρο για την ζωή μας, να έχουμε δηλαδή την επίγνωση ότι είμαστε πραγματικά θνητοί, και ό,τι έχουμε να κάνουμε, αν γίνεται, θα γίνει εδώ, από μας, και εδώ θα το κάνουμε, εμείς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου